Fractal

Jean Rhys. “Η Απέραντη Θάλασσα Των Σαργασσών” (απόσπασμα από το Τρίτο Μέρος)

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

H Τζιν Ρις (1894-1979) έγραψε το μυθιστόρημα ‘Η Απέραντη Θάλασσα των Σαργασσών’ το 1966, εμπνευσμένη από την ‘Τζέιν Έιρ’ της Σαρλότ Μπροντέ. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πολύ ιδιαίτερο δείγμα λογοτεχνίας fan fiction (παράγωγη ιστορία που χρησιμοποιεί ήρωες από γνωστά έργα τοποθετώντας τους όμως σε άλλο σκηνικό), όπου η αινιγματική φιγούρα της Μπέρθα από το έργο της Μπροντέ αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο και αφηγείται την ιστορία της ζωής της, από τα παιδικά της χρόνια στην Καραϊβική, όπου ήταν η πλούσια κληρονόμος Αντουανέτ Κοσγουέι, μέχρι τη στιγμή που φτάνει στην Αγγλία παντρεμένη με τον Έντουαρντ Ρότσεστερ, ο οποίος την ‘βαφτίζει’ Μπέρθα, όπως τη μητέρα της, επειδή έχει κληρονομήσει την τρέλα εκείνης.

 

 

 

Σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, ξυπνάω νωρίς και μένω ξαπλωμένη τρέμοντας από το κρύο γιατί κάνει παγωνιά. Κάποια στιγμή, η Γκρέις Πουλ, η γυναίκα που με φροντίζει, ανάβει φωτιά μ’ ένα χαρτί, προσανάμματα και καρβουνάκια. Γονατίζει και τη ζωηρεύει μ’ ένα φυσερό. Το χαρτί ζαρώνει, τα προσανάμματα τριζοβολάνε και πετούν σπίθες, τα καρβουνάκια σιγοκαίνε και βγάζουν μια κόκκινη λάμψη. Στο τέλος, οι φλόγες ξεπετιούνται και είναι πανέμορφες. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω κοντά για να τις δω, ενώ αναρωτιέμαι γιατί με έφεραν εδώ πέρα. Για ποιο λόγο; Θα πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση. Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω; Όταν πάτησα το πόδι μου εδώ, νόμιζα πως θα έμενα μόνο για μία ή δύο μέρες, για μια βδομάδα ίσως. Αυτό σκέφτηκα όταν τον είδα και του ορκίστηκα ότι θα ήμουν συνετή σαν τα ερπετά και άκακη σαν τα περιστέρια. «Είμαι πρόθυμη να σου δώσω ό,τι έχω και δεν έχω», ήθελα να του πω, «και δεν θα σου προκαλέσω ποτέ ξανά κανένα πρόβλημα, φτάνει να με αφήσεις να φύγω.» Όμως εκείνος δεν ήρθε ποτέ.

Αυτή η Γκρέις κοιμάται στο δωμάτιό μου. Τις νύχτες, τη βλέπω καμιά φορά να κάθεται στο τραπέζι και να μετράει λεφτά. Κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα χρυσό νόμισμα και χαμογελάει. Μετά κρύβει όλα τα λεφτά σ’ ένα πουγκί από καραβόπανο και το κρεμάει γύρω από το λαιμό της έτσι ώστε να είναι κρυμμένο μέσα στο φόρεμά της. Στην αρχή μου έριχνε πρώτα μια ματιά, αλλά εγώ έκανα την κοιμισμένη κι έτσι τώρα το κάνει χωρίς να νοιάζεται πια για μένα. Πίνει από μια μποτίλια που έχει πάνω στο τραπέζι και μετά πέφτει για ύπνο, ή σταυρώνει τα χέρια της στο τραπέζι, γέρνει πάνω τους το κεφάλι της και αποκοιμιέται. Όμως εγώ, από το κρεβάτι μου, παρακολουθώ τη φωτιά ώσπου να σβήσει. Όταν η Γκρέις αρχίζει το ροχαλητό, σηκώνομαι και πίνω από το άχρωμο ποτό της μποτίλιας. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα ήθελα να το φτύσω, αλλά κατάφερα να το καταπιώ. Κι όταν ξάπλωσα και πάλι στο κρεβάτι, μπορούσα να θυμηθώ περισσότερα πράγματα, και ήμουν ξανά σε θέση να σκεφτώ. Δεν κρύωνα τόσο πολύ πια.

