Fractal

Σαν πέτρα που σε βρίσκει στον λαιμό

Γράφει ο Δημήτρης Μαύρος // *

 

«Ελίοφορ Φέστους», Χρήστος Μαρτίνης, εκδ. Υποκείμενο, σελ. 32

 

Όπως γράφει και στον τρίτο στίχο της σύνθεσής του ο Χ.Μ., ας μου επιτραπεί ένας τόνος ελαφρώς προσωπικός. Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του ’19, έφτασε στα χέρια μου ως έντυπη οντότητα τον Μάιο. Ωστόσο, έχει περάσει ενάμισης χρόνος απ’ όταν πρωτοδιάβασα τα ποιήματα που περιέχει, γραμμένα αλλιώς και σε διαφορετική διάταξη. Θυμάμαι να συζητάω είτε με τον ίδιο είτε με μια κοινή μας φίλη κατά πόσο είναι προσιτό το κείμενο για έναν αναγνώστη που δεν έχει υπόψη του ορισμένες λεπτομέρειες για τον Χ.Μ.· ότι από το 2016 μέχρι και το 2018 εργάστηκε στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόριας Λέσβου, στα πλαίσια της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Θυμάμαι να λέω ότι στέκει το ποίημα ως έχει και συνεχίζω να το πιστεύω αυτό ακράδαντα. Σ’ αντίθεση με ένα επιστημονικό κείμενο του οποίου η εγκυρότητα βασίζεται στη βιβλιογραφία και τις παραπομπές, η απόδειξη εγκυρότητας στην ποίηση βρίσκεται στη χρήση των λέξεων. Φαίνεται πότε εκμεταλλεύεται κανείς τα κοινωνικά δρώμενα προς το λογοτεχνικό του όφελος και πότε αυτά είναι εγγεγραμμένα στη συνείδησή του μ’ αποτέλεσμα να μην μπορεί παρά να τα αποτυπώσει και στο χαρτί.

Χρειάζεται να ξέρει ο αναγνώστης ότι ο Ελίοφορ Φέστους είναι υπαρκτός άνθρωπος; Όχι. Ούτως ή άλλως ανάγεται σε σύμβολο, εκ πρώτης όψεως σύμβολο του Άλλου με τον οποίο Άλλο σιγά-σιγά συγχωνεύεται το ποιητικό εγώ. Εν τέλει, λοιπόν, σύμβολο του ανθρώπου. Je est un autre.

 

Γράφει στην πρώτη ενότητα:

 

ας μου επιτραπεί ένας τόνος ελαφρώς προσωπικός,

γιατ’ ήταν οι διαδικασίες σκληρές, σαν να ριζώνουν δέντρα

            μες στο στήθος σου

 

Διαβάζοντάς το μου θύμισε την πρώτη στροφή από το ποίημα του Pound, Μια Κοπέλα:

 

Το δέντρο χώθηκε στα χέρια μου,

Ο χυμός ανηφόρισε στα μπράτσα μου,

Το δέντρο φύτρωσε μέσα στο στήθος μου —

Καθοδικά,

Τα κλαδιά φυτρώνουν από μέσα μου, σαν χέρια.

 

Γνωρίζω με βεβαιότητα ότι ο Χ.Μ. δεν έχει διαβάσει το συγκεκριμένο ποίημα, δεν συνομιλεί συνειδητά μαζί του. Και γι’ αυτό ακριβώς το αναφέρω· τέτοιες συμπτώσεις —όχι με την έννοια της τυχαιότητας— ανάμεσα σε «νέους» και σε σημαντικούς ποιητές, εάν κι εφόσον συμβαίνουν αραιά, μου φέρνουν χαρά γιατί αποτελούν μιαν ένδειξη ότι ο «νέος» κινείται σ’ έναν υποτιθέμενο σωστό δρόμο. Αποτελούν μια σφραγίδα έγκρισης απ’ τους νεκρούς. Αυτή η σπάνια σφραγίδα για κάποιον μπορεί να είναι ανούσια, ή να λογαριάζεται ως απλή σύμπτωση —με την έννοια της τυχαιότητας—, εγώ όμως τη βρίσκω πολύτιμη, γιατί είναι η μόνη πραγματική συνομιλία μεταξύ των δημιουργών. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις πρόκειται για δυο συνδιαλεγόμενους μονολόγους — με τον δικό τους ρόλο, στόχο και αξία. Αυτό το τελευταίο συμβαίνει στον Ελίοφορ Φέστους με τον Εγγονόπουλο, τον Ασλάνογλου και την Αχμάτοβα. Από τον Εγγονόπουλο μάλιστα προκύπτει κι ο ιδιαίτερος υπότιτλος του ποιήματος, Ένα νεοελληνικό ποίημα (κατά τον υπότιτλο του Μπολιβάρ, Ένα ελληνικό ποίημα).

