Fractal

Τσαρλς Μπουκόβσκι «Αυτός ο γάτος είμαι εγώ!»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Τσάρλς Μπουκόβσκι «Για τις γάτες», εκδ. Πατάκη, μετάφραση Γιώργου Λαμπράκου

 

«Να ένα ωραίο γατί. Η γλώσσα του κρέμεται απέξω, είναι αλλήθωρο. Η ουρά του είναι κομμένη. Είναι ωραίος, έχει λογική. Τον πήγαμε στον κτηνίατρο για ακτινογραφίες- τον χτύπησε αυτοκίνητο. Ο γιατρός, λέει, “Αυτόν τον γάτο τον έχουν πατήσει δυο φορές, τον έχουν πυροβολήσει, του έχουν κόψει την ουρά”. Είπα, “Αυτός ο γάτος είμαι εγώ”. Ήρθε στην πόρτα πεινασμένος του θανατά. Ήξερε ακριβώς πού να έρθει. Είμαστε και οι δυο αλήτες του δρόμου».

Σπαρακτικός, σαρκαστικός, αυτοαναφορικός, η πιο τρυφερή πλευρά του Μπουκόβσκι αναδύεται στα κείμενα και στα ποιήματά του όταν αναφέρεται στις γάτες του.

Ο Χάινριχ Καρλ (Χένρυ Τσαρλς) Μπουκόβσκι που γεννήθηκε στο Άντερναχ της Δυτικής Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920, από γερμανίδα μητέρα και πατέρα αμερικανό στρατιώτη πολωνικής καταγωγής, που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες όταν ο μικρός Τσάρλι ήταν μόλις δύο χρονών, παραμορφωμένος από μια περίεργη μορφή ακμής, κακοποιημένος από τον πατέρα του και διωκόμενος από τους αμερικανούς για την γερμανική του καταγωγή, όταν γράφει για τα γατιά του, ο «Βρώμικος κόσμος» του ανθίζει, οι στίχοι του δεν έχουν καμία σχέση με τις «Αναμνήσεις ενός πορνόγερου».

Γίνεται αισιόδοξος, λυρικός, έως και μεταφυσικός:

«Το να έχεις ένα σωρό γάτες τριγύρω είναι καλό. Αν νιώθεις άσχημα, απλά κοιτάζεις τις γάτες και θα νιώσεις καλύτερα, γιατί αυτές ξέρουν ότι τα πάντα είναι όπως είναι. Δεν έχουν λόγο να αναστατώνονται. Απλά το ξέρουν. Είναι σωτήρες. Όσο πιο πολλές γάτες έχεις τόσο πιο πολύ θα ζήσεις. Αν έχεις εκατό γάτες, θα ζήσεις δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι αν έχεις δέκα. Κάποια μέρα αυτό θα ανακαλυφτεί και οι άνθρωποι θα έχουν χίλιες γάτες και θα ζουν για πάντα».

Υπαρξιακός και φιλοσοφικός, τολμά κι ατενίζει το έρεβος:

«Δεν υπάρχουν πνεύματα ή θεοί σε μια γάρα, μην τους ψάχνεις Σεν. Η γάτα είναι η εικόνα του αιώνιου μηχανισμού, όπως η θάλασσα. Δε χαϊδεύεις τη θάλασσα επειδή είναι όμορφη αλλά τη γάτα τη χαϊδεύεις –γιατί;- ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΣΕ ΑΦΗΝΕΙ. Κι η γάτα ποτέ δε γνωρίζει φόβο –τελικά- απλώς τελειώνει με ένα σάλτο στη θάλασσα και στα βράχια, κι ακόμα σε μια μέχρι θανάτου μάχη δε σκέφτεται παρά μόνο το μεγαλείο του σκότους».

