Fractal

✔ Κώστας Χατζηαντωνίου: «Το σώμα μου θέλω να είναι εκεί που είναι η ψυχή μου»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Με ελκύει πάντα ο ήρωας που ζει στο ημίφως της ιστορίας, που έχει πάθος για να γνωρίσει τον εαυτό του και προσάγεται, εξαιτίας της σιωπής του Θεού, σε μια δίκη ανεξιχνίαστη, που θα τη χάσει αλλά θα φανερώσει έτσι κάτι σκοτεινό και απειλητικό που αφορά όλους μας. Θέλω, είτε άντρας είτε γενικά είναι, να έχει κάτι ανεξήγητο και απρόσιτο που δεν μορφοποιείται. Κάτι που υπονοείται πέρα από το αισθητό. Κάτι μοιραίο. Που να κρύβει μια τραγωδία πεπρωμένου και όχι νομοτέλειας.»

 

 

 

Έτσι μιλά ο Κώστας Χατζηαντωνίου για τους ήρωες και τις ηρωίδες του, κι έτσι γράφτηκε το «Αγκιρτζέντο» που βραβεύτηκε, μ’ αυτό, το σκεπτικό, «Ο κύκλος του χώματος», το πλέον πρόσφατο «Το στέμμα των αυγών». Ανάμεσα σε πολλά ιστορικά και φιλολογικά δοκίμια για την Μικρά Ασία, την «ποίηση και την ποιητική του Κωστή Παλαμά».

«Εκείνο το σολωμικό “Εις τον πάτο της εικόνας πάντα η Ελλάδα με το μέλλον της”, νομίζω πως είναι εμμονή και κάτι παραπάνω, ίσως “αίρεσις βίου”. Δεν μιλώ για κάποια “στράτευση” σε μια πολιτική ή βιολογική ενότητα αλλά για την ψυχική ταυτότητα που με δένει με μια κοινότητα ανθρώπων και βρίσκεται σε σχέση διαρκούς εγρήγορσης με όσα αυτοί σκέφτηκαν, αισθάνθηκαν, δημιούργησαν, έπαθαν. Η γραφή γίνεται έτσι ρούχο για να ντύσω τη γύμνια της κοινής μας απελπισίας, πέπλο για να τυλίξω και να ξανακερδίσω κάτι οριστικά χαμένο.» Θα υποστηρίξει μιλώντας στο Liberal.gr για τις προσωπικές, λογοτεχνικές του εμμονές.

Αλλά και για τα μυστικά της γραφής θα μας μιλήσει. Τις μεγάλες λογοτεχνικές του αγάπες, την αρχή των ιστοριών του, για τον σπόρο εκείνο «που φέρνει ο αγέρας και πέφτει σ’ ένα μέρος του νου που είναι γεμάτος αγκάθια», «για κείνη την υγρασία που δίνει νόημα στην ύπαρξη, που κάνει να θαμπώνει το κρύσταλλο της στιγμής από το ζεστό χνώτο των συναισθημάτων, από τη θολή άχνα των προκαταλήψεων και των εμμονών μου», διότι για το Κώστα Χατζηαντωνίου, αρκεί να βρει την αρχή.

Το τέλος το αφήνει να έρθει και υποτάσσεται.

 

 

