Fractal

Please mind the gap

Γράφει η Χρύσα Φάντη  //

 

“Γάμπαρη Αμβρακικού”, Γεωργία Τάτση,  Εκδ. Γαβριηλίδη, 2019

 

Έξι χρόνια μετά την πρώτη νουβέλα της, Χορός στα ποτήρια (εκδ. Γαβριηλίδης, 2013), και έχοντας ήδη στο ενεργητικό της μια υποψηφιότητα για Κρατικό Βραβείο, η Γεωργία Τάτση επανεμφανίζεται με ένα σύνθετο και πλαγίως αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, από τις ίδιες εκδόσεις.

1.

Στο Γάμπαρη Αμβρακικού, όπως και στο Χορός στα ποτήρια, η εξιστόρηση χωρίζεται σε τρία μέρη, με τους ισάριθμους τίτλους: Εν τω Οίκω, Εν τω Ναώ, και Επί του Τάφου,  να υποδηλούν έναν  παραλληλισμό της Εξόδιου Ακολουθίας με τη συμβολική πορεία  μιας ώριμης σε ηλικία γυναίκας. Ένα καλά δομημένο τρίπτυχο, με τα έξι επιμέρους κεφάλαια −μέσα από θραύσματα και εικόνες σπασμένες αλλά και μια ξεκάθαρη και ευθεία αναφορά σε κάποιους από τους υπόγειους σταθμούς του μετρό της σημερινής Αθήνας─, να υπογραμμίζουν ένα παρόν, που ενώ συνεχίζει να είναι παρόν καταβυθίζεται διαρκώς και σαν έλικας στη χώρα των νεκρών και της μνήμης.

Επόμενη στάση Παλλήνη. Please mind the gap.

Με την επιστροφή της από ένα ταξίδι στην Κέρκυρα και από κει στον σταθμό της Παλλήνης, η ώριμη αυτή γυναίκα κουβαλάει στην τσάντα της το βάρος ενός θανάτου. Η φωνή της, στο β’ ενικό πρόσωπο της απεύθυνσης εις εαυτόν, είναι κουβεντιαστή και συνάμα επιβλητική, καθώς το σώμα του νεκρού δίνει τη θέση του στο σώμα του εγκλήματος. Πρόκειται για τον πιστοποιημένο θάνατο ενός άντρα, με τη φωτογραφία του καρφιτσωμένη πάνω σε ένα επίσημο έγγραφο και την αιτία του θανάτου του να τη χτυπά όπως συρμός με σπασμένα φρένα.

Μόλις επιστρέφεις βάζεις τον φάκελο στο συρτάρι σου και δεν τον ξαναδιαβάζεις, αν κι είναι πολλές οι απορίες σου, πολλά τα κενά, πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα.

Ο κρυμμένος φάκελος πυροδοτεί ένα  ανάποδο στον χρόνο ταξίδι, με τον εκλιπόντα πατέρα να στέκεται μπροστά στην κόρη όπως ποιμένας πουλιών. Μιλάει τη γλώσσα τους (ηχολαλία) ώσπου γίνεται κι αυτός πουλί (ηχοπραξία). Με βαθιά ενσυναίσθηση η γυναίκα που ακούει στο όνομα Αλεξάνδρα προσπαθεί να συλλάβει τις συνέπειες αυτής της καλά κρυμμένης πραγματικότητας, έχοντας πλήρη επίγνωση του κινδύνου που η αποκάλυψη ελλοχεύει. Η αφήγηση, εμποτισμένη με όνειρα και φράσεις της κλασσικής γραμματείας, ιδιόμελα και σπαράγματα από τον Όμηρο, τον Επιτάφιο θρήνο και την Νεκρώσιμο Ακολουθία, αποσπάσματα από τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον Μπόρχες, τον Ντανίλο Κιτς, τον Ελύτη, τον Παπαδιαμάντη ή την παράδοση (δημοτικό τραγούδι που άλλοτε μεταφέρεται αυτούσιο και άλλοτε σε παραλλαγές με πολιτική σημασία, όπως: «Ζέρβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς» και «Γρίβα μ’…» με αναφορά όχι στον οπλαρχηγό Θοδωράκη Γρίβα αλλά στον Γεώργιο  Γρίβα Διγενή) απογειώνεται με την περιγραφή του χορού στο πανηγύρι, καθώς και εκείνην στο νεκροταφείο, με την Αλεξάνδρα μικρή και σχεδόν κουφή πια, να ακούει τη μάνα της να μιλά άλλοτε ψιθυριστά κι άλλοτε με βόγγους πνιχτούς μπροστά στον σταυρό, λες και στο χώμα έβλεπε ξαπλωμένο τον άνθρωπο. Ο αφηγητής, τριτοπρόσωπος τώρα και περισσότερο αποστασιοποιημένος, αναφέρεται σε ένα περιβάλλον αγροτικό και οίκο της πρώτης της νιότης. Ο λόγος του, λεπτομερειακός και γεμάτος συμβολισμούς, με έμμεσες ή άμεσες αναφορές τόσο στο προσωπικό της δράμα όσο και σε ιστορικά γεγονότα, εστιάζει στον σεισμό του ’55 στην Κεφαλονιά, πολύ κοντά στον γενέθλιο τόπο της (ένα χωριό κάπου στην περιφέρεια της Άρτας), για να περιγράψει ένα φυσικό φαινόμενο και μια καταστροφή που παραπέμπει σε διεργασίες χθόνιες και αναβρασμούς υπόγειους, ενώ συνάμα αντικατοπτρίζει τόσο τη ψυχική κατάσταση του εκλιπόντα  όσο και τον δικό της εσωτερικό αναβρασμό. Συχνές και καταιγιστικές οι υποδόριες ή προφανείς συσχετίσεις, όπως για παράδειγμα εκείνη με τον σταυρό δώρο και σύμβολο που η Αλεξάνδρα ανακαλεί σε κάθε της βήμα.

