Fractal

Εκλεκτικές συγγένειες με δύο εκλεκτούς

Γράφει η Χαρά Νικολακοπούλου //

 

Μιχάλης Μακρόπουλος, “Μαύρο Νερό”, εκδ. Κίχλη 2019

 

 Σαν ηπειρώτικο μοιρολόγι, απέριττο, πυκνό, υποβλητικό, το νέο βιβλίο του Μιχάλη Μακρόπουλου.  Σπαρακτικό. Δωρικό και απέριττο.  Στιβαρό και αγέρωχο σαν που ταιριάζει σε ανθρώπους που ξέρουν να ζουν αλλά και να θρηνούν και να πενθούν μ’ έναν θρήνο υπόκωφο, μυστικό, σιωπηλό. Όπως το παραδοσιακό τραγούδι προϋποθέτει τη μέθεξη, έτσι η κοινότητα -ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν -παίζουν σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, όσοι έχουν απομείνει μετέχουν στη κοινή απόφαση να μείνουν και να πεθάνουν στον τόπο τους. Μοιράζονται τα πάντα, το λιγοστό φαγητό, τις λιγοστές κουβέντες, το δηλητηριασμένο νερό, το μολυσμένο κρέας των ζώων, τις σφαίρες, το όπλο τους, τα κομμένα επιδόματα, τις απώλειές τους, τον σιωπηλό θρήνο τους, το λιγοστό κουράγιο που τους απομένει.  Όπως και το ηπειρώτικο τραγούδι που επιδιώκει να ανακουφίσει την καρδιά από το βάρος της απώλειας, του πένθους  και της μελαγχολίας αποδίδοντας ταυτόχρονα σπονδή σε αυτά τα στοιχεία.

Η ιστορία: ένα ζοφερό τοπίο, πληγωμένο από την ανθρώπινη καταστροφική μανία, δηλητηριασμένο, σπαρμένο με βιομηχανικά απομεινάρια σκουριασμένα και σπασμένα. Μια οικολογική καταστροφή στο φόντο που οφείλεται σε μια εξόρυξη, για την οποία δεν γίνεται εκτενής λόγος. Ενας δυνατός ιερός δεσμός ανάμεσα σε πατέρα και γιο που λαμβάνει βιβλικές διαστάσεις «έμοιαζαν Πατέρας και γιος, οι τελευταίοι άνθρωποι στη γη». Ένας πατέρας με κεφαλαίο Π που αγωνίζεται μέχρις εσχάτων. Τριγύρω τους, άνθρωποι ετοιμοθάνατοι, νεκροζώντανοι σχεδόν που τριγυρνούν πεινασμένοι, χωρίς ελπίδα ανάμεσα στα χαλάσματα και στα ερείπια. Ερημιά, εγκατάλειψη, αίμα και θάνατος. Ένα θέατρο φαντασμάτων.

Και μέσα σε αυτό το απόκοσμο τοπίο, που είναι ο μεγάλος, πανταχού παρών πρωταγωνιστής αφού όλα τα περιβάλλει και όλα τα συνέχει, αναδύονται αχτίδες ελπίδας και φωτός, μεταφυσικές υπόνοιες στο λυκόφως της καταστροφής. Διόλου τυχαίες οι αναφορές στην Αγία Αναστασία, στον άγιο Χριστόφορο, στην Ανάσταση του Τολστόι. Λαχτάρα για την εκπλήρωση μια βαθύτατης επιθυμίας του παιδιού, για υπέρβαση της ανημπόριας και της αναπηρίας του, που πραγματοποιείται στο τέλος με τρόπο απολύτως φυσιολογικό και όχι μαγικό. Αντίδωρα για τον τιτάνιο αγώνα, τη μεγάλη θυσία του πατέρα, η ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, η φιλία και ο έρωτας έστω και την ύστατη στιγμή.

