Fractal

Η ευθύνη των Αφρικανών στο δουλεμπόριο

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

 

 

Παρ’ όλες τις αλλαγές που σημάδεψαν τη μακρά ιστορία της αμερικανικής δουλείας, ορισμένες πτυχές της παρέμειναν αρκετά σταθερές, αλλά όχι περισσότερο από τις επώδυνες εμπειρίες των αιχμαλώτων. Εδώ η ιστορία της Αφρικής γίνεται και πάλι κεντρική υπόθεση στη συζήτησή μας. Οι δημοφιλείς αναφορές στο δουλεμπόριο συχνά ομιλούν για Αφρικανούς οι οποίοι απήχθησαν από Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Στην πραγματικότητα, γράφει ο Σον Μ. Κήλλυ στο βιβλίο του με τίτλο ‘Αμερικανοί δουλέμποροι: Έμποροι, Ναυτικοί και Διατλαντικό Εμπόριο Αιχμαλώτων, 1644-1865’ (American Slavers: Merchants, Mariners, and the Transatlantic Commerce in Captives, 1644-1865), που εκδόθηκε τον Μάιο του 2023, η συντριπτική πλειονότητα όσων μεταφέρθηκαν σε αμερικανικά πλοία σκλάβων, μάλλον αγοράστηκε και δεν απήχθη βιαίως!

Οι Αφρικανοί ήλεγχαν το εμπόριο κατά μήκος της ακτής και όπως συνέβαινε σε δεκάδες κοινωνίες σε όλο τον κόσμο από την αρχαιότητα, συχνά υποδούλωναν όσους θεωρούσαν ξένους, ξενόφερτους, από διαφορετικά κράτη ή εθνοτικές ομάδες. Οι μουσουλμανικές κοινωνίες, για παράδειγμα, δήλωναν ότι υποδούλωναν μόνο μη μουσουλμάνους. Αυτό που έκανε το δουλεμπόριο του Ατλαντικού ήταν να διευρύνει δραματικά τη θέση της δουλείας στις αφρικανικές κοινωνίες που ασχολούνταν με αυτό. Το εμπόριο μετέτρεψε τη δουλεία στην Άνω Γουινέα από κοινωνικό σε οικονομικό θεσμό. Η σκλαβωμένη εργασία έγινε πολύ σημαντική και σε ορισμένα μέρη άρχισαν να εμφανίζονται γεωργικές μονάδες που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως φυτείες. Καθώς η δουλεία και το εμπόριο σκλάβων εξαπλώνονταν, τα ταξίδια ήταν δυνατόν να εξελιχθούν επικίνδυνα, ένα ιδιαίτερο πρόβλημα εάν η ξηρασία και η πείνα ανάγκαζαν τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές όπου, όμως, θα θεωρούνταν ξένοι. Η πιο κοινή πηγή σκλάβων, φυσικά, ήταν ο πόλεμος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την υποδούλωση των αιχμαλώτων στη μάχη, αλλά και ότι οι νικητές θα απαιτούσαν σκλάβους από τους ηττημένους εχθρούς τους. Πολλοί απήχθησαν, μερικές φορές μαζικά, αλλά συχνά ως μεμονωμένα άτομα, ενώ άλλοι υποδουλώθηκαν ως τιμωρία για κάποιο έγκλημα ή οικονομικό χρέος. Οι περισσότεροι από τους σκλάβους που αγόρασαν οι Αμερικανοί, είχαν υπομείνει μεγάλες πορείες από το εσωτερικό της μαύρης ηπείρου προς την ακτή. Οι έμποροι συγκέντρωναν σκλάβους καθώς μετακινούνταν από το εσωτερικό, σχηματίζοντας καραβάνια που περιελάμβαναν δεκάδες σκλάβους μέχρι να φτάσουν στην ακτή. Εκεί οι αιχμάλωτοι συγκεντρώνονταν σε οχυρά, ουσιαστικά φυλακές, όπου κρατούνταν για επιθεώρηση και πώληση σε Αμερικανούς αγοραστές. Σε εκείνο το σημείο οι σκλαβωμένοι Αφρικανοί ρίχνονταν στο διαβόητο ‘Μεσαίο Πέρασμα’ πέρα από τον Ατλαντικό. Στην πορεία, η μοίρα τους ως ΄ξένων΄ επαναπροσδιορίστηκε με φυλετικούς όρους.

