Fractal

Η Λογοτεχνία συνομιλεί με την Ιστορία: τρία σύγχρονα λογοτεχνήματα με απηχήσεις της Μικρασιατικής περιπέτειας (Γκιακ, Ο λαβύρινθος, Το μόνο της ζωής τους ταξίδι)

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

 

 

 

Εισαγωγικά

Η σχέση της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία είναι μακρά και διαρκής. Οι δύο χώροι είναι αλληλοτροφοδοτούμενοι από την εποχή του Ομήρου. Από τις πάμπολλες τομές τους η πιο προφανής είναι το ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά και οι ολοένα πληθυνόμενες  υβριδικές αφηγήσεις, ενώ η σχέση της λογοτεχνίας με το τραύμα (π.χ. εμφύλιος, Ολοκαύτωμα – στρατοπεδική λογοτεχνία, Κυπριακό) και τη μνήμη είναι επίσης πρόδηλη και συνιστά έναν βασικό τρόπο διάσωσής της. Τότε η λογοτεχνία γίνεται εκ των πραγμάτων μια μορφή της δημόσιας Ιστορίας ή μια Ιστορία του βιώματος και του συναισθήματος. Προσεγγίζει τη μικροϊστορία και την προφορική ιστορία, καταγράφοντας τις επιπτώσεις των μεγάλων γεγονότων στον ψυχισμό και τη ζωή των απλών ανθρώπων, δίνοντας φωνή στους αφανείς και νοηματοδοτώντας, κάποτε τροποποιητικά, το παρελθόν. Η γνώση μας για τα σκοτεινά σημεία της Ιστορίας συχνά προέρχονται από τη λογοτεχνία, μολονότι οι λογοτέχνες που καταπιάνονται με την Ιστορία (αν και πολλές φορές κάνουν εκτεταμένη έρευνα ή ενδέχεται να είναι και οι ίδιοι/ες ιστορικοί), συνήθως γράφουν με λογοτεχνική κυρίως, παρά ιστορική, αξίωση. Ωστόσο, παρά την επισφάλεια που εμπεριέχει η λογοτεχνική μαρτυρία ως ιστορική πηγή, καθώς έχουν υπάρξει «στοχαστικές προσαρμογές», δεν είναι λίγες οι φορές που λειτουργεί ως τέτοια. Συχνά, ως αναγνώστες ενός λογοτεχνήματος που εφάπτεται στην Ιστορία ή τέμνεται με αυτήν, νιώθουμε ότι προσλαμβάνουμε και πραγματολογικά στοιχεία, πέραν της αισθητικής απόλαυσης και συγκίνησης, κάποτε μάλιστα και με μεγαλύτερη πειστικότητα.

Η Μικρασιατική περιπέτεια, η ήττα και -κυρίως- η καταστροφή έχει καταγραφεί ισχυρά στη συλλογική μνήμη (είναι μάλιστα ένα τραύμα που μεταβιβάστηκε στις επόμενες γενιές) και έχει επηρεάσει εξίσου ισχυρά τη λογοτεχνική παραγωγή. Τόσο στη μνήμη όσο και στη λογοτεχνία, πάντως, κυριάρχησε το θέμα της καταστροφής, της τουρκικής βαρβαρότητας και της προσφυγιάς σε όλες τις όψεις της (οδύνη, απώλεια, απόρριψη, δυσκολίες ένταξης, υπεραναπλήρωση μειονεξίας), όπως και η -συχνά εξιδανικευμένη- αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής εκεί, με εμβληματική συνεκδοχή ιδίως τη Σμύρνη, που έγινε το σύμβολο της απόλυτης ευτυχίας για το πριν και της απόλυτης δυστυχίας για το μετά. Ήταν πολλοί και οι μικρασιατικής καταγωγής συγγραφείς, που προσέδωσαν τέτοιον χαρακτήρα στις καταγραφές τους, ενώ, ιδίως στην πρώτη φάση, οι δημιουργοί υπήρξαν συχνά μάρτυρες των γεγονότων και επεδίωκαν με τα έργα τους κατεξοχήν τη διατήρηση της μνήμης και την εμπέδωση της αίσθησης ότι αυτά αποτελούν περισσότερο μαρτυρία/ιστορία παρά λογοτεχνία/μυθοπλασία. Στην εισαγωγή του έργου «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» ο Στρατής Δούκας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζουνται και να συχωρούν. Η μνήμη είναι εκείνη που δίνει θροφή στο πνεύμα και στην καρδιά. Η μνήμη είν’ ένα ωραίο καθήκον μέσα στη ζωή».

