Fractal

Διήγημα: “Η μυστική κατηγορία”

Της Φαίδρας Γεωργιάδου // *

 

 

 

 

Η μυστική κατηγορία

 

Δεν είχε νυχτώσει ακόμη, ήταν εκείνη η γλυκιά ώρα που όλα αποκτούσαν το πορτοκαλί χρώμα της δύσης, ακόμη και το κοινότυπο φαινόταν σαν κάτι που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη. Η Αρσινόη δεν συνήθισε ποτέ αυτή την εικόνα, αλώστε δεν την έβλεπε και πολύ συχνά αφού περνούσε τα περισσότερα απογεύματα ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου τέχνης. Εκεί τίποτα δεν άλλαζε, όσες φορές και να κοιτούσε τον ροζ κήπο του Sorolla δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κάτι που δεν ήξερε ήδη. Ακριβώς απέναντι από την φαινομενικά λατρεμένη της εικόνα όπως συνήθιζε να λέει “Εάν ένας άνθρωπος διαθέτει ένα τέτοιο κήπο δεν θα μπορούσε παρά να είναι ευτυχισμένος” βρισκόταν η παρεξηγημένη μορφή της Μαρίας του Francesco Hayes.

H αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η Νίνα είχε αποφασίσει να τοποθετήσει αυτούς τους δυο πίνακες να αντικρίζουν ο ένας τον άλλον αφού ανήκαν σε διαφορετικά ρεύματα και παρουσίαζαν αντίθετες ιδέες. Η αλλόκοτη διαρρύθμιση του χώρου αποτελούσε μια από τις πολλές τους διαφωνίες, την έφερνε συχνά σε αμηχανία όταν έπρεπε να εξηγήσει τον συσχετισμό του ιμπρεσιονισμού του Sorolla με τον ανώφελο ρομαντισμό του Hayes. Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση, ανέτρεχε στα ιστορικά γεγονότα που τόσο καλά είχε απομνημονεύσει: ξεκινούσε από τον τραγικό θάνατο του Ισπανού ζωγράφου “Έχασε την ζωή του από εγκεφαλικό επεισόδιο σε αυτόν εδώ τον κήπο ενώ σχεδίαζε το τελευταίο του πορτρέτο”. Σε εκείνο το σημείο οι επισκέπτες ξεφυσούσαν; τους ήταν αδύνατον ίσως να κατανοήσουν πως κάποιος μπορούσε να πεθάνει περιτριγυρισμένος από την ομορφιά και την γαλήνη της ιδίας του της οικείας.

Το ξεπερνούσαν όμως γρήγορα, η ταραχή τους δεν κρατούσε πολύ, σίγουρα λιγότερο από τα χρήματα που είχαν ξοδέψει για να βρίσκονται σε μια από τις πιο αξιοσημείωτες εκθέσεις της χώρας. Όταν έφτανε στην ιστορική αναδόμηση του δευτέρου πίνακα, είχε το θάρρος μονάχα να αναφερθεί στην δυσδιάκριτη επιγραφή στο μακρινό φόντο ακόμη και εάν σπανία την ρωτούσαν για την σημασία της. “Εξόρισε από την καρδία τις απεχθείς σκέψεις” πρόφερε την κάθε λέξη με προσοχή σαν να την άγγιζαν προσωπικά, κανείς όμως δεν έδινε την δέουσα προσοχή ενώ παρουσίαζε την καλύτερη παράσταση της ζωής της. Με λίγα λόγια, έκανε τα πάντα για να μην θέσει το ζήτημα της συσχέτισης μεταξύ της τέχνης και του νοήματος της ύπαρξης. Δεν τους ενδιέφερε έτσι και αλλιώς, γιατί να επένδυε στην αλλαγή της οπτικής τους, στην κατασκευή μιας νέας πραγματικότητας. Θα τους άφηνε στην θεατρικότητα του Francesco Hayes, στο ημιδιάφανο μαύρο πέπλο που φώτιζε το προδομένο βολβό του ματιού.