Οι φρικαλεότητες του ‘Μεσαίου Περάσματος’ (Middle Passage) έχουν περιγραφεί επαρκώς από πολλούς, με πιο εμπεριστατωμένο τον Μάρκους Ρέντικερ (Marcus Rediker) στο απαραίτητο ‘The Slave Ship: A Human History’ (2007). Οι εξεγέρσεις των αιχμαλώτων ήταν τόσο συχνές, μάλιστα, που η ασφάλεια έγινε το πρωταρχικό μέλημα των ταξιδιών. Οι σκλάβοι ήταν αλυσοδεμένοι μεταξύ τους σε σειρές, κρατούνταν κάτω από το κατάστρωμα σε στρατώνες διαχωρισμένους ανάλογα με το φύλο και τους άφηναν να βγαίνουν στο ύπαιθρο μόνο για μια ώρα αναγκαστικής άσκησης, άπαξ ημερησίως. Τα πλοία των σκλάβων ήταν διαβόητα για τα υψηλά ποσοστά θνητότητας μεταξύ των πληρωμάτων και των αιχμαλώτων. Οι ασθένειες εξαπλώνονταν γρήγορα μεταξύ των σκλάβων, πιο συχνά η δυσεντερία και η διάρροια, αλλά και η ευλογιά, η πνευμονία και, μεταξύ των παιδιών, η ιλαρά. Μετά την ασθένεια, η μεγαλύτερη αιτία θανάτου ήταν η βίαιη εξέγερση από τους σκλάβους και η βάναυση καταστολή της. Πολλοί αιχμάλωτοι, τότε, πετάχτηκαν στη θάλασσα. Ακόμη και μετά το πέρας της διάβασης του Ατλαντικού, σημειώνει ο Κήλλυ, τα ποσοστά θανάτων για τους νεοαφιχθέντες Αφρικανούς ήταν εξαιρετικά υψηλά. Η συντριπτική πλειονότητα πωλούνταν ως εργάτες στη γεωργία σε φυτείες, κυρίως στην Τζαμάικα και στα Μπαρμπάντος πριν από το 1776 και στην Κούβα και τη Βόρεια Αμερική μετά την Επανάσταση. Οι φυτείες ζάχαρης στην Καραϊβική ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρες και οι βάλτοι ρυζιού τόσο στη Β. όσο και Ν. Καρολίνα ήταν επίσης εξαιρετικά ανθυγιεινοί.

Σε σύγκριση με τον καταστροφικό αντίκτυπο όλων αυτών των γεγονότων, οι επιπτώσεις του δουλεμπορίου σε μέρη όπως το Νιούπορτ και το Μπρίστολ, στην Αμερική, ήταν λιγότερο σοβαρές, αλλά παρ’ όλα αυτά, σημαντικές. Σε όλες τις πόλεις-λιμάνια, όπου οι άνδρες έλειπαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, οι γυναίκες έπρεπε να ασχολούνται πιο ενεργά με εμπορικές υποθέσεις, παρά με τη νομική υποταγή και κατωτερότητά τους στους συζύγους τους. Αν και αποτελούσαν μειοψηφία στο Νιούπορτ, οι οικογένειες δουλεμπόρων ήταν δυσανάλογα πλούσιες και ο πλούτος τους ήταν διαφοροποιημένος. Είχαν μετοχές σε τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες γεφυρών και εργοστάσια βαμβακιού. Την παραμονή της Αμερικανικής Επανάστασης, ή του Πολέμου Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (1775-1783), όπως απεκλήθη, το ένα τρίτο των οικογενειών του Νιούπορτ είχε σκλάβους. Επειδή η πολιτική εξουσία ακολουθεί κατά κανόνα τον πλούτο, οι δουλέμποροι ήταν από τα μέλη της πόλης με τη μεγαλύτερη κοινωνική επιρροή. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο για το Μπρίστολ, γράφει ο Κήλλυ, φέρνοντας χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι καπετάνιοι κέρδιζαν μισθό για τις υπηρεσίες τους, αλλά κέρδιζαν επίσης ένα ποσοστό από τα κέρδη του πλοίου και ακόμα είχαν δικαίωμα για μερικούς δικούς τους προνομιακούς σκλάβους. Το ίδιο ίσχυε, αν και σε μικρότερο βαθμό, για τους πρώτους συνεργάτες τους. Εφοπλιστές, καπετάνιοι και αξιωματικοί καθιέρωσαν ένα σύστημα θαλάσσιου πατερναλισμού υποστηρίζοντας τις οικογένειες εκείνων που έλειπαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη θάλασσα ή που δεν επέστρεφαν, για διάφορους λόγους, ποτέ. Στο κάτω μέρος της ιεραρχίας της ναυτικής τάξης ήταν οι απλοί ναυτικοί, που πιθανότατα προέρχονταν από φτωχό πληθυσμό. Κάπου 15-20 % του πληρώματος ενός πλοίου πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και όσοι είχαν την τύχη να επιβιώσουν εξαφανίζονταν αργότερα σε ασυνήθιστα μεγάλους αριθμούς. Σε αντίθεση με τις οικογένειες των αξιωματικών, οι σύζυγοι και τα παιδιά των απλών ναυτικών δεν μπορούσαν πάντα να βασίζονται στην κοινοτική υποστήριξη. Λόγω του εμπορίου, οι σκλάβοι αποτελούσαν το 10% του αποικιακού πληθυσμού του Ρόουντ Άιλαντ, σε σύγκριση με το 2-3% στη γειτονική Μασαχουσέτη και το Κονέκτικατ. Ειδικότερα, το Νιούπορτ είχε μεγάλο πληθυσμό που γεννήθηκε στην Αφρική και μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση των επιγραφών πάνω στις ταφόπλακες, ο Κήλλυ κατέληξε σε ορισμένα γενικά συμπεράσματα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι ήταν ενήλικες άρρενες με προέλευση κυρίως από τη Χρυσή Ακτή, γεγονός που έκανε πιο δύσκολο τον σχηματισμό οικογένειας για τους μαύρους αφιχθέντες. Πέθαιναν επίσης σε υψηλότερα ποσοστά από τους λευκούς γείτονές τους, ενδεικτικό των κακουχιών και της προηγηθείσας κακομεταχείρισης.