Πέρα από μια δυστοπική ιστορία οικολογικής καταστροφής, πέρα από ένα αφήγημα για έναν άρρηκτο δεσμό ανάμεσα σε πατέρα και γιο, το Μαύρο νερό είναι μια ιστορία για την πίστη, για την ελπίδα, για τη θυσία, για τη Χάρη. Με πολλές μεταφυσικές αναφορές. Είναι μια ιστορία για την αγάπη εν τέλει.

Ένα κείμενο ιερατικό, γραμμένο θαρρείς κατά το ύφος και το ήθος των γραφών. Μορφές απόκοσμες, βιβλικές, ασκητικές. Είναι οι μικρές καθημερινές τελετουργικές πράξεις που τους κρατούν στη ζωή. Ο πολιτισμός γύρω τους έχει καταρρεύσει και έτσι οι κανόνες και τα πολιτισμένα ήθη έχουν ανατραπεί. Οι αξίες επαναδιαπραγματεύονται. Μέσα σε όλα όμως αυτά, οι άνθρωποι βαστάνε σφιχτά την ανθρωπιά τους. Ακουμπάνε πάνω στον συνάνθρωπο, όταν το κράτος τους έχει εγκαταλείψει, όταν η τροφή εκλείπει, όταν τα πολιτισμένα ήθη έχουν απολεσθεί, το μόνο που μένει είναι η πίστη τους. Πίστη σε τι; στους αγίους τους, στον τόπο τους, στη μνήμη, στους νεκρούς τους.

Η νουβέλα του Μιχάλη  Μακρόπουλου  συνομιλεί με δύο μεγάλες δημιουργίες του κινηματογράφου και της παγκόσμιας λογοτεχνίας με τις οποίες παρουσιάζει αξιοσημείωτες εκλεκτικές συγγένειες. Σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, πρόκειται για τα έργα που τον ενέπνευσαν στη συγγραφή του Μαύρου Νερού.

Θα επιχειρήσω μια σύντομη αντιπαραβολή με αυτά τα δύο έργα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως θα χρειαζόταν μεγαλύτερος χρόνος και έκταση κειμένου για να καλύψω όλες τις παραμέτρους, και έχοντας τη συναίσθηση πως αναμετριέμαι με πολύ μεγάλη πρόκληση.

Η εμβληματική ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι Stalker (1979) περιγράφει την πορεία τριών ατόμων μέσα σε ένα φανταστικό, επικίνδυνο τοπίο που ονομάζεται Ζώνη όπου οι συνηθισμένοι νόμοι της φύσης αναιρούνται. Αναζητούν το Δωμάτιο, εκεί που λένε ότι εκπληρώνονται οι βαθύτερες επιθυμίες του Ανθρώπου. Ο οδηγός λέγεται Στάλκερ και, όπως εννοεί η μετάφραση του ονόματός του, κινείται με αργό, προσεκτικό τρόπο, έτσι όπως ο κυνηγός ψάχνει για το θήραμά του. Είναι αυτός που ξέρει πώς να περάσει μέσα από όλα τα εμπόδια και τις παγίδες της Ζώνης για να φτάσει στο Δωμάτιο. Εκεί οδηγεί τον Συγγραφέα και τον Επιστήμονα, όμως όταν φτάσουν μπροστά από την είσοδο του Δωματίου, ο Φόβος, η Αμφιβολία και η Αμφισβήτηση θα τους εμποδίσει να περάσουν το κατώφλι του.

Πρόκειται για ένα ταξίδι που αμφισβητεί την έννοια της Ελπίδας; Ή είναι μια ταινία για την Πίστη; Ένα φιλοσοφικό έργο που θέτει ερωτήματα και ψάχνει απαντήσεις. Βασίζεται στο βιβλίο Πικ-νικ στην άκρη του δρόμου των ρώσων αδερφών Μπόρις και Αρκάντι Στρουγκάτσκι.

Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι δήλωσε σε συνέντευξή του: «Σκέφτομαι ότι ένα έργο τέχνης οφείλει να έχει μια σημασία πνευματική, θετική, να μεταφέρει την ελπίδα και την πίστη. Δεν νομίζω ότι η ταινία μου είναι απελπισμένη, αλλιώς δεν είναι έργο τέχνης. Είναι ένα είδος κάθαρσης. Είναι μια τραγωδία και η τραγωδία δεν είναι απελπισμένη. Είναι μια ιστορία καταστροφής, που αφήνει όμως στο θεατή μια αίσθηση ελπίδας, εξ αιτίας ακριβώς αυτής της κάθαρσης που περιέγραψε ο Αριστοτέλης. Η τραγωδία εξαγνίζει τον άνθρωπο».

Τα κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο έργα, το Στάλκερ και το Μαύρο Νερό:

-Η φθορά και η καταστροφική επέμβαση στο φυσικό τοπίο. Μια πληγή πάνω στο πρόσωπο της γης, ονομάζουν τη Ζώνη οι συγγραφείς του βιβλίου Πικ νικ δίπλα στον δρόμο. Για ουλές στο φυσικό τοπίο κάνει λόγο ο Μακρόπουλος.

«Στάθηκαν εκεί που τελείωναν τα δέντρα, στο χείλος της μεγάλης ουλής που ανοιγόταν στο δασωμένο τοπίο. Στο μέσον της δέσποζε η σκουριασμένη αντλία της γεώτρησης».

-Το τοπίο είναι τραυματισμένο, όμως η φύση διεκδικεί ξανά την κυριαρχία της. Το ολοζώντανο καταπράσινο ,αν και μολυσμένο, τοπίο- είναι η φύση/θεότητα που θα κυριαρχήσει τελικά πάνω στους θύτες της; Μια ύπαρξη καθαρά ανώτερη, ιερή η οποία όπως και κάθε θρησκεία θεσπίζει τους δικούς της κανόνες. Μια δήλωση για την ανωτερότητα της φύσης που θα επουλώσει τις πληγές της και θα εξοντώσει τον καταστροφικό ανθρώπινο εισβολέα; «Δεν νομίζω πως στο βιβλίο μου η φύση είναι τιμωρός των ανθρώπων. Απεναντίας, νομίζω πως οι άνθρωποι είναι τιμωροί της φύσης, και σε τούτο υπάρχει βέβαια αυτοτιμωρία», από συνέντευξη του στον Γρηγόρη Δανιήλ.

   –Η παρουσία του νερού. Το υγρό στοιχείο έφερε πάντα κάποια βαριά σημασία στις ταινίες του Ταρκόφσκι και, συνήθως συμβόλιζε τις υποσυνείδητες σκέψεις των ανθρώπων. Στο Στάλκερ το νερό φαίνεται να καλύπτει όλα τα απομεινάρια της προηγούμενης ανθρώπινης ύπαρξης. Εγκαταλελειμμένα αντικείμενα φαίνονται να καλύπτονται από το νερό και μας θυμίζουν τη ματαιότητα αυτού του κόσμου. Δε χάνει όμως και τη θρησκευτική του αξία, καθώς οι πρωταγωνιστές περνάνε συνέχεια μέσα από αυτό, σε μια διαδικασία εξαγνισμού/βάφτισης.

Ο ίδιος ο τίτλος της νουβέλας  Μαύρο Νερό παραπέμπει όχι μόνο στο πετρέλαιο, αλλά και στα μαύρα νερά της Στυγός, του ποταμιού του μίσους στον Κάτω Κόσμο (ας μην ξεχνάμε ότι η περιοχή όπου διαδραματίζεται η νουβέλα διαρρέεται από τον Αχέροντα και τους παραποτάμους του, αλλά και στον Αμελή ποταμό, δηλαδή το ποτάμι της λήθης» (Αντώνης Γαζάκης). Το νερό είναι πανταχού παρόν στη νουβέλα του Μακρόπουλου. Η λίμνη Ζαραβίνα που «παλιά είχε την καθαρότητα και τη στιλπνάδα γυαλιού, όμως τώρα κοιτούσε θολή, τυφλά, τον χαμηλό ουρανό. Θυμόταν που πήγαινε μικρός για κολύμπι με τον πατέρα του- τα μεγάλα ψάρια γλιστρούσαν σαν σκιές από κάτω του και τα ‘βλεπε με δέος, δίνοντάς τους διαστάσεις τεράτων του νερού. Τώρα η λίμνη ήταν νεκρή».