Σήμερα ήταν η μόνη μέρα που είχε χρόνο να κλέψει μια ματιά από το μεγάλο παράθυρο της αίθουσας του νατουραλισμού. Της έμοιαζε ανιαρό να αναλύει τις πιστές απεικονίσεις της πραγματικότητας.  Έτσι κάθε φόρα που αναγκαζόταν να ξεναγήσει μια ομάδα τουριστών στην ολόασπρή αίθουσα με το μεγαλύτερο παράθυρο προς την μεριά του βιομηχανικού πάρκου, τους εξιστορούσε ένα εναλλακτικό εγκώμιο ‘’ Η τέχνη είναι ένα τζάμι που φιλοδοξεί να είναι τόσο διάφανο ώστε οι εικόνες που το διαπερνούν να ξαναδημιουργούν από την αρχή την ύπαρξη’’. Το έλεγε με μια ανάσα για να κάνει ίσως πιο γρήγορα ή επειδή μάλλον δεν τολμούσε να ομολογήσει ότι μάλλον το είχε δανειστεί από τον Έμιλ  Ζολά. Δεν υπάρχει παρθενογένεση, έτσι;

Tώρα θα έπρεπε να ακολουθήσει ακριβώς την ίδια ρουτίνα, ήταν υποχρεωμένη να δώσει μια τελευταία παράσταση πριν να γυρίσει στο διαμέρισμα της ή μπορεί και να έβγαινε, έπρεπε να αξιοποιήσει τον λιγοστό χρόνο που της έμενε πριν να επιστρέψει από εκεί που είχε έρθει. Άκουσε τον πλέον γνωστό ήχο του ξύλινος πατώματος να τρίζει καθώς τα πανάκριβα παπούτσια το ποδοπατούσαν, αλλά δεν κούνησε το κεφάλι προς την οικία φασαρία. Οι επισκέπτες της θα έβρισκαν μονοί τους τον δρόμο, εκείνη έπρεπε να ξεκουραστεί. Η νοητική σύγχυση που της προκαλούσε το θέαμα μιας νατουραλιστικής απεικόνισης που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά της δημιουργούσε μια αίσθηση ρευστότητας του χρόνου. Σχεδόν μύριζε τα χρώματα της φύσης, μια λεπτή γραμμή φωτός άγγιζε το πρόσωπο της μέχρι που και η ίδια κατέληξε να γίνεται μέρος της χρυσοκόκκινης ζαλάδας. Θα γύριζε πίσω στην Μαρία, θα έβγαινε από αυτό το δωμάτιο που ανακάτευε τον εικαστικό ρεαλισμό με την αδιανόητη απόσταση που δημιουργούσε το παράθυρο από την πραγματικότητα. Δεν θα γινόταν εχθρός του ιδίου της του μυαλού, οι σκέψεις της θα είχαν την δυνατότητα να την στοιχειώσουν εάν έμενε για λίγο ακόμη.

Κούνησα τα πόδια μου νευρικά, σήμερα ήταν μια υπεροχή μέρα αλλά το σώμα μου φαινόταν να αντιστέκεται σε κάποια αόρατη δύναμη. Πριν περάσω την χρυσή πόρτα της εκθαμβωτικής  αίθουσας, βεβαιώθηκα ότι ήμουν σταθερή, σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπα στην Αρσινόη να καταλάβει την οποιαδήποτε αδυναμία στις κινήσεις μου. Ο χώρος δεν διέφερε από συνήθως, τα ολοζώντανα κουνέλια  της Ρόζα Μπονέρ κοσμούσαν τις απεικονίσεις της νεκρής φύσης που τα πλαισίωναν. Το μόνο που αναγνώριζα ως παράξενο, ήταν η μυρωδιά της αίθουσας: ενώ πάντα θύμιζε λεβάντα από το αποσμητικού χώρου που προσεκτικά είχα τοποθετήσει, σήμερα υπερίσχυε το άρωμα των καμένων σκουπιδιών από την βιομηχανική περιοχή. Μα ποιος άφησε το παράθυρο ανοιχτό και που βρισκόταν επιτελούς η Αρσινόη;

