Fractal

«Η ελευθερία δεν είναι η ανταμοιβή της επανάστασης. Η ελευθερία είναι η επανάσταση»

Γράφει η Τόνια Τσαμούρη //

 

«Σάκκο και Βαντσέττι» του Αλαίν Γκιγιάρ, Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος, Εκδ. Μπιλιέτο

 

Το «Σάκκο και Βαντσέττι» γράφτηκε το 2006 από τον Γάλλο Αλαίν Γκιγιάρ. Μολονότι γραμμένο στον 21ο αιώνα, το κείμενο φέρει έντονους απόηχους από την τόσο σημαντική και ιδιαίτερη ιστορία της γαλλικής δραματουργίας απηχώντας αρκετούς θεατρικούς προγόνους του Γκιγιάρ. Το κείμενο ισορροπεί μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας, ανάμεσα στο «εγώ» και το «άλλος», ανάμεσα στο «τώρα» και το «πάντα», ανάμεσα στο ρεαλισμό και το παράλογο.

Η ιστορία του είναι αληθινή και αφορά στον Νικόλα Σάκκο και τον Μπαρτολομέο Βαντσέττι, δύο Ιταλούς μετανάστες που έζησαν στις ΗΠΑ. Αναρχικοί και οι δύο, συνελήφθησαν και τους αποδόθηκαν κατηγορίες με συνοπτικές διαδικασίες. Η απόφαση ήταν ομόφωνη: θάνατος σε ηλεκτρική καρέκλα και για τους δύο. Τί και αν οι ομολογίες που αποσπάστηκαν από τους «μάρτυρες» ήταν κατασκευασμένες, τί και αν όσοι κατέθεσαν εκβιάστηκαν, τί και αν ήταν πολλοί που αυτοί ζήτησαν την αθώωσή τους σε αυτή την τόσο άδικη και φτιαχτή κατηγορία. Οι δύο μετανάστες δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από την μοίρα που τους έφτιαξε το αμερικάνικο κράτος και οι λειτουργοί του, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τους Ιταλούς στην νεοσύστατη χώρα τους. Έτσι, στις 23 Αυγούστου 1927 ο Σάκκο και ο Βαντσέττι θανατώθηκαν.

Ο Σάκκο και ο Βαντσέττι αποτέλεσαν έκτοτε εμβληματικές μορφές όχι μόνον όσον αφορά στην προσπάθεια δύο απλών ανθρώπων να αποκτήσουν την απόλυτη ελευθερία τους και να μην ζουν σε καθεστώς επίπλαστου φιλελευθερισμού, αλλά και σε σχέση με τη φιλία που τους ένωσε έως τον θάνατο. Μια αληθινή ιστορία λοιπόν, η οποία φωτίζει την προσπάθεια δύο λαϊκών ανθρώπων να αντιταχθούν στις επιταγές ενός κράτους που κρατάει δέσμιους τους πολίτες του υπαγορεύοντάς τους πώς να ζήσουν, ενώ ταυτόχρονα καταργεί κάθε έννοια προσωπικής τους ελευθερίας. Μέσα από αυτόν τον αγώνα τους, που εκκινεί ως κοινωνική μάχη και καταλήγει ως πολιτική αντίσταση, φωτίζεται η φιλία που τους ενώνει και φέγγει σαν φάρος έως τον θάνατο.

Ο Γκιγιάρ έφτιαξε ένα έργο που φέρει έντονους απόηχους τόσο από τον Ευγένιο Ιονέσκο, γνήσιο εκπρόσωπο του «θέατρου του παραλόγου», όσο και από τον Ζαν Ζιρωντού αλλά και τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Τόσο η δομή του, όσο και η πολλαπλότητα των δραματικών προσώπων που καλούνται να ερμηνεύσουν οι δύο ηθοποιοί δε μπορούν παρά να φέρουν στον νου τόσο την «Τρελή του Σαγιό» του Ζιρωντού, όσο και το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ, ή ακόμα και τις «Καρέκλες» ή το «Παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο. Αλληγορικά, παράλογα, συμβολικά, όπως και αν τα χαρακτηρίσει κάποιος, πρόκειται για κείμενα που χάραξαν έναν δρόμο τον οποίο βάδισε επιτυχώς το γαλλικό θέατρο. Πρόκειται για έναν δρόμο ο οποίος απέφυγε τον θεατρικό ρεαλισμό προκειμένου να μιλήσει για τα πιο ρεαλιστικά και καθημερινά γεγονότα στη ζωή του ανθρώπου. Και τα κατάφερε!