Τα έργα που θα εξετάσουμε εδώ, ωστόσο, ασχολούνται με μια πλευρά που δεν είναι η συνήθης, τον πόλεμο, και μάλιστα τοποθετούν τον Έλληνα στρατιώτη ή στρατιωτικό και στο ρόλο του θύτη, φέρνοντας στο φως την πιο σκοτεινή πλευρά του μικρασιατικού πολέμου, την αποσιωπημένη ελληνική βιαιότητα. Διαφέρουν, δηλαδή, σε γενικές γραμμές από την ως τώρα κυρίαρχη απεικόνιση της μικρασιατικής περιπέτειας στη λογοτεχνία, διεμβολίζοντας τη δεσπόζουσα εξιστόρηση και διανοίγοντας έναν άλλον ορίζοντα στην πρόσληψη.

 

 

Δημοσθένης Παπαμάρκος: “Γκιακ” (εκδ. αντίποδες, 2014)

Το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου είναι ένα βιβλίο υψηλής λογοτεχνικής αξίας, που έχει αφήσει τη σφραγίδα του στα ελληνικά γράμματα. Περιλαμβάνει οκτώ πρωτοπρόσωπες, επινοημένες, αφηγήσεις πρώην στρατιωτών της μικρασιατικής εκστρατείας, καθώς και μία εξαίσια παραλογή γραμμένη κατά τον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού, στο μέσον ακριβώς των αφηγήσεων, με πρωταγωνίστρια αυτή τη φορά μια νεαρή γυναίκα που συνομιλεί με τον Χάροντα.

Οι αφηγήσεις είναι συγκλονιστικές, φυσικές, αληθοφανείς, γραμμένες με αμεσότητα και γνησιότητα στη διάλεκτο της περιοχής του συγγραφέα (Λοκρίδα), στερεοελλαδίτικη, με αρβανίτικες λέξεις, διακρίνονται από ισχυρή προφορικότητα, και είναι, και εξαιτίας αυτού, εξαιρετικά πειστικές. Και, μολονότι είναι σύντομες, τα πρόσωπα που τις εκφέρουν είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφηγηματικό χαρακτηριστικό αποτελεί η αποκάλυψη του συνομιλητή, που ακούει, αλλά δεν ακούγεται, στο τέλος της κάθε πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που έτσι ολοκληρώνει το σκηνικό και δημιουργεί το πλαίσιο. Επίσης, χρησιμοποιείται κάποτε και ενδιάθετος / παρένθετος αφηγητής ή μεταφερόμενη αφήγηση (π.χ. «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε», «Νόκερ», «Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί»).

Όλες οι αφηγήσεις έχουν σπαραγμό και συνδέονται με το αίμα, το γκιακ (σε όλες τις σημασίες: αίμα, συγγένεια αίματος, εκδίκηση, φυλή), αλλά και τους κώδικες τιμής και ύπαρξης των μικρών, κλειστών, αγροτικών, αρβανίτικων κοινοτήτων, με τους βλάμηδες, την μπέσα κλπ. Ο μικρασιατικός πόλεμος βρίσκεται συνήθως στο φόντο και όχι στο προσκήνιο, αφού -κατά κανόνα- αυτός δεν αποτελεί το κεντρικό στοιχείο των αφηγήσεων – μερικές φορές μάλιστα είναι εντελώς περιθωριακό. Εντούτοις, αφήνει ένα δυνατό, θα έλεγα ανεξίτηλο, αποτύπωμα στους αναγνώστες, αλλά προπάντων στους ήρωες. Η Ιστορία, λοιπόν, στο Γκιακ, παρότι μοιάζει ίσως απρόσκλητη εκ πρώτης όψεως και εισχωρεί τρόπον τινά από το παράθυρο, τελικά  στρογγυλοκάθεται στο σαλόνι του σπιτιού, αφού παραμένει ο βοερός της απόηχος, η καταλυτική, δηλαδή, επίδραση που άσκησε η σκληρή εμπειρίας της εκστρατείας πάνω στους πρώην στρατιώτες. Η εμπειρία αυτή διαρρηγνύει οριστικά τον εσωτερικό τους κόσμο, τη συμπεριφορά / στάση τους και την ομαλή συνέχεια της ζωής τους. Είναι η  αγριότητα του βιώματος, το τραύμα του πολέμου που κυριαρχεί και τους αλλάζει. Η επιστροφή τους δεν είναι εύκολη, καθώς έχουν υποστεί μια βίαιη μετατόπιση προς ένα άλλο μοντέλο ζωής και συχνά συγκρούονται με τους παραδοσιακούς κανόνες, όμως, παρά τη σκληρότητα, δεν λείπει η τρυφερότητα, ο εσωτερικός πόνος και η ανθρώπινη συμπεριφορά.

