Fractal

Ο αγώνας του Βυζαντίου για επιβίωση 1057-1185

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

John C. Carr: “Η δυναστεία των Κομνηνών” Μετάφραση: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός

 

Ο Τζον Καρ γεννήθηκε στην Αγγλία το 1948. Εργάστηκε για χρόνια ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής των μεγαλύτερων εφημερίδων (The Times, Wall Street Journal Europe κ.ά.) στην περιοχή της Μεσογείου και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Είναι λάτρης της ελληνικής ιστορίας και ζει στη χώρα μας. Από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τρία ακόμα βιβλία του με θέμα την Ελλάδα. «Η άμυνα και η πτώση της Ελλάδας, 1940 – 1941», «Θωρηκτό Αβέρωφ – Κεραυνός στο Αιγαίο» και «Οι πολεμιστές αυτοκράτορες του Βυζαντίου». Για τα δυο πρώτα έχω αναφερθεί σε σχετικά μου σημειώματα, χαρακτηρίζοντάς τα ως σημαντικά και ιδιαίτερα στον χώρο του ιστορικού βιβλίου. Το τρίτο δεν είχα την τύχη να το διαβάσω. Όμως, πέρασα αρκετές μέρες με το «Η δυναστεία των Κομνηνών», έχοντας δίπλα του κλασικά έργα τής βιβλιογραφίας που αφορά το Βυζάντιο, περίοδο που δεν έχει εξαντληθεί από τους μελετητές. Ο Τζον Καρ αποδείχθηκε, τουλάχιστον για τις γνώσεις μου (που δεν είναι ειδικού), ιδιαίτερα επαρκής, λεπτολόγος, σοβαρός ερευνητής και σημαντικά υπεύθυνος στις κρίσεις του για θέματα αρκετά αμφιλεγόμενα.

Στην μελέτη τής ιστορίας έχουν ιδιαίτερη θέση τα «γιατί». Οι απαντήσεις σ’ αυτά, εμφανίζουν την διάθεση για απόπειρα κατανόησης των γεγονότων.

Γιατί η θεοκρατία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας;

Γιατί η γραμμή τών αυτοκρατόρων είναι ένα ποτάμι αίματος, συνωμοσιών, δολοπλοκιών, βασανιστηρίων, εγκλημάτων;

Γιατί οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν μισθοφόρους;

Γιατί οι αυτοκράτορες συνθηκολογούσαν με εχθρικές φυλές και χρησιμοποιούσαν ξένα στρατεύματα εναντίον ημετέρων;

Γιατί οι χρονικογράφοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους;

Οι απαντήσεις που δίνει ο Τζον Καρ είναι πειστικές και αποδεικνύουν πως ο μελετητής δεν παρασύρθηκε από απόψεις άλλων ιστορικών, αλλά στάθηκε με ιδιαίτερα φιλοσοφική διάθεση απέναντι στα γεγονότα, δεδομένου ότι η εποχή των Κομνηνών ήταν και ιδιαίτερα σύνθετη, καθώς και καθοριστική για το μέλλον τής αυτοκρατορίας.

Η δυναστεία τών Κομνηνών κατείχε την εξουσία για 128 χρόνια (από το 1057 ως το 1185). Αποτελεί την τελευταία αναλαμπή ισχύος τής αυτοκρατορίας, η οποία έπρεπε να αναχαιτίσει ταυτόχρονα τους Τούρκους και τους Νορμανδούς, αλλά και πολλούς ακόμα λαούς (Ούγγρους, Σέρβους, ), που εμφανίζονταν κατά καιρούς στο ιστορικό προσκήνιο.

Οι Κομνηνοί ακολούθησαν την μακεδονική δυναστεία. Τους διαδέχθηκε η δυναστεία τών Αγγέλων. Η οικογένεια των Κομνηνών καταγόταν από την θρακική κωμόπολη Κόμνη, που ανήκει σήμερα στο ευρωπαϊκό κομμάτι τής Τουρκίας. Οι εκτεταμένες γαιοκτησίες της στην Ανατολία ήταν η βάση τού πλούτου, που την κατέστησε μία από τις ηγετικές στρατιωτικές οικογένειες της αυτοκρατορίας. Οι Κομνηνοί είχαν διακριθεί σε εκστρατείες υπό τους Μακεδόνες, γεγονός που τους επέτρεψε να καταλάβουν τον βυζαντινό θρόνο κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερα αδύναμου κρίκου στην βασιλική διαδοχή.