Υπάρχει ένα παράθυρο ψηλά – δεν μπορείς να το φτάσεις για να κοιτάξεις έξω. Το κρεβάτι μου είχε κάποτε κάγκελα, αλλά τα αφαίρεσαν. Το δωμάτιο δεν έχει παρά ελάχιστα έπιπλα ακόμα: το κρεβάτι της Γκρέις Πουλ, μια μαύρη ντουλάπα, το τραπέζι μες στη μέση και δυο μαύρες καρέκλες με χαραγμένα σχέδια φρούτων και λουλουδιών. Έχουν ψηλές ράχες, αλλά είναι χωρίς μπράτσα. Η ιματιοθήκη είναι πολύ μικρή, και το δωμάτιο δίπλα σ’ αυτήν έχει τοίχους καλυμμένους με ταπετσαρία. Μια μέρα, κοιτώντας την ταπετσαρία, μου φάνηκε πως είδα τη μητέρα μου ντυμένη με βραδινό φόρεμα, χωρίς παπούτσια. Το βλέμμα της με προσπέρασε, κοίταξε πάνω από το κεφάλι μου όπως πάντα. Φυσικά ούτε λόγος να το πω αυτό στη Γκρέις. Το δικό της όνομα δεν πρέπει να ήταν Γκρέις. Τα ονόματα έχουν ιδιαίτερο βάρος, όπως όταν εκείνος επέμενε να μην με φωνάζει Αντουανέτ, και είδα την Αντουανέτ να γλιστράει έξω από το παράθυρο με όλα της τα αρώματα, τα όμορφα φορέματα και τον καθρέφτη της.

Εδώ μέσα δεν υπάρχει καθρέφτης, κι έτσι δεν μπορώ να ξέρω πώς είναι τώρα το πρόσωπό μου. Θυμάμαι που κοιταζόμουν στον καθρέφτη και βούρτσιζα τα μαλλιά μου, αλλά κυρίως το πώς τα ίδια μου τα μάτια με κοιτούσαν μέσα από τον καθρέφτη. Το κορίτσι που έβλεπα ήταν και δεν ήταν ο εαυτός μου. Πριν από χρόνια, όταν ήμουν μικρή και πολύ μόνη, είχα προσπαθήσει να φιλήσω το είδωλό μου. Αλλά το γυαλί ήταν ανάμεσά μας – σκληρό, κρύο και θαμπωμένο από την ανάσα μου. Και τώρα μού τα πήραν όλα. Τι στο καλό θέλω εδώ πέρα, και ποια είμαι;

Η εξώπορτα του δωματίου με την ταπετσαρία είναι πάντα κλειδωμένη. Ξέρω καλά πως οδηγεί σε έναν διάδρομο. Εκεί στέκεται η Γκρέις και μιλάει με μια άλλη γυναίκα την οποία δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Τη λένε Λία. Αφουγκράζομαι, αλλά δεν καταφέρνω να ακούσω τι κουβεντιάζουν.

Είναι οι ίδιοι ψίθυροι που άκουγα όλη μου τη ζωή, μόνο που τώρα προέρχονται από διαφορετικές φωνές.

Όταν πέφτει η νύχτα, κι η Γκρέις έχει πιει αρκετά και πέφτει ξερή, είναι εύκολο να της πάρω τα κλειδιά. Τώρα ξέρω πού τα φυλάει. Μετά ανοίγω την πόρτα και κάνω τη βόλτα μου στο δικό τους κόσμο. Είναι ένας κόσμος όπως πάντα τον φανταζόμουν, φτιαγμένος από χαρτόνι. Κάπου τον έχω ξαναδεί στο παρελθόν, αυτόν τον χαρτονένιο κόσμο όπου κυρίαρχα χρώματα είναι το καφέ, το βαθυκόκκινο και το κίτρινο και δεν υπάρχει πουθενά φως. Καθώς προχωράω στους διαδρόμους, εύχομαι να μπορούσα να δω τι κρύβεται πίσω από το χαρτόνι. Μου λένε ότι βρίσκομαι στην Αγγλία, όμως εγώ δεν τους πιστεύω. Στο ταξίδι για την Αγγλία, χάσαμε το δρόμο μας. Πότε; Πού; Δεν θυμάμαι, αλλά χαθήκαμε. Μήπως ήταν το απόγευμα στην καμπίνα, όταν εκείνος με βρήκε να μιλάω με το παιδί που μου έφερε φαγητό; Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και του ζήτησα να με βοηθήσει. Κι εκείνος γύρισε στον άλλο και του είπε: «Δεν ήξερα τι να κάνω, κύριε.» Εγώ τότε έδωσα μια στα ποτήρια και τα πιάτα και τα έκανα κομμάτια πάνω στο φινιστρίνι. Είχα την ελπίδα ότι το τζάμι θα έσπαγε και θα μας πλημμύριζε η θάλασσα. Ήρθε μια γυναίκα και μετά ένας ηλικιωμένος που μάζεψε τα θρύψαλα από το πάτωμα. Όση ώρα το έκανε αυτό, δεν μου έριξε ούτε μια ματιά. Ο τρίτος άντρας μου είπε, πιες αυτό και θα κοιμηθείς. Το ήπια και είπα: «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται» – «Το ξέρω. Ποτέ δεν είναι», μου απάντησε. Και μετά αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, ταξιδεύαμε σε μια άλλη θάλασσα. Πιο κρύα. Νομίζω πως εκείνη τη νύχτα ήταν που αλλάξαμε πορεία, και χάσαμε το δρόμο μας για την Αγγλία. Γιατί αυτό το σπίτι από χαρτόνι, στο οποίο περιφέρομαι τις νύχτες, δεν βρίσκεται στην Αγγλία.