Είναι και η βροχή που πέφτει ασταμάτητα,  οι ατελείωτες νεροποντές που μουσκεύουν τους ανθρώπους και καταρρακώνουν το ηθικό τους. «Βάδιζε σκυφτός μες στη βροχή, που αντί να κόψει δυνάμωσε. Κι ας φορούσε κουκούλα, το πρόσωπό του βρεχόταν. Χοντρές στάλες μπλέκονταν στα βλέφαρά του, τον τύφλωναν, του πάγωναν το δέρμα στα μάγουλα. Πίσω από το παραπέτασμα του νερού φαίνονταν θολά τα περιγράμματα των δέντρων, των δεξαμενών, των σκουριασμένων φορτηγών».

Είναι η παλιά  δεξαμενή με μισοσβησμένα πάνω τα γράμματα της Ripoil,  γεμάτη έντομα, τρωκτικά, πουλιά. Το νερό, πηγή ζωής, απαιτεί τώρα την τακτική αλλαγή φίλτρου για να αποκαθαρθεί στοιχειωδώς από τα μολυσμένα απόβλητα.

-Το θέμα της πίστης. Ο Ταρκόφσκι είχε δηλώσει: «η πίστη είναι η πίστη. Χωρίς αυτήν ο άνθρωπος στερείται κάθε πνευματικής ρίζας, είναι σαν τυφλός. Δώσαμε διάφορα περιεχόμενα στην πίστη, σε διάφορες εποχές. Αλλά αυτό που ενδιαφέρει τον Στάλκερ, σ’ αυτή την περίοδο της αποσύνθεσης της πίστης, είναι να ανάψει μια σπίθα, μια πεποίθηση στην καρδιά των ανθρώπων».

Την πίστη οι ήρωες του Μακρόπουλου τη βιώνουν εσωτερικά. Είναι μια πίστη γήινη, χειροπιαστή, τρυφερή, προσαρμοσμένη στα ανθρώπινα μέτρα. Έτσι σε έναν κόσμο όπου για τους ανθρώπους δεν υπάρχει πια Θεός, οι άγιοι των εικόνων της εκκλησίας γίνονται πιο πραγματική συντροφιά, σε έναν τόπο που έχει αδειάσει από ανθρώπους τα φαντάσματα γεμίζουν κάθε του γωνιά.  «Οι άγιοι δεν ήταν μακρινές παρουσίες τώρα που δεν υπήρχαν άνθρωποι. Ήταν τόσο κοντινοί όσο τα φαντάσματα των χωριανών στους άδειους πάγκους της εκκλησίας».

   –Οι αναφορές στη θρησκεία. Μια σκονισμένη Αγία γραφή, που οι σελίδες της είχανε κατσαρώσει κι είχαν πιάσει μούχλα από την υγρασία, ένας τυφλός ψάλτης, τα ξωκλήσια της Αγιά σωτήρας, της κοίμησης της Θεοτόκου, του Αι Λιά, του Αι Γιάννη, του Αι Δημήτρη, του Αγίου Χριστόφορου, όπου οι δυο πρωταγωνιστές πραγματοποιούν ολονύχτιες ή και ολοήμερες επισκέψεις ευλάβειας και περισυλλογής.  Ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί σε συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα:  «πόσο μ’ αρέσει να μπαίνω σε παλιές εκκλησίες, όπου ο χρόνος φαίνεται στην πέτρα, στις ξεφλουδισμένες τοιχογραφίες, πόσο τις προτιμώ από μια νεόκτιστη εκκλησία