Μακριά από ηρωισμούς (αντιήρωες είναι, άλλωστε, οι αφηγητές, παιδιά του χωριού που έχασαν την αθωότητά τους σε μια συνθήκη που υπερέβαινε τη φαντασία τους, αλλά στην οποία παραδόθηκαν «πρόθυμα», με τρόπο φυσικό, μακριά από ταλαντεύσεις και αναστολές), φέρνουν στην επιφάνεια με άμεσο ή λιγότερο άμεσο, πάντως με σκληρά ρεαλιστικό τρόπο, μια σκοτεινή και αποσιωπημένη πλευρά της μικρασιατικής εκστρατείας, την ελληνική βαρβαρότητα (σφάζουν, βιάζουν, βασανίζουν, ταπεινώνουν, πυρπολούν, λαφυραγωγούν), την απουσία ιδεολογικών ή ηθικών στηριγμάτων, την απομυθοποίηση του εθνικού ιδεώδους. Κυρίως, όμως, αποκαλύπτουν την ωμότητα του πολέμου γενικά, του κάθε πολέμου, τη  μοιραία βιαιοποίηση των εμπλεκομένων. Και, παρότι σχεδόν δεν υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, μεταφέρεται ο τραχύς χαρακτήρας του πολέμου με πρωταγωνιστές – αφηγητές τραχείς ανθρώπους:

«Ξεμάθαμε να’ μαστε αθρώποι. Καμιά φορά βλέπω όσους γυρίσαμε απ’ τη σειρά μ’ στο δρόμο και συλλογιέμαι όσα ’χω δει με τα μάτια μ’ να κάνει ο καθείς και ριγάω.Μας στείλανε και κάψαμε απ’ άκρου σ’ άκρο ένα χωριό. Μας είχανε πει να μη μείνει πέτρα στην πέτρα. Ούτε πετούμενο ζωντανό στο χωριό». («Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε»), «Έχασα την πίστη μ’ κείθε πέρα. … Έκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι αθρώποι.» («Ταραραρούρα»), «Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια.» («Ήρθε ο καιρός να φύγουμε»), «Ρε μπάρμπα Κώτσο, όλο γι’ αυτά μιλάς. [για τις βιαιότητες που διέπραξε] Τόσο πολύ σου λείπουνε; Τόσο τα λαχταράς; Έσκυψε και μου λέει: Πιο κι από γυναίκα». («Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί»).

Το πιο δυνατό, το πιο σκληρά νατουραλιστικό αφήγημα είναι το τελευταίο της συλλογής, το «Νόκερ», με την αποκρουστική αναφορά στα μικρασιατικά «κατορθώματα» του κεντρικού ήρωα, ο οποίος μετέφερε στην οικογένειά του αυτά που συνήθως αποτελούν ταμπού και παραμένουν άρρητα («Ώρα πολλή τους έλεγα … πως είναι αλλιώς με την ξιφολόγχη κι αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, … πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος…». Μετά απ’ αυτό, η οικογένεια τον απαρνείται κι εκείνος αναγκάζεται να μεταναστεύσει. Ο ίδιος καταγγέλλει την υποκρισία των δικών του: «Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος». Στην Αμερική αναλαμβάνει μια ανάλογη δουλειά («είπα, αφού τα αίματα έμαθες, Αργύρη, στα αίματα θα πορεύεσαι»), γίνεται νοκέρης, εκείνος που δίνει το θανάσιμο χτύπημα στο σφάγιο (σκοτώνει 2-3 μοσχάρια το λεπτό, 1000 τη βάρδια): «το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά, αλλά είναι όμορφο μοναχά όταν είναι χρήσιμο». Το ίδιο το διήγημα μοιάζει να είναι ακριβώς ένα θανατηφόρο χτύπημα στις ψευδαισθήσεις και τον εφησυχασμό μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρόλο που η περί τα μικρασιατικά (μεταφερόμενη) αφήγηση είναι σύντομη, εντούτοις ο αναγνώστης δεν μπορεί να την ξεχάσει.

Οι αφηγήσεις στο Γκιακ, καθώς μάλιστα διαθέτουν, όπως είπαμε, ισχυρή προφορικότητα, μοιάζουν με τον ρόλο της προφορικής ιστορίας. Ανατρέπουν ουσιαστικά την επίσημη ιστορία, ανοίγοντας ένα σκοτεινό και, φυσικά, αποσιωπημένο κεφάλαιο. Ο συγγραφέας, ιστορικός ο ίδιος, φαίνεται να πιστεύει ότι είναι ο πόλεμος που αποχαλινώνει τα ένστικτα, αποκτηνώνει τους ανθρώπους, και καθιστά θύτες όχι μόνο τους τραχείς νέους μιας προνεωτερικής κοινωνίας, αλλά ίσως τον καθέναν από εμάς.