Ένα πρωί που ξύπνησα, όλο μου το σώμα πονούσε. Δεν ήταν από το κρύο, ήταν ένα άλλο είδος πόνου. Είδα πως οι καρποί μου ήταν κόκκινοι και πρησμένοι. Η Γκρέις είπε: «Πάω στοίχημα πως θα μου πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα από όσα συνέβησαν το περασμένο βράδι.»

«Πότε ήταν το περασμένο βράδι;» είπα.

«Χτες.»

«Δε θυμάμαι το χτες.»

«Χτες το βράδι ήρθε ένας κύριος να σε δει», είπε.

«Ποιος απ’ όλους;»

Γιατί ήξερα ότι κυκλοφορούσαν ξένοι στο σπίτι. Όταν πήρα τα κλειδιά και βγήκα στο διάδρομο, τους άκουσα κάπου μακριά να γελάνε και να τιτιβίζουν σαν πουλιά, και το κάτω πάτωμα ήταν φωτισμένο.

Στρίβοντας σε μια γωνία, είδα μια κοπέλα να βγαίνει από την κρεβατοκάμαρά της. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και σιγοτραγουδούσε έναν σκοπό. Κόλλησα στον τοίχο γιατί δεν ήθελα να με δει, όμως εκείνη σταμάτησε και κοίταξε γύρω της. Δεν είδε τίποτε άλλο πέρα από σκιές, είχα φροντίσει να μην με δει, ωστόσο εκείνη δεν έφτασε στο κεφαλόσκαλο. Το έβαλε στα πόδια. Συνάντησε άλλο ένα κορίτσι και το δεύτερο κορίτσι είπε: «Είδες κανένα φάντασμα;» – «Δεν είδα τίποτα αλλά νόμισα πως ένιωσα κάτι.» – «Ήταν το φάντασμα», είπε το δεύτερο κορίτσι και κατέβηκαν μαζί τις σκάλες.

«Ποιος από όλους ήρθε να με δει, Γκρέις Πουλ;» είπα.

Φυσικά δεν ήταν εκείνος. Ακόμα κι αν κοιμόμουν, θα το είχα καταλάβει. Δεν ήρθε ακόμα να με δει. Εκείνη είπε: «Πιστεύω πως θυμάσαι πολύ περισσότερα από όσα λες ότι θυμάσαι. Γιατί συμπεριφέρθηκες έτσι τη στιγμή που εγώ τους είχα υποσχεθεί ότι θα ήσουν ήρεμη και λογική; Ποτέ ξανά δεν θα επιχειρήσω να σε καλύψω. Ο αδερφός σου ήταν που ήρθε να σε δει.»

«Δεν έχω αδερφό.»

«Είπε πως ήταν αδερφός σου.»

Το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω.

«Μήπως τον έλεγαν Ρίτσαρντ;»

«Δε μου είπε το όνομά του.»

«Τον ξέρω», είπα και πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. «Έχω εδώ την απόδειξη, εδώ την έχω, αλλά την έκρυψα, όπως κρύβω το κάθε τι, για να μην τη δουν τα διαβολικά σου μάτια. Μα που είναι; Πού το έκρυψα; Μέσα στο παπούτσι μου; Κάτω από το στρώμα; Πάνω από τη ντουλάπα; Στην τσέπη του κόκκινου φορέματός μου; Πού, πού είναι το γράμμα; Ήταν μικρό, θυμάμαι καλά ότι στον Ρίτσαρντ δεν άρεσαν τα ατέλειωτα γράμματα. Αγαπητέ Ρίτσαρντ, έλα να με πάρεις από αυτό το μέρος, γιατί εδώ θα πεθάνω από το κρύο και τη σκοτεινιά.»