Οι Κομνηνοί κατέχουν μία ιδιαίτερα ευαίσθητη θέση στην βυζαντινή εποχή, όταν η αυτοκρατορία είχε αντέξει για περισσότερα από επτακόσια χρόνια εσωτερικών και εξωτερικών κρίσεων. Οι προκάτοχοι της δυναστείας, οι Μακεδόνες, είχαν αφήσει το Βυζάντιο στο αποκορύφωμα της εξάπλωσης και του κύρους του, ενώ οι διάδοχοί τους, οι Άγγελοι, υπήρξαν απλώς μαχητές οπισθοφυλακής απέναντι σε μία επερχόμενη συμφορά, που οι ίδιοι οι αυτοκράτορες είχαν καλλιεργήσει και ενδυναμώσει, στηρίζοντας την εξουσία τους στα εγκλήματα, περισσότερο, παρά στη σοφή διακυβέρνηση.

Ο Τζον Καρ στέκεται με περίσκεψη απέναντι στους χρονικογράφους τής εποχής, ιδιαίτερα την Άννα Κομνηνή, τον Μιχαήλ Ψελλό και τον Νικήτα Χωνιάτη. Για την πρώτη, γράφει πως:

«Από μικρή ηλικία και με την αυτόματη αίσθηση της υπεροχής και της υψηλής αυτοπεποίθησης που της προσέδιδε η ιδιότητα της πορφυρογέννητης, θεωρούσε τον εαυτό της αναπόσπαστο τμήμα στην εξουσία της οικογένειας των Κομνηνών και κατ’ επέκταση του ίδιου του Βυζαντίου».

 

Στην αρχή του βιβλίου, ο συγγραφέας επιχειρεί μια σύντομη, αλλά περιεκτική αναφορά στην ίδρυση και την πορεία τής αυτοκρατορίας, δίνοντας στον αναγνώστη την δυνατότητα να θυμηθεί ό,τι έμαθε στα μαθητικά του χρόνια, ή και μετά, από σχετικές αναγνώσεις. Παράλληλα καταθέτει και τις δικές του απόψεις για θέματα γενικής φύσεως:

«Υπήρξαν ελάχιστες περίοδοι που οι Βυζαντινοί μπορούσαν να καθίσουν αναπαυτικά και να απολαύσουν τους καρπούς της ειρήνης. Πάντα φαινόταν σαν να υπήρχε κάποιος τον οποίο έπρεπε να πολεμήσουν και να αποκρούσουν, είτε ήταν οι Μουσουλμάνοι στην Ανατολή, είτε ειδωλολατρικές φυλές στον Βορρά και στη Δύση, είτε ακόμη και χριστιανοί εχθροί όπως οι Νορμανδοί στη Μεσόγειο. Δυο πράγματα όμως, διατήρησαν το βυζαντινό κράτος μέσα από όλη αυτή την αναταραχή: η ορθόδοξη χριστιανική πίστη και το προσωπικό συμφέρον που κάθε Ρωμαίος υπήκοος είχε για τη διατήρηση της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης και του αυτοκράτορα ο οποίος, ως αντιπρόσωπος του Παντοδύναμου, λατρευόταν ως υπέρτατο σύμβολο και προστάτης του λαού του…»

Με τρόπο λιτό, αλλά περιεκτικό, παρουσιάζει το ιστορικό της ιδρύσεως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Κωνσταντίνο, περνώντας στον Ιουλιανό και στον Θεοδόσιο:

«Ο Θεοδόσιος, ένας Ισπανός με αναλαμπές δολοφονικής ιδιοσυγκρασίας, άσκησε προσεκτική εξωτερική πολιτική, προτιμώντας να επικεντρωθεί στις εσωτερικές υποθέσεις, ιδίως στην εξάλειψη όλων των παγανιστικών υπολειμμάτων στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό κόσμο…

»Διατυπώνεται συχνά η εσφαλμένη υπόθεση ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκαθίδρυσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκείας της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα, αυτός και ο αντίπαλός του Λικίνιος απλώς νομιμοποίησαν τον χριστιανισμό όπως και οποιαδήποτε άλλη πίστη θα μπορούσε να επιλέξει ο κόσμος για να προσκολληθεί. Ο Θεοδόσιος όμως έθεσε σταθερά την επίσημη σφραγίδα στην πίστη του Χριστού, μην επιτρέποντας καμιά άλλη να μολύνει την ιδεολογία του κράτους…»

Αυτό, όντως αποτελεί ιστορική αλήθεια.

