Fractal

Μια οικογένεια στην Ανατολική Γερμανία

Γράφει η Μαρία Βρέντζου //

 

“Ψηλά τις καρδιές” του Μαξίμ Λέο, εκδόσεις Δώμα, μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου, Γερμανία, 2019, σελ. 332

 

Ο Μαξίμ Λέο, γερμανός δημοσιογράφος  στην Berliner Zeitung, παρουσιάζει το “Ψηλά τις καρδιές” το οποίο απέσπασε το Ευρωπαϊκό Βραβείο βιβλίου (2011). Το συγκεκριμένο αυτοβιογραφικό κείμενο παρακολουθεί την οικογενειακή ιστορία του συγγραφέα για τρεις γενεές και έτσι προσφέρει ουσιαστικά την σαραντάχρονη ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ), από την οποία κατάγεται και ο ίδιος.

Οι ήρωες της συγκεκριμένης αφήγησης μόνο τυχαία πρόσωπα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Ο μητρικός παππούς Γκέρχαρντ είναι γόνος αστικής οικογένειας και Εβραϊκής καταγωγής. Ο δε δικηγόρος πατέρας του αναλαμβάνει για λογαριασμό ενός Γάλλου στρατηγού μία δίκη εναντίον ενός άγνωστου ακόμη ακροδεξιού προπαγανδιστή ονόματι Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο οποίος ισχυρίζεται ψευδώς ότι το 1920 βασανίστηκε ως Γερμανός πατριώτης στα υπόγεια της γαλλικής διοίκησης στην κατεχόμενη Κολωνία και ως εκ τούτου έπαθε ραιβοποδία. Είναι λοιπόν από τότε γνωστός στον κύκλο των ναζιστών. Έτσι το 1933 τα Ες-Α τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αφήνεται προσωρινά ελεύθερος και δραπετεύει με την οικογένειά του στο Βέλγιο. Τελικός προορισμός το Παρίσι. Εκεί ο έφηβος μοναχογιός του Γκέρχαρντ γοητεύεται από τις κομμουνιστικές ιδέες και στα δεκαεννέα του μπαίνει στην γαλλική αντίσταση. Τελικά συλλαμβάνεται και αυτός, βασανίζεται από τα Ες-Ες και ελευθερώνεται από τους παρτιζάνους, τους οποίους και ακολουθεί. Με την απελευθέρωση εγκαθίσταται αρχικά στο Ντίσελντορφ αλλά λόγω κατασκοπίας που ασκεί κινδυνεύει να συλληφθεί από τους δυτικούς. Έτσι διαλέγει ως τελικό προορισμό την Ανατολική Γερμανία, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Βερολίνο, ένα επαγγελματικό προσωπείο που καλύπτει την πραγματική του ιδιότητα. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι εντός του κόμματος του επιτρέπεται ακόμη και να ασκεί κριτική, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει ουδέποτε κάποιες συνέπειες ενώ είναι από τα στελέχη που εργάζονται κατά διαστήματα στη δύση. Φυσικό επόμενο η επανένωση των δύο Γερμανιών να υπήρξε ένας εφιάλτης για τον ίδιο.

Ο έτερος παππούς, από την πλευρά του πατέρα, ο Βέρνερ, ανήκει στην εργατική τάξη. Όσο οι εργάτες πηγαίνουν με το μέρος του Χίτλερ, τόσο εκείνος τους δίνει δουλειά. Έτσι, ύστερα από μακροχρόνια ανεργία, το 1933, τον βρίσκουμε να εργάζεται σε χυτήριο, ενώ το 1936 συμμετέχει σε μια ομαδική χορογραφία στους Ολυμπιακούς αγώνες, πράγμα που τον κάνει να αισθάνεται πραγματικά περήφανος. Όπως είναι επόμενο, ενθουσιάζεται όπως και πολλοί άλλοι στη θέση του με τον εθνικοσοσιαλισμό, πράγμα που αποδεικνύει ότι το κίνημα του Χίτλερ εκτός από μαζικό ήταν και λαϊκό. Το 1944 κατατάσσεται στον στρατό αλλά για κακή του τύχη συλλαμβάνεται και οδηγείται σε γαλλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Καταφέρνει να επιβιώσει και επιστρέφει στην Γερμανία, αποφασισμένος να κάνει μια καινούργια αρχή. Όταν το Βερολίνο χωρίζεται πολιτικά τον Οκτώβριο του 1948, διαλέγει το ανατολικό τμήμα. Ήδη έχει αντικαταστήσει την παλιά του ιδεολογία με αυτήν του κομμουνισμού, γίνεται μέχρι και τμηματάρχης στη διεύθυνση σχολικής εκπαίδευσης, βραβευμένο πρότυπο σοσιαλιστή, προπαγανδιστή και καθοδηγητή. Αυτή η σχιζοφρενική πορεία δεν είναι τόσο ξένη για τους πολίτες της ΛΔΓ. Ενδεχομένως η ρίζα του ψέματος ξεκινάει εκεί.  Ύστερα μάλιστα από χρόνια, ο εγγονός του Μαξίμ Λέο τον ρωτάει για τις πεποιθήσεις του παρελθόντος. Εκείνος επιδεικνύει επιλεκτική μνήμη, ισχυριζόμενος πως είχε τις αντιρρήσεις του με τον ναζισμό αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς προκειμένου να επιβιώσει. Ένα αφήγημα που χρησιμοποίησαν πολλοί Γερμανοί μετά τον πόλεμο. Όσο για την στάση του μετά την πτώση του τοίχους, απλά κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, δηλαδή προσαρμόζεται.

 

Μαξίμ Λέο

 

Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι γονείς του συγγραφέα. Η μεν μητέρα του Άννε, κόρη του κομμουνιστή ήρωα, είναι μέλος του κόμματος. Για πρώτη φορά κλονίζεται όταν την πρώτη της μέρα στο πανεπιστήμιο το 1968 διαπιστώνει ότι είναι υποχρεωμένη να υπογράψει μια δήλωση που να χαιρετίζει την εισβολή του σοβιετικού στρατού στην Τσεχοσλοβακία. Αργότερα θα εργαστεί ως δημοσιογράφος σε έντυπο όπου οι περισσότεροι εργαζόμενοι προέρχονται απ’ τον μηχανισμό του Κόμματος, ενώ υπάρχουν και πολλά πρώην μέλη της Μυστικής Υπηρεσίας. Αυτονόητο είναι ότι υπάρχει ακραία λογοκρισία και χειραγώγηση της είδησης. Το δε εργασιακό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ίντριγκες, συκοφαντίες και καταδόσεις. Αυτό βέβαια δεν την πτοεί. Πιστεύει ότι υπάρχουν προβλήματα, που μπορούν να διορθωθούν. Ο δε πατέρας του, Βολφ, είναι ένας αντισυμβατικός καλλιτέχνης που ασκεί κριτική στο καθεστώς ισχυριζόμενος ότι είναι μία δικτατορία των κομματικών στελεχών, που προδίδει τον σοσιαλισμό, δεν διστάζει όμως να προσφέρει μία έμμεση εξυπηρέτηση στην Στάζι, αφού όπως λέει και ο ίδιος του ζητήθηκε ευγενικά. Ύστερα από την κατάρρευση του τοίχους η Άννε απογαλακτίζεται από την πατρική κληρονομιά και γίνεται περιζήτητη ιστορικός συγγραφέας. Αντίθετα στον Βόλφ δεν συμβαίνει το ίδιο. Νοσταλγεί την παλιά κατάσταση και θεωρεί την εμπορευματοποίηση της τέχνης παράλογη.

Και φτάνουμε εν τέλει στον ίδιο τον Μαξίμ Λέο, που ως έφηβος νιώθει φυλακισμένος στην ΛΔΓ και θεωρεί ότι την χώρα του την αντιπροσωπεύει η φτώχεια, το ψέμα, η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και η καχυποψία. Το 1988 όλοι του οι φίλοι θέλουν να φύγουν. Είναι εξάλλου μια εποχή όπου κυριαρχεί η περεστρόικα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ένα κράτος μοιάζει να καταρρέει, να μην συμμορφώνεται στους παλιούς δικούς του κανόνες. Όταν πέφτει το τοίχος, ο συγγραφέας μοιάζει να δυσπιστεί. Κι αν η κυβέρνηση ακολουθήσει την σκληρή στάση της Κίνας; Τελικά η Δυτική Γερμανία θα καταπιεί την Ανατολική. Η τελευταία θα επιζήσει μόνο στις αναμνήσεις όσων την γνώρισαν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top