Η κυρία Πουλ είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να τρέχεις πέρα δώθε και να ψάχνεις τώρα πια. Αυτός έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει – ούτε κι εγώ θα ξαναγύριζα, αν ήμουν στη θέση του.»

Είπα: «Δε θυμάμαι τι συνέβη. δεν μπορώ να θυμηθώ.»

«Όταν ήρθε να σε δει», είπε η Γκρέις Πουλ, «δε σε αναγνώρισε.»

«Άναψε τη φωτιά αν θες», είπα, «κρυώνω τρομερά.»

«Ο κύριος αυτός έφτασε εδώ ξαφνικά και επέμενε να σε δει, και να το ευχαριστώ που πήρε. Όρμησες πάνω του μ’ ένα μαχαίρι, κι όταν κατάφερε να σου πάρει το μαχαίρι, του δάγκωσες το χέρι. Δεν πρόκειται να τον ξαναδείς. Και δεν μου λες, πού το βρήκες αυτό το μαχαίρι; Τους είπα ότι το έκλεψες από μένα, αλλά εγώ είμαι πάντα πολύ προσεκτική. Τις ξέρω πολύ καλά κάτι τέτοιες σαν του λόγου σου. Δεν πήρες κανένα μαχαίρι από μένα. Μάλλον το αγόρασες εκείνη τη μέρα που σε έβγαλα έξω. Είπα στην κυρία Εφ ότι θα σου έκανε καλό να βγεις λίγο έξω.»

«Όταν πήγαμε στην Αγγλία», είπα.

«Ηλίθια», είπε, «στην Αγγλία είμαστε!»

«Δεν σε πιστεύω», είπα. «Ποτέ δεν θα με πείσετε.»

(Εκείνο το απόγευμα πήγαμε όντως στην Αγγλία. Είχε παντού γρασίδι και πρασινωπά νερά και ψηλά δέντρα που καθρεφτίζονταν μέσα στο νερό. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως αυτό το μέρος ήταν η Αγγλία. Αν μπορούσα να πάω εκεί, θα γινόμουν και πάλι καλά κι η βοή μέσα στο κεφάλι μου θα σταματούσε. Άσε με να μείνω λίγο ακόμα, είπα, και τότε εκείνη κάθισε κάτω από ένα δέντρο και αποκοιμήθηκε. Λίγο πιο κάτω, ήταν ένα αμάξι κι ένα άλογο – μια γυναίκα κρατούσε τα γκέμια. Εκείνη ήταν που μου πούλησε το μαχαίρι. Το αντάλλαξα με το μενταγιόν που φορούσα στο λαιμό μου.)

Η Γκρέις Πουλ είπε: «Δηλαδή δεν θυμάσαι που ρίχτηκες με το μαχαίρι στον κύριο; Κι εγώ του είχα πει ότι θα ήσουν ήρεμη. ‘Πρέπει να της μιλήσω’, μου είπε. Τον προειδοποιήσαμε, βέβαια, αλλά δεν μας άκουγε. Ήμουν μέσα στο δωμάτιο, αλλά δεν άκουσα όλα όσα είπε, πέρα από το ‘Δεν μπορώ να επέμβω νομικώς ανάμεσα σε σένα και τον άντρα σου.’ Όταν είπε εκείνο το ‘νομικώς’, τότε ήταν που όρμησες πάνω του κι εκείνος σου έστριψε το χέρι για να σε αφοπλίσει κι εσύ τον δάγκωσες. Θες δηλαδή να πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά;»

Τώρα θυμάμαι πως δεν με αναγνώρισε. Τον είδα να με κοιτάζει και τα μάτια του στράφηκαν πρώτα στη μια γωνία του δωματίου και μετά στην άλλη, σαν να μην έβρισκαν αυτό που περίμεναν να δουν. Με κοίταξε και μου μίλησε σαν να του ήμουν εντελώς ξένη. Μα τι μπορείς να κάνεις όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Τώρα εσύ γιατί με κοροϊδεύεις; «Ως και το κόκκινο φόρεμά μου έκρυψες για να μην το βρω; Αν το φορούσα, εκείνος θα με είχε αναγνωρίσει.»

«Κανείς δεν έκρυψε το φόρεμά σου», είπε. «Είναι κρεμασμένο στη ντουλάπα.»

