Fractal

Η στάση της μη-βίας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Judith Butler «Η δύναμη της μη βίας» Μτφ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Αλεξάνδρεια

 

«Πέρα και σε πείσμα της ιδέας ότι ο εαυτός είναι καταδικασμένος να δρα βίαια στο όνομα της ατομικής του αυτοσυντήρησης, η έρευνα αυτή υποθέτει ότι η μη βία απαιτεί μια κριτική της εγωλογικής ηθικής, όπως και της πολιτικής κληρονομιάς του ατομικισμού, ώστε να διανοιχθεί η ιδέα της εαυτότητας ως ασταθούς πεδίου κοινωνικής σχεσιακότητας»[1].

Η J.Butler σε λιγότερο από 250 σελίδες, χωρισμένες σε τέσσερα κεφάλαια επιχειρεί να αναλύσει τη σημασία της πρακτικής εφαρμογής στον σύγχρονο κόσμο μιας γνωστής εδώ και δεκαετίες κοινωνικής στάσης-θέσης, αυτή της μη-βίας. Η προσπάθεια της συνοψίζεται με τον πιο επιγραμματικό τρόπο στο κριτικό σχόλιο των New York Times : «Η φιλοσοφική διερεύνηση της Butler (σ.σ σχετικά με τη μη βία), υποστηρίζει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για μια επιτήδεια, και μάλιστα επιθετική, συλλογική πολιτική τακτική»[2]. Το αν τελικά το καταφέρνει, (ή έστω επιτυγχάνει να μας παρουσιάσει ικανοποιητικά της θέση της), παραμένει ζητούμενο. Και μια και το θέμα μας είναι η μη βία και η κριτική προσέγγιση στον τρόπο που η Butler την ορίζει, αξίζει να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό πάθημα που δείχνει πόσο εύκολα και άρα άκριτα, διατυπώνονται απόψεις και κρίσεις για βιβλία και όχι μόνο. Ο Β.Βαρίκας ικανός κριτικός και δοκιμιογράφος, παρατηρώντας την αφιέρωση «Στη Βία τη γυναίκα μου» του Ρένου Αποστολίδη σε μια σειρά διηγημάτων του, έγραψε ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο Ρ.Α εμπνεύστηκε αυτά τα διηγήματα όταν η πολιτική βία μπήκε στη ζωή του, ενώ όπως ο ίδιος ο Αποστολίδης εξηγεί, η αφιέρωση αφορούσε τη σύζυγό του Βία[3]!.

Και μπορεί η πρόθεση της καθηγήτριας στην Έδρα Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο φημισμένο Μπέρκλεϋ να ήταν η περιγραφή μιας άλλης θεώρησης της μη βίας, όμως είτε εξαιτίας των απερίγραπτων νεολογισμών και των λεκτικών ακροβασιών της μετάφρασης, είτε της εμμονής της συγγραφέως σε συγκεκριμένα κοινωνικά παραδείγματα, πολιτικές θέσεις και περιγραφές συμπεριφορών, ψυχικών διαταραχών και αποκλίσεων, η πασίγνωστη φράση του Albert Camus «Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ[4] συνέχισε να με καταδιώκει επίμονα ως τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, το οποίο τίποτα δεν πρόσθεσε-τουλάχιστον άξιο λόγου- στην ψυχοκοινωνική προσέγγιση αυτής της κατ’ εξοχήν πολιτικής στάσης  από όσα καταγράφει με τη γνωστή του απλότητα στην έκφραση και στην απόδοση των εννοιών ο Camus, στο περίφημο: «Διάλογος για τον διάλογο»[5].

Οπωσδήποτε σε ένα κυκεώνα δογματικών αναφορών, αποφατικών συμπερασμάτων και φλύαρης γνωσιολογίας, αναδεικνύονται και προβληματισμοί οι οποίοι πιθανώς να παρουσίαζαν κάποιο ενδιαφέρον, ίσως και να προκαλούσαν τη δημιουργική ανάγκη αντιπαράθεσης ή περαιτέρω μελέτης των παραμέτρων -ιστορικών και άλλων- της μη βίας, αν δεν κατακρημνίζονταν σε ένα αχανές μεταφραστικό βάραθρο, αοριστιών, συντακτικών και νοηματικών αστοχιών, και προπάντων μιας άσκοπης απόπειρας να αποδοθούν τεχνικοί όροι πολυσήμαντου φιλοσοφικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα η έννοια της  «πενθησιμότητας» για την οποία μάλιστα αφιερώνει και ολόκληρο κεφάλαιο.  Και αν μεν ο κάπως ρομαντικός Ισοκράτης υποστηρίζει ότι κάποιος που είναι φιλομαθής είναι και πολυμαθής, ο κατά πολύ σπουδαιότερος Ηράκλειτος, καταλήγει στο λακωνικό λεκτικό δίπολο, «πολυμαθίη – κακοτεχνίη». Θα αρκούσαν λιγότερο από πενήντα καλογραμμένες σελίδες για να ειπωθούν περίπου τα ίδια, ενώ στην περίπτωση  που κάποιος έχει κατανοήσει τον αριστουργηματικό πρόλογο του Αισχύλου, στην τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης[6]», περιττεύουν και αυτές.