 

John C. Carr

 

Ιουστινιανός και Ηράκλειος είναι οι δυο αυτοκράτορες, που επίσης απασχολούν τον συγγραφέα, ιδιαίτερα ο δεύτερος, ο οποίος αντιμετώπισε και την διαρκή απειλή τών Περσών, εξαλείφοντας οριστικά τον εξ ανατολών κίνδυνο:

«…Την εποχή της ανάρρησής του στον θρόνο – αφού εκθρόνισε τον αιμοδιψή τύραννο Φωκά και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες διέταξε να πετάξουν το πτώμα του στα σκυλιά για να το φάνε -, η Αυτοκρατορία συνέχισε να είναι Ρωμαϊκή μόνο κατ’ όνομα. Η επίσημη γλώσσα της είχε γίνει η ελληνική, όπως συνέβαινε και με την ευρύτερη λογοτεχνική και πνευματική παιδεία της… […] Ενώ ο Ιουστινιανός είχε αρκεστεί να διαχειρίζεται τη στρατηγική από το παλάτι του στην Κωνσταντινούπολη, ο Ηράκλειος ως αληθινός στρατιώτης εκστράτευε αυτοπροσώπως…»

Επόμενος σταθμός τού Τζον Καρ (καθοριστικός για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας)  είναι ο Λέων Γ΄ των Ισαύρων και η επιτυχημένη απόκρουση των Αράβων, όταν πολιόρκησαν, το 717, την Κωνσταντινούπολη και απέτρεψε την άλωσή της με την χρησιμοποίηση του υγρού πυρός:

«Αυτή η σύγκρουση, όπως και η απόκρουση των Αράβων εισβολέων στο άλλο άκρο της Ευρώπης από τον Κάρολο Μαρτέλο της Γαλλίας στην Τουρ το 732, αναγνωρίζονται ως οι μάχες που έσωσαν την Ευρώπη από την ισλαμική κατάκτηση…»

Η αναφορά του στους Μακεδόνες ξεκινά, όπως είναι φυσικό από τον Βασίλειο, που από ανέστιος και περιφερόμενος αλήτης και τυχοδιώκτης, πέρασε στον ρόλο του παρακοιμώμενου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο οποίος στην συνέχεια τον έστεψε συναυτοκράτορα και «διαχειριστή και φύλακα της αυτοκρατορίας», για πέσει μετά από λίγο νεκρός, σφαγμένος από ανθρώπους τού Βασιλείου. Ο Καρ, αναφέρει με λεπτότητα τις απόψεις άλλων ιστορικών, που υποστηρίζουν πως μεταξύ του Μιχαήλ Γ΄ και του Βασιλείου υπήρχε ομοφυλοφιλική σχέση, χωρίς να παίρνει θέση, ενώ καταθέτει την άποψή του για την «εθιμική» σφαγή των αυτοκρατόρων ή των υποψήφιων αυτοκρατόρων στο θέατρο θανάτου της εξουσίας, κάτι που έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην εξασθένηση της αυτοκρατορίας:

«…Ο Μιχαήλ Γ΄ δεν ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που σφαγιάστηκε – υπήρξε το ακόμη πιο φρικτό προηγούμενο του Φωκά το 610 – και ούτε θα ήταν ο τελευταίος. Τι επίπτωση είχαν λοιπόν τέτοιες πράξεις στην ιδέα ότι ο αυτοκράτορας ήταν ο αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη; Αν ήταν όντως έτσι νομικά και ουσιαστικά, τότε δεν ήταν στην πραγματικότητα η βασιλοκτονία  ισοδύναμη με το πολύ μεγαλύτερο έγκλημα της θεοκτονίας, ένα έγκλημα καθοσιώσεως του υψηλότερου βαθμού; Στην πραγματικότητα, το ζήτημα ήταν μάλλον πιο πολύπλοκο και είχε να κάνει με τη θέση της Εκκλησίας στο σύστημα ετούτο…»

Ο αναγνώστης, από την παράθεση των ιστορικών γεγονότων, αντιλαμβάνεται εύκολα την αμαρτωλή σχέση μεταξύ παλατιού και πατριαρχείου, με όλα τα ανομήματα να καλύπτονται ως χρέος απέναντι στον Θεό ή επιβεβλημένα για την προστασία τής Εκκλησίας από τους εχθρούς τής πίστης. Επίσης αντιλαμβάνεται και τον ρόλο που έπαιξαν κάποιες γυναίκες αυτοκρατόρων, όπως η Θεοφανώ, μητέρα του επόμενου Βασίλειου, του επονομασθέντα ως Βουλγαροκτόνου. Ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της γενιάς των Μακεδόνων που υπερασπίστηκε με σθένος την αυτοκρατορία. Ακολούθησαν τριάντα δυο χρόνια εκφυλισμού, στα οποία οκτώ αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες συναγωνίστηκαν σε δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, ανικανότητες και σκάνδαλα. Τον Σεπτέμβριο του 1057 τα πράγματα άλλαξαν, όμως…