Ο Ελίοφορ Φέστους είναι το δεύτερο βιβλίο του Χ.Μ. — προηγήθηκε η ποιητική του συλλογή το ξένο φως (2017). Αρμοί που να συνδέουν τα δύο έργα υπάρχουν, αλλά ίσως όχι όσοι θα περίμενε κανείς. Το ξένο φως αν και πολύ καλή πρώτη συλλογή, συγκρίνοντάς την με τον ΕΦ, μοιάζει κατά καιρούς με μια συλλογή επιτυχημένων ασκήσεων. Η χαρακτηριστική εικονοποιία του Χ.Μ. είναι κι εκεί παρούσα, μα όχι με τον τρόπο του ΕΦ, όπου κάθε εικόνα υπηρετεί μια συγκεκριμένη στόχευση, ένα ενιαίο όραμα. Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλει και το ότι πρόκειται για ένα ποίημα και όχι συλλογή. Εντούτοις, ακριβώς αυτό, το ότι πρόκειται για ένα ποίημα, συνιστά μια στροφή ωρίμανσης στην ποιητική του Χ.Μ., το οποίο δεν σημαίνει ότι οι συλλογές ποιημάτων υστερούν απαραιτήτως έναντι των ενιαίων συνθέσεων, αλλά ότι μόνον ένας ικανός ποιητής μπορεί να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα. Το ότι το έργο του Χ.Μ. είναι ουσιαστικά μονάχα 12 σελίδες δεν αποτελεί ένδειξη αναπτυξιακής αδυναμίας, μα ενός tour de force. Δείχνει ότι αναγνώρισε τις ανάγκες του θέματός του και ότι τις ακολούθησε με μια πειθαρχία σπάνια στην ποίηση, ιδίως τη σύγχρονη. Έζησε την πραγματικότητα της Μόριας επί δύο ολόκληρα χρόνια και θα μπορούσε εύκολα να είχε γράψει ένα έργο τουλάχιστον διπλάσιο. Επέλεξε, ωστόσο, να αφαιρέσει όλο το λίπος από το σώμα του ποιήματός του. Ταυτίζοντας την (ποιητική) φωνή με το ίδιο το σώμα, γράφει:

 

Μας χώριζε η κονσερτίνα,

ένα συρμάτινο σπιράλ όλο ξυράφια

—κάθε επτά εκατοστά κι ένα ξυράφι—

λίγο αν σηκώναμε φωνή θα μας ματώναν.

 

Η κονσερτίνα μπορεί να θεωρηθεί, στο πλαίσιο αυτής της αναλογίας, ως το επίπονο εργαλείο του ποιητή, το ένστικτο του τι πρέπει να κοπεί προς όφελος του οράματος — διότι πονάει κάθε στίχος που κόβεται. «Θέλει περίσσεμα καρδιᾶς ὁ στίχος ποὺ δαγκώνει τὴν οὐρά του / καὶ     κάποτε     τρώγεται ὁλόκληρος», γράφει ο Δ. Αρμάος κάπου απαντώντας στη ρήση του Σολωμού «Ἡ ἁρμονία τοῦ στίχου δὲν εἶναι πράγμα ὅλο μηχανικό, ἀλλὰ εἶναι ξεχείλισμα ψυχῆς». Αυτά τα δύο φαίνεται να τα καταλαβαίνει ιδιαίτερα καλά ο Χ.Μ., πειθαρχημένος και ξεφεύγοντας από τις μηχανιστικές φόρμες του ξένου φωτός, στρεφόμενος προς τα μέσα στο καινούργιο του έργο. Ο ίδιος μου έχει πει πόσες φορές να μη λυπάμαι τους στίχους και να τους πετάω αν δεν εξυπηρετούν το όλον. Κρατώντας τα απολύτως απαραίτητα, αφήνει —εν μέρει υποχρεώνει— τον αναγνώστη να βγει κι αυτός στο εχθρικό πεδίο, να δει τρόπον τινά ιδίοις όμμασι το τι συμβαίνει και να συμπληρώσει τα κενά της θραυσματικής αφήγησης του ΕΦ, της ταυτότητας του ποιητικού εγώ που ψηλαφίζ[ει] τα μάτια [τ]ου στον καθρέφτη, και εν κατακλείδι προκαλεί αμφιβολίες στον αναγνώστη σχετικά με τη δική του ταυτότητα μέσα στο έρημο τοπίο της σύγχρονης πραγματικότητας.

