Fractal

Διήγημα: “Η έφηβη”

Γράφει ο Δημήτρης Λύρας // *

 

 

 

Φυσικά και πιστεύω στον Άγιο Βασίλη. Η Ηλέκτρα μου είπε να μην πιστεύω γιατί, λέει, δεν είμαι πέντε χρονών. Ε και; Επειδή μεγάλωσα, θα πει πως δεν πρέπει να πιστεύω;

 

Είναι σίγουρη, λέει, πως δεν υπάρχει, γιατί κανείς δεν τον έχει δει.

Και τη μαμά μου δεν την έχει δει κανείς. Πάει να πει πως δεν υπάρχει;

Εγώ τον πιστεύω τον Άγιο Βασίλη και κάθε Χριστούγεννα του φτιάχνω μόνη μου μια μεγάλη κάρτα που τη ζωγραφίζω κιόλας.

Φτιάχνω κι άλλη μια, για τη μαμά μου.

Στου Άγιου Βασίλη βάζω μέσα τους δικούς μου ανθρώπους και την αφήνω στο τζάκι να την βρει την Πρωτοχρονιά.

Της μαμάς μου τη φυλάω κάτω από το στρώμα. Δεν έχω πού να την αφήσω να τη βρει.

Δεν ζητάω δώρο από τον Άγιο Βασίλη. Μου’ χουν πει πως δεν πρέπει να ζητάω.

Γιατί, λέει, είναι δύσκολο να μου το φέρει εδώ που είμαι.

Έτσι, το μόνο που εύχομαι κάθε χρόνο είναι να είμαι γερή για να τρέχω και να παίζω με τα άλλα παιδιά και με τη Νίτσα που μας μαθαίνει ένα σωρό παιχνίδια.

Όπως αυτό που βάζεις λέξεις στο μυαλό σου και κουνάς τα χέρια σου για να τις βρουν οι άλλοι χωρίς να μιλάς εσύ. Αλλά η Ηλέκτρα μας δείχνει άσχημα πράγματα με γλώσσες και τέτοια.

Την αγαπάω πολύ τη Νίτσα και στις κάρτες που κάνω στον Άγιο Βασίλη τη βάζω πάντα δίπλα μου να χαμογελάει.

Και την Ηλέκτρα βάζω αλλά λίγο πιο πέρα.

Εκεί που ήμουνα πριν δεν παίζαμε.

Μερικά παιδιά δεν μιλούσαν.

Μερικά ούτε να ζωγραφίσουν καταλάβαιναν.

Πήγαινα να βοηθήσω το Μανόλη αλλά δεν είχε δύναμη να κρατήσει τους μαρκαδόρους. Η Ευγενία πάλι τους έσπαζε. Τότε τη μάλωνα εγώ, θύμωνε αυτή και τσακωνόμασταν άσχημα.

Ευτυχώς ήρθε η Νίτσα και είπε ότι αυτά θα τελείωναν γιατί, λέει, θα μου αλλάζανε κάτι που δεν κατάλαβα τι ήταν γιατί είναι παλιά λέξη αλλά θα πει φτερούγα.

Μ’ άρεσε αυτό. Με ζωγράφισα κιόλας εκείνη τη χρονιά στην κάρτα της μαμάς μέσα σε μια καινούργια φτερούγα.

Έτσι τώρα με προσέχει η Νίτσα.

Αν δεν ήταν η Ηλέκτρα θα πέρναγα πιο καλά.

Τη φοβάμαι.

Πιο πολύ τη φοβήθηκα εκείνη τη μέρα που γέλαγε σαν τρελή και μ’ έδειχνε και τσίριζε.

Ήταν άσχημη με τα μισά δόντια.

Φώναζε σε όλους να δουν το κάτω μου μέρος που ‘χε κοκκινίσει κι εγώ έπεσα με τα μούτρα στα πλακάκια για να μη βλέπω τίποτα και το νερό του ντους με πιτσίλαγε κι ένιωθα στα μπούτια μου το αίμα κι αυτή μου ‘ριχνε νερά πάνω μου και συνέχιζε να κοροϊδεύει.

Και μετά άρχισε να με πατάει και να φωνάζει ότι κάθε μήνα θα κάνω από ένα παιδί.

Κι εγώ έβαλα τα κλάματα γιατί πονούσα πολύ και δεν ήθελα να κάνω παιδί. Θα κάνεις παιδί, ούρλιαζε, παιδί, παιδί, παιδί.

Κι εγώ δεν ήθελα να κάνω παιδί που να μην ζωγραφίζει ή να μη μιλάει.

Μετά δεν θυμάμαι τι έγινε, πάντως, ξύπνησα και ήταν από πάνω μου όλες οι κυρίες και η κυρία Αγγελική που είναι μεγάλη και παχιά και όλοι τη φοβούνται και της λένε Όπως θέλετε και μάλιστα. Μου είπαν να μην τρομάζω κι ότι περνάει γρήγορα αυτό το πράγμα που το έχουν κι αυτές.

Και το είπα στη Νίτσα και μου είπε να της το λέω κάθε φορά που θα μου γίνεται. Έτσι κάνω πια και φοβάμαι λιγότερο. Όταν όμως λερώνεται το βρακί μου πάντα θυμάμαι τα γέλια της Ηλέκτρας και πέφτω στο πάτωμα.

Ευτυχώς δεν μου έχει έρθει ποτέ την ώρα που ζωγραφίζω, γιατί δεν μου αρέσει να αφήνω το χαρτί μου στη μέση.

Ζωγραφίζω καταπληκτικά.

Είμαι πάντα έτοιμη για την έκθεση που κάνουμε εδώ κάθε χρόνο. Ο Μιχάλης σκαλίζει σε ξύλο ζωάκια. Η Γιώτα φτιάχνει κούκλες από διάφορα πανιά αλλά τις μπογιατίζω εγώ. Ο Αχιλλέας κεντάει. Μάλιστα οι κυρίες που έρχονται λένε ότι αυτές δεν τα κάνουν τόσο ωραία και ρωτάνε ποιανού κοριτσιού είναι. Τους δείχνουμε τον Αχιλλέα, αυτός καμαρώνει και γελάμε όλοι.

Η Ηλέκτρα φτιάχνει κολιέ από κουκούτσια και σπάγκο. Τα φοράει και περνάει μέσα από τον κόσμο και λέει πόσο πιο καλά είναι από τις ζωγραφιές τις δικές μου.

Με ζηλεύει. Επειδή μπορώ και ζωγραφίζω και επειδή έχω μπαμπά, ενώ αυτή ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ξέρω ότι ο μπαμπάς μου θα γυρίσει σε μένα μόλις έρθει από τα ταξίδια του. Θα ζήσουμε εδώ μέσα βέβαια γιατί δεν ξέρω να ζω πουθενά αλλού, αλλά χωριστά από τους άλλους.

Θα μπορώ να βλέπω τα παιδιά και να παίζουμε και να καλώ τη Νίτσα στο δωμάτιό μου.

Αυτό θα γίνει σίγουρα γι’ αυτό τσαντίζεται η Ηλέκτρα.

Μου λέει ότι άκουσε την κυρία Αγγελική που είπε στη Νίτσα ότι αν ο μπαμπάς μου δεν γύριζε συνέχεια, θα το ‘χαν καταλάβει για μένα πιο πριν και θα με είχαν φροντίσει. Όμως ο μπαμπάς μου σε ταξίδι έλειπε για να βρει τη μαμά μου, αλλά δεν τη βρήκε, οπότε θα ‘ρθει μόνος του.

Όσο για αυτό που θα’ χαν καταλάβει για μένα, νομίζω είναι που ξέρω να ζωγραφίζω. Αλλά το κατάλαβαν γρήγορα. Δεν έχω παράπονο.

Δεν σταματάει όμως εκεί το βρομοκόριτσο. Λέει και άλλα.

Και τώρα που έχω τα γενέθλιά μου δεν μπορώ να την ακούω.

Λέει ότι όλοι θα λείπουν εκείνη τη μέρα.

Εγώ όμως ξέρω ότι θα’ μαστε όλοι μαζί, θα φάμε, μπορεί να τραγουδήσουμε ή να χορέψουμε.

Γι’ αυτό δεν την πιστεύω που λέει ότι κανείς δεν μ’ αγαπάει, ότι κανείς δεν θα το θυμηθεί, ότι κανείς δεν θα μου πει χρόνια πολλά ούτε ότι η Νίτσα θα παρακαλέσει την κυρία Αγγελική να μας αφήσει να πάμε για ύπνο μία ώρα πιο μετά, ότι κανείς δεν θα μου φέρει δώρα, ότι δεν θα μ’ αφήσουν να βάλω το γαλάζιο μου φόρεμα.

Και ποια είναι η μεγαλύτερη κακία που είπε;

Είπε στη Νίτσα, μπροστά μου, ότι η τούρτα δεν μπορεί να έχει ένα μεγάλο ροζ τριαντάφυλλο που ζήτησα.

Γιατί αλλιώς, λέει, δεν θα χωρέσουν τα τριάντα οχτώ μου κεριά.

Εγώ όμως ξέρω ότι όλα θα πάνε καλά.

Πάντα πάνε.

 

 

 

* Ο Δημήτρης Λύρας γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε κλασική φιλολογία στα Γιάννενα και στο Παρίσι, έμαθε πώς βγαίνει το μεροκάματο στην Καλαμάτα και από το 2000 εργάζεται ως μεταφραστής στις Βρυξέλλες.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top