-Η έννοια της ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων. Οι πρωταγωνιστές του Στάλκερ επιλέγουν να μην μπουν στο Δωμάτιο, οι ήρωες του Μαύρου Νερού επιλέγουν να παραμείνουν στον μολυσμένο τόπο παρά τις ασφυκτικές πιέσεις του κρατικού μηχανισμού να μετακομίσουν στα Γιάννενα, στα καινούρια σπίτια που τους έχουν ετοιμάσει. Γιατί επιμένουν να παραμένουν οι λιγοστοί άνθρωποι στον μολυσμένο θανατηφόρο τόπο, σε αυτή τη φριχτή ουλή πάνω στο πρόσωπο της γης; Ενάντια σε κάθε επίσημη κρατική διαταγή; Με μοναδική συντροφιά τις φωτογραφίες των νεκρών τους στους τοίχους και τους αγίους βυθισμένους στις σκιές, με τις μορφές τους να αναδύονται αχνές τώρα μες απ’ το σκοτάδι; Ίσως γιατί είχαν γίνει ένα μ’ αυτόν τον τόπο, βάζοντάς τον μέσα τους και μιλώντας με τα φαντάσματά του. Τα λόγια μιας χωρικής, της Αθηνάς του Κοτσίνη, ηχούν αποκαλυπτικά: «Τώρα είναι η μόνη ελευθερία που’ χουμε, ν’ αποφασίσουμε εμείς πού θα πεθάνουμε».

Κι ακόμα: αναλογίες εντοπίζονται στις μεσσιανικές μορφές των πρωταγωνιστών, στο ανάπηρο παιδί των πρωταγωνιστών και κυρίως:

-Το θαύμα στο τέλος. Το ανάπηρο παιδί στο Μαύρο Νερό υπερβαίνει την αναπηρία του και μεταμορφώνεται σε ένα μυθικό πλάσμα. Η ανάπηρη κόρη του Στάλκερ κλείνει την ταινία πράττοντας το δικό της θαύμα.

Στον κόσμο αυτό, το φυσικό και το μεταφυσικό συνυπάρχουν και οδηγούν χέρι χέρι την ύπαρξή μας, και το θαύμα μπορεί να μας περιμένει στην επόμενη στροφή του δρόμου, μοιάζουν να  μας λένε αμφότεροι οι δημιουργοί.

 

Μιχάλης Μακρόπουλος

 

Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο. « Δεν είναι περισσότερες από τριακόσιες σελίδες αλλά είναι σχεδόν τόσες και νομίζω πως θα έχουν την ίδια διάρκεια με τις σελίδες που έχουν διασωθεί από τον Σοφοκλή» είχε δηλώσει  για το βιβλίο του Ρούλφο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία  Μάρκες.

«Ήρθα στην Κομάλα γιατί μου είπαν πως εδώ ζούσε ο πατέρας μου, κάποιος Πέδρο Πάραμο. Μου το είπε η μητέρα μου. Κι εγώ της υποσχέθηκα πως θα ερχόμουν να τον βρω μόλις θα πέθαινε. Της έσφιξα τα χέρια, σημάδι ότι θα το έκανα, γιατί εκείνη βάδιζε τότε προς τον θάνατο κι εγώ ήμουν πρόθυμος να της υποσχεθώ τα πάντα».

Η ιστορία εκτυλίσσεται σ’ ένα χωριό – φάντασμα, στην Κομάλα, σ’ έναν τόπο που βρίσκεται «στο στόμα ακριβώς της Κόλασης», (τόπος πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, πολύ ζεστός)  και όπου εμπειρίες, μνήμες και γεγονότα έχουν εγκλωβιστεί στον χρόνο. Ένας γιος επιστρέφει εκεί, στη γενέθλια πόλη της μητέρας του για να αναζητήσει σαν άλλος Τηλέμαχος τον άγνωστο πατέρα του, “κάποιον Πέδρο Πάραμο”. Όμως η καταστροφική μανία του πατέρα-δυνάστη έχει μετατρέψει το μέρος σε “καμένη γη”. Οι άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί και το μόνο που συναντά κατά τη διάρκεια της πικρής του περιπλάνησης είναι οι “αλύτρωτες ψυχές” των άλλοτε κατοίκων αυτού του χωριού. Οι ψίθυροί τους, οι αντίλαλοι, οι κραυγές, οι αναστεναγμοί έχουν κατακλύσει τους έρημους δρόμους,  ξεχύνονται από τις ρωγμές των τοίχων, και μαρτυρούν παράξενες, ανομολόγητες ιστορίες του χωριού, παλιά εγκλήματα για τον Πέδρο Πάραμο, για την ερήμωση που επήλθε στο μέρος εξαιτίας της “μνησικακίας” του. Το  χωριό αναδεικνύεται στον βασικό πρωταγωνιστή του βιβλίου μέσα από ένα παράδοξο οδοιπορικό στην Κομάλα με έντονο το μεταφυσικό στοιχείο και κατά το οποίο τα όρια παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος γίνονται σχετικά.