 

2.

Κόσμος πολύς στις κυλιόμενες, φασαρία στα σκαλιά, οχλοβοή, μέσα σου η φωνή που σου μιλάει συζητάτε οι δυο σας πολλές φορές πηγαίναμε προς τον παράδεισο βαδίζοντας προς το αντίθετό του ─ την ακούς αλλά, αυτή τη στιγμή δεν έχεις όρεξη να ανοίξεις διάλογο μαζί της, βρίσκεσαι σε άλλο σύμπαν τώρα, ή μήπως όχι;

Δουκίσσης Πλακεντίας, Μέγαρο Μουσικής, Ευαγγελισμός, Σύνταγμα, Μοναστηράκι. Οι σταθμοί του μετρό, τους οποίους η Αλεξάνδρα διασχίζει καθημερινά για να μεταβεί στη δουλειά της,  χωμένοι κάτω από την επιφάνεια της πόλης και διακοσμημένοι με αρχαία ταφικά κτερίσματα και έργα σύγχρονα μιας τέχνης κερματισμένης, έχουν ήδη παρασύρει την αφήγηση σε  μια εσωτερική ενδοσκόπηση για ένα παρελθόν παραμυθητικό και ταυτόχρονα δύσκολο, αγαπημένο και ταυτόχρονα ζοφερό.  Ένα παρελθόν, μέσα από το οποίο η περιγραφή της πρώιμης μετοίκησής της από το χωριό στην Αθήνα και η μετέπειτα  πολιτική της εμπλοκή επιβεβαιώνει τα λόγια του Μπόρχες στην προμετωπίδα «οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουνε στη μοίρα», ενώ την ίδια στιγμή, με έναν άλλο τρόπο  τα αμφισβητεί. Στο τέλος, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάρσα, με το τραγικό της στοιχείο να εμπλέκεται κάποτε με το ιλαρό (this is not a pipe). Συγκλονιστικός ο θάνατος της μάνας και η διπλή ταφή, ενώ το όνειρο, αριστοτεχνικά γραμμένο, συγκινεί και εκπλήσσει με την ειλικρίνειά του.

Έπρεπε να το έχεις κάνει, μάνα, έπρεπε να το έχεις κάνει για να το ανάπαυσον. […]Ας έθαβες σκυλί στη θέση του, μια σαύρα, ένα σπουργίτι, ένα τζιτζίκι, χρυσόμυγα, την πεταλούδα που καιγόταν στη λάμπα σου, έστω μια πέτρα. Τίποτα να μην έθαβες. Κενοτάφιο.

 

Γεωργία Τάτση

 

3.

Αrachnocampa luminosa. Σκουλήκι φωτεινό, σκοτάδι και φως, τη φέρνεις στα μέτρα σου ή μήπως προσπαθείς να χωρέσεις στα δικά της;

Με γραφή κλασσική αλλά και πολλά νεωτερικά στοιχεία (απροσδιοριστία, ρευστότητα, διακειμενικότητα, συχνές εναλλαγές στο χρόνο και τα πρόσωπα της αφήγησης, μείξη λυρισμού και συμβολισμού με στοιχεία νεοηθογραφίας και νεορεαλισμού), το Γάμπαρη Αμβαρακικού συγκροτεί ένα μοντέρνο αφήγημα για την αναζήτηση ενός εαυτού  απενοχοποιημένου και απεγκλωβισμένου από το ιστορικό και οικογενειακό ψέμα. Τόσο η μεταμυθοπλαστική  ανάκληση των επιστημονικών όρων και των ιατρικών γνωματεύσεων, όσο και η ίδια θέση τους έξω από τον κύριο κορμό της αφήγησης, ως κείμενα υπερκείμενα της εξιστόρησής της, προβάλλουν μιαν κατάσταση που μοιάζει να λειτουργεί  ερήμην και ανεξάρτητα από τις θελήσεις των υποκειμένων.

ΔΗΜΟΣΙΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ ΚΕΡΚΥΡΑΣ. Πορεία της νόσου ─ θεραπεία: Η ψυχική κατάστασις του αρρώστου παραμένει η αυτή. […] Γίνονται ενέσεις Αrrenal υποδορίως ─ ενέσεις ηπατικών εκχυλισμάτων – δίαιτα υπερσιτισμού.

Η συγγραφέας προχωρεί στις ψυχρές αυτές  αναφορές, μέσα από ένα κείμενο που βαίνει παράλληλα με το αφηγηματικό, σε ένα είδος στιλιστικής υπέρβασης, όπου η αλλαγή γλώσσας και ύφους αλλά και αυτή καθαυτή η εξωκειμενική θέση του ίσως είναι σημαντικότερα από εκείνα της μυθιστορηματικής δεινότητας και της φαντασίας του συγγραφέα. Ένα είδος μεταμοντέρνας προοικονομίας μέσω επιστημονικών όρων και τεκμηρίων, με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο απογυμνωμένη και αργή αποκάλυψη ενός προσωπικού δεδομένου. Από την άλλη, και σε αντίθεση με αυτό το αυστηρώς προσωπικό δεδομένο (τεκμήρια που αφορούν μόνο ένα συγκεκριμένο άτομο), τα διακειμενικά στοιχεία που παρατίθενται σε ιτάλικς και βρίσκονται αρμονικά ενσωματωμένα μέσα στην αφήγηση,  τονίζουν το διαχρονικό και καθολικό που εμπεριέχει κάθε ατομική περίπτωση,  αποδίδοντας έτσι στην προσωπική εξιστόρηση διαστάσεις οικουμενικές και μιαν άλλη οπτική στο προσωