Fractal

Διήγημα: «Η επανάληψη»

Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης //

 

 

Η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης. Πάνω σε αυτό το ρητό είχε στηρίξει όλη του τη ζωή. Εργαζόταν σε εργοστάσιο εμφιάλωσης αεριούχων ποτών. Το μόνο που έκανε ήταν να πατάει το ίδιο κουμπί ανά τρία δευτερόλεπτα. Η ίδια κίνηση για οκτώ ώρες, πέντε φορές την εβδομάδα. Ήταν σε αυτήν την δουλειά πάνω από είκοσι χρόνια. Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή, οι ίδιες φάτσες στο λεωφορείο, οι ίδιες στο εργοστάσιο. Δεν τον χάλαγε που έκανε τα ίδια πράγματα. Όσες φορές είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από το ρητό του, είχε φάει τα μούτρα του. Η επανάληψη ήταν ο τρόπος ζωής του, ίσως να ήταν ο μοναδικός τρόπος που διέθετε για να αντιμετωπίσει τον σκληρό κόσμο μέσα στον οποίο ζούσε.

 

Δεν ήθελε να είναι διαφορετικός. Η διαφορετικότητα ήταν μη αποδεκτή στην μικρή επαρχιακή πόλη. Όποιος ξέφευγε από τα συνηθισμένα, ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Έτσι, αν και το παιδικό του όνειρο ήταν αν γίνει ηθοποιός, δεν το πραγματοποίησε, φοβούμενος από την μια την κατακραυγή και από την άλλη το στείρο ταλέντο του. Μα ακόμα κι αν ήταν ένα γνήσιο ταλέντο της υποκριτικής τέχνης δεν θα υλοποιούσε το όνειρο του, απλά γιατί φοβόταν τον άγνωστο κόσμο που θα απλωνόταν μπροστά του. Δεν ήταν πλασμένος για μεγάλα ριψοκίνδυνα πράγματα. Του έφτανε να ζει στον μικρόκοσμο που είχε και του είχαν δημιουργήσει.

Πολλές φορές η ζωή όσο καλά και αν την έχεις προσαρμόσει στους δικούς σου ρυθμούς φέρνει πράγματα που δεν μπορείς να υπολογίσεις ούτε με τους πιο ακριβείς μαθηματικούς τύπους. Μέσα σε μια μέρα τα πάντα χάθηκαν. Το εργοστάσιο έκλεισε, η διαδρομή από και προς την δουλειά σταμάτησε. Η επανάληψη είχε χαθεί από την ζωή του. Το μόνο που μπορούσε αν κάνει ήταν να βάλει τα κλάματα. Ναι σαράντα χρονών άνθρωπος. Σαράντα χρονών και έκλαιγε σαν δεκάχρονο μυξιάρικο. Αυτή ήταν η μόνη του αντίδραση. Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να κάνει πράγματα που θα του έδιναν πίσω την χαρά της επανάληψης. Μάταια όμως προσπαθούσε. Η χαρά είχε πια χαθεί. Έπρεπε να βρει ριζοσπαστικές λύσεις. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει πράγματα που δεν είχε ξανακάνει στο παρελθόν, έτσι για να δει αν τελικά μπορούσε να ξεπεράσει το μικρόβιο της επανάληψης. Αγόρασε καινούρια ρούχα. Άλλαξε αυτοκίνητο. Χάρισε στον εαυτό του ένα κούρεμα στο πιο ακριβό κομμωτήριο της πόλης. Έφαγε στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης. Πήγε σε πορνείο. Ω, πόσο του άρεσε.. Είχε να πάει με γυναίκα πάνω από πέντε χρόνια. Όχι ότι δεν του είχαν δοθεί ευκαιρίες, αλλά εγκλωβισμένος, εγκιβωτισμένος καλύτερα, στον μικρόκοσμο που είχε κατασκευάσει δεν ήθελε μια περιπέτεια ή κάτι σοβαρότερο —όπως μια μακροχρόνια σχέση— να του διαταράξουν την ησυχία.