 

Τα κοινά στοιχεία που εντοπίζω:

-Το υποβλητικό χωριό- φάντασμα βέβαια που αποτελεί τον  εφιαλτικό πρωταγωνιστή, η απόκοσμη ομορφιά και ερημιά του τοπίου, τα αξιοθρήνητα απομεινάρια των νεκρών, τα φαντάσματά τους που  στοιχειώνουν την αφήγηση.

Κι ακόμα: οι δύο κυρίαρχες φιγούρες είναι ο πατέρας και ο γιος, η καταστροφική μανία του ανθρώπου που  εξαρθρώνει τον τόπο γύρω του, η  μητρική φιγούρα είναι και εδώ απούσα, νεκρή. Όμως παρά την απουσία της καθορίζει υπογείως τις πράξεις, τις αποφάσεις και τις αναμνήσεις των ηρώων. «Από τη μητέρα του ο Χριστόφορος δεν θυμόταν πολλά¨ μοναχά μια αμυδρή εικόνα, που οι φωτογραφίες τη συμπλήρωναν κι  έδιναν ένα πρόσωπο στο φάντασμα της μνήμης. Είχε πεθάνει από την Αρρώστια όταν το αγόρι ήταν τριών χρονών

– Ο μη χρόνος, απουσία δηλαδή οριστικής καταγραφής χρονικών συνιστωσών, η νουβέλα του Μακρόπουλου μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται στο παρελθόν, στο παρόν ή στο εγγύς μέλλον. Το έντονο μεταφυσικό στοιχείο σαν μια διαρκής συνομιλία ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο με τον κόσμο των νεκρών, τα δύο έργα κινούνται στο λυκόφως ανάμεσα στους δύο κόσμους.  Η φύση που ορίζει τη βούληση των ανθρώπων και κινητοποιεί τα ανθρώπινα ένστικτα. H  σημειολογία των ονομάτων (Πάραμο= έρημος, Χριστόφορος= ο φέρων τον Χριστό).

Η ιστορία συνομιλεί με τον μύθο, οι πρωταγωνιστές ανάγονται εν τέλει σε πανανθρώπινα σύμβολα.  Κοινή αίσθηση κι αυτή η ανατριχίλα που σε διαπερνά καθώς βυθίζεσαι στη παράξενη γοητεία αυτών των δύο  αναγνωσμάτων και αντιλαμβάνεσαι πως σε έχουν κατακυριέψει με τρόπο υπόγειο και ανεξίτηλο.

    Το μεγάλο ζήτημα που θέτουν τα δύο κείμενα είναι η ατομική ευθύνη του κάθε ανθρώπου και η ανοχή του απέναντι σε όσα δυναστεύουν τη ζωή του είτε πρόκειται για έναν τυραννικό άνθρωπο είτε για μια άσπλαχνη κυβέρνηση και για την αλόγιστη τεχνολογική εκμετάλλευση .

Εν κατακλείδι, η νουβέλα του Μακρόπουλου κινείται σε βιωματική παραλληλία με τον πανανθρώπινο μύθο. Η ματαίωση και η ήττα, η αέναη αναζήτηση, ο αδυσώπητος αγώνας ενάντια σε όλους και όλα ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα. Είναι ένα βιβλίο ικανό να σε σημαδέψει. Και για το οποίο δεν αρκεί μία  και μόνη ανάγνωση για να το προσπελάσεις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top