-Κύριε Χατζηαντωνίου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Οι δικοί μου φόβοι για τη λειτουργία της γραφής δεν πηγάζουν τόσο από την ανάγκη ενός “ιερού” χώρου, όπου το γραφείο υπέχει τη θέση βωμού ή ενός ευμενούς χρόνου (που είναι πάντα απαραίτητο πρόσχημα), όσο από τη δυνατότητα της φαντασίας μου να ξεπερνά την ακαμψία ενός χώρου και να με επανασυνδέει με κάποιον σκοπό, την ώρα που ο νους αλλά και η φυσική μου ροπή προς την απραξία με χωρίζει απ’ αυτόν. Για τούτο, η αντίληψή μου για τον χώρο δεν μπορεί να αποκοπεί από την αντίληψή μου για τον χρόνο. Η γραφή όμως, που έτυχε να γίνει η κατ’ εξοχήν πράξη μου, είναι αδιαχώριστη (συνεργούντος φυσικά του ψυχισμού μου) από έναν σπιτικό τρόπο ζωής που ντύνουν ανταύγειες σιωπής, θαλπωρής και αγάπης. Είναι αδύνατον συνεπώς να γράψω σε εξωτερικό χώρο ή με προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα. Θέλω να βγάζω τη γλώσσα στον χρόνο, άλλοτε με σπονδές στο τίποτα (τι ανοησία –συγνώμη– εκείνο το «ούτε μια μέρα χωρίς μια γραμμή») και άλλοτε γράφοντας χωρίς παύση, πέρα από τη φρικτή γερμανική εφεύρεση του ρολογιού, ενός συμβόλου θανάτου, που διαδέχθηκε τον πολιτισμό ο οποίος εκτιμούσε την ώρα βάσει της σκιάς – με όλα όσα σημαίνει αυτή η λέξη.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όλα αρχίζουν με κάποιον σπόρο που φέρνει ο αγέρας και πέφτει σ’ ένα μέρος του νου που είναι γεμάτος αγκάθια. Αν δω πως από αυτόν τον σπόρο, που τον λέω ιδέα, αρχίζει να βγαίνει ένα μικρό βλαστάρι (πώς και γιατί μη με ρωτήσετε), παίρνω ευθύς την απόφαση να φτιάξω το υγρό εκείνο περιβάλλον, το απαραίτητο για να αναπτυχθεί μια νέα ζωή. Δεν είναι μια φράση ή μια εικόνα. Μιλώ για κείνη την υγρασία που δίνει νόημα στην ύπαρξη, που κάνει να θαμπώνει το κρύσταλλο της στιγμής από το ζεστό χνώτο των συναισθημάτων, από τη θολή άχνα των προκαταλήψεων και των εμμονών μου που με οδηγούν στην εκλογή του θέματος. Αρκεί λοιπόν να βρω την αρχή. Όσο για το τέλος δεν θέλω ποτέ να το φαντάζομαι. Το αφήνω να έρθει και υποτάσσομαι.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Δεν μπορώ να πω αν είναι παράξενο ή αλλόκοτο, αλλά θυμάμαι πάντα πώς γράφτηκε στο μακρινό πια 1994, όχι ένα λογοτεχνικό βιβλίο μα η ιστορική μελέτη μου για τη μικρασιατική εκστρατεία. Ήμουν 29 χρονών και για εβδομάδες δούλευα μέχρι πρωίας πυρετικά με μάτια κόκκινα, κι όχι μόνο από το ξενύχτι, πάνω από ένα μεγάλο τραπέζι όπου ήταν απλωμένοι επιτελικοί χάρτες, βιώνοντας κάθε λέξη που έγραφα. Με εκείνο το βιβλίο νομίζω πως έγινα συγγραφέας. Συνειδητοποίησα δηλαδή ότι αισθανόμενος με τόση ένταση όσα διάβαζα και όσα έγραφα δεν θα γίνω ακαδημαϊκός ιστορικός. Το δίλημμα επιστήμη ή τέχνη λύθηκε μεμιάς.

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Ναι, βέβαια. Εκείνο το σολωμικό «Εις τον πάτο της εικόνας πάντα η Ελλάδα με το μέλλον της», νομίζω πως είναι εμμονή και κάτι παραπάνω, ίσως «αίρεσις βίου». Δεν μιλώ για κάποια «στράτευση» σε μια πολιτική ή βιολογική ενότητα αλλά για την ψυχική ταυτότητα που με δένει με μια κοινότητα ανθρώπων και βρίσκεται σε σχέση διαρκούς εγρήγορσης με όσα αυτοί σκέφτηκαν, αισθάνθηκαν, δημιούργησαν, έπαθαν. Η γραφή γίνεται έτσι ρούχο για να ντύσω τη γύμνια της κοινής μας απελπισίας, πέπλο για να τυλίξω και να ξανακερδίσω κάτι οριστικά χαμένο. Εξηγούμαι όμως: δεν με κινεί η αναπόληση και η αφοσίωση στις ωραίες νεανικές ημέρες του πολιτισμού μας, ούτε η πνευματική υπόκλιση σε νεκρές πλέον μορφές. Γι’ αυτό και αναζητώ πάντα τρόπους έκφρασης, προσχήματα ή τεχνικές, πέρα από τα τυπικά είδη και τα γλωσσικά συρματοπλέγματα.

