Fractal

Το πείσμα του Ασώτου

Γράφει η Άννα Γρίβα //

 

Νικόλας Ευαντινός, “Η γυρισμένη γλώσσα του Επιμενίδη”, Ο Μωβ Σκίουρος, 2019

 

Ιεροτελεστής, μάντης, θαυματουργός, ποιητής, γιατρός, πολιτικός, φίλος του Απόλλωνος και των Μουσών. Στην περίπτωση του Επιμενίδη από τον Κρήτη, κανείς δεν ξέρει πού σταματά η ιστορική αλήθεια και πού αρχίζει ο μύθος. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το λογικό παράδοξο του Επιμενίδη, που δημιούργησε τη φήμη ότι οι Κρητικοί είναι ψεύτες. Τα λογικά παράδοξα ήταν το παιχνίδι των Ελλήνων, που αγαπούσαν τη λογική. Ένας κόσμος γεμάτος θεούς και λόγο. Γιατί η αρχαία σκέψη μπορούσε να συνενώνει, αυτά που λανθασμένα οι θετικιστικές ή οι υλιστικές θεωρίες αντιμετώπισαν στα νεότερα χρονια ως αντίθετα. Η ελληνική σκέψη κατόρθωσε να φτάσει σε πρωτόγωρες κορυφές ακριβώς επειδή εμπνεόταν, δημιουργούσε, συνέθετε μέσα σε μια ένθεη παρατήρηση της φύσης, εκεί όπου ο άνθρωπος κατανοεί ότι επιστήμη χωρίς μεταφυσική αναζήτηση είναι μια λειψή αλήθεια. Ο Επιμενίδης είναι ένας καθρέπτης της ελληνικής κατάστασης. Εκτός, όμως από το επιμενίδειο παράδοξο, γνωρίζουμε ίσως οι περισσοτεροι και τον επιμενίδειο ύπνο, που κράτησε 57 χρόνια: ο Επιμενίδης πήγε να φέρει ένα πρόβατο, όπως τον πρόσταξε ο πατέρας του, αλλά κοιμήθηκε τόσο βαθιά μέσα στο σπήλαιο, που πέρασε σε έναν άλλο κόσμο, γνώρισε τους θεούς και έμαθε τα μυστικά του επέκεινα. Ο ύπνος για τους Έλληνες είναι πάντοτε πέρασμα, πύλη. Ο Επιμενίδης και οι συγκαιρινοί του θα συμφωνούσαν με τις φροϋδικές θεωρίες μόνο υπό όρους και υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις, γιατί για αυτούς το όνειρο είναι πρωτίστως η επικοινωνία με τα αόρατα, με την άλλη πλευρά, με το θείο ή με τους νεκρούς.

Όλα αυτά τα αναφέρω για να καταλήξω στον Επιμενίδη του βιβλίου. Αυτός ο Επιμενίδης έρχεται και μας βρίσκει ολοζώντανος μέσα στο παρόν μας. Είναι ο άσωτος υιός, που χάθηκε στα μακρινά εκείνα χρόνια ξεστρατίζοντας από τον δρόμο του. Και τώρα επιστρέφει σε μια σοφίτα, που μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε δωμάτιο του σήμερα, εκεί όπου ζούμε ξεσπιτωμένοι από τους μύθους και ανήμποροί:

 

Τέτοιο το πείσμα του Ασώτου.

Με τη μόνη διαφορά, πως στη σοφίτα μου, όπου όλα

τούτα τα θαυμαστά συμβαίνουν,

δεν ανατράφηκε ο Δίας.

Η δικά μου Αμάλθεια έχει κέρατο λιγάκι στριφνό,

δηλαδή το γάλα της έχει 0,5% πιθανότητες να σου

προσφέρει μελιταίο

–έχει κι ο πυρετός τα προσδιοριστικά του

στην επαρχία του Έξω του Μύθου.

 

Ο Επιμενίδης έρχεται, για να μας θυμίζει τη χαμένη ισορροπία. Γιατί οι μύθοι επιμένουν να έρχονται κι εμείς τους διώχνωμε, χωρίς να κατανοούμε ότι η μόνη εξορία είναι η δική μας: έτσι ή αλλιώς οι μύθοι κατέχουν το μεγάλο ανάκτορο του σύμπαντος. Ο Επιμενίδης συνεχίζει να είναι ο αναζητητής που πάντοτε ήταν: γιατί αυτό μας λέει η ιστορία του, ότι παρόλο που έμαθε τη φύση των θεών μέσα στον μεγάλο του ύπνο, γύρισε στον κόσμο και όλα ήταν αγνώριστα. Έπρεπε πάλι να αναζητήσει, πάλι να μοχθήσει, έπρεπε να παλέψει για τη γνώση όσων νόμιζε ότι πριν κατείχε και καταλάβαινε. Είναι ο ξένος, ο μόνος, γιατί αυτή τη μοίρα είχε και θα έχει πάντα όποιος σκαρφαλώνει στους γκρεμούς της γνώσης, για να θυμηθούμε και τις δύσκολες ανηφόρες του ετέρου Κρήτα, του Καζαντζάκη. Αναζητά ο Επιμενίδης διαρκώς μια ταυτότητα:

 

…Είμαι εκείνος που θέλει να μάθει στον εαυτό του

να θρηνεί σιγανά» σκέφτηκε

και τη στιγμή που το σκέφτηκε

οι κοτσυφοί βάλαν το κεφάλι στα φτερά τους

και το ρίγος του μικρού τους κορμιού

έκανε τα δέντρα να τραντάξουν.

 

Νικόλας Ευαντινός

 

Η μοίρα του αναζητητή, δηλαδή του ανθρώπου, είναι αυτή, ίδια και απαράλλακτη μέσα στους αιώνες. Να ορίσει την ταυτότητά του με βάση το όλον που τον περιβάλλει, να βρει τη θέση του στον κόσμο:

 

ο Κουρήτης –που τον φύλαξε ο Δαίμονας

τα κρόταλα του Μη Παρέκει χτυπώντας

δε σταματά

να διακατέχεται από τον ίδιο διάολο

που έχει κάποιος

στις οχτώ και σαράντα τρία το βράδυ

σε ακρογιάλι Ιουλίου

καθώς προσπαθεί να νιώσει

την απειροελάχιστη πιθανότητα

πως ο συγκεκριμένος ήλιος που βασιλεύει

πίσω από τη θάλασσα

δεν είναι δικός του.

«Πράγματι τίποτα δεν είναι δικό μας

πίσω από τη θάλασσα.

Για τούτο μη μαγαρίζετε με την Υπερβολή

το φευγιό των θνητών»

έλεγε στις Αθηναίες κυράδες

ο λυσίκομος Μόνος

 

Οι αρχαίοι Έλληνες έβρισκαν τη  θέση τους στον κόσμο, ήξεραν τι τους ανήκε και τι όχι, γιατί είχαν τις τελετές τους και την παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων, που ήταν πάντοτε δεμένα με τους θεούς και τις νύμφες και τα τέρατα. Τα αρχαία τέρατα εξευμένιζαν τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής, που διακατέχεται πάντα από ένα δραστήριο δαιμόνιο, έτοιμο να κατακρημνίζει το εσωτερικό μας οικοδόμημα, αν δεν ανοίξουμε τις πύλες και δεν το φροντίσουμε. Ο μη κοινός τόπος, το τρομερό, το ανοίκειο ήταν για αυτούς οι σπινθήρες του αιώνιου που έφταναν μέχρι τα θαμπωμένα μας μάτια μέσα από ρωγμές:

 

Μας κεντρίζει περισσότερο

ο μη κοινός τόπος

ίσως γιατί είμαστε πλάσματα της πιθανότητας

κι ως τέτοια λατρεύουμε να εξερευνούμε

μέσα από ρωγμές

ή ακουμπώντας ποτήρια στο πάτωμα

μιαν άλλη ζωή, έναν ξένο θάνατο.

Γι’ αυτό και ο Ύπνος

–το ταυτόχρονό κι ανάμεσό τους–

όταν διαρκεί πενήντα εφτά χρόνια

γίνεται Ίδη να σκαρφαλώνεις.

 

Ο ύπνος του Επιμενίδη είναι η κατάβαση από τη σπηλιά ακόμη πιο βαθιά, στα σπλάχνα της γνώσης. Είναι μια μύηση. Στη μύηση, ο μυούμενος κατανοεί τον θάνατο και παύει να φοβάται. Πέφτει στο σκοτάδι και έπειτα φωτίζει αργά και προσεκτικά τον κόσμο από την αρχή:

 

Ἐν ἀρχῇ ἦν λοιπόν Αέρας και Νύχτα.

Σίγουρα αυτά τον αγκαλιάσανε πριν αποκοιμηθεί.

Έτσι εκκίνησε η κατάβαση.

Όχι μονάχα του Επιμενίδη.

Όλων μας.

 

Ο ύπνος του Επιμενίδη ανήκει στην αθωότητα: κλείνει κανείς τα μάτια στο μαθημένο και με παιδικό ενθουσιασμό ανακαλύπτει το άγνωστο, γι’αυτό «η αθωότητα δεν έχει χαλινάρι», όπως αναφέρεται στο βιβλίο, τα θέλει όλα και όλα τα κατακτά. Τότε ο θάνατος δεν υπάρχει:

 

«Θάνατος είναι το φάσμα του θανάτου.

Άλλο ουδέν»

καθότι τα πάντα τήκονται εν αρμονία

από την αρχή του Χρόνου

 

Μήπως λοιπόν ο Επιμενίδης, που στο παράδοξό του δηλώνει ότι οι Κρήτες είναι ψεύτες, μας λέει τη μεγαλύτερη αλήθεια, για εκείνη τη χαμένη ισορροπία του ανθρώπου με έναν κόσμο ορατών και αόρατων μυστηρίων, ομορφιάς, αρμονίας και θείας πνοής; Στο τέλος του βιβλίου γυρίζει η γλώσσα του Επιμενίδη και πεθαίνει άδοξα μέσα στη σιωπή. Ο αρχαίος σοφός μέσα σε αυτά τα ποιήματα επέστρεψε και είπε, έδειξε, χάρισε. Και όποιος άκουσε, άκουσε. Πέρα από το καμπανάκι που έκρουσε για τον κίνδυνο της χαμένης ισορροπίας, μας άφησε τη νύχτα εκείνη πριν τον θάνατό του τα σχέδια του για την επόμενη μέρα, που ίσως είναι η ώρα να γίνουν δικά μας σχέδια:

 

ΓΙΑ ΑΥΡΙΟ

Να δαμάσω τα χρώματα

καθώς ακροπατούν παρθένες

στην ημισέληνο του δειλινού.

Να χύσω μυρώματα

σε σώματα αντένες

που ριγούν με ύφος δειλού.

Να αφήσω δαγκώματα

στις καθαγιασμένες μίτρες

με κέρινο δόντι τρελού.

Να βάλω στυλώματα

σε πλώρες που χάρισαν

αέρινες αιθρίες στον νου.

Να στήσω ικριώματα

για νάνους που γκρέμισαν

σπιτάκι δέντρινο παιδιού.

Να ακούσω τ’ ασώματα

ξενύχτια που χτίσανε σοκάκι

πέτρινο μουγκού χωριού.

Και στα ημερώματα

τον χρόνο να ζω σαν μακρόηχο

τέρμινο άλλου καιρού.

 

Ο Επιμενίδης θα επιστρέφει, όποτε το κρίνει απαραίτητο, γιατί έτσι κάνουν οι αρχαίοι σοφοί. Θα αφήνει σημειώματα και θα παριστάνει ότι πεθαίνει. Μην τον πιστέψετε, γιατί οι Κρήτες, όπως λέει και το αρχαίο παράδοξο, είναι ψεύτες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top