Σχεδόν ξεχνά και χλευάζει το παρελθόν του. Ας μη ξεχνάμε ότι από το 1939 έως το 1941 παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College, το 1941 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας, ωστόσο, το εγχείρημά του δεν απέδωσε… Το 1944, δημοσίευσε την πρώτη του ιστορία “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip” στο περιοδικό “Story” και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Τζάνετ Μπέικερ, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και αλκοολική, όπως κι ο ίδιος. Μαζί της μοιράστηκε τα επόμενα δέκα χρόνια της πορείας του. Στο ίδιο διάστημα περιπλανήθηκε σ’ όλη τη χώρα, δουλεύοντας ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ, σε εργοστάσιο παρασκευής σκυλοτροφών κι άλλες “δουλειές του ποδαριού”, που θα του εξασφάλιζαν τα προς το ζην και, κυρίως, το αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε μεγάλες ποσότητες. Οι εμπειρίες που αποκόμισε απ’ αυτές τις περιπλανήσεις τού χρησίμευσαν ως υλικό για τα έργα του.

 

 

Ωστόσο ο μόνος αναγνώστης που μετράει γι’ αυτόν διατηρούσε εσαεί το δικαίωμα να τον ξεγράψει μονοκοντυλιά ακόμα κι όταν θα έχει αναγνωριστεί το έργο του:

«ένας αναγνώστης

ο γάτος μου έχεσε στο αρχείο μου

σκαρφάλωσε στο Golden State Sunkisi

το πορτοκαλί κουτί

κι έχεσε στα ποιήματά μου

στα πρωτότυπα ποιήματά μου

τα φυλαγμένα για τα πανεπιστημιακά αρχεία.

 

αυτός ο μονόφθαλμος χοντρός μαύρος κριτικός

με ξέγραψε».

 

Εξάλλου, έτσι αγάπησε τη ζωή, σαν γάτα:

«Τα εργοστάσια, οι φυλακές, οι μεθυσμένες μέρες και τα νοσοκομεία με έχουν εξασθενήσει και ταρακουνήσει σαν ποντίκι στο στόμα μιας μουράτης γάτας: ζωή».

 

 

Το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τον Πατάκη, Τσάρλς Μπουκόβσκι «Για τις γάτες», εκδ. Πατάκη σε μετάφραση Γιώργου Λαμπράκου, είναι αποκαλυπτικό για τη ζωή και το έργο του. Για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον έρωτα, την καθημερινότητα και τον θάνατο:

«Δεν μου αρέσει ο έρωτας ως προσταγή, ως έρευνα, πρέπει να σου έρθει σαν πεινασμένη γάτα στην πόρτα».

«χθες η γάτα ανέβηκε ήρεμα την πάροδο του σπιτιού/ με τον κότσυφα ζωντανό στο στόμα της,/ φτερούγες σαν βεντάλιες, όμορφες φτερούγες σαν βεντάλιες/ να σπαρταράνε,/ πούπουλα χωρισμένα σαν τα γυναικεία πόδια στο σεξ/ και το πουλί δεν κορόϊδευε πια, / παρακαλούσε, ικέτευε/ αλλά η γάτα/δρασκελίζοντας τους αιώνες/ δεν άκουγε». [Ο κότσυφας]

Τα έργα του Τσαρλς Μπουκόβσκι είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτοβιογραφικά. Έχοντας ζήσει περίπου μια δεκαετία στο περιθώριο, μέσα από απορία, αλκοολισμό και συνεχείς καβγάδες, έκανε λογοτεχνικό σύμπαν την φτώχια, την απελπισία, τον πόνο και την εγκατάλειψη:

«καλή τύχη, παλιόφιλε, / δεν είναι εύκολο/ κρεμασμένοι από τα αρχίδια μας καθώς είμαστε, αυτό είναι,/ είμαστε κρεμασμένοι από τα αρχίδια μας,/ και θα χρειαζόμουν λίγη τύχη κι εγώ-/ στο μεταξύ-/ πρόσεχε τα μάτια και έχε μπροστά το αριστερό/ και τρέχα σαν τον διάολο/ όταν απλώς δεν υπάρχει κανένας λόγος/ πια».