Σκοπός αυτής της σύντομης κριτικής προσέγγισης, (η οποία είναι μάλλον αισθητική), δεν θα μπορούσε να είναι φυσικά μια ενδελεχής ανάλυση των θέσεων της Butler, αλλά η ανάδειξη μιας διαδεδομένης εκδοτικής τακτικής που στοχεύει στη μετάφραση και κυκλοφορία βιβλίων μεγάλης απήχησης στο εξωτερικό, τα οποία προορίζονται να προσδώσουν αίγλη στον εκδοτικό ίσως και με το ανάλογο βέβαια οικονομικό όφελος-, χωρίς κανένα άλλο ουσιαστικό κριτήριο. Η λογική του «αφού πουλάει θα είναι καλό», ή « ο/η συγγραφέας είναι ο /η τάδε ειδήμων», επικρατεί κάθε κριτικής σκέψης- αν υπάρχει πλέον κάτι τέτοιο- σε επιμελητές και συμβούλους εκδόσεων με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται σωρηδόν συγγραφείς και πονήματα από τον μυστηριώδη και λεπταίσθητο κόσμο της μακρινής Ανατολής, ως τη δήθεν μήτρα του νέο-διαφωτισμού, γηραιά πλέον και σε τραγικό πνευματικό-καλλιτεχνικό μαρασμό, Δύση. Γιατί πώς αλλιώς να αντιμετωπίσω την ακόλουθη παράγραφο;

«Η ενικότητα και η διακριτότητα υφίστανται, όπως και τα όρια, αποτελούν όμως διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά όντων που ορίζονται και διατηρούνται εξαιτίας της αλληλοσχεσιακότητάς τους. Χωρίς αυτή την υπέρτερη αίσθηση του αλληλοσχεσιακού, εκλαμβάνουμε το σωματικό όριο ως πέρας και όχι ως κατώφλι του προσώπου, τόπο μετάβασης και διαπερατότητας, τεκμήριο μιας ανοιχτότητας στην ετερότητα, που είναι ορισμός του ίδιου του σώματος».

 

Judith Butler

 

Επιπλέον μπορεί να συγκινεί το παράδειγμα των σαράντα τριών εξαφανισμένων φοιτητών της Αγιοτσινάπα[7] στην Αργεντινή, με το οποίο επιχειρεί να αποδείξει η Butler την παρατεταμένη οδύνη μιας ανεπιβεβαίωτης απώλειας, ή οι αλλεπάλληλες παραπομπές στους Laplance[8], Fanon[9], Benjamin[10], ως και του ακραίου Talal Asad[11], (ο οποίος μεταξύ άλλων προκειμένου να καταδείξει την αδικαιολόγητη νομιμοποίηση της κρατικής βίας, φτάνει στο σημείο να τη συγκρίνει με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους στην Νέα Υόρκη!), όμως τελικά η Butler αυτοαναιρείται προκαλώντας σύγχυση στον αναγνώστη και πάντως μια εντύπωση κατήχησης και επιβολής μιας δέσμης ιδεών και μάλιστα με τη βία της επανάληψης και της παράθεσης φιλοσοφικών παραδειγμάτων και θεωρείων. Γιατί θα πρέπει μέσα από ένα βιβλίο αφιερωμένο στην ανάλυση της πρακτικής της μη βίας, κάποιος να πειστεί άρα και κάποιος να πείσει; Μα ακριβώς στο σημείο αυτό ανατρέπει το ούτως ή άλλος σαθρό ιδεολόγημα της Butler, από το οποίο δεν ξεφεύγει ούτε ο αμφιλεγόμενος πια στις μέρες μας Freud, αλλά και ο Einstein όπως προκύπτει από τη γνωστή αλληλογραφία τους[12]. Μόνο που ο τελευταίος όταν είχε ερωτηθεί για την απλή και σύντομη παρουσίαση των ρηξικέλευθων θεωρείων του, είχε απαντήσει αποστομωτικά: «μιλάει απλά οποίος γνωρίζει πολλά και δεν έχει κατανοήσει παρά ελάχιστα». Κ.Μ

 

________________

[1] Judith Butler, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020. Μτφ. Γιώργος Καράμπελας, σελ.27.

[2] The New York Times, George Yancy, Ιούνιος 2021.

[3] Ρένος Αποστολίδης, Κανάλι Ένα, εκπομπή Ελλήνων παροικίες με τον Π.Μηνόπετρο.

[4] «Ο ξένος», Albert Camus, (Nobel, 1957).

[5] A.Camus, Ελευθεριακά γραπτά (1948-1960), εκδ. Καστανιώτη.

[6] Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, «Κράτος Βία τε, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς /ἔχει τέλος δὴ κοὐδὲν ἐμποδὼν ἔτι·[…].

[7] Christy Thornton, «Chasing thw Murderw of Ayotzinapa’s 43», 2018.

[8] Jean Laplance, «Ζωή και θάνατος στην ψυχανάλυση».

[9] Frantz Omar Fanon, (1925-1961).

[10] Walter Benjamin, (1892-1940),Howard Eiland, Walter Benjamin: A Critical Life, Harvard University Press (2014), p. 20

[11] Talal Asad, On Suicide Bombing, Νέα Υόρκη, Columbia University, Press 2007.

[12] «Why War», τομ.22, σελ 199, 1933.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top