 

 

Πάνος Καρνέζης: “Ο λαβύρινθος” (εκδ. Πατάκης, 2022, α΄ έκδοση Ελληνικά Γράμματα, 2004)

Ο Πάνος Καρνέζης στον Λαβύρινθο αφηγείται μια παράξενη ιστορία για την υποχώρηση μιας αποδεκατισμένης μεραρχίας μετά την ήττα στη μικρασιατική εκστρατεία με φόντο την έρημο της Ανατολίας  και τον πόλεμο που προηγήθηκε. Η μεραρχία έχει χάσει τον προσανατολισμό της και αδυνατεί να βρει το δρόμο της επιστροφής, ώστε να φθάσει στη θάλασσα και να διαπεραιωθεί απέναντι. Ήδη θεωρείται χαμένη για τους Έλληνες, αφού η υπόλοιπη στρατιά έχει πια επιστρέψει στην πατρίδα.

Μολονότι ο συγγραφέας εμπνέεται από την περίφημη πορεία της Ανεξάρτητης Μεραρχίας κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, η οποία, παρότι είχε αποκοπεί από τον υπόλοιπο στρατό, κατάφερε να διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα αντιμετωπίζοντας τις εχθρικές επιθέσεις και τις πολλές άλλες δυσκολίες, να φθάσει στη θάλασσα και να περάσει στη Μυτιλήνη, ωστόσο στο έργο του κινείται καθαρά μυθοπλαστικά. Η επινόηση, πάντως, είναι ενταγμένη σε συγκεκριμένο χρονικό, τοπικό, ιστορικό πλαίσιο, αποτελώντας μια περιπλάνηση με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης – και συμβολικό / αλληγορικό. Το βιβλίο αναπτύσσεται σε τρία μέρη: Η έρημος, Η πόλη, Η θάλασσα.

Το πρώτο μέρος παρακολουθεί το κινούμενο (αλλά ουσιαστικά μη μετακινούμενο) στρατόπεδο στον καύσωνα και το ψύχος της ερήμου, χωρίς προμήθειες, χωρίς κουράγιο, χωρίς σωματικές δυνάμεις, χωρίς ιδεολογικά ερείσματα. Η μεραρχία, αντιμέτωπη με τις ιδιοτροπίες του καιρού και τις αρρώστιες, με απώλεια ηθικού και ελπίδας, με απουσία ενδείξεων προσανατολισμού, με τους ασθενείς και τους τραυματίες να φιλοξενούνται  στο πρόχειρο αναρρωτήριο και τους ακρωτηριασμούς να συνεχίζονται, αλλά και με το βάρος μιας αμαρτίας, βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση, εγκλωβισμένη σε λαβύρινθο. Οι προκηρύξεις που καταγγέλλουν την εκστρατεία και καλούν σε εξέγερση, αλλά και οι διαδοχικές κλοπές που παρατηρούνται, εντείνουν τα προσωπικά και συλλογικά αδιέξοδα.

Τα πρόσωπα είναι αντιπροσωπευτικά: Ο γηραιός Συνταγματάρχης Νέστωρ, μορφινομανής, προσκολλημένος στις εμμονές του και αποφασισμένος να βρει τους ενόχους για τις προκηρύξεις ανταρσίας και τις κλοπές στο στρατόπεδο, ο παπα- Συμεών, συντηρητικός παπάς, που έχασε το ένα του μάτι στην εκστρατεία, αλλά όχι τα αποθέματα της ακλόνητης πίστης του, και κουράζει το στράτευμα με τα μονότονα κηρύγματά του και τις απειλές της κόλασης, ο αφοσιωμένος στην επιστήμη του και στον όρκο του Ιπποκράτη αποτελεσματικός ανθυπίατρος, ο άξιος στρατιωτικός, πλην ιδεολογικά διαφοροποιημένος, ταγματάρχης Πορφύριος, ο αριστοκράτης υπολοχαγός πιλότος Κίμων, που στην τελευταία του αποστολή για εντοπισμό επιζώντων έπεσε στην έρημο, γλιτώνοντας ως εκ θαύματος από το συντριμμένο φλεγόμενο διπλάνο του και φέρνοντας στη μεραρχία την είδηση ότι όλος ο υπόλοιπος στρατός έχει επιστρέψει, βυθίζοντάς τους παραπέρα στην απελπισία, ο αφοσιωμένος ιπποκόμος, υπηρέτης του συνταγματάρχη, ο ερωτευμένος με μιαν (αν)εικονική αγαπημένη δεκανέας.

