Fractal

Διήγημα: «Ένα πεσκέσι για τα Χριστούγεννα»

της Ιωάννας – Μαρίας Νικολακάκη // *

 

Typewriter_keysΤέσσερις το χάραμα χτύπησε και μπήκε. Με το φουστάνι της κουβάρι και μουσκίδι, την ψυχή κομμένη, βαστούσε κι ένα μπουκάλι μαυροδάφνη για το καλό, « Σπάσαν τα νερά !». Σα να ‘γινε σεισμός. Ο πατέρας πετάχτηκε στην αποθήκη για ξύλα, η μάνα βάλθηκε να ξεδιαλέγει νυχτικιές και μαξιλαροθήκες, η Βαρβάρα να βράσει τις λαβίδες και τα πετσετόπανα, ο Πανάγος να φωνάξει τη μαμή κι ο Θόδωρας με το Σταμάτη να ‘τοιμάσουν το γαϊδούρι και τ’ άλογο. Η μόνη ασάλευτη ήμουν εγώ. Άγαλμα. Έξι χρονώ παιδί, τι καταλάβαινα. Κοίταζα γύρω μου σα χαμένη και, από την ώρα που η Αγγελικώ μπήκε να μας αναγγείλει τα γεννητούρια της Φιλιώς μέχρι την ώρα που σηκώθηκαν όλοι μαζί και φύγαν σα να ‘γινε πόλεμος, δεν έβγαλα κιχ. Τσίριζα να με πάρουν μαζί, αλλά τα ζώα μας δε βάσταζαν να κουβαλήσουν τόσο πολλούς. Τι βάρος είχα μια σταλιά τσούπρα δεν ξέρω, πληγώθηκα πάντως κι έκατσα να κλαίω στα σκοτάδια. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος χάμω, πίσω απ’ την πόρτα, γιατί άνοιξα τα μάτια μου την ώρα που γλυκοξημέρωνε. Δίπλα μου, στο ντιβανάκι, κοιμόνταν του καλού καιρού οι δίδυμοι.

«Ρε, μας παράτησαν κι έφυγαν!». Τεντώθηκαν σαν τα γατιά, παράτα μας ρε Αρετή Χριστουγεννιάτικο, και κουκουλώθηκαν ακόμα σφιχτότερα κάτω απ’ τη μάλλινη βελέντζα. Φουρκίστηκα. Κάνε αδέλφια να δεις καλό. Έριξα πάνω μου τη μουσταρδιά ζακέτα της μάνας- ως τα γόνατα μου ‘φτανε το τελευταίο κουμπί- , και βγήκα στη ρούγα να πω τα μαντάτα της θειας Ευτέρπης, που ήταν γυναίκα συνετή και θα χαιρόταν να με βοηθήσει. Αλλά υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο γιατί ήταν τέζα μια βδομάδα με τη μέση της και δεν κουνούσε βήμα. Χάρηκε βέβαια πολύ και με φίλεψε κουραμπιέ για το γάλα μου, αλλά εγώ τέτοια δεν ήθελα. Χρειαζόμουν κάποιον να με πάρει να με πάει στης Φιλιώς, να δω το μωρό. Είχαμε κάνει με την αδελφή μου συμφωνία τις προάλλες και μου είχε υποσχεθεί ότι, αν ήμουνα φρόνιμη και δε ζήταγα κάθε λίγο καινούργιες φούστες με βολανάκι, θα μ’ έπαιρναν μαζί στη γέννα. Πόσο με νευρίαζαν τα ψέματα !

Η θεία Ευτέρπη με είδε αλαλιασμένη και φαίνεται με φοβήθηκε το μάτι της, ήμουν από μικρό τσαούσικο και ζήταγα λίγα, αλλά αυτά τα λίγα που ζήταγα τα ‘θελα να γίνουν ο κόσμος να γύριζε ανάποδα. Έξι παρά, ανήμερα τα Χριστούγεννα, μ’ έστειλε στην κόρη της τη Ντίνα που ‘μενε δυο γωνιές παρακάτω μ’ ένα ραβασάκι στο χέρι, Ντινάκι χρόνια πολλά, σήκω κοκόνα μου να πάρεις το παιδί να το πας στον Πειραιά, γέννησε η Γιωργομιχέλαινα. Πήρε το χαρτί, το διάβασε κι ετοιμάστηκε στο πιτς φυτίλι. Φεύγοντας, κατάλαβα ότι θα ‘σερνε μαζί και τον άντρα της που τον έβλεπα για πρώτη μου φορά και μου φάνηκε συμπαθέστατος. Περάσαμε πάλι απ’ το σπίτι μας να βεβαιωθούμε ότι τα δίδυμα ήταν καλά, κλειδώσαμε και φύγαμε.