Έπρεπε να αφήσει να περάσουν αρκετές μέρες περισυλλογής για να πραγματοποιήσει το μεγάλο βήμα· τι βήμα δηλαδή, άλμα ήταν. Πούλησε το σπίτι του, αντάλλαξε το καινούριο του αυτοκίνητο με μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού κι έφυγε. Έσπασε τη γυάλα του κόσμου του και αποφάσισε να γυρίσει όλη την Ελλάδα. Δεν είχε παρέα— και πότε είχε δηλαδή— δεν τον ενδιέφερε. Ως άλλος Τσε Γκεβάρα θα διέσχιζε από άκρη σε άκρη την χώρα κάνοντας τη δική του προσωπική επανάσταση.

Θα έφτανε μέχρι τον Έβρο. Μάρσαρε λοιπόν και τα πρώτα χιλιόμετρα της νέας του ζωής είχαν ήδη γραφτεί στο κοντέρ. Πρώτη στάση στη Θήβα. Τίποτα το ιδιαίτερο σαν πόλη, αλλά εκεί ο Γιάννης, ήρθε αντιμέτωπος με τον παρελθόν της επανάληψης. Στο τοπικό σουβλατζίδικο είδε τον τυλιχτή και θυμήθηκε τον παλιό εαυτό του. Δεν του άρεσε καθόλου. Ίδια κίνηση συνέχεια και συνέχεια. Οι μόνες στιγμές που σταμάταγε ήταν για να σκουπίσει με ένα άσπρο πανί από το μέτωπό του, τις χοντρές στάλες ιδρώτα που σχηματίζονταν έτοιμες να κυλήσουν και να πέσουν πάνω στο δημιούργημά του, στο αθάνατο ελληνικό σουβλάκι. Αν κι ήδη είχε κάνει την παραγγελία του δεν άγγιξε τίποτα. Αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση του τυλιχτή του θύμιζαν εκείνον, όταν ήταν κολλημένος στα γρανάζια μιας ανούσιας ζωής. Αυτή και μόνο η σκέψη ήταν ικανή για να του προκαλέσει αναγούλα. Πλήρωσε και καβάλησε την μηχανή. Πάταγε το γκάζι μέχρι το τέρμα. Νόμιζε ότι έτσι ξόρκιζε τα παλιά. Όχι ότι δεν τα κατάφερνε εν μέρει, αλλά σίγουρα είχε πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να πετάξει από μέσα του οριστικά κι αμετάκλητα τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Επόμενη στάση η Λάρισα. Κάποτε τον καιρό που ήθελε να γίνει ηθοποιός είχε φτάσει μέχρι εκεί προκειμένου να δοκιμάσει την τύχη του στο Κρατικό Θέατρο Κεντρικής Ελλάδος. Καθώς πέρναγε από την κεντρική πλατεία θυμήθηκε μια κοπέλα τη Γλυκερία που του είχε πει «σ’ αγαπώ» κάτω από τις λεύκες. Πόσο ψεύτικο αποδείχθηκε. Τελικά πέρα από αυτόν φαίνεται ότι κι η Γλύκα είχε την μανία της επανάληψης. Πόσες φορές θα είχε πει, σε πόσους διαφορετικούς ανθρώπους, αυτήν την λέξη. Με ένα σφίξιμο στην καρδιά μάρσαρε δυνατά καθώς περνούσε από εκείνο το σημείο. Σαν να ήθελε να πετάξει στην ατμόσφαιρα παρέα με τα καυσαέρια από την εξάτμιση της μηχανής εκείνη την ανάμνηση· παρόλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια, του προκαλούσε θλίψη. Φεύγοντας από την πόλη η αλήθεια είναι ότι μπήκε στον πειρασμό να την αναζητήσει. Αλλά είκοσι και χρόνια μετά προφανώς θα είχε αποκτήσει δύο τρία παιδιά και μερικά κιλά παραπάνω. Ποιος ξέρει, δεν το μάθαινε ποτέ.