Η ψυχολογία της μεραρχίας ορίζεται, όπως σημειώσαμε, όχι μόνο από τη λαβυρινθώδη περιπλάνησή της και τις ιδιοτροπίες του καιρού της ερήμου, αλλά και από την ενοχή για ένα έγκλημα, την εκτέλεση αμάχων σ’ ένα χωριό κατά την υποχώρηση, που διέταξε ο μέραρχος, για την οποίαν δίνονται σταδιακά ψήγματα, αλλά όχι λεπτομέρειες ούτε κάποια καθαρή σκηνή, αν και είναι φανερό ότι δεν εξυπηρέτησε τίποτε στρατιωτικά, πολύ περισσότερο ήταν έξω από το δίκαιο του πολέμου, και επισκέπτεται τα μέλη της μεραρχίας και τον επικεφαλής της ως τύψεις, ως Ερινύες: «Η συνείδησή του τον διαβεβαίωνε πως το έγκλημά του θα τον ακολουθούσε σα να ήταν όστρακο χελώνας και για πρώτη φορά από τότε που συνέβη σκέφτηκε την πιθανότητα η ντροπή του να ζήσει περισσότερο απ’ αυτόν». Εμφανίζεται, λοιπόν, στο βιβλίο με καθαρότητα, πλην μακροσκοπικά, η σκοτεινή πλευρά του πολέμου, η βάρβαρη και μη ηθική συμπεριφορά των Ελλήνων.

Στο δεύτερο μέρος γνωρίζουμε την ανώνυμη Πόλη, ανέγγιχτη από τον πόλεμο και την εκστρατεία, με μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό, που εξακολουθεί να ζει στους ρυθμούς του. Μια πόλη με διοικητικά κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο και τον μουσουλμανικό πληθυσμό σε πολύ υποδεέστερη μοίρα, ουσιαστικά σε εξαθλίωση.

Κι εδώ τα πρόσωπα είναι ενδιαφέροντα: Ο ελληνικής καταγωγής χριστιανός Δήμαρχος, διεφθαρμένος, αρραβωνιασμένος με την όμορφη και με αρκετά σκοτεινό παρελθόν Γαλλίδα, μαντάμ Βιολέτα, που την έχουν χαρεί δεκάδες άντρες, μεταξύ αυτών και ο επίσης ερωτευμένος μαζί της Γυμνασιάρχης, κύριος Όθων, ο Αρμένιος μπακάλης, η νεκρομάντισσα γυναίκα του, ο καλοκάγαθος Αιγύπτιος κηπουρός, Γιουσούφ, με την καμπούρα και τη σαρκαστική διάθεση, η υπηρέτρια της Βιολέτας, Αννίνα, σε κρυφό δεσμό με τον Γιουσούφ και υποχρεωμένη να κρύβει την όποια ομορφιά της για να μην ανταγωνίζεται την κυρία της.

Στην πραγματικότητα, με την περιγραφή της πόλης και των ανθρώπων της, απομυθοποιείται, μ’ έναν τρόπο, και η (εξιδανικευμένη από τη λογοτεχνία) ειρηνική ζωή στην οθωμανική αυτοκρατορία, φέρνοντας άλλη μια ανατροπή στην επίσημη αφήγηση. Μολονότι επικρατεί μια κατάσταση ηρεμίας, απόλαυσης της ζωής στα ανώτερα στρώματα, ακόμα και τρυφηλότητας, εντούτοις υπάρχουν ισχυρές αναλογίες με τα πρόσωπα και την κατάσταση της στρατιάς, καθότι και εδώ οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια απώλεια προσανατολισμού (σε μεταφορικό επίπεδο), είναι επίσης, τρόπον τινά, εγκλωβισμένοι, με έλλειψη ιδεολογικών κινήτρων και αρχών, με συχνά γελοίους ανταγωνισμούς μεταξύ τους, ενώ οι ταξικές αντιθέσεις είναι παρούσες. Την ίδια ώρα, και εδώ εμφανίζονται οι ιδιοτροπίες του καιρού με τους ανεμοστρόβιλους, τις καταρρακτώδεις βροχές και την κόκκινη σκόνη, που επηρεάζουν την ψυχολογία τους.

Η πρώτη ομάδα συναντιέται με τη δεύτερη όταν εντελώς απρόβλεπτα και αιφνιδιαστικά πρώτα ένα χαμένο άλογο και κατόπιν (και εξαιτίας αυτού, αφού μια ομάδα ακολουθεί τα ίχνη του) όλα τα απομεινάρια της (σαν πήλινης από τη σκόνη της ερήμου) σακατεμένης μεραρχίας μπαίνουν στην πόλη. Κι εκεί συμβαίνουν ανατροπές και ανακατατάξεις για όλους, με πολλές απρόβλεπτες ή προβλέψιμες εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα.