Σε αυτό το μοτίβο λοιπόν κινήθηκε και το κείμενο του Γκιγιάρ, το οποίο περιλαμβάνει δύο πρόσωπα: τον Σάκκο και τον Βαντσέττι. Αυτοί οι δύο άνθρωποι βρίσκονται επί σκηνής, αλλά παράλληλα θα κληθούν να παίξουν όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας, συμπεριλαμβανομένων των κατηγόρων τους. Έτσι, σαν άλλοι θεατρικοί Μεσίες, ενδύονται την θεατρική (αλλά και την αληθινή) ταυτότητα των ανθρώπων που τους κατηγόρησαν, τους ενοχοποιήσαν και εν τέλει τους εκτέλεσαν.

ΣΑΚΚΟ: Γιατί δεν παρατάς αυτά τα εργαλεία, αυτή την πένσα κι αυτά τα καλώδια; Γιατί επιλέγεις το στρατόπεδο της υποταγής και του θανάτου;

….ΒΑΝΤΣΕΤΤΙ/ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ: Έχω παιδιά να θρέψω.

ΣΑΚΚΟ: Μα…μα… κι εγώ «έχω παιδιά να θρέψω». Μάλλον προτιμάς να γίνεις συνεργός στον θάνατό μου; Και τα παιδιά μου, λέγε, θα τα θρέψεις εσύ; Κοίταξέ με και απάντησέ μου, θα τα αναθρέψεις κι αυτά εσύ;

 

Alain Guyard

 

Το τόσο έξυπνο αυτό δραματουργικό εύρημα του συγγραφέα παραπέμπει ευθέως και άμεσα στην κοινωνική υποκρισία των ανθρώπων, ενώ δηλώνει επίσης ότι όλοι είμαστε, εν δυνάμει, σαν τους Σάκκο και Βαντσέττι: φύσει ή ίσως θέσει αναρχικοί, επαναστάτες, αντικομφορμιστές. Όπως σπαρακτικά φωνάζει ο Σάκκο λίγο πριν την εκτέλεσή τους στον Βαντσέττι/Ηλεκτρολόγο Μηχανικό που ρυθμίζει την ηλεκτρική καρέκλα, «Σάκκο: Εσείς είστε οι νεκροί και εγώ ο ζωντανός!». Η γραφή του Γκιγιάρ πέτυχε έτσι με μοναδικά τραγικό τρόπο να αποδώσει την διττή φύση του ανθρώπου: ο αναρχικός και ο υποταγμένος, ο δίκαιος και ο άδικος, ο προλετάριο και το κεφάλαιο.

Η μετάφραση του Γιάννη Θηβαίου καταφέρνει με μοναδικό λυρισμό, αλλά και με γνήσιο επαναστατικό πνεύμα να αποτυπώσει τη μορφή των δύο αυτών Ιταλών αναρχικών, οι οποίοι αποτελούν πλέον παράδειγμα ανδρείας και πολιτικής συνείδησης, χωρίς όμως να χάνουν ούτε λεπτό την ανθρώπινη, ευάλωτη βιολογική ταυτότητά τους. Ο Σάκκο αναρωτιέται με περισσή ποιητικότητα και φιλοσοφική διάθεση, «Υπάρχει θάνατος; Ο καθένας μας ξέρει πως θα πεθάνει, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι υπάρχει θάνατος», ενώ στο τέλος, η φωνή του Βαντσέττι δηλώνει με αποφασιστικότητα τον πολιτικό δρόμο που πρέπει να χαράξουν οι δύο ήρωες για τις επόμενες γενιές, «…καθόρισε το μέλλον και φούσκωσε το στήθος σου με ελπίδα». Ο μεταφραστής ακολούθησε υποδειγματικά το δρόμο που πορεύτηκε ο συγγραφέας ισορροπώντας και αυτός με τη σειρά του ανάμεσα στο δημόσιο και το πραγματικό και γειτνιάζοντας τη ρεαλιστική γραφή με το παράλογο. Παρέδωσε λοιπόν ο μεταφραστής στο ελληνικό αναγνωστικό και θεατρικό κοινό ένα άρτιο και διαχρονικό έργο απομακρυσμένο από κοινωνικές ή χρονικές επιταγές, ικανό να επιβιώσει στο διηνεκές. Όπως λέει και ο Σάκκο, «…όλοι νομίζουν πως ήμουν ένας απλός παπουτσής. Αλλά έχω κάνει μεγάλο αγώνα…»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top