Θεσσαλονίκη. Πόση ομορφιά έκρυβε —αλλά και ταυτόχρονα φανέρωνε— εκείνη η πόλη. Αυτό που ενθουσίαζε περισσότερο τον Γιάννη, ήταν η Λεωφόρος Νίκης. Είχε περάσει δύο χρόνια από τη ζωή του σε την πόλη, εκπληρώνοντας την υποχρέωση του προς την πατρίδα. Φορώντας την στολή εξόδου περπάταγε δίπλα στον Θερμαϊκό από τον Πύργο μέχρι τις αποβάθρες του κρατικού λιμένα. Είχε παρκάρει την μηχανή κάτω από τον Πύργο. Αγόρασε ένα σάμαλι από έναν πλανόδιο πωλητή και έκανε την ίδια διαδρομή όπως τότε. Κοίταζε τα νερά του κόλπου και το μυαλό του χανόταν. Σκεφτόταν πόσο άδικα άφησε τον εαυτό του να φυλακιστεί σε μια ζωή χωρίς ουσία. Δεν είχε κερδίσει τίποτα. Μόνο την ησυχία του. Πολύ βαρύ το τίμημα.
Αυτή η βόλτα τον έφερε πιο κοντά στον στόχο του. Είχε αρχίσει να ξεπερνά τον παλιό του εαυτό, είχε αρχίσει επιτέλους να ζει. Ακολουθώντας την ίδια πορεία από την ανάποδη, του ήρθε η επιθυμία για έναν παγωμένο φραπέ.

Διάλεξε στην τύχη ένα καφέ. Κάθισε στο «Εν Πλω». Έξω· ώστε να μπορεί να παρατηρεί την κίνηση, το πήγαινε έλα διαφορετικών ανθρώπων, με διαφορετικά ρούχα, με διαφορετικές ηλικίες με διαφορετικές σκέψεις, με διαφορετικές ελπίδες για το αύριο. Του είχε λείψει αυτό. Είκοσι χρόνια τα ίδια και τα ίδια πράγματα. Απορούσε με τον εαυτό του, που τόσα χρόνια απολάμβανε αυτόν τον λήθαργο. Είχαν περάσει ελάχιστες μέρες από την φυγή του, ψυχική και σωματική, και όμως ήταν ένας άλλος Γιάννης. Η σερβιτόρα ,κλασική βορειοελλαδίτισσα, τσαχπίνα ομορφούλα με τη βαριά προφορά του «Λάμδα», του έφερε τον καφέ.

Τράβηξε μια τζούρα πολύ δυνατή. Άναψε ένα τσιγάρο. Χρόνια κάπνιζε τα ίδια ανούσια τσιγάρα μόνο και μόνο επειδή είχαν να αλλάξουν τιμή από τον καιρό του μεσοπολέμου. Είχε διαλέξει την μόνιμη φαρυγγίτιδα προκειμένου κάθε μέρα να καπνίζει διαφορετική μάρκα. Ποτέ πια επανάληψη. Ξεφύλλισε ένα τοπικό περιοδικό που ήταν αφημένο στην απέναντι πολυθρόνα του τραπεζιού του. Φτάνοντας στη μέση βαρέθηκε και σήκωσε το βλέμμα του προς τα διπλανά τραπέζια. Αυτή η σαράντα κάτι κοπέλια κάτι του θύμιζε. Ω, ναι αυτά τα μάτια κάπου τα είχε ξαναδεί. Αυτά τα μάτια δεν ξεχνιόνταν εύκολα.