Η κατάσταση άλλαξε, ‘άρδην, μετά την Επανάσταση. Το 1784 το Ρόουντ Άιλαντ ψήφισε ένα νόμο κατάργησης της δουλείας, που είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία εμφάνιση ενός ελεύθερου μαύρου πληθυσμού. Το 1786, όμως, οι αρχές διέταξαν την απέλαση οποιουδήποτε μαύρου που δεν μπορούσε να αποδείξει τη νόμιμη διαμονή του στην πόλη. Ένας τρόπος διαφυγής για τους ελεύθερους μαύρους ήταν να ενταχθούν αναγκαστικά στο εμπορικό ναυτικό, το οποίο είχε μακρά παράδοση μαύρων που υπηρετούσαν στα πληρώματά του. Όπως σημειώνει ο Κήλλυ, μετά το 1835 είναι δύσκολο να μιλάμε για αμερικανούς δουλεμπόρους. Οι Αμερικανοί δεν οργάνωναν πλέον ταξίδια σκλάβων. Οι αμερικανικές τράπεζες δεν χρηματοδοτούσαν τους δουλεμπόρους, ούτε και οι Αμερικανοί ασφαλιστές υπέγραφαν συμβόλαια γι’ αυτούς. Η Κούβα και η Βραζιλία συνέχισαν να εισάγουν σκλάβους, και το έκαναν χρησιμοποιώντας πλοία αμερικανικής κατασκευής, αλλά οι δουλέμποροι τους αγόραζαν από δεύτερο χέρι. Η Βρεττανία περιπολούσε στον Ατλαντικό σε μια προσπάθεια να καταστείλει το δουλεμπόριο, οπότε οι έμποροι σκλάβων προσλάμβαναν καπετάνιους πολίτες των ΗΠΑ, η παρουσία των οποίων επέτρεπε στα πλοία να φέρουν αμερικανική σημαία ώστε να αποφύγουν τις βρεττανικές επιθεωρήσεις.