Αυτές ήταν κάποιες από τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να την είχαν απασχολήσει, όμως δεν είχαν καν φανεί ως μια εύλογη απορία. Aντ’ αυτού, προτίμησε να κλείσει το παράθυρο και να τηλεφωνήσει στον σύλλογο της γειτονικής τους περιοχής για να εκφράσει τα παράπονα της για την μόλυνση του περιβάλλοντος, την ενεργειακή κρίση και την τρύπα του όζοντος. Ήταν ανεπίτρεπτο, οι τελευταίοι της καλεσμένοι για την βραδιά να ερχόντουσαν αντιμέτωποι με μια τόσο άδικη και μη ρεαλιστική πραγματικότητα. Οι δικοί τους αλήθεια θα έμενε προσκολλημένη στα καρότα και τα κουνελάκια των βραβευμένων ζωγράφων, ίσως μετά να είχαν και την δυνατότητα να επισκεφτούν το παράθυρο για να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα που δυστυχώς σκεπαζόταν από τον απειλητικό καπνό των απορριμμάτων.

Όταν η Αρσινόη επέλεξε να εργαστεί η μάλλον να προσφέρει κοινωφελή εργασία στο μουσείο δεν γνώριζε πως αυτό θα την διαμόρφωνε, ήταν οπλισμένη με τις γνώσεις της και τις ακαδημαϊκές της ενασχολήσεις. Οι έπαινοι και οι φιλοφρονήσεις δεν θα μπορούσαν ποτέ να την προετοιμάσουν για την κατάσταση που έπρεπε να συναντήσει, όσες φορές και να προσπαθούσε να ανατρέξει στην ιστορία της τέχνης το μυαλό της θόλωνε όλο και περισσότερο.’’ Ο Sorolla γεννήθηκε το 1863 και ακόμη και μέχρι σήμερα τα έργα του παραμένουν ξεχωριστά λόγω των έντονων χρωμάτων τους’’. Το φανταστικό κοινό της την χειροκρότησε, όλα τα φαντάσματα των ιδιοφυών καλεσμένων θέλησαν το αυτόγραφο της. Η υπόκλιση που έσπευσε να πραγματοποιήσει της θύμισε που ρεαλιστικά είχε εξαφανιστεί: H Νίνα είχε κλείσει το παράθυρο που της  είχε προκαλέσει τα μεγαλύτερα ερωτήματα που είχε θέσει μέχρι τώρα, το μόνο ερώτημα που απέμεινε ήταν το πως θα ξέφευγε από το κενό που πλέον θα την έφερνε σε επαφή με την περιοχή που δεν μπορούσε να εξηγηθεί με εικαστικούς όρους: το στενόμυαλο παράθυρο της αισθητικής δεν την άφηνε να περιγράψει το τοπίο που βρισκόταν ολοκάθαρα μπροστά της.

Δεν είχε πολλές επιλογές, είτε θα δεχόταν την κατάσταση ή θα φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ανάσαινε βαριά όσο της επιτρεπόταν, δεν είχε την ανάγκη να γίνει αντιληπτή από τα πλάσματα στην βιομηχανική περιοχή; Προσκολλημένη στην άκρη, η πλάτη της ακουμπούσε την κρύα επιφάνεια του υαλοπίνακα. Δεν μπορούσαν να την δουν έτσι αφήσει τον εαυτό της να ξαναβρεί την ανάσα της, εκείνη όμως τους κοίταζε να περπατούν, να τρέχουν και να μπουσουλούν. Τους είδε να γεννιούνται και να πεθαίνουν πριν προλάβουν να ανοίξουν τα μάτια τους. Δεν είχε ξαναβρεθεί σε τόσο κοντινή απόσταση από μια τέτοια εικόνα, ένιωθε σχεδόν ότι θα μπορούσαν να την αγγίξουν η ανάσα τους γινόταν αισθητή στο μάγουλο της. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, η λογική της την πρόσταζε να ουρλιάξει μέχρι κάποιός να την ακούσει, η Νίνα σίγουρα θα τριγυρνούσε ανήσυχα σε ένα από τα περίτεχνα δωμάτια. Δεν είχε όμως ουρλιάξει ποτέ ξανά στην ζωή της και σήμερα δεν ήταν η κατάλληλή στιγμή για να ξεκινήσει.