Ήταν εκείνη. Η κυρία Γλύκα, η κυρία των δέντρων, η δασκάλα της επανάληψης. Είχε ιδρώσει, ίσως από την συγκίνηση που την έβλεπε έπειτα από ένα πέμπτο του αιώνα, ίσως επειδή έφερε στον νου του όλες τις δυσάρεστες αναμνήσεις που του είχε προκαλέσει στο παρελθόν. Παρόλη την πίκρα που του είχε προξενήσει, αποφάσισε να της μιλήσει. Πίστευε ότι το πεπρωμένο είχε κανονίσει αυτήν την συνάντηση. Αλλά και αν ακόμη δεν ήταν παιχνίδι της μοίρας, θα της μιλούσε όπως και να είχε. Βαθιά μέσα του ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς το γεγονός ότι παρόλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια δις εβδομαδιαίως τον επισκεπτόταν στα όνειρα του. Η μόνη επανάληψη που ήθελε να κρατήσει από τον προηγούμενο καιρό. Τώρα που το όνειρο είχε πάρει αληθινή μορφή δεν θα το άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη…

– Καλησπέρα.
– Καλησπέρα και σε εσάς.
– Νομίζω ότι γνωριζόμαστε.
– Από πού βγάζετε αυτό συμπέρασμα κύριε μου;
– Το όνομα σας δεν είναι Γλυκερία;
– Ναι, βεβαίως.
– Πριν είκοσι χρόνια, δεν κατοικούσατε στην πόλη της Λάρισας;
– Ναι.
– Εκείνο τον καιρό δεν είχατε για μικρό χρονικό διάστημα ως παρέα έναν νεαρό που ήθελε να γίνει ηθοποιός;
– Γιάννης, ίσως;
– Γιάννης. Σωστά.
– Χμ, ναι θυμάμαι. Και;
– Αυτός ο Γιάννης, είναι εδώ!
– Γιάννη, εσύ είσαι;
– Ολόκληρος.
– Καλά έχεις αλλάξει, πάρα πολύ. Δεν σε γνώρισα, μα αν είναι δυνατόν να μην σε γνωρίσω. Πάνε τόσα χρόνια, δεν είναι αυτό μια καλή δικαιολογία;
– Ναι σαφώς και είναι. Αλλά εσύ δεν έχεις αλλάξει καθόλου.
– Σιγά μην δεν έχω αλλάξει.
– Όχι πραγματικά είναι σαν να βλέπω το ίδιο κορίτσι που είχα γνωρίσει τότε στην κεντρική πλατεία της Λάρισας.
– Ω, Γιάννη άσε τις κολακείες.
– Εντάξει, σταματώ, αλλά να ξέρεις ότι δεν είναι κολακείες. Για πες μου τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;
– Εγώ που είμαι μόνο εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μακριά ή εσύ που μένεις στην άλλη άκρη της Ελλάδας; αλήθεια μένεις ακόμη στην Τρίπολη; καλά θυμάμαι;
– Όχι στην Πάτρα. Κοντά έπεσες.
– Τι Πάτρα, τι Τρίπολη, σχεδόν το ίδιο είναι. Λοιπόν για πες μου.
– Να πήρα την απόφαση να δώσω μια μεγάλη μούντζα στην παλιά μου ζωή και να ξεκινήσω μια άλλη πιο συναρπαστική.
– Τόσο χάλια περνούσες;
– Χειρότερα δεν γινόταν. Εσύ;
– Εγώ, τι;
– Τόσα χρόνια τίποτα δεν άλλαξε;
– Σχεδόν τίποτα. Το μόνο που άλλαξε ήταν η πόλη. Έφυγα από την Λάρισα πριν δεκαπέντε χρόνια και αν θέλεις το πιστεύεις δεν έχω πάει ποτέ από τότε.
– Πώς και έτσι;
– Υπήρχαν κάποια προβλήματα και έφυγα άρον-άρον.
– Δηλαδή;
– Πραγματικά θες να ακούσεις; δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω.
– Για πες μου. Είχαμε κάποιο διάστημα ένα κοινό παρελθόν.
– Που κράτησε μόνο τρεις μήνες.
– Δεν το διάλεξα εγώ, αυτό.
– Δίκιο έχεις. Δεν ξέρω εκείνο τον καιρό δεν ήμουν στην καλύτερη ψυχολογική φάση. Μπορεί να πλήρωσες και εσύ χωρίς να φταις ένα μικρό κομμάτι του τιμήματος.
– Περασμένα ξεχασμένα.