Ενίοτε γίνεται ο γάτος του, σχεδόν ταυτίζεται:

«τον γέρο- Μπουτς τον στείρωσαν,/ τα κορίτσια δε μετράνε καθόλου/ τώρα πια.// όταν ο Μεγάλος Σαμ έφυγε /από πίσω/ κληρονόμησα τον μεγάλο Μπουτς,/ εβδομηντάρης αν ήταν άνθρωπος,/ γέρος,/ στειρωμένος,/ μα ακόμα ο πιο μεγάλος και/ κακός γάτος που μπορεί κανείς/ να θυμηθεί/ ποτέ.// μου έχει σχεδόν ροκανίσει / το χέρι ο διάολος/ τα χέρι που τον ταϊζει/ μια δυο/ φορές/ αλλά τον συγχώρησα,/ είναι στειρωμένος /κι υπάρχει κάτι μέσα/ του/ που δεν του/ αρέσει» [κακή στείρωση]

«ως “Μπουτς Μπουκόβσκι” κατέγραψε ο κτηνίατρος τον ασθενή/ όταν επέστρεψα να τον πάρω είχαν μπατάρει το κρανίο του/ και/ έμοιαζε σαν να του είχαν κάνει μια τρύπα στο κεφάλι/ μια νοσοκόμα τον έβγαλε από το δωμάτιο 6// «τι του κάνατε» ρώτησα «λοβοτομή;»// τώρα απλά κάθεται πάνω στη σόμπα και με καρφώνει/ Μπουτς Βαν Γκόγκ Αρτό Μπουκόβσκι»  [Μπουτς Βαν Γκόγκ]

 

 

Ωστόσο, μετά την μεγάλη αναγνώριση ο Μπουκόβσκι αλλάζει λίγο και τη θεματολογία του. Παύει να μιλά μόνο για ιστορίες χαμένων ανθρώπων. Συναναστρεφόμενος με διαφορετικούς ανθρώπους, διανθίζει τα έργα του με σαρκαστικά σχόλια για την καινούρια του ζωή, ωριμάζει και μαλακώνει το ύφος του:

«χαμογελάνε ξανά/ όπως παλιά,/ ξαφνικά ο Μανξ/ πηδά μακριά/ και σκορπίζεται στο / χαλί πλαγίως/ κυνηγώντας κάτι/ που κανείς μας/ δεν μπορεί να δει» [Μανξ]

Αλλά ποτέ δεν ξεχνά:

«ο κολοβός, αλλήθωρος γάτος ήρθε στην πόρτα μια μέρα και τον μαζέψαμε. Γέρικα τσιμπλιασμένα μάτια./ Φοβερός τύπος./ Τα ζώα εμπνέουν. Δεν ξέρουν να λένε ψέματα./ Είναι φυσικές δυνάμεις./ Η τηλεόραση μπορεί να με αρρωστήσει μέσα σε πέντε λεπτά, αλλά μπορεί να κοιτάζω ένα ζώο για ώρες και να μη βρίσκω παρά τη χάρη και τη δόξα, τη ζωή όπως θα έπρεπε να είναι».

Προσπαθεί να δει τη ζωή στην ολότητά της κι αυτό βγαίνει ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στις γάτες του:

«οι Αιγύπτιοι αγαπούσαν τη γάτα/ συχνά θάβονταν μαζί της/ κι όχι με τη γυναίκα/ και ποτέ με τον σκύλο// και τώρα /εδώ/ οι καλοί άνθρωποι με τα/ καλά μάτια/ είναι πολύ λίγοι// εδώ οι φίνες γάτες/ με σπουδαίο στιλ/ αράζουν/ στις αλέες του σύμπαντος». [«γάτες κι άνθρωποι κι εσύ κι εγώ και τα πάντα»]

Αυτοσαρκαστικός μέχρι εκεί που δεν παίρνει με τη δουλειά του  κάποιες φορές:

«κάπου τότε όλες οι συνεντεύξεις τελειώνουν/ παρότι είμαι πολύ περήφανος καμιά φορά όταν βλέπω τις συνεντεύξεις/ αργότερα και να με εκεί και να κι ο γάτος κι έχουμε φωτογραφηθεί παρέα// ξέρει κι αυτός ότι είναι μαλακίες αλλά έτσι παίρνουμε τη γνωστή/ γατοτροφή, /σωστά;» [η ιστορία ενός σκληροτράχηλου καριόλη]