 

Από το σημείο αυτό και μετά, ο Τζον Καρ μπαίνει στο κυρίως θέμα τού βιβλίου, που είναι οι Κομνηνοί. Τα προηγούμενα, ακόμα και ως εισαγωγικά να θεωρηθούν, είναι πολύτιμα για να κατανοήσει ο αναγνώστης την ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας, όπως και ν’ απαντήσει σε πολλά ιστορικά «γιατί».

Το καλοκαίρι τού 1057 ο Ισαάκιος Κομνηνός ηγείται συνωμοσίας και πραξικοπήματος με στόχο να σταματήσει την κατηφόρα και την φθορά τής αυτοκρατορίας. Τα στρατεύματα των στασιαστών κατατροπώνουν τον αυτοκρατορικό στρατό στη μάχη της Πετρόης και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Στ΄, ο Γέρων, ευνοούμενος της Θεοδώρας, ενδύεται το ράσο του μοναχού, αφήνοντας στον Ισαάκιο ελεύθερο τον δρόμο για την εξουσία. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Τζον Καρ κάνει μια ιδιαίτερη αναφορά στη συμμετοχή τού Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος μας άφησε τις ιστορικές μαρτυρίες του, αφού ως αυτοκρατορικός αξιωματούχος είχε παίξει τον δικό του ρόλο στα γεγονότα.

Την ίδια περίοδο, στην κεντρική και δυτική Ευρώπη σημειώνονταν μεγάλες ιστορικές ανακατατάξεις. Γράφει ο Τζον Καρ:

«Η δυτική Ευρώπη επρόκειτο να εισέλθει σε αυτό που είναι συμβολικά γνωστό ως Ύστερος Μεσαίωνας, όπου ο φεουδαρχισμός ως οικονομικό σύστημα έφτασε στο απόγειό του. Ήταν μια εποχή αφυπνισμένης πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη ζωτική βυζαντινή εμπορική σύνδεση με τις μουσουλμανικές περιοχές. Ο πάπας βρισκόταν σε έντονη  διαμάχη για την εξουσία με κοσμικούς ηγεμόνες στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πανεπιστήμια αναπτύσσονταν και άνθιζαν. Η χριστιανική Εκκλησία, όπως στο Βυζάντιο, κυριαρχούσε στους ηγεμόνες και στους λαούς…»

Στην εποχή τής βασιλείας τών Κομνηνών, οι Τούρκοι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή και στην ανατολική Ευρώπη. Παράλληλα οι Νορμανδοί και άλλα ναυτικά κράτη στη Δύση – συχνά (αλλά όχι πάντα) βοηθούμενα από τους πάπες της Ρώμης – αφαιρούσαν συνεχώς τμήματα από τις δυτικές παρυφές της αυτοκρατορίας στην Ελλάδα, στα νησιά τού Αιγαίου και στις ακτές τής Αδριατικής. Η Α ́ και η Β ́ Σταυροφορία έφεραν τους Βυζαντινούς σε μία αιφνιδιαστική και δυσάρεστη επαφή με τα πιο αρπακτικά στοιχεία τής Δύσης. Παρά τους υποτιθέμενους ιερούς στόχους τους, οι σταυροφορίες και η χρόνια αστάθεια που προκάλεσαν, έπαιξαν τον ρόλο τους στην υπονόμευση του χριστιανισμού σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, με συνέπειες που εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και σήμερα.

 

Ο ιδρυτής της δυναστείας τών Κομνηνών, Ισαάκιος Α ́, έδωσε μία πρόγευση για το τι επρόκειτο να συμβεί, βάζοντας σε τάξη τα χαώδη οικονομικά της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αυτό το βραχύβιο κατόρθωμα εξανεμίστηκε από τρεις αδιάφορους αυτοκράτορες οι οποίοι παρενεβλήθησαν ανάμεσα στον Ισαάκιο και στον επόμενο Κομνηνό, τον Αλέξιο Α ́, ο οποίος θεωρείται ο πραγματικός θεμελιωτής της δυναστείας.