Δεν είχε ξεχάσει αυτά που είχαν γίνει τότε στην πρωτεύουσα του Θεσσαλικού νομού.

– Ναι περασμένα ξεχασμένα.

Χαμογέλασε. Ούτε εκείνη είχε ξεχάσει. Γνώριζε ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, αλλά τότε φοβόταν να δεσμευθεί με ένα ατάλαντο ονειροπόλο νέο. Τότε έψαχνε τη σιγουριά ενός συντρόφου που θα της εξασφάλιζε μια άνετη διαβίωση. Ναι ο Γιάννης των είκοσι δύο ετών ήταν καλός, όμορφος με όνειρα, παθιασμένος στο σεξ, αλλά μόνο για τρεις μήνες. «Αλλά τι ψάχνεις να βρεις είκοσι χρόνια μετά, ψύλλο στα άχυρα» σκέφτηκε και άναψε τσιγάρο.

– Λοιπόν για πες μου. Τι προβλήματα υπήρχαν τελικά;

Τον κοίταξε διστακτικά. Τραμπαλίστηκαν οι σκέψεις της. Κάτι σαν μετεωρισμός. Σήκωσε το βλέμμα. Τον εμπιστεύτηκε. Όπως εμπιστεύεται κανείς έναν ολότελα ξένο για να του πει ένα μυστικό του, που ξέρει ότι θα διαρρεύσει, αλλά δεν θα γίνει διαδοθεί στον κύκλο σου. Κάτι σαν ξελάφρωμα.

– Εντάξει θα σου πω.

Δεν είχε λοιπόν να χάσει τίποτα, ούτε και να κερδίσει. Πιο παλιά ναι, αν δεν είχε τίποτα να κερδίσει δεν θα έκανε καμία κίνηση. Αλλά τώρα, τώρα ήταν αλλιώς, είχε αλλάξει μετά τα διαδοχικά στραπάτσα που της επεφύλαξε η ζωή. Άνοιξε την ψυχή της, έτσι απλά χωρίς τίποτα να σκεφτεί, χωρίς να υπολογίσει πιθανότητες, χωρίς να σκεφτεί το σωστό και το λάθος.