Τολμά και διαβλέπει το κοινό μέλλον των πάντων:

«ήταν απλά ένας/ γάτος/ αλλήθωρος,/ και βρώμικος λευκός/ με γαλανά μάτια// δε θα σας κουράσω με την/ ιστορία του/ απλά θα πω ότι/ είχε πολλή κακοτυχία/ κι ήταν ένας καλός / γέρος/ και πέθανε/ όπως πεθαίνουν οι άνθρωποι/ όπως πεθαίνουν οι ελέφαντες/ όπως πεθαίνουν οι αρουραίοι/ όπως πεθαίνουν τα λουλούδια/ όπως εξατμίζεται το νερό και/ ο αέρας παύει να φυσάει// οι πνεύμονες τα παίξανε/ την περασμένη Δευτέρα, /τώρα βρίσκεται στον κήπο/ με τις τριανταφυλλιές/ κι άκουσα ένα/εμψυχωτικό εμβατήριο/να παίζεται γι’ αυτόν/ μέσα μου/ για το οποίο ξέρω πως/ όχι πολλοί/ αλλά κάποιοι από εσάς /θα ήθελαν να/ μάθουν/ σχετικά,// αυτό είναι/ όλο» [ένα για τον παλιόφιλο]

 

 

Αναγνωρίζοντας πως η υπαρξιακή οδύνη και η ποίηση της καθημερινότητας περνούν μέσα από τους γάτους του, θα τολμήσει να γράψει:

«θεέ μου» θα πούνε «το μόνο για το οποίο γράφει ο Τσινάσκι/ είναι οι γάτες!» / «θεέ μου» λέγανε παλιά «το μόνο για το οποίο γράφει ο Τσινάσκι/ είναι οι πουτάνες!»// οι παραπονιάρηδες θα παραπονιούνται και θα εξακολουθούν / να αγοράζουν τα/ βιβλία μου: λατρεύουν τον τρόπο που τους εκνευρίζω.// αυτό είναι το τελευταίο από μια σειρά ποιημάτων» [ένα «ποίημα φύσης» για σας]

Ωστόσο στους γάτους χρωστάει και το αναγνωρίζει:

«όσο κάθομαι σε αυτή τη/ μηχανή/ ο γάτος μου ο Τινγκ κάθεται πίσω μου/ στην πλάτη της καρέκλας μου/ /τώρα καθώς γράφω αυτό/ πατά σε ένα ανοιχτό/ συρτάρι/ και μετά φεύγει/ διασχίζοντας το γραφείο//τώρα/ η μύτη του είναι πάνω σ’ αυτό το/ χαρτί/ και με παρακολουθεί να/ γράφω//

ο Τίνγκ απλά κάθεται και κοιτά/ αυτή τη γραφομηχανή// μήπως θέλει να γίνει/ συγγραφέας; ή μήπως ήταν στο/ παρελθόν;»

[ο γάτος μου ο συγγραφέας]

Όταν είμαι μαζί τους δεν αισθάνεται μοναξιά:

«μόνος / απόψε/ στο σπίτι,/ μόνος με/ 6 γάτες/ που μου λένε /χωρίς /κόπο / όλα εκείνα που/ πρέπει/ να ξέρω» [θερμό φως]

Οι γάτες του είναι οντότητες, έχουν σχέση με τη γραφή, σχεδόν του δείχνουν το μέλλον:

«ήθελα να ονομάσουμε τις γάτες μας/ Έζρα, Σελίν, Τουργκένιεφ,/ Έρνι, Φίοντορ και / Γκέρτρουντ/ αλλά/ μια κι είμαι καλό παιδί/ άφησα τη γυναίκα μου/ να τις ονομάσει/ και ιδού τα αποτελέσματα:/ Τονγκι, Ντινγκ, Μπίκερ,/ Μπάου, Φέδερ και/ Μπιούτι.// ούτε καν ένας Τολστόι/ σε όλο το αναθεματισμένο/ τσούρμο» [η παρέα μας]

Το αναγνωρισμένο έργο του δεν έχει καμιά σημασία μπροστά τους:

«ο γάτος κατούρησε / τον υπολογιστή μου/και τον έβγαλε νοκ/ άουτ// τώρα γύρισα στην /παλιά /γραφομηχανή// απλά αντέχει/ περισσότερο/ μπορεί να τα βγάλει πέρα με/ κάτουρο, χυμένη μπύρα/ και κρασί, /στάχτες από τα τσιγάρα και /πούρα/ ναι διάολε, /με σχεδόν/οτιδήποτε// μου θυμίζει τον/ εαυτό μου// καλώς ήρθες ξανά,/ παλιόφιλε,/ από τον παλιόφιλο» [τραγωδία;]

Ωστόσο γνωρίζει ότι η γραφή είναι και παραμένει το πεπρωμένο του:

«Έχεις γάτα; Ή γάτες; Ξέρουν να κοιμούνται, μωρό μου. Μπορούν να κοιμούνται 20 ώρες τη μέρα και δείχνουν ωραίες. Ξέρουν ότι δεν έχουν λόγο να αναστατώνονται. Το επόμενο γεύμα. Και κάτι μικρό να σκοτώνουν στη χάση και στη φέξη. Όταν με διαλύσουν οι δυνάμεις, απλά κοιτάζω μία ή περισσότερες από τις γάτες μου. Έχω 9. Απλά κοιτάζω κάποια να κοιμάται ή να μισοκοιμάται κι ηρεμώ. Η γραφή είναι επίσης η γάτα μου. Με χαλαρώνει. Για λίγο, τέλος πάντων. Μετά τα καλώδιά μου μπερδεύονται και πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή. Δεν μπορώ να καταλάβω τους συγγραφείς που αποφασίζουν να σταματήσουν να γράφουν. Πώς χαλαρώνουν;»

 

 

Η ευτυχία του περνά μέσα απ’ τις γάτες του. Η ζωή είναι μια γάτα, η γάτα είναι η μόνη που είναι σε θέση να του δείχνει το δρόμο του:

«Τώρα έχουμε 9 γάτες. Οι αδέσποτες καταφθάνουν και δεν μπορούμε να τις διώξουμε. Πρέπει να σταματήσουμε. Ανάθεμα τις γάτες που με σηκώνουν νωρίς το πρωί για να τις βγάλω έξω. Αν δεν το κάνω, αρχίζουν να ξεσκίζουν τα έπιπλα. Αλλά είναι θαυμάσια και πανέμορφα ζώα. Κουλ. Τώρα πια ξέρω από πού βγήκε η έκφραση είναι γάτα».

Όταν γράφει για τις γάτες του ο Μπουκόβσκι του «Ταχυδρομείου» γίνεται στοχαστικός, είναι γαλήνιος, τα έχει όλα, είναι ενίοτε σχεδόν ευτυχισμένος:

«ξέρω, ξέρω,/ είναι περιορισμένες, έχουν διαφορετικές /ανάγκες και/ έγνοιες// αλλά παρακολουθώ και μαθαίνω από αυτές,/ μου αρέσουν τα λίγα που ξέρουν/ που είναι τόσο /πολλά//παραπονιούνται μα ποτέ δεν/ ανησυχούν/ περπατούν με εκπληκτική αξιοπρέπεια,/ κοιμούνται με μια άμεση απλότητα που/ οι άνθρωποι απλά αδυνατούν να/ καταλάβουν.// τα μάτια τους είναι πιο /ωραία από τα μάτια μας/ και μπορούν να κοιμούνται 20 ώρες/ τη μέρα/ χωρίς/ δισταγμούς ή/ τύψεις// πεσμένος/ αρκεί απλά/ να παρατηρήσω τις γάτες μου// και το/ θάρρος μου/ επανέρχεται,// μελετώ αυτά τα/ πλάσματα// είναι οι δάσκαλοί μου» [οι γάτες μου]

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top