Αρκέστηκε στο θέαμα, αρκέστηκε στην ανάσα των άγνωστων προσώπων που πλέον είχε γίνει πιο δυνατή ακόμη και από την δικιά της, ανέπνεαν ρυθμικά σαν να τραγουδούσαν ένα τραγούδι που καμία γνώση περί τέχνης και κουλτούρας δεν θα της επέτρεπε να ακούσει. Της φώναξαν να τους ακολουθήσει, ήταν έτοιμη να το κάνει φέρνοντας τα πόδια της κοντά στο κενό. Το να πήδαγε όμως της φάνηκε τόσο στερεοτυπικό και μάλλον κοινότυπο για κάποιο άτομό σαν εκείνη. Άλλος ένας  άνθρωπος που νόμιζε ότι ήταν ξένος μέσα στον κόσμο που έφτιαξε για να ζει, επιλεγεί να τερματίσει την ζωή του: βαρέθηκε μόνο στην ιδέα καθώς φαντάστηκε τον εαυτό της  παρακολουθώντας την ιστορία του θανάτου της. ‘’Η Αρσιναή (δεν κατάφερναν να προφέρουν το όνομα της σωστά και δεν τολμούσε να τους διορθώσει, δεν πίστευε στην ονοματοδόσεια) Θεοδόσιου βρέθηκε νεκρή σήμερα κοντά στο τοπικό μουσείο τέχνης. Μια υπέροχη επαγγελματίας και σύζυγος με λαμπρό ακαδημαϊκό ταλέντο και πλούσιο βιογραφικό. Οι έρευνες για τον θάνατο αυτής της ξεχωριστής προσωπικότητας έχουν ήδη ξεκινήσει’’. Θα άλλαζε κατευθείαν κανάλι.

Τα πρόσωπα επέμεναν, επέμεναν να την τραβήξουν χαμηλότερα . Απάντησε πως δυστυχώς θα ερχόταν μια άλλη φορά, ‘’Έχω πολύ δουλεία να κάνω, λυπάμαι πραγματικά’’ Η εξάσκηση στην διπλωματία του όχι είχε αποδώσει. Αύτη η ανούσια ανταλλαγή κάλων τροπών συνεχίσει για αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι που αποδέχτηκε την ήττα της: ήταν καταδικασμένη σε ένα ανιαρό τέλος και θα συμφιλιωνόταν με αύτη την ιδέα. Μία αθώα κίνηση  που δεν είχε προσέξει πρωτύτερα σαν ενός είδος σύσπασης, ο όχλος του αγνώστου ήταν αποπνικτικός. Το χέρι παρέμενε σταθερό και δεν έτρεμε ούτε λίγο, δεν χρειαζόταν να δείξει το πρόσωπο της για να καταλάβει η Αρσινόη ότι τελικά δεν επρόκειτο για έναν καινούριο κόσμο αλλά αντιθέτως για μια εικόνα που γνώριζε καλύτερα από οτιδήποτε άλλη. Δεν κατάφερε να κρύψει την απογοήτευση της όταν κατανόησε ότι τώρα δεν θα είχε καμία μυστική, ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστεί με τους καλεσμένους της όταν επιτέλους καταφθάναν. Τα άκαμπτα άκρα της πολύτιμης Μαρίας φάνταζαν ξένα ανάμεσα στον παλμό του σμήνους. Είχε χάσει την ζωντάνια του, την σπιρτάδα της εγκατάλειψης. Δεν θα ήθελε να το ακουμπήσει, δεν θα ήθελε καν να το αντικρίζει, η απέχθεια που ένιωσε ήταν μεγαλύτερη από όσο θα περίμενε. Το να αποδεχτεί ότι η Μαρία δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ένα δημιούργημά της φαντασίας της και μάλιστα ένα δημιούργημα που πλέον είχε δείξει την πραγματική του μορφή την έκανε να ουρλιάξει. Να ουρλιάξει μέχρι κάποιος να ανοίξει το παράθυρο, να σπάσει το τζάμι από τις φωνές της να τρομάξει όλα τα φάντασμα που απεγνωσμένα την τράβαγαν προς το κενό.

’Ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί η Αρσινόη θα επιχειρούσε να θαυμάσει την θέα εφόσον γνώριζε ότι την περίμενε μια εξαίσια ομάδα Γάλλων ιστορικών της τέχνης. Μια τέτοια πράξη είναι τελείως εκτός του χαρακτήρας της’’. Δήλωσε η Νίνα, προσέχοντας να μην ξεφεύγει από το πλάνο της κάμερας. Οι ερωτήσεις δεν σταμάτησαν εκεί.

’Σας υπόσχομαι πως το παράθυρο στην αίθουσα του νατουραλισμού δεν επιτρέπεται να είναι ανοιχτό σε καμία περίπτωση, το μουσείο μας φροντίζει για την ασφάλεια των επισκεπτών όσο και για την ασφάλεια του προσωπικού, θα θέλαμε παρόλα αυτά να ζητήσουμε εγκάρδια συγγνώμη στην οικογένειας της ιδιαίτερα αγαπημένης μας συνεργάτιδας και φίλης. Για αυτό τον λόγο, συνολικά και με δική μου παρόρμηση ο πίνακας ‘Η εκδίκηση του αντίπαλου’’ του Ηayes θα δοθεί προς δημοπρασία για να καλύψει τα ιατρικά έξοδα του τραυματισμού’’ ησυχία κατάκλυσε τον χώρο καθώς αύτη η πράξη δεν φάνηκε αρκετά γενναιόδωρη. Η Νίνα το αντιλήφθηκε και έσπευσε να λύσει την παρεξήγηση χωρίς να είχε πραγματικά υπολογίσει την συνέπεια του λόγου της.

’Ξέχασα να αναφέρω πως ο μαγευτικός πίνακας ‘’Ο Κήπος’’ του Sorolla θα δοθεί ως δώρο από εμάς στην οικία της κύριας Θεοδοσίου, θεωρούμε πως είναι το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε έπειτα από μία τέτοια αναστάτωση’’

Η υπόθεση λύθηκε πολύ πιο γρήγορα από ότι φανταζόταν η Αρσινόη σε εκείνη την ξαφνική της επιφοίτηση δίπλα από την πύλη της δικής της υποθετικής αλήθειας. ‘Έπειτα από  τον πανέμορφο λόγο του προσωπικού του μουσείου, η κατάσταση ξεχάστηκε και οι δημοσιογράφοι και το κοινό προτιμήσαν να ξοδέψουν τον πολύτιμο χρόνο  κοντά στο παράθυρο κοιτώντας την πανέμορφη δύση που αντανακλούσε μοναδικά στα κουνέλια της Ρόζας, μόλις και μετά βίας  ζωντάνευαν κάτω από τα μάτια τους. Παρομοίως ακόμη και δεν θα το πίστευε εάν το γνώριζε πρότινος, η Αρσινόη εμείνει σταθερή στην μονή αλήθεια που είχε την δυνατότητα να αποδείξει. Τελικά είναι αρκετά απλό να πεθάνει κάποιος περιτριγυρισμένος από την ομορφιά της οικίας του.

 

 

* Η Φαίδρα Γεωργιάδου γεννήθηκε στην Αθήνα και βρίσκεται στο 3ο έτος της Αγγλικής Φιλολογίας. Από μικρή ηλικία συμμετείχε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς αφού η συγγραφή αποτελούσε έναν δημιουργικό τρόπο διαφυγής. Καθώς πρόσφατα έκλεισε τα 20 χρόνια της, θα ήθελε να ασχοληθεί με την λογοτεχνική και εικαστική δημιουργία.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top