– Λοιπόν παντρεύτηκα στα είκοσι πέντε μου, έναν που έτυχε να βρεθεί στον δρόμο μου. Δεν τον αγάπησα ποτέ. Το μόνο που αγάπησα ήταν τα λεφτά του. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν η ιδανικότερη σύζυγος. Εκείνος δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για να διατηρήσει την περιουσία του και εγώ δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ για να διατηρήσω την διασκέδασή μου.
– Η οποία ήταν;
– Η οποία ήταν το σεξ μεχρι τελικής πτώσης.
– Δηλαδή;
– Δηλαδή, το πρωί έβγαινα για ψώνια στην αγορά. Μου άρεσε ο πωλητής χωρίς δεύτερη κουβέντα, κρέμαγε το ταμπελάκι «κλειστό» και το κάναμε για δέκα λεπτά στα δοκιμαστήρια.
– Τόση μεγάλη λύσσα;
– Τόση και μεγαλύτερη. Το καλό ήταν ότι δεν με ανακάλυψε ποτέ.
– Και;
– Και τίποτα. Μόλις βρέθηκε στον δρόμο μου ένας πιο πλούσιος από αυτόν. Τον παράτησα με συνοπτικές διαδικασίες .
– Δεύτερος γάμος.
– Έχει και τρίτο.
– Για πες.
– Έχεις ακούσει την παροιμία μια του κλέφτη δυο του κλέφτη;
– Βεβαίως αυτό έλειπε να μην την έχω ακούσει.
– Ε, λοιπόν αυτή παροιμία πρέπει να είχε φτιαχτεί για μένα.
– Γιατί το λες αυτό;
– Θα σου πω. Αλλά πρώτα άκουσε αυτό. Χωρίζοντας την πρώτη φορά κατάφερα να αποκομίσω ένα πολύ καλό εισόδημα από τον πρώτο μου άντρα. Σε αυτό βοήθησε τα μέγιστα ο Άλκης, ένας ανερχόμενος δικηγόρος και σημειωτέον πανέμορφος. Όταν χώρισα για δεύτερη φορά ο Άλκης ήταν αυτός που τα κατάφερε για μένα. Αποκόμισα ένα πολύ καλό συγκρότημα πολυκατοικιών.
– Μπράβο ο Άλκης.
– Ναι, θα του πεις ακόμη περισσότερα μπράβο, μόλις σου πω τι έκανα.
– Τι έκανες;
– Τον παντρεύτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν χρειαζόταν να βρω κάποιον πλούσιο. Ήμουν η ίδια πλούσια.
– Ήταν και ωραίο παιδί όπως μου είπες.
– Ακριβώς.
– Ναι εντάξει όλα καλά, αλλά η παροιμία που κολλάει στην περίπτωσή σου;
– Τρεις του κλέφτη και η κακή τύχη. Έτσι δεν πάει;
– Ναι νομίζω κάπως έτσι.
– Ο Άλκης λοιπόν έκανε σε εμένα ακριβώς τα ίδια που έκανε στους προηγούμενους άντρες μου. Έτσι και το κέρατο πήγε σύννεφο, εγώ δεν μπορούσα να τον κερατώσω γιατί τον αγαπούσα αληθινά και το διαζύγιο ήλθε μετά από δέκα μήνες έγγαμου βίου και όλα τα λεφτά μου μεταφέρθηκαν μέσω της δικαστικής οδού στον τραπεζικό λογαριασμό του κυρίου. Κάτι η ξεφτίλα που ένοιωθα με αυτά που είχα κάνει τους προηγούμενους, κάτι η χλαπάτσα που έφαγα από τον Άλκη με έφεραν στην Θεσσαλονίκη, πρόθυμη να χαθώ από όλους και από όλα, ξεκινώντας μια νέα ζωή.
– Και τώρα;
– Τώρα τι;
– Κάνεις κάτι το ιδιαίτερο δουλεύεις κάπου; έχεις παντρευτεί ξανά; έχεις παιδιά;
– Πολλά δεν ρωτάς;
– Από ενδιαφέρον!
– Μετά από τόσα χρόνια;
– Ο χρόνος είναι κάτι το σχετικό. Νιώθω ότι δεν έχει περάσει ούτε ένα εξάμηνο από τότε που χωρίσαμε. Αν και δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι τα είκοσι αυτά χρόνια είναι πραγματικά, γιατί άλλως αν δεν το παραδεχόμουν θα ήμουν τουλάχιστον τρελός, εντούτοις πιστεύω ότι κάθε στιγμή ή γεγονός στη ζωή σου μετριέται ή μάλλον το μετράς, δεν ξέρω πως διαφορετικά. Ίσως μια πηγάζουσα από την ψυχή εσωτερική δύναμη είναι αυτή που δίνει στον χρόνο μια άλλη διάσταση. Εγώ παραδείγματος χάριν. Κάθε στιγμή που ήμασταν μαζί ένοιωθα ότι ο χρόνος σχεδόν σταματούσε, κάθε δευτερόλεπτο μετρούσε για ώρες ολόκληρες. Από την άλλη έκανα τα ίδια ακριβώς πράγματα για είκοσι χρόνια. Ε, λοιπόν νιώθω ότι απλά πέρασαν είκοσι δευτερόλεπτα, τίποτα περισσότερο.
– Εντάξει με έπεισες.

Γέλασε. Στην ουσία δεν την είχε πείσει, απλά εκείνη ήθελε να πιστέψει. Έτσι είναι τα πράγματα. Δεν φτάνει μόνο ο λόγος του άλλου, χρειάζεται η θετική ενέργεια από την άλλη πλευρά.

