Fractal

Το βιβλίο κι ο συγγραφέας του: Νοσταλγώντας τον Χαμένο Παράδεισο

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μάρω Βαμβουνάκη «Η νοσταλγία κι εγώ», εκδ. Αρμός

 

«Υπάρχει η άποψη πως ο άνθρωπος ρέπει να βασανίζεται από νοσταλγίες, από βουβό πόθο και ανικανοποίητο, γιατί πίσω απ’ τα ορατά και τα φαινόμενα τον καίει ο καημός επιστροφής στον χαμένο Παράδεισο, στον τέλειο και ακέραιο τόπο της ουράνιας καταγωγής του. Η ελκυστική ουτοπία δεν είναι μη τόπος αλλά τόπος αλλού. Διότι η κληρονομημένη μνήμη υπενθυμίζει την ενότητα, την ακεραιότητα, την πληρότητα, την ευτυχισμένη αθωότητα που γεύτηκαν στην αρχή αρχή της Γέννεσης οι πρωτόπλαστοι πρόγονοί του. Σε τέτοια ένταση και έκσταση βιώθηκαν κάποτε αυτά, που δεν καταφέρνει να τα λησμονήσει»…

Ενδεχομένως το πιο προσωπικό- κομμάτι απ’ τη ζωή της και την ψυχή της- και σίγουρα το πλέον αναστάσιμό της βιβλίο.

Η Μάρω Βαμβουνάκη συνενώνοντας για μια ακόμα φορά αριστοτεχνικά και με τον ιδιαίτερα βαθύ και στοχαστικό της τρόπο, λογοτεχνία και ψυχολογία, γυρίζει το πουλόβερ της ζωής της και της ζωής μας κι απ’ την ανάποδη. Και δεν διστάζει να θίξει τα μεγάλα διλήμματα και αινίγματα της ύπαρξης, όπως από πού πηγάζει τελικά η νοσταλγία, ποια είναι η φύση του έρωτα και του χρόνου, η δύναμη και η αδυναμία της μοναξιάς, η βαθύτερη φύση των μύθων και των παραμυθιών, τα κρυμμένα χαρτιά της προδοσίας και της φιλίας, που είναι τα όρια ενός εργατικού και ενός εργασιομανούς, ο φόβος της μοναξιάς και του θανάτου, τα οφέλη του καταθλιπτικού, ο θείος και ο ανθρώπινος χρόνος, η θεϊκή και ανθρώπινη δικαιοσύνη. Το «παρά ταύτα» του θαύματος.

Με επιμέρους κεφάλαια: Η νοσταλγία κι εγώ. Τα εκατόφυλλα της πεθεράς. Ο καθρέφτης του νάρκισσου. Ερωτευμένη με την αντίζηλο. Η δυστυχία των τεμπέληδων. Προδοσίες ερώτων και φίλων. Οι χαρές του καταθλιπτικού. Ο συμμαθητής μου που τον λένε Άμλετ. Τα παραμύθια του κακού. Ορφανή Κυριακή. Γυναίκα μέσα στην μπανιέρα. Ο επισκέπτης του. Και αναφερόμενη σε ιστορίες πυκνές που θα μπορούσαν να είναι και μυθιστορήματα, σηκώνει το ομιχλώδες πέπλο της καθημερινής τακτοποιημένης ζωής μας και αποκαλύπτει το καλά κρυμμένο πρόσωπο του προσωπείου. Αποδεικνύει τον πανικό του εργασιομανούς, το ζωτικό ψεύδος του απόλυτα τακτοποιημένου, τη βαριά σκιά του νοσταλγικού παιδιού, την ωφελιμιστική θλίψη ενός μόνιμα καταθλιμμένου, την μυστική δύναμη της μοναξιάς και την θεϊκή δικαιοσύνη στον χωροχρόνο του χάους.

Ξεκινώντας από τα μυστήρια μυστικά ενός νοσταλγικού:

«Η γυναίκα του Λωτ θα γίνει στήλη άλατος άμα στράφηκε να κοιτάξει πίσω, ενώ βάδιζε προς το λυτρωτικό μέλλον που τους χάρισε ο Θεός». «Από κοντά σπάνια μια νοσταλγία δικαιώνεται».

