Fractal

Αναζητώντας τις ακριβές μας αλήθειες στην αγαπημένη μας Κοζάνη

Γράφει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος //

 

Μιχάλης Πιτένης «Γιαλάν Ντουνιάς», εκδ. Γράφημα

 

Γράφω για το μυθιστόρημα Γιαλάν Ντουνιάς του Μιχάλη Πιτένη, διατυπώνοντας μια σημαντική αντίρρηση που τον αφορά, ως ένα παράπονο που με αφορά.  Στην ακροτελεύτια σελίδα του βιβλίου σημειώνει: «Τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό δεν συνέβησαν ποτέ στην Κοζάνη και όπως και οι πρωταγωνιστές τους είναι δημιουργήματα της φαντασίας.»

Κι όμως, πιστεύω ακράδαντα πως συνέβησαν και στην γενέθλια πόλη του συγγραφέα, όπως συνέβησαν σ’ ολόκληρη την ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60, αλλά και πολύ αργότερα. Μέσα σε τέτοια γεγονότα, που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επέβαλε, μεγάλωσε, ωρίμασε και συνέταξε το βιογραφικό της η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων. Η ευγένεια και το αναμφισβήτητο ταλέντο του Μιχάλη Πιτένη τον ώθησαν να προτάξει την μυθοπλασία έναντι του βιώματος. Κι έχει δίκιο, διότι ο καλός συγγραφέας δεν καταγράφει, αλλά μεταπλάθει, υπονοεί και επινοεί. Η δημοσιογραφική γραφή την οποία υπηρετεί λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία κι ο Μιχάλης Πιτένης έχει τη γνώση και την εμπειρία να κάνει τη διάκριση.

Είτε το λέει είτε όχι, μιλάει για ό,τι καθόρισε και συνέβαλε στην αγωγή και την ωρίμαση των παιδιών της επαρχίας, όλων όσων διεκδίκησαν τη ζωή στα χαλάσματα ενός παλιού κόσμου με τα στερεότυπα και τις δεισιδαιμονίες του, ο οποίος κινήθηκε στην παρασκιά του νεωτερικού πνεύματος και μακριά, πολύ μακριά, από το φως των ιδεών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ανεκτικότητας. Βλέπετε το εθνικό αφήγημα κατασπάραζε ό,τι νέο μπορούσε να ταράξει την κυριαρχία του.

Στο μυθιστόρημα Γιαλάν Ντουνιάς, περιγράφονται όλα τα παραπάνω ως οργανικά στοιχεία της μυθοπλασίας. Οι ήρωες διευρύνοντας τους ορίζοντές τους, αφήνουν πίσω τα σημάδια της ήττας τους. Όλοι και όλες χαμένοι και χαμένες σε έναν κόσμο γυάλινο εύθραυστο, ευμετάβλητο και εν πολλοίς οικείο, εχθρικό, αλλά απαραίτητο για την αρμονική συμβίωση όσων περιέχει. Οι παρεκτροπές και οι διαφορετικότητες δεν αποτελούν παρά εξαιρέσεις που απεργάζονται τη διασάλευση της τάξης.

Οι άνθρωποι του Μιχάλη Πιτένη, διασταυρώνονται με τους ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου παρέχοντας μιαν αφηγηματική πληρότητα και αλήθεια στην επινοητική ικανότητά του. Το γοητευτικό κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα, οι περιγραφές και οι χρονικοί κατακερματισμοί- αναδρομές της αφήγησης, συνιστούν ένα άκρως ελκυστικό μυθιστόρημα.

Από την ανησυχία και την περιέργεια του μικρού πρωταγωνιστή που προβάλλονται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να δηλωθεί σε γλώσσα ζωντανή ανεπιτήδευτη η αγωνία για το άγνωστο και συνάμα η προσήκουσα τιμή στο παρελθόν: «Πολλές φορές στη μέχρι τότε ζωή μου, είχα φοβηθεί. Τα στάχια, που κρύβονταν μες  στο σκοτάδι και περίμεναν την κατάλληλη ώρα για να μας επιτεθούν, ιδίως αυτά που παραμόνευαν μέσα στο στοιχειωμένο αμπέλι που ’χαμε στη γειτονιά μας, την κόλαση που θα πηγαίναμε «επειδή κάναμε αμαρτίες», όπως μας έλεγαν κάθε Κυριακή στο κατηχητικό, τον Γυμνασιάρχη, που όταν μας καλούσε στο γραφείο μάς χτυπούσε δυνατά με μια κοντή συμπαγή ξύλινη βέργα στις παλάμες, τόσο δυνατά λες και προσπαθούσε να μας τις σπάσει, τα μεγαλύτερα αγόρια, που μας πλάκωναν στο ξύλο για να μας πάρουν τη μπάλα ή τις μπίλιες, τον θηριώδη Αντών’, που  ‘χε χάσει τέσσερις χρονιές και  τον είχαμε πλέον συμμαθητή και μας τρομοκρατούσε κυνηγώντας μας στα διαλείμματα για να μας βάλει κωλοδάχτυλο. Γι’ αυτό ήξερα με βεβαιότητα πως εκείνο το βράδυ δεν φοβόμουν. Ήμουν απελπισμένος…..»

