Fractal

Η Ιφιγένεια της Εφέσου (Ή όταν η συγγραφέας Ιφιγένεια Θεοδώρου συνάντησε τον Μάνο Χατζιδάκι)

 

 

 

Μάλλον ήταν το καλοκαίρι του 93…Θα πρέπει να ξεθάψω παλιές ατζέντες για να το πω με σιγουριά… Ήταν το δεύτερο πόστο του άντρα μου στο εξωτερικό, είχε μετατεθεί από τις Βρυξέλλες στο Προξενείο της Σμύρνης, περνούσαμε το δεύτερο καλοκαίρι στην απέναντι ακτή, έτσι αποκαλούσαμε τις ακτογραμμές της Ιωνίας, είμασταν νέοι και φορτισμένοι συναισθηματικά από την πρώτη επαφή μας με την γείτονα χώρα…Εκείνος αφιέρωνε όλη την μέρα του στο γραφείο κι εγώ αναμετριόμουν με την ιστορία και τις εφιαλτικές της σελίδες, αφού άνοιγα το παράθυρο μου κάθε πρωί κι αντίκρυζα την προκυμαία της Σμύρνης. Σύριζα περνούσε τότε το κορδόνι της παραλιακής οδού, το γνωστό Kordon, από το αρχοντικό του Καπετανάκη που στέγαζε τότε τα γραφεία του Προξενείου και την προξενική κατοικία στον πρώτο όροφο. Τώρα έχουν μπαζώσει την θάλασσα, μια μεγάλη λεωφόρος αντικατέστησε τον παλιό δρόμο και  τα πάρκα φτάνουν μέχρι την παραλία, εκεί όπου άλλοτε έφτανε το καραβάκι από το Κορδελιό με την τούρκικη σημαία να στάζει κόκκινο στους αφρούς της θάλασσας. Ήταν ένα θέαμα που με είχε στοιχειώσει τον πρώτο καιρό στην Σμύρνη… Μετά το συνήθισα…

 

Λίγο πριν φύγουμε για διακοπές μας ειδοποίησαν ότι στο ρωμαϊκό θέατρο της Εφέσου θα δινόταν μια συναυλία με τα ιερά τέρατα της ελληνικής μουσικής. Τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη σε συνεργασία με τον τούρκο μουσικό Λιβανελί. Διανύαμε μια εποχή ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι πολιτιστικές ανταλλαγές ήταν κάτι συνηθισμένο. Οι κάτοικοι των παραλίων είχαν εξοικειωθεί με τα ελληνικά τραγούδια εδώ και πολύ καιρό, ήταν τόσο εύκολο να «πιάσεις» ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, το βράδυ παρακολουθούσαμε ειδήσεις από την ΕΡΤ και οι ερωτευμένοι τούρκοι μεράκλωναν με τα ελληνικά τραγούδια του Φαίδωνα. Περίμενα με ανυπομονησία την συναυλία, αγαπούσα τον Μίκη και λάτρευα τον Μάνο. Μέχρι τώρα… Αθεράπευτα.

Στείλαμε λουλούδια στο ξενοδοχείο για την υποδοχή τους, ο τούρκος ατζέντης μας ρώτησε ευγενικά, αν  διαθέταμε, μηχανή του εσπρέσσο, κι αν μπορούσαμε να τους την δανείσουμε

Εκείνη την εποχή τα ξενοδοχεία στα παράλια δεν διέθεταν ιταλικό καφέ. « …Για τον μαέστρο» είχε πει ο ατζέντης χωρίς να διευκρινίσει για ποιόν από τους δυο….. Στείλαμε την μηχανή που είχαμε, μια βαριά Crups, ήμουν σίγουρη ότι ήταν για τον Χατζιδάκι. Φεύγοντας για την Έφεσο έβαλα βιαστικά στην τσάντα μου το εσώφυλλο της Ρωμαϊκής Αγοράς, εκείνου του κλασικού πια δίσκου με τα αγαπημένα τραγούδια του.

Το θέατρο ήταν γεμάτο ……

…. «Ένας ποικιλόμορφος κόσμος άρχισε να καταφτάνει εφοδιασμένος, όπως αναμενόταν, με τσάντες στα χέρια και γέλιο στο πρόσωπο.. Το βράδυ έπεφτε γλυκό πάνω στον καταπράσινο λόφο και στις ζεστές πέτρες του θεάτρου. Απαλές σκιές έβαφαν τις ηλιοψημένες πλάτες των γυναικών και τα αφράτα μάγουλα των αντρών που στωικά σχεδίαζαν μια καλογραμμένη σειρά μπροστά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Ο συνθέτης μόλις είχε καθίσει στο πιάνο…»

 

Όσοι έχουν παρακολουθήσει συναυλία του Χατζιδάκι γνωρίζουν… Είναι αδύνατον με λέξεις να περιγράψεις τα συναισθήματα που γεννούν οι μελωδίες του, εκείνη την κατάνυξη που νιώθεις σαν να μετέχεις σε μυσταγωγία αντάξια με εκείνη που γεννάει την πνευματική πληρότητα. Και είχα μια παράξενη αίσθηση ότι μέσα σ’ εκείνο το πλήθος ήμουν η μόνη που ένιωθα αυτήν την ευδαιμονία, η μουσική του ξεκινούσε και τελείωνε σε μένα, λες και ο συνθέτης έπαιζε για να τον ακούσω μόνο εγώ…

 

…….«περιμένω την πρόβα…» Λύνει μόνη της το μυστήριο της παρουσίας της τέτοια ώρα στο θέατρο. Κάθεται δίπλα της. Εκείνη καταλαβαίνει τα χίλια ερωτήματα που συνωστίζονται στο βλέμμα του.

«Ήξερα ότι θα ερχόσασταν νωρίς…Ξέρω τα πάντα για σας…Δηλαδή όλα τα τραγούδια σας»

«Από πού είστε;», την ρωτάει.

«Είμαι Ρωμιά από την Πόλη. Δουλεύω στην Έφεσο με τους Αυστριακούς, στις ανασκαφές»

«Από την Πόλη;»

«Έχω χρόνια να πάω …» Σβήνει με το χέρι της στο αέρα κάθε θύμηση για την Πόλη.

«Ακούγαμε ελληνική μουσική στο σπίτι. Η μαμά αγαπούσε πολύ τα τραγούδια σας. Τώρα εδώ πιάνω τα εθνικά προγράμματα. Βάνουν πολλά δικά σας…»

Ύστερα προσθέτει ντροπαλά χαμηλώνοντας συνωμοτικά την φωνή.

«Σήμερα δεν δουλεύω. Θα παρακολουθήσω την πρόβα…Πάντα ήθελα να είμαι ο μόνος θεατής σε μια συναυλία σας…»

Χαμογελάει εκείνος για την παιδιάστικη επιθυμία της και στην σκέψη μιας συναυλίας χωρίς θεατές.

«Α! Σήμερα δεν θα ‘ναι όπως περιμένετε…» του λέει στο τέλος.

«Γιατί;» Να, η ανησυχία ξαναφουντώνει μέσα του. Αυτή η ανεξήγητη ανασφάλεια σήμερα.

«Εδώ οι άνθρωποι έρχονται στο θέατρο φορτωμένοι σακούλες με τρόφιμα, ποτά, μεζεδάκια….»

Του ρίχνει μια λοξή ματιά, ανοίγει με απελπισία τα χέρια της.

«Ένα ολόκληρο θέατρο θα τρώει και θα πίνει… Κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει…Σήμερα το βράδυ πρέπει να έχεις γυρισμένη την πλάτη σου στους θεατές.»

Η απελπισία της μεταφράζεται στον φιλικό ενικό που μόλις χρησιμοποίησε. Την ευγνωμονεί. Καθόλου δεν τον ενδιαφέρει αν τρώνε και πίνουν πίσω από την πλάτη του. Από την αρχή κατάλαβε το μάταιο αυτής της συναυλίας. Τα πολιτικά τερτίπια πάντα τον άφηνα ανέγγιχτο. Η φιλία των λαών εδραιώνεται και με την μουσική όταν τα ποντίκια των πολιτικών εδράνων δεν ροκανίζουν τις καρέκλες των μουσικών. Οι άνθρωποι τραγουδούν και χορεύουν σε οποιαδήποτε γλώσσα και με τους ήχους οποιαδήποτε οργάνου, είτε λύρα είναι αυτό είτε βιολί. Αρκεί να αγαπιούνται και να έχουν καρδιές και σκέψη λεύτερες.

Δεν ήρθε εδώ για να διδάξει ήθος και μουσική παιδεία. Αυτά στην πατρίδα του γιατί εκεί τους ανθρώπους τους νοιάζεται. Εδώ… Γιατί στ’ αλήθεια ήρθε εδώ;

«Σ’ ευχαριστώ για τις καλές σου σκέψεις» της λέει και της πιάνει το χέρι.

Πόσο τραχύ είναι το χέρι της! Το βλέμμα του γυρίζει στα κόκκινα νύχια των ποδιών της. Αιμορραγούν ακόμα! Τι αντίθεση! Καταλαβαίνει την σκέψη του γιατί κυνηγάει αδιάκοπα το βλέμμα του.

«Τα χέρια μου είναι έτσι γιατί σκάβω συνέχεια αυτή τη γη. Σκάβω και βρίσκω τις ρίζες μου. Είναι ανάγκη για μένα. Αλλιώτικα να κάμω τι στον τόπο αυτό…»

Κρατάει ακόμα το χέρι της. Νιώθει στιγμιαία ντροπή για το απαλό του χέρι. Το καταλαβαίνει αμέσως εκείνη λες κι η ντροπή του χύθηκε από τα δάχτυλα στην χούφτα της.

«Είναι διαφορετικά τα χέρια μας» του αποκρίνεται. «Εσύ κεντάς το μέλλον, εγώ ξεπλέκω το παρελθόν…»…

Μετά το τέλος της συναυλίας πήγαμε στα παρασκήνια για να συγχαρούμε τους συντελεστές της. Ο Μίκης ήταν περιχαρής, οι Χαρταετοί και ο  Ζορμπάς του είχαν τραντάξει τα μάρμαρα κι είχαν ξεσηκώσει τους θεατές. Ο Λιβανελί ενθουσιασμένος αγκάλιαζε τους συνεργάτες του… Ο Χατζιδάκις ήταν εμφανώς κουρασμένος… Η συγκίνηση μου ήταν τόσο μεγάλη, τον συναντούσα για πρώτη φορά, το μόνο ήθελα να σκύψω και να του φιλήσω τα δάχτυλα… Καθώς του έδινα το εσώφυλλο της ρωμαϊκής αγοράς για να υπογράψει μπόρεσα  τουλάχιστον να τραυλίσω… «Ήταν μια μαγική βραδιά, απόψε παίζατε μόνο για μένα…» Μου χαμογέλασε λιγάκι, μπορεί και να το φαντάστηκα, πήρε ένα μολύβι κι έγραψε στο περιθώριο της αφίσας. «Στην Ιφιγένεια της Εφέσου….»

 

——————————————

 

Τα αποσπάσματα είναι από το διήγημα «Η Ιφιγένεια της Εφέσου»  // Ιφιγένεια Θεοδώρου, Συλλογή διηγημάτων «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη» Ίκαρος 1997

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top