Και αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι από νοσταλγία ενός Χαμένου Παραδείσου, έστω και του δικού μας Χαμένου Παραδείσου, γεννιέται η Τέχνη. Κι αν τελικά σ’ αυτή την μπερδεμένη και βραχυκυκλωμένη μας ζωή την βγάζουμε ενίοτε καθαρή, ακόμα και αβρόχοις ποσί, σε μια άγνωστη επέμβαση το οφείλουμε: «Ένα θαυμαστό λυτρωτικό “παρά ταύτα” κρατάει κάποιους μακριά από τον οργανωμένο ψυχολογικά χαμό τους. Πες το προσωπική ελευθερία, πες το τύχη, πες το δύναμη χαρακτήρα, πες το θαύμα Θεού, σε τίποτα κανείς δεν είναι παντελώς καταδικασμένος».

Στις σελίδες της που αφορούν τον Χρόνο η συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα σκοτεινό ή άλυτο:

«Νομίζω ότι οι ώρες του έρωτα και οι ώρες της δημιουργίας διαλύουν την κοσμική ώρα, σε παίρνουν, σε πετούν και σε ρίχνουν μέσα στο παράδοξο άχρονο του απείρου. Υπάρχουν πολλοί ασκητές οι οποίοι βεβαιώνουν πως με τη Χάρη του Θεού βρέθηκαν να κάνουν μια πεζοπορία πολλών ωρών μέσα σε μισή ώρα ή μέσα σε λεπτά. Κάτι γίνεται και μια μυστήρια σχετικότητα ή μια μυστήρια απολυτότητα αλλάζει τη γνωστή λογική μας».

Αλλά και στην λυτρωτική διαδικασία της δημιουργίας, θ’ αναφερθεί η συγγραφέας (με την ίδια ικανοποίηση πάντα):

«Να πλάσεις κουλουράκια, να φυτέψεις κυκλάμινα σε γλάστρα στο ελάχιστο μπαλκόνι σου, να πλέξεις ένα καλτσάκι για το μωρό. Αν βέβαια γεννήθηκες Μπετόβεν, καλό για όλους θα είναι να κάτσεις και να συνθέσεις την Ενάτη σου, την Δεκάτη σου, άλλο αυτό».

Οι σελίδες που αναφέρεται στην Μοναξιά και στην Δικαιοσύνη της ζωής είναι ό,τι πιο αναστάσιμο και λυτρωτικό έχω διαβάσει τα πολλά τελευταία χρόνια (ειδικά σε μια εποχή σχεδόν άγνωστη, φασαριόζα και αμφισβητούμενη όπως η σημερινή).

 

Μάρω Βαμβουνάκη

 

Για τη Μοναξιά:

«Το λέω και το ξαναλέω σαν την τεράστια ανακάλυψη της ζωής μου: Είναι βασικότατο άθλημα το να μπορείς να μένεις και μόνος. Ζωτική άσκηση η μοναξιά, καταφύγιο, κελί σωτηρίας, σπήλαιο λεόντων σε δύναμη. Σε σώζει από το να δέχεσαι ευτελιστικές σχέσεις μόνο και μόνο για να μη μείνεις μόνος σου».

Και για το δούναι και λαβείν σ’ αυτή τη ζωή:

«Παίρνεις ό,τι έχεις δώσει. Συλλέγεις ό,τι έχεις σπείρει. Το παίρνεις κι ας σου βγάζει καμιά φορά, πολλές φορές, την πίστη η καθυστέρηση. Βλέπεις ο χρόνος του Θεού είναι η αιωνιότητα, δεν έχει ρολόγια ούτε ημερολόγια ο Πανάγαθος».

«Η νοσταλγία κι εγώ» της Μάρως Βαμβουνάκη είναι, θα μπορούσε να είναι, και το προσωπικό μου Λυσάρι. Μια ανοιχτή συνεδρία ζωής γενναιόδωρη και ειλικρινής, απτή και πυκνοϋφασμένη, ο καθρέφτης μας και η πίσω του εκδοχή, το «παρά ταύτα» που ο καθένας μας χρειάζεται για να πάει πάρα πέρα. Ένα ανάγνωσμα που αν το θέλουμε μπορεί ως και να μας αλλάξει ζωή. Το δώρο στον εαυτό μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top