Η Ιστορία, η μικρασιατική εκστρατεία και η ήττα, βρίσκεται στο φόντο του βιβλίου, εφόσον έχει ήδη επισυμβεί πριν την εξιστόρηση που παρακολουθούμε, αλλά ταυτόχρονα και στο προσκήνιο, αφού περιγράφεται ένα αμιγώς «πολεμικό» -αν και επινοημένο- θέμα, προέκταση των όσων προηγήθηκαν. Έτσι, συμπλέκονται οι δύο κόσμοι, της Ιστορίας και της μυθοπλασίας, και εντέλει ο αναγνώστης νιώθει ότι συμμετέχει στο περιθώριο ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος. Οι σκοτεινές και αντιηρωικές πλευρές της εκστρατείας, οι διαφορετικές φωνές, αυτές κατά του πολέμου, η κατάσταση του μουσουλμανικού πληθυσμού στην πρώην οθωμανική αυτοκρατορία αντανακλώνται έντονα στο έργο.

Για το θέμα αυτής της σύζευξης ο συγγραφέας παραθέτει έναν ενδιαφέροντα διάλογο μεταξύ ενός δημοσιογράφου και του μέραρχου. Αφού ο πρώτος αναφέρει την Κάθοδο των Μυρίων ως το ιστορικό ανάλογο της παρούσας κατάστασης (και είναι, βέβαια, προφανής η συσχέτιση), συμπληρώνει: «Ποιος ξέρει τι πραγματικά συνέβη τότε; Με τον καιρό και μια καλή αφήγηση ο κόσμος είναι έτοιμος να πιστέψει πως μπορεί να γυρίσει τον κόσμο καβάλα σ’ ένα δελφίνι», για να ακολουθήσει η εξής σκηνή: «Η έλλειψη αποδείξεων βοηθά επίσης», πρόσθεσε ο ανώτερος αξιωματικός. … Ο δημοσιογράφος έβγαλε την Κόντακ από την τσέπη του σακακιού του. «Αυτή η εφεύρεση έχει καταργήσει όλους του μύθους», είπε. «Η μαρτυρία της είναι αναμφισβήτητη». … «Οι μύθοι είναι σαν τα άγρια θηρία», είπε ο συνταγματάρχης Νέστωρ. «Το φυσικό τους περιβάλλον είναι οι εξωτικές ερημιές, αλλά όλοι εμείς οι μορφωμένοι τους αντικρίζουμε μοναχά μες στο κλουβί». … Κάτω απ’ το μαξιλάρι του ήταν το Λεξικόν Ελληνικών και Ρωμαϊκών Μύθων. … «Οι μύθοι μου είναι κλειδωμένοι εδώ μέσα», είπε ο μέραρχος «αλλά εσύ, αγαπητέ, θέλεις να τους αφήσεις ελεύθερους». Ο δημοσιογράφος δοκίμασε την κολακεία. «Η ιστορία αυτής της μεραρχίας θα διδάσκεται μια μέρα στα σχολεία». Ο συνταγματάρχης Νέστωρ … «Αρκετά ψέματα υπάρχουν ήδη στα προγράμματα σπουδών», είπε. … «Στην περίπτωσή σας, συνταγματάρχα, η αλήθεια θα ήταν ένα θηρίο πιο άγριο κι από τους μύθους».

Ο Καρνέζης μας καλεί να σκεφτούμε ποιος γράφει την Ιστορία, τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, μας ωθεί να κοιτάξουμε πίσω και να σκεφτούμε. Το βιβλίο περιέχει στοιχεία αλληγορίας, φάρσας, ακόμα και υπερρεαλισμού. Η συμβολική διάσταση του λαβύρινθου είναι προφανής, καθώς, όπως είπαμε, μοιάζει και σαν ηθική τιμωρία, ενώ την ίδια ώρα παραμένει και η μυθική του προοπτική, υπογραμμισμένη από το πάθος του Συνταγματάρχη για τη μυθολογία. Συνολικά, πρόκειται για μια πρωτότυπη σύλληψη, με ενδιαφέρουσα πλοκή και πολύ επιμελημένη γραφή, αλλά και στοχαστικά ανθρωπιστική προσέγγιση.

 

 

Ηλίας Μαγκλίνης: “Το μόνο της ζωής τους ταξίδι” (εκδ. Μεταίχμιο, 2022)

Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη Το μόνο της ζωής τους ταξίδι αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιστοριογραφία, το βίωμα και την έρευνα. Είναι ταυτόχρονα ημερολόγιο περιπλάνησης και αναζήτησης, ταξιδιωτικό χρονικό, στοχαστικό δοκίμιο, εξομολογητική κατάθεση. Είναι ουσιαστικά ένα οδοιπορικό, φυσικό και ψυχικό, ένα πραγματικό και ιστορικό, αλλά την ίδια ώρα, ένα κυρίως εσωτερικό ταξίδι, με αφορμή και αφετηρία τη συμμετοχή του παππού του συγγραφέα στη μικρασιατική εκστρατεία. Με εκκίνηση ακριβώς από την απουσία, από μια μόνο φωτογραφία, από ελάχιστες οικογενειακές αναμνήσεις και πολύ περισσότερες σιωπές (η αδυναμία ή απροθυμία των άλλων να μιλήσουν μοιάζει να λειτούργησε παρωθητικά), ο συγγραφέας επιχειρεί τη δύσκολη ανασύσταση εκείνου του αρχικού «ταξιδιού» του παππού, που υποχρεωτικά παρακολουθεί τη συνολική  πορεία και τη μοίρα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Ο εγγονός επιδιώκει να ακολουθήσει τα βήματα του παππού, να αναβιώσει το ταξίδι του, το μοναδικό της ζωής του, ανάλογα με αυτό του παππού του Βιζυηνού, απ’ όπου αντλεί τον τίτλο (το βιβλίο με τα διηγήματα του Βιζυηνού συνοδεύει τον συγγραφέα στο ταξίδι του), πλην εδώ σε πληθυντικό, αφού είναι και το μοναδικό -κατά κανόνα- ταξίδι μιας ολόκληρης γενιάς, με σκοπό όχι βέβαια την αναψυχή, αλλά τον πόλεμο και άρα το θάνατο, των άλλων ή -παρά προσδοκία- τον δικό τους.

Το ταξίδι του συγγραφέα, ενώ θα μπορούσε να είναι για εκείνον ευχάριστες διακοπές με τη σύντροφό του, καθώς μάλιστα οι κάτοικοι της χώρας καλοδέχονται τους γείτονες, τους κομσούρ, γίνεται βασανιστική περιπλάνηση, καταβύθιση σε συλλογικές τραυματικές μνήμες, σε οικογενειακές απουσίες και ερωτηματικά και την ίδια ώρα λυτρωτική ανακάλυψη, επιτυχής επανασύνθεση προσώπων και περιστατικών. Ο Μαγκλίνης επιχειρεί να καταγράψει και να ακολουθήσει τους σταθμούς του ταξιδιού, με βάση τα στρατιωτικά αρχεία (Αδριανούπολη, Σμύρνη, Προύσα, Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Σαγγάριος, Αλμυρή Έρημος, κλπ.).

Ο συγγραφέας κάνει εκτεταμένη και συστηματική έρευνα στα αρχεία του στρατού, σε απομνημονεύματα, ημερολόγια, σε κάθε είδους καταγραφή, για να βγάλει συμπεράσματα και να ξαναστήσει μπροστά του τα δεδομένα. Στο βιβλίο παραθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, γραπτά αρχεία, προφορικές μαρτυρίες, αποσπάσματα ημερολογίων,  διαφωτιστικές πληροφορίες για ζητήματα του πολέμου και των μαχών, αλλά και εικόνες από τη σύγχρονη Τουρκία. Ιδιαίτερο, λοιπόν, ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στο βιβλίο δεν καταγράφεται μόνο το αποτέλεσμα της διερεύνησης, αλλά και η ίδια η διερεύνηση. Ο Γ. Περαντωνάκης («Προγονηλασία», Εφ.Συν 29-30/10/2022), το κατατάσσει στην «ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία», όπου «η αφήγηση των γεγονότων, πραγματικών ή εικαζόμενων, συνδυάζεται με την αφήγηση της ίδιας της προσπάθειας του συγγραφέα να γράψει».

Στο οδοιπορικό του Μαγκλίνη αναμοχλεύονται πραγματικές ή εικονικές μνήμες, ανασυστήνεται ο τόπος, τα πράγματα, τα γεγονότα, το παρόν γίνεται παρελθόν και αντίστροφα, σε μια προσπάθεια αναδόμησης της πορείας, της ιστορίας, των σκέψεων, των συναισθημάτων του παππού, αλλά και των συστρατιωτών του, χωρίς να αποσιωπάται -απεναντίας- η ζοφερή πλευρά των πραγμάτων, τα εγκλήματα και των δύο πλευρών σε ένα αντιηρωικό φόντο.

Ο Ηλίας Μαγκλίνης ανασταίνει τον παππού του, που, αφού επιστρατεύτηκε εν μέσω των σπουδών του μαζί με τους συντοπίτες και συνομηλίκους του, υπηρέτησε ως σιτιστής στο Σύνταγμα Ευζώνων του Μεσολογγίου. Του απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο, με το όνομά του, Νίκος («δεν μπόρεσα ποτέ να σε πω παππού» – ο συγγραφέας δεν τον γνώρισε ποτέ, αφού είχε δολοφονηθεί το 1944, πριν τη γέννησή του), αδιαμεσολάβητα, καθώς είναι εκείνος που τον ανακαλύπτει, που συγκεντρώνει τις αναγκαίες πληροφορίες και τον ακολουθεί («Βρίσκομαι στο κατόπι σου, Νίκο, γυρεύοντας τα σβησμένα σου ίχνη μέσα στον χρόνο»). Τα ψήγματα των λιγοστών αφηγήσεων, οι ελάχιστες αρχικές ψηφίδες, οδηγούν, εντέλει, σε μιαν εικόνα, που σταδιακά γεμίζει και, μ’ έναν τρόπο, ολοκληρώνεται.