Το μυθιστόρημα βασίζεται στη διαρκή αποκάλυψη των στοιχείων και των ανθρώπων που συμμερίστηκαν και ικανοποίησαν συμβιβασμένοι τους επιβεβλημένους όρους ζωής από μια άρχουσα καθεστηκυία τάξη η οποία στόχευε στο θυμικό για να κατευνάσει τα όνειρα. Η σπατάλη της ζωής είναι πια η μοναδική διέξοδος: τίποτα δεν ολοκληρώνεται, όλα καλύπτονται από την βεβαιότητα της αδυναμίας, τη γενικευμένη δυσθυμία και θλίψη. «Ας… Τί π’ράζει; Μάναχ’ τα  σκέφτουμι, μάναχ’  τα  λέου» υποστηρίζει η Αφρατή […] Λίγα μέτρα η απόσταση, αλλά έφτανε για να ξαναλογαριάσει τα όνειρά της. Δύο ούτε ένα παραπάνω. Να γίνει δασκάλα. Δεν της δόθηκε η ευκαιρία ούτε καν να το προσπαθήσει αυτό. Να γίνει κομμώτρια. […]».

Όλοι οι άνθρωποι του Πιτένη διακρίνονται από την υποτακτική τους στάση την οποία  έχει καλλιεργήσει το κατεστημένο και η σκληρή πραγματικότητα που έχει τις ρίζες της στη μοιρολατρία και το κακό του Εμφυλίου. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και τα διαλείμματα της εποχής. Τα πανηγύρια, οι γάμοι και οι γιορτές λειτουργούσαν ως αναλγητικά για τον βαθύ και εν πολλοίς ανομολόγητο πόνο, αφού, πρόσκαιρα, η έξωθεν καλή εικόνα έπρεπε να επικαλύπτει τις σκιές και η υποκριτική συμπεριφορά να ταυτίζεται με μιαν αρμονία δήθεν.

 

Μιχάλης Πιτένης

 

Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν και να σχολιαστούν για την πολυπρόσωπη, πολυδιάστατη και άκρως ενδιαφέρουσα πεζογραφική κατάθεση του Μιχάλη Πιτένη. Εκείνο όμως στο οποίο πρέπει να σταθώ και νιώθω την ανάγκη να το κάνω δεν είναι ο μύθος, η πλοκή, οι εκφραστικοί τρόποι και οι τεχνικές του συγγραφέα, αλλά στο τι δεν γίνεται. Πραγματικά γοητεύτηκα από τους υπαινιγμούς και τα υπονοούμενα, ίσως ο ιδιαίτερος λαϊκός λόγος να συνέδραμε σ’ αυτό, ίσως στις αυλές και τα κατώφλια των σπιτιών να διαδραματίζονταν πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να κατανοήσουμε, ενδεχομένως η φρίκη της μεταβατικής περιόδου να καραδοκεί ως μαινάδα και να παραμονεύει και στη δικιά μας πραγματικότητα. Άλλωστε ο κόσμος μας είναι έτσι κι αλλιώς διάφανος και εύθραυστός.

Οι ήρωες-άνθρωποι του Μιχάλη Πιτένη μας ξεδιπλώνουν τον κόσμο τους. Αυτόν που έζησαν τα κύτταρά τους μέσα στο πνεύμα της ήττας, της φθοράς, τη εξαθλίωσης κι εντέλει της ματαίωσης και των διαψεύσεων, μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων. Ταπεινοί κι ασήμαντοι για τους διορθωμένους αστούς, έως ανυπόληπτοι. Οι γηγενείς, οι μέτοικοι κι οι μετανάστες στο αφηγηματικό μωσαϊκό συνθέτουν το ψέμα και την αλήθεια τους. Η επινόηση νομίζω εξαντλείται σ’ έναν γάμο που δεν πραγματοποιείται, όπως το τέλος που διαρκώς αναβάλλεται για να διαρκεί.

Έτσι λοιπόν. Χάρτινος κόσμος. Εύθραυστος κόσμος. Διάφανος κόσμος. Ψεύτικος κόσμος. Γιαλάν Ντουνιάς. Ό,τι και να είναι, σε όποια του εκδοχή, ο συγγραφέας, μάς έχει επιστρέψει μαζί με τον Νικολάκη, ύστερα από πενήντα χρόνια στην Κοζάνη του καθενός μας για να αναζητήσουμε τις ακριβές μας αλήθειες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top