Με κοίταξε και είπε: «Δεν πιστεύω να έχεις συνειδητοποιήσει πόσο καιρό είσαι κλεισμένη εδώ, καημενούλα μου.»

«Κάθε άλλο», είπα. «Μόνο εγώ ξέρω πόσο καιρό είμαι εδώ πέρα. Εκατοντάδες νύχτες και μέρες, που γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλά μου. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ο χρόνος δεν έχει κανένα νόημα. Όμως κάτι που μπορείς να αγγίξεις και να κρατήσεις, σαν το κόκκινο φόρεμά μου, αυτό μάλιστα, έχει νόημα. Πού είναι;»

Έστρεψε το κεφάλι της προς τη ντουλάπα και οι γωνίες του στόματός της έγειραν προς τα κάτω. Μόλις γύρισα το κλειδί στη ντουλάπα, το είδα να κρέμεται εκεί, κόκκινο σαν τη φωτιά, σαν το ηλιοβασίλεμα. Σαν τα φλεγόμενα λουλούδια. «Αν σε θάψουν κάτω από ένα φλεγόμενο δέντρο», είπα, «η ψυχή σου θα αναληφθεί όταν το δέντρο ανθίσει. Όλοι θέλουν να τους συμβεί αυτό.»

Κούνησε το κεφάλι της αλλά δεν έκανε βήμα, ούτε με άγγιξε.

Η μυρωδιά που έβγαζε το φόρεμα ήταν αδιόρατη στην αρχή, αλλά μετά έγινε πιο έντονη. Μύριζε νάρδο και πικραμύγδαλο, κανέλα και σκόνη, είχε το άρωμα που αναδίνουν οι λεμονιές όταν καρποφορούν. Το άρωμα του ήλιου και την ευωδιά της βροχής.

* * *

Πήρα το κόκκινο φόρεμα από την κρεμάστρα και το κράτησα μπροστά μου. «Με κάνει να φαίνομαι πρόστυχη και εξεζητημένη;» είπα. Γιατί έτσι μου είχε πει αυτός ο άντρας… «Είσαι άτιμη κόρη από άτιμη μάνα», μου είπε.

«Παράτα το», είπε η Γκρέις Πουλ, «κι έλα να φας το φαΐ σου. Φόρεσε το γκρίζο σάλι σου. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω γιατί δεν σου δίνουν τίποτα καλύτερο. Αφού είναι πολύ πλούσιοι.»

Όμως εγώ κράτησα το φόρεμα στα χέρια μου και αναρωτήθηκα αν είχαν κάνει την πιο ποταπή και απαίσια πράξη: αν το είχαν αλλάξει όταν εγώ δεν ήμουν μπροστά. Γιατί μπορεί να το είχαν αλλάξει, και να μην ήταν πια αυτό το δικό μου φόρεμα – όμως τότε πώς κατάφεραν να πετύχουν την ίδια μυρωδιά;

«Μην κάθεσαι εκεί πέρα και τουρτουρίζεις», μου είπε μ’ έναν τόνο αρκετά ευγενικό για εκείνη.

Άφησα το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα και το βλέμμα μου πήγε από τη φωτιά στο φόρεμα και από το φόρεμα στη φωτιά.

Έριξα το γκρίζο σάλι στους ώμους μου αλλά της είπα πως δεν πεινούσα, κι εκείνη δεν προσπάθησε να με αναγκάσει να φάω, όπως κάνει καμιά φορά.

«Καλύτερα που δεν θυμάσαι τα χτεσινοβραδινά», είπε. «Ο κύριος λιποθύμησε κι έγινε χαμός εδώ πάνω. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο αίματα, κι έριξαν σε μένα το φταίξιμο που σε άφησα να του επιτεθείς. Και το αφεντικό έρχεται σε λίγες μέρες. Άλλη φορά δεν έχει βοήθεια από μένα. Έχεις ξεπεράσει κάθε όριο, και κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει.»

Είπα: «Αν φορούσα το κόκκινο φόρεμά μου, ο Ρίτσαρντ θα με είχε αναγνωρίσει.»

«Το κόκκινο φόρεμά σου», είπε και γέλασε.

Όμως εγώ κοίταξα το φόρεμα στο πάτωμα κι ήταν σαν να είχε απλωθεί η φωτιά σε όλο το δωμάτιο. Ήταν πανέμορφο και μου θύμισε κάτι που έπρεπε να κάνω. Νόμιζα πως όπου να’ ναι θα κατάφερνα να θυμηθώ. Θα ξαναβρώ τη μνήμη μου από στιγμή σε στιγμή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top