Στο βιβλίο βρίσκουν θέση παρεκβάσεις που μπορεί να συνδέονται χαλαρά με την κεντρική αφήγηση, ας πούμε με την έννοια του ταξιδιού, στοχασμοί, αφηγήσεις, μνήμες, ερωτήματα, που εξ ανάγκης παραμένουν αναπάντητα, αφού το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται σιωπά. Ο συγγραφέας ρωτά διαρκώς προσπαθώντας να καταλάβει σκέψεις, συναισθήματα, αντιδράσεις. Και καθώς δεν μπορεί να πάρει απαντήσεις, τις επινοεί με βάση τη λογική, τις πληροφορίες που αντλεί από την έρευνα, την επιστημονική του συνείδηση, τη δική του ενδεχόμενη αντίδραση, τη φαντασία. Η έλλειψη, ωστόσο, αυθεντικών στοιχείων και καταλοίπων του παππού του τον λυπεί και τον οδηγεί σε (δι)ερωτήσεις:

«να μην έχει διασωθεί μια επιστολή σου, μια κάρτα σου – ή δεν έγραφες στους δικούς σου…;»

«Όπως όλα δείχνουν, πρέπει η Αδριανούπολη να ήταν η πρώτη μάχη της ζωής σου. Τι είδες; Τι άκουσες; Τι έκανες; Πάνω απ’ όλα: τι ένιωσες;»

«Κανένας στην οικογένεια δεν γνώριζε ή δεν θυμόταν ότι πήρες προαγωγή στο πεδίο της μάχης επ’ ανδραγαθία. Απέφυγες εσύ ο ίδιος να πεις τίποτε σχετικό; Από τη σεμνότητα που συχνά διακρίνει τους βετεράνους ή επειδή η ανάμνηση του συγκεκριμένου πολεμικού γεγονότος για το οποίο διακρίθηκες σου ήταν ιδιαζόντως οδυνηρή;»

«Αναρωτιέμαι πώς να φέρθηκες σε εκείνες τις κοπέλες του καιρού σου, εικοσιδυάχρονος, κατάκοπος, φοβισμένος, στερημένος. Ελπίζω όχι απάνθρωπα

Είναι φανερή η αναδρομική αγωνία του συγγραφέα για τη συμπεριφορά του παππού του, που ελπίζει να ήταν ηθική και σύμφωνη με το δίκαιο του πολέμου. Από τις καταγραφές που διαβάζει (π.χ. ημερολόγια στρατιωτών) και παραθέτει αναφαίνεται η βαναυσότητα του πολέμου και από τις δύο πλευρές (από τους Τούρκους σοδομισμοί στρατιωτών, ευνουχισμοί, από τους Έλληνες κάψιμο χωριών, ακρωτηριασμοί θηλών γυναικών, πλιάτσικο των νεκρών -και των συστρατιωτών). Αποδίδεται, με τρόπο νατουραλιστικό και αντιηρωικό, το πρόσωπο του πολέμου, το πρόσωπο του θανάτου. Αναδύεται ατόφια η ωμότητα, η σκληρότητα, η απουσία ιδεών και οραμάτων, η επιτακτική ανάγκη της επιβίωσης μέσω του θανάτου (του άλλου). Συγκλονιστική η κραυγή «Θέλομεν απόλυσιν» την ώρα της απονομής μεταλλίων από τον βασιλιά. Συγκλονιστική η περιγραφή σε μορφή ημερολογίου της 10ήμερης πορείας – κόλασης προς τον Σαγγάριο μέσα από την Αλμυρή Έρημο. Μια πορεία που, καθώς γνωρίζουμε πού οδηγεί, παίρνει διαστάσεις τραγωδίας (τραγική ειρωνεία). Γενικά, η αφήγηση κορυφώνεται στα τελευταία κεφάλαια, που γίνονται πιο νατουραλιστικά, πιο τραγικά (με την υποχώρηση του αποδεκατισμένου ελληνικού στρατού και τη διαφαινόμενη καταστροφή), αφήνοντας στον αναγνώστη από τη μια ίσως ένα πικρό αίσθημα, από την άλλη μια αντιπολεμική, ανθρωπιστική ενατένιση.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top