– Λοιπόν;
– Λοιπόν. Δεν έχω παντρευτεί ξανά. Τέταρτος γάμος θα ήταν πιστεύω μια μεγάλη υπερβολή. Αλήθεια εσύ έχεις παντρευτεί;
– Μπα. Εγώ ήμουν ερωτευμένος με την επανάληψη, που να έχω μάτια για άλλη γυναίκα.
– Χα, χα ,χα, σωστό και αυτό. Μάλιστα. Δουλειά δεν έχω, ευτυχώς μου άφησε κάτι λίγα ο Άλκης και τα φέρνω βόλτα. Παιδιά τίποτα. Δυστυχώς με μια σάλπιγγα δεν μπορείς να κάνεις εύκολα παιδιά. Έτσι δεν είναι;
– Συμφωνώ! Αλλά…
– Αλλά προφανώς η στάση μου σε συνάρτηση με τους άντρες που γνώρισα και παντρεύτηκα, προφανώς με την θέλησή μου, δεν με άφησαν να προσπαθήσω ξανά…
– ….
– Τι να πω…

Δάκρια κύλησαν στα μελιχρά μάγουλά της.

– Όλα θα πανε καλά,

Της το είχε πει τρυφερά στο αυτί και την αμέσως επόμενη στιγμή την αγκάλιασε. Δεν ήξερε γιατί το έκανε. Όχι ,όχι, σίγουρα όχι από ψεύτικη συμπόνια. Μάλλον ήξερε, απλά δεν ήθελε να το παραδεχθεί. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, όλα αυτά τα χρόνια. Πως μπορούσε να εξηγήσει, την επίσκεψη της κάθε βδομάδα στα όνειρά του, ο κρύος ιδρώτας που κύλησε σε όλο του το κορμί μόλις την είδε… Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση ήταν ερωτευμένος με την Γλυκερία. Μετά από τόσα χρόνια το πάθος του δεν είχε σβήσει. Δεν ήξερε βέβαια αν αυτό ίσχυε για εκείνη. Μα πως μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε ένα τέτοιο πλάσμα. Σε ένα πλάσμα που τον είχε προδώσει, σε ένα πλάσμα που κυνήγαγε μόνο την βολή της;

– Γλυκερία, σε λίγο πρέπει να φύγω. Έχω ένα ταξίδι να εκπληρώσω.
– Τι; Έχεις κάνει τάμα;
– Κατά κάποιο τρόπο ναι. Απλά έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, ότι αυτό το ταξίδι και ειδικότερα το τέλος του θα είναι τα πρώτα κεφάλαια της νέας μου ζωής.
– Δεν ακούγεται άσχημο.
– Θέλεις να με ακολουθήσεις;
– Έτσι χωρίς να το σκεφτώ;
– Μια ζωή δεν σκεφτόσουν ποια θα είναι η επόμενη κίνηση;
– Ναι, αλλά…
– Και τι κατάλαβες!
– Όχι πολλά πράγματα.
– Λοιπόν;

Της έδειξε το κλειδί της μηχανής.

– Εντάξει λοιπόν, όσα πάνε και όσα έρθουν. Ένα λεπτό να κάνουμε μια στάση από το σπίτι.
– Γιατί;
– Να ετοιμάσω μια βαλίτσα με πράγματα.
– Δεν πειράζει θα ψωνίσουμε καινούρια ρούχα για σένα παρακάτω.
– Γιατί τόση βιασύνη;
– Γιατί έχουμε αργήσει κάτι ώρες!
– Πόσες ώρες;
– Γύρω στις 175.000, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ!

Γέλασε καθώς έστριβε για να βγει στον περιφερειακό.

 

 

Παλαιό Φάληρο 20.01.2006

 

 

Σημείωση του γράφοντος:

Το συγκεκριμένο διήγημα —χωρίς τότε να το γνωρίζω— λειτούργησε υποσυνείδητα ως πρώτη ύλη ώστε να γραφτεί το 2014 το «Όταν ξημερώνει…» μυθιστόρημα 80.000 λέξεων και να εκδοθεί το 2016.
Είμαστε τελικά οι εμμονές μας.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top