 

– Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Κάτι κρυμμένο. Κάτι ερειπωμένο που κρύβει ζωή. Αποστρέφομαι τα χρήσιμα, θέλω να μιλώ μόνο για όσα αγαπώ. Αποφεύγω τα δεσμά της επιστημονικής μεθόδου και τις δήθεν εγγυήσεις που ο αναγνώστης λαμβάνει από αυτήν αλλά και το παραλήρημα της αυθαίρετης σκέψης που απλώς εκτονώνει. Μια ιστορία που να τη γεννά η αγρύπνια για ένα νόημα πέραν του τάφου χωρίς υστεροβουλία για ανταπόδοση. Δεν υποτιμώ την καθημερινή πράξη. Απλώς δεν νιώθω πως έχει σημασία να καταγράφεται αν δεν τη δούμε ως παραβολή. Ίσως γιατί πιστεύω πως κάθε εφήμερο είναι παραβολή.

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Με ελκύει πάντα ο ήρωας που ζει στο ημίφως της ιστορίας, που έχει πάθος για να γνωρίσει τον εαυτό του και προσάγεται, εξαιτίας της σιωπής του Θεού, σε μια δίκη ανεξιχνίαστη, που θα τη χάσει αλλά θα φανερώσει έτσι κάτι σκοτεινό και απειλητικό που αφορά όλους μας. Θέλω, είτε άντρας είτε γενικά είναι, να έχει κάτι ανεξήγητο και απρόσιτο που δεν μορφοποιείται. Κάτι που υπονοείται πέρα από το αισθητό. Κάτι μοιραίο. Που να κρύβει μια τραγωδία πεπρωμένου και όχι νομοτέλειας. Που να μην περιέχει αστικό δόλο αλλά την απόγνωση μιας ευγένειας. Που όλο να μετανιώνει και όλο ν’ απελπίζεται.

 

 

 

 

– Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Στο τελευταίο μου βιβλίο («Το στέμμα των αυγών», Καστανιώτης 2020) κυριαρχεί η μορφή ενός μοναχού του 13ου αιώνα, από το χειρόγραφο του οποίου ξεκινά μια ολόκληρη ιστορία που πήρε τη μορφή μυθιστορήματος. Δεν έχει τόση σημασία πώς έφτασε το νεοελληνικό αντίγραφο του χειρογράφου στα χέρια μου – ας πούμε πως είναι ένα σύνηθες συγγραφικό τέχνασμα για να ξεμπερδεύουμε. Από τα ερείπια της μονής των Σωσάνδρων (κοντά στη σημερινή Μαγνησία της Ιωνίας) ωστόσο, ως την Παλιά Κοκκινιά, υπάρχει ένα νήμα ανθρώπων που ακόμη δεν έχει ξετυλιχτεί ως το τέλος. Εκκρεμεί άλλο ένα ταξίδι μου, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, στην Ιωνία.

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

«Από το αγόρι των πέντε χρόνων ως σήμερα ένα βήμα. Από το νεογέννητο ως το πεντάχρονο παιδί η απόσταση είναι τρομακτική», είπε κάποτε ο Τολστόι. Δυστυχώς πριν από τα πέντε χρόνια ανάγνωση δεν υπάρχει, ώστε να μπορώ να απαντήσω. Ας ανοίξουμε λοιπόν το διάστημα λίγο περισσότερο – αν και δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν η καθοριστική επιρροή είναι αυτή των πρώτων τυχαίων διαβασμάτων μας, ή αυτή όσων επιλέγει συνειδητά σε ώριμη ηλικία η ψυχή μας. Ζητώ από τη μνήμη να με συνδράμει και γυρίζω στο καλοκαίρι του 1976. Είμαι έντεκα χρονών και μετά τα φλογερά βιβλία της Π. Δέλτα, «Τα ελληνικά παραμύθια» (συλλογή Γ. Μέγα) και τη «Μενεξεδένια Πολιτεία» του Τερζάκη, ανακάλυπτα (να ο λόγος της αναφοράς του τολστοϊκού αφορισμού πιο πάνω) τον Πόλεμο και την Ειρήνη (κυριολεκτικά) μέσα από το περίφημο έργο του Λέοντος Τολστόι. Μια μύηση στο έπος και συγχρόνως (τι παράξενο) στη σιωπή.

 

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δεν μπορώ να θυμηθώ ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Έχω την εντύπωση πως προηγείται κάποιος εσωτερικός χαλασμός, νιώθουμε πως τρίζουν τα βάθρα του κόσμου μας και τότε, αναζητώντας κάπου να πιαστούμε, ανακαλύπτουμε τα βιβλία στα οποία έκτοτε διαρκώς επιστρέφουμε (ναι, αυτό συμβαίνει) για να κρυφτούμε ή να βγούμε πάλι στο φως. Είναι η ώρα τότε να ανοίξουν πάλι, άλλοτε οι σελίδες του Ντοστογιέφσκι και της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών κι άλλοτε οι σελίδες του απεγνωσμένου Σιοράν. Πότε η ποίηση του Γ. Σεφέρη και πότε οι τόμοι παλαιών περιοδικών – φόρος τιμής στους ποιητές «άδοξοι που ’ναι».

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Έχει ήδη, νομίζω, προδιαγραφεί ο αναγνωστικός μου κόσμος. Ας δώσω όμως ένα σχήμα, σχήμα αγάπης, όπως διατυπώνεται στην ερώτηση και όχι φυσικά με αξιώσεις «κανόνα». Εν αρχή ο κόσμος του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού κι οι λυρικοί της γενιάς του Τριάντα (Τερζάκης, Μυριβήλης), μα και ο Δραγούμης κι ο Καζαντζάκης. Στην ποίηση ο δρόμος που βγάζει από τον Σολωμό και τον Παλαμά στον Σεφέρη. Κι ύστερα το μεγάλο ταξίδι με τους κλασικούς: Στη Ρωσία με τον Φ. Ντοστογιέφσκι, στη Γαλλία με τον Ρομαίν Ρολλάν, στην Αγγλία με τον Τ.Σ. Έλιοτ, στην Ιταλία με τον Λ. Πιραντέλο, στη Γερμανία με τον Φρ. Σίλλερ, στην Ισπανία με τον Θερβάντες.

 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Υπάρχουν δύο στάδια συγγραφής. Στο πρώτο, των σημειώσεων και της «σκαλωσιάς» της οικοδομής, όπως οι μαστόροι που τραγουδάνε ή χαίρονται ν’ ακούν απ’ το μικρό τρανζίστορ μουσική καθώς καρφώνουν ξύλα/ λέξεις (να διαβάζουν εκείνη την ώρα λίγο δύσκολο), μπορώ να συμπορεύομαι με ήχους, χρώματα, φράσεις που έρχονται από τον έξω κόσμο. Το μουσικό ύφος εξαρτάται από το κείμενο, συνήθως προτιμώ andante. Στο δεύτερο που το σχήμα παίρνει μορφή και συχνά σταματώ για να κάνω κύκλους γύρω από μια παράγραφο, θέλω απόλυτη σιωπή. Το σώμα μου θέλω να είναι εκεί που είναι η ψυχή μου.

 

 

 

 

– Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Δεν είμαι έτοιμος να δώσω λεπτομέρειες. Δεν ξέρω ακόμη, ακριβώς, ποιο σχήμα θα πάρει η ιδέα που έχω για μια οικογένεια του απόδημου ελληνισμού που συμμετείχε ισότιμα στον κόσμο του 19ου αιώνα χωρίς να χάνει την ταυτότητά της και θα φτάνει ως τις ημέρες μας, εντελώς «διαφορετική» πια. Ένα βιβλίο με εκτεταμένες εικαστικές αναφορές, κάτι δύσκολο, που δεν έχω επιχειρήσει ως τώρα, και που δεν θα είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά μια ακόμη οικοδομή πάνω στη γέφυρα που ενώνει ιστορία και λογοτεχνία. Ελπίζω η γέφυρα αυτή να αντέξει. Ξέρετε, είναι μια γέφυρα που δεν αντέχει ούτε τη βαρύτητα ούτε την ελαφρότητα. Και το κενό παραμονεύει.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Liberal

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top