Οι Βρεττανοί είχαν επίσης διαπραγματευτεί με ευρωπαϊκά έθνη που εξουσιοδοτούσαν το Βασιλικό Ναυτικό να επιθεωρεί και να διατηρεί πλοία που μετέφεραν εξοπλισμό, αλλά όχι πραγματικούς αιχμαλώτους. Και εδώ, τα πλοία με σημαία ΗΠΑ χρησίμευαν ως βοηθητικά στο δουλεμπόριο. Το 1842 οι ΗΠΑ και η Βρεττανία υπέγραψαν τη Συνθήκη Webster-Ashburton, δεσμεύοντας την Ουάσιγκτον να δημιουργήσει μια δική της μοίρα στην Αφρική, αρχικά συνεργαζόμενη για την καταστολή του δουλεμπορίου. Στην πράξη, ωστόσο, η συνθήκη ματαιώθηκε από μια διαδοχή Αμερικανών υπουργών Εξωτερικών και μόλις το 1859 οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν σοβαρά να καταστείλουν τα πλοία των σκλάβων που έφεραν αμερικανική σημαία. Μέχρι τότε, ακόμη και η Βραζιλία είχε κλείσει το δουλεμπόριο και οι κουβανικές αρχές άρχισαν να επιβάλλουν απαγόρευση που υπήρχε εδώ και αρκετό καιρό. Το κέντρο του παράνομου δουλεμπορίου μεταφέρθηκε πλέον στη Νέα Υόρκη, ένα θέμα που καλύπτεται στο εξαιρετικό πρόσφατο βιβλίο ‘The Last Slave Ships’ (2020) του John Harris. Εκείνα τα τελευταία χρόνια, η αμερικανική δραστηριότητα σε θέματα δουλείας ελεγχόταν και χρηματοδοτούνταν από Βραζιλιάνους ή από Κουβανούς που είχαν συχνά την έδρα τους στην Αβάνα ή από Πορτογάλους που μερικές φορές είχαν την έδρα τους στη Δυτική Κεντρική Αφρική. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το παράνομο εμπόριο μετά το 1835 μετατοπίστηκε για πρώτη φορά από τη Χρυσή Ακτή στη Δυτική Κεντρική Αφρική, η οποία ήταν από καιρό ο πρωταρχικός προορισμός των Πορτογάλων εμπόρων.

 

 

Από το 1969, όταν ο Φιλίπ Κέρτιν (Philip Curtin) δημοσίευσε ‘Το δουλεμπόριο του Ατλαντικού: Μια απογραφή’ (The Atlantic Slave Trade: A Census), η αξιολόγηση της θέσης της Βόρειας Αμερικής στη μακραίωνη ιστορία της δουλείας, ήταν μια περίπλοκη υπόθεση. Ο Κέρτιν έδειξε, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα πολλάκις, ότι δηλαδή, μόνο το 5% περίπου των σκλαβωμένων Αφρικανών κατέληξαν σε αυτό που έγινε Ηνωμένες Πολιτείες! Επιπλέον, πριν από την Επανάσταση σχεδόν το 90% αυτού του 5% έφτασε στη Βόρεια Αμερική με ευρωπαϊκά, κυρίως βρεττανικά, πλοία. Φαινόταν δηλαδή ότι ήταν ασήμαντη η συμμετοχή των Αμερικανών στο δουλεμπόριο. Υπολογίζει, ότι οι Αμερικανοί έμποροι απομάκρυναν κάπου τριακόσιες χιλιάδες σκλάβους από την Αφρική και ότι στην όλη διαδικασία πέθαναν οι πενήντα χιλιάδες από αυτούς.

 

 

Αν και είναι σίγουρα αλήθεια ότι οι Αμερικανοί συνεισέφεραν ελάχιστα στο διατλαντικό δουλεμπόριο είναι επίσης αλήθεια ότι για σχεδόν ογδόντα χρόνια συμμετείχαν ουσιαστικά σε αυτό και ότι για μερικά χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σημαντικό έθνος δουλεμπορίου. Με το να μην επιτρέψουν στους Βρεττανούς να αστυνομεύουν αμερικανικά πλοία μετά το 1808, οι ΗΠΑ διευκόλυναν τη μεταφορά 150.000 σκλάβων στην Κούβα και τη Βραζιλία. Με αυτή την έννοια, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν εκείνος ο παράγων που κατέστησε δυνατό το κουβανικό δουλεμπόριο.

Σήμερα, κανένας ιστορικός δεν θα σκεφτόταν, να γράψει την ιστορία της Νέας Αγγλίας χωρίς αναφορά στην ιστορία της παλιάς Αγγλίας! Τώρα, χάρη σε πολλές γενιές εντυπωσιακών μελετών από ιστορικούς της Αφρικής, είναι αδιανόητο ότι η ιστορία της σκλαβιάς του Νέου Κόσμου, της αποικιακής Αμερικής και της πρώιμης δημοκρατίας, μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή ξεχωριστά από την ιστορία της Αφρικής. Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Σον Κήλλυ, είναι ότι έχει ενσωματώσει την αφρικανική ιστορία στην αμερικανική ιστορία με πειστικό τρόπο!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top