Μιάμιση ώρα βάδισμα, με τον καιρό να ξυρίζει. Όταν επιτέλους φάνηκε μπροστά μας η βαριά καρυδένια πόρτα κι ο Τεντέν, που απ’ έξω γάβγιζε σαν παρλιακός, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Έλυσα το χέρι μου απ’ της Ντίνας κι έτρεξα κατά το πεζοδρόμιο, η αυλόπορτα ήταν ανοιχτή και δε χρειάστηκε να φτάσω στο ύψος του μάνταλου. Απ’ το βάθος του διαδρόμου ακούγονταν κάτι πνιχτές φωνούλες σαν της γάτας, ανακατωμένες με φωνές των μεγάλων. Ξεχώρισα το αφράτο γέλιο του πατέρα, τη στριγγλιά της Βαρβάρας- δεν ήταν και ποτέ της καλλίφωνη-και απ’ την κοφτή λαλιά της μάνας έβγαλα πως κάτι έλεγαν για στρατό, ύστερα η Αγγελικώ είπε κάτι για ένα Γρηγόρη Καλογιάννη, γέλασαν όλοι μαζί και γίνηκε σούσουρο και στο τέλος ακούστηκαν κάτι ντιν ντον από πιατάκια και ποτηρικά. Μόλις πρόβαλα στην πόρτα, με τράταραν γλυκό πορτοκάλι. Η Ντίνα μετά του συζύγου, τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους έναν-έναν, άφησε μάλιστα στην κούνια του μωρού ένα σταυρουδάκι χρυσό με μια άσπρη κορδελίτσα, να το χρυσώσουμε να γίνει παλληκάρι, γέλασε και κάθισε να φάει κι εκείνη το γλυκό της.

Έξω φύσαγε ένας βοριάς που ξερίζωνε δέντρα. Απ’ το παράθυρο της κάμαρης έμπαινε ένα φως λεμονί αλλά δυνατό, που έκανε τα χαρακτηριστικά ολονών να δείχνουν βαριά, τα μάτια σαν ημικυκλικά παντζούρια , τις μύτες σαν κακοτράχαλες βουνοκορφές, τα μαλλιά σαν φουντίτσες από θάμνο ή σαν σκούρες λυγερές καλαμιές. Το ξενύχτι ήταν γραμμένο στα πρόσωπά τους. Αλλά η χαρά, χαρά! Η Φιλιώ έδειχνε χλωμούτσικη, είχε βαρύνει κιόλας τους τελευταίους μήνες, το πρόσωπό της είχε στρογγυλέψει όμορφα και τα μάτια της έφεγγαν σαν μαύρα πετράδια. Πήγα κοντά, στην αγκαλιά της βάσταγε ένα κοκκινωπό μαϊμουδάκι μέσα σε θαλασσί σεντόνι, πλησίασα και τότε ξεχώρισα βλέφαρα, μυτίτσα, σαγονάκι. Ακούμπησα ελαφρά το μωρό στο κεφαλάκι, ήταν πολύ μαλακό σαν άψητος πηλός και το χνούδι του αραιό σαν το μαλλί που αγόραζε η γιαγιά όταν έπλεκε στα δίδυμα καζάκα. Κοιμόταν αποκαμωμένο το δόλιο, ούτε κούνησε. Και για να έρθει αυτό το κακομούτσουνο πλασματάκι στο σπίτι τους, είχε γίνει τόσος σαματάς; Πολύ παραξενεύτηκα ! Ήταν όμως όμορφη στιγμή, όλοι κάθονταν γύρω-γύρω ήσυχοι και χάζευαν το μπέμπη, ο παππούς της Φιλιώς μάλιστα είπε ότι το παιδί ήταν πεσκέσι πρώτο και ότι τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τα ωραιότερα που πέρασε ποτέ, ογδόντα εννιά χρόνια τώρα.

Μεσημέριασε και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Φόρεσα το άσπρο μου παλτό και, πριν τρέξω έξω να πιάσω θέση στου γαϊδουριού τη ράχη, πήγα πάλι στην αγορομάνα και της ευχήθηκα να της ζήσει το μωρό, όπως με είχε ορμηνέψει η Βαρβάρα, αλλά από την αγωνία μη με κατσάδιαζαν που σηκώθηκα να φύγω απ’ το σπίτι μας μόνη μου, είπα να μην κάνω μπαμ με την παρουσία μου απ’ την αρχή και καμώθηκα πως είχα ξεχάσει να της τα πω. Η Φιλιώ μ’ ευχαρίστησε κι έβαλε τα κλάματα. Πολύ στεναχωρήθηκα που την έκανα να κλάψει. Μερικές μέρες μετά, η μάνα μου εξήγησε ότι οι άνθρωποι κλαίνε όχι μόνο από λύπη, αλλά και από πολύ μεγάλη χαρά.

Έπρεπε να περάσουν δεκαεννιά χρόνια, να πιάσω κι εγώ στα χέρια μου την κόρη μου, για να την καταλάβω.

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές»(Εκδόσεις Ιωλκός) . Τον Σεπτέμβρη του2013 διακρίθηκε με τη συμμετοχή της στον στο διαγωνισμό μικροδιηγήματος του περιοδικού «Λογοτεχνικό Μπιστρό» και το φθινόπωρο του 2014 τα κείμενά της με τίτλο «Απουσιολόγιο» και «Βασική υπακοή» έχουν δημοσιευτεί στο 120 λέξεις. Η σελίδα της στο Facebook είναι: https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top