Ο ελεύθερος στίχος του ΕΦ είναι πολύ πιο σύνθετος ρυθμικά από τους στίχους της πρώτης του συλλογής. Όπως έχει πει, και συμφωνώ μαζί του, ο ελεύθερος στίχος είναι πολύ πιο δύσκολος από τη φόρμα. Ο Χ.Μ. του ξένου φωτός και της φόρμας πλέον εμφανίζεται πού και πού σαν απόηχος, στα σημεία όπου το ζητούν:

 

Η πόρτα μας θα σπάσει, θα μπει βροχή να μας δικάσει

 

ή

 

Πιάσε ξανά και μέτρα όλα τα χαρτιά σου,

Τους κωδικούς, του αριθμούς αποστολής,

Κάπου εκεί μέσα έχεις ξεχάσει τ’ όνομά σου,

Κάπου θα χάθηκε ο ουρανός — δεν θα τον βρεις.

Στάσου!

 

Η εικονοποιία του Χ.Μ., ιδίως στον ΕΦ, μπορεί να συνοψιστεί στην τελική εικόνα του βιβλίου:

 

ακούω τις ρίζες της ελιάς ν’ απλώνονται κάτω απ’ το μαξιλάρι

κι έρχεται ο φόβος σιωπηλός μέσ’ απ’ τα φυλλώματα,

όπως μια πέτρα

 

που σε βρίσκει στον λαιμό.

 

 

 

Χρήστος  Μαρτίνης

 

Όλες οι εικόνες του Ελίοφορ Φέστους είτε σε βρίσκουν στο λαιμό, είτε σκάνε στο χώμα γύρω [σ]ου / σαν πυροβολημένα πουλιά. Έτσι:

 

Τα μάτια στην οθόνη,

σου λέω φτάνει ας κατεβαίνει το ταβάνι

τα μεσημέρια λες και μας χώνουν σε πηγάδι,

σιγά-σιγά όσο θα σφίγγει το μπετό, θα χάνονται τ’ αστέρια.

Μην απορήσεις — έχεις κάνει και στρατό είν’ όλα λογικά

κι αυτό το γαμημένο το ποτό δεν με ζεσταίνει.

 

Ως προς τη στιχουργική του δεξιοτεχνία, παρατηρείστε στην αρχή του πεντάστιχου τη ρίμα (οθόνη)-φτάνει-ταβάνι-(πηγάδι) που ακολουθείται από την τετραπλή τέλεια ρίμα μπετό-στρατό-αυτό-ποτό (η παρένθεση σηματοδοτεί τις ατελείς ρίμες). Επίσης, μεσημέρια-αστέρια, φτάνει-κάνει, κατεβαίνει-(γαμημένο)-ζεσταίνει και η οθόνη που ομοιοκαταληκτεί με το τυφλώνει λίγους στίχους πιο πριν.

 

Η τελική εικόνα του Ελίοφορ Φέστους φαίνεται να απαντάει στην κατάληξη της προμετωπίδας του βιβλίου, από τον Μπολιβάρ:

 

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο

μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,

Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.

 

Το ελληνικό ποίημα με τον γνωστό στίχο «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας» μοιάζει ένα κακόγουστο αστείο, ένα όνειρο του νεοελληνικού ποιήματος. Η νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων γίνεται ο σιωπηλός φόβος που πλησιάζει μουλωχτά απ’ τα φυλλώματα. Και το ταξίδι προς τ’ άστρα γίνεται η πέτρα που σε αφήνει στον τόπο.

 

 

 

* Ο Δημήτρης Μαύρος γεννήθηκε το 1996 στην Αθήνα και είναι φοιτητής επί πτυχίω της Φιλολογίας Αθηνών. Εργάζεται ως μεταφραστής και επιμελητής. Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, Αυτιστικός θεός, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top