«Κάτω από τον ακούραστο Αλέξιο και τους τέσσερις Κομνηνούς διαδόχους του –Ιωάννη Β ́, Μανουήλ Α ́, το αγόρι-αυτοκράτορα Αλέξιο Β ́ και τον Ανδρόνικο Α ́– κατέστη κυρίαρχο αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «διαχειριστικό μοντέλο» της στρατιωτικής πολιτικής. Διέφερε από το προηγούμενο «πατριωτικό» μοντέλο, από την άποψη ότι σημαντικοί παράγοντες ήταν αυτοί που καθόριζαν τη σύσταση των βυζαντινών στρατών και ποιος θα τους διοικούσε. Η δομή της κυβέρνησης ουσιαστικά στρατιωτικοποιήθηκε, με τον αυτοκράτορα ως επικεφαλής μιας στρατιωτικής αριστοκρατίας. Η αυτοκρατορική διακυβέρνηση έγινε συγκεντρωτική και αφαιρέθηκε εξουσία από τις επιφανείς στρατιωτικές οικογένειες των επαρχιών», σημειώνει ο Τζον Καρ. Όμως, αυτή η αυστηρά οργανωτική προσέγγιση, στηρίχθηκε στην πρόσληψη μισθοφόρων, οι οποίοι αφαίρεσαν έναν ζωτικό ψυχολογικό σύνδεσμο ανάμεσα στον λαό, στον στρατό και στο πατριωτικό αίσθημα, μέχρι την τελική φθορά τής αυτοκρατορίας.

Κύρια, αν και όχι μοναδική, πηγή πληροφοριών για την διαδρομή της δυναστείας των Κομνηνών, αποτελεί η βασιλική συγγραφέας Άννα Κομνηνή, θυγατέρα τού «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων» Αλέξιου Α ́ Κομνηνού, η οποία πολύ θα ήθελε να δει, κάποια στιγμή, τον εαυτό της στον θρόνο, αλλά ατύχησε και έμεινε στην ιστορία ως χρονικογράφος και συγγραφέας τής «Αλεξιάδας».

Ο Τζον Καρ γράφει γι’ αυτήν:

«Ορισμένοι ιστορικοί καταφεύγουν στον μάλλον υποκριτικό ισχυρισμό ότι η Άννα Κομνηνή, ως γυναίκα, δε θα μπορούσε να έχει πραγματικά το εύρος της στρατιωτικής και πολιτικής αντίληψης των πραγμάτων που επιδεικνύει στην Αλεξιάδα, πάνω στην οποία άρχισε να δουλεύει όταν είχε περάσει τα εξήντα της χρόνια και είχε πλέον αποσυρθεί εδώ και καιρό από τον δημόσιο βίο.

»Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να αντέξει σε εξονυχιστικό έλεγχο. Εκτός από το γεγονός ότι υπήρξαν πάρα πολλές γυναίκες πολιτικές ηγέτιδες και μερικές ικανές στρατιωτικές μορφές καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, η προνομιακή ανατροφή της ίδιας της Άννας και η ζωή στα πρώτα χρόνια της την εισήγαγαν στις κρατικές υποθέσεις. Ήταν συχνά παρούσα όταν ο αυτοκράτορας πατέρας της συζητούσε βαρυσήμαντα ζητήματα με πολιτικούς και στρατηγούς· συνεπώς, ήταν ικανή να απορροφήσει ιδέες για το πώς λειτουργούσε η εξουσία και η επιρροή, ποιοι καθορίζονταν ως σύμμαχοι και ποιοι ως εχθροί, ποιον να εμπιστεύεται και ποιον όχι, τις πονηρές παγίδες της ανθρώπινης δολιότητας και, πάνω απ’ όλα, την κυρίαρχη ανάγκη για το χριστιανικό βυζαντινό κράτος να διαφυλάξει την ύπαρξή του και τα ιδεώδη της αριστοκρατίας τα οποία αντιπροσώπευε».

Άλλη σοβαρή πηγή είναι ο χρονικογράφος Νικήτας Χωνιάτης.

 

 

Στις καταγραφές των δυο αυτών (και σε άλλων, βεβαίως), στηριζόμενος ο Τζον Καρ μπαίνει βαθιά στις περιπέτειες της δυναστείας, στις ίντριγκες, στις απελπισμένες προσπάθειες να διασώσουν ό,τι μπορούσε να διασωθεί από μια κατασπαραγμένη αυτοκρατορία, παρουσιάζοντας με λεπτομέρεια τον βίο και την δράση τών αυτοκρατόρων, αλλά και της αυλής τους. Γράφει ο Τζον Καρ:

«Αρχίζοντας με τον Αλέξιο Α΄, και χωρίς να μπορούν πια να υπολογίζουν σε βοήθεια από τη Δύση, οι Κομνηνοί κατέστρωσαν την στρατηγική τους πολύ καλά. Και μόλο που η δυναστεία κατέληξε μέσα στη βία και στην ανικανότητα, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις του τελευταίου Κομνηνού, του Ανδρόνικου Α΄, έπαιξε πολύτιμο ρόλο κρατώντας τη Χριστιανοσύνη της Ανατολής ζωντανή.

»Επί Κομνηνών έγιναν πολλές αλλαγές στην στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας: δημιουργήθηκε βαρύ ιππικό κατά τα δυτικά πρότυπα,  χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα μισθοφόροι και παραμελήθηκε το ναυτικό (δύο πρακτικές που σε βάθος χρόνου θα αποδεικνύονταν καταστροφικές και ίσως μοιραίες)

[… …]

»Η βαριά ήττα στο Μυριοκέφαλο, το 1176, σήμανε την αρχή του τέλους για τη δυναστεία, και άνοιξε τον δρόμο για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους».

Σε ό,τι αφορά τους Σταυροφόρους, ο Τζον Καρ, καταφεύγει περισσότερο στον αξιόπιστο Στίβεν Ράνσιμαν και στο μνημειώδες έργο του για τις Σταυροφορίες, ενώ δεν παραλείπει να κάνει εκτενείς αναφορές και στην «Βαράγγια Φρουρά», στήριγμα των αυτοκρατόρων, η οποία περιλάμβανε στις τάξεις της πολλούς Σάξονες, εξόριστους μετά την κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς.

Κλείνω το σημείωμά μου με ένα ακόμα απόσπασμα του βιβλίου, που αναφέρεται στον όρο «Βυζαντινός», συμπληρώνοντας πως το «Έλλην» ακούστηκε πρώτη φορά στον βράχο τού Μυστρά, το 1402, από τον Πλήθωνα Γεμιστό με το περίφημο «Έλληνες εσμέν»:

«Πρέπει κανείς να έχει υπόψη του εξαρχής ένα σημείο κλειδί: οι Βυζαντινοί ποτέ δεν αποκαλούσαν τον εαυτό τους με αυτό το όνομα. Ούτε αποκαλούσαν τον εαυτό τους Έλληνα, αν και οι περισσότεροι Βυζαντινοί υπήκοοι, ιδίως οι άρχουσες τάξεις, αναμφίβολα ήταν. Θεωρούσαν τον εαυτό τους και αναφέρονταν σ’ αυτόν με περηφάνια ως Ρωμαίο, συνεχίζοντας τη μακρά ιστορία τής αρχικής Ρώμης, την οποία θεωρούσαν αδιάσπαστη από την εποχή τής πρώιμης εγκαθίδρυσης της νέας αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.

»Στην πραγματικότητα, ο όρος Βυζαντινός τέθηκε σε γενική χρήση το 1562. Έως σήμερα, πολλοί Έλληνες εξακολουθούν να αναφέρονται ανεπίσημα στον εαυτό τους ως Ρωμιός, σε μία παρατεταμένη αντήχηση από τη βυζαντινή εποχή. Έτσι, στις παραθέσεις από Βυζαντινούς συγγραφείς που αναφέρονται ως ‘‘Ρωμαίοι’’, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν εννοούν τους Ιταλούς, αλλά τους ίδιους τους Βυζαντινούς Έλληνες. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι χρησιμοποιώ εναλλακτικά τον όρο ‘‘βυζαντινός’’, ‘‘ρωμαϊκός’’ και ‘‘ελληνικός’’, ιδίως στο πρώτο μισό του βιβλίου. Αυτό αντικατοπτρίζει απλώς την αδυναμία να γίνουν ξεκάθαρες και σταθερές περιγραφές των εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων σε μία κοσμοπολίτικη Αυτοκρατορία, σε μια εποχή πριν έρθει ο εθνικισμός ώστε να κάνει τη δουλειά για λογαριασμό μας.

[… …]

»Η ιστορία των Κομνηνών μπορεί να έχει πολλά να μας πει στις αρχές του 21ου αιώνα, τώρα που η παλαιότατη αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ χριστιανισμού και Ισλάμ βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο των ειδήσεων».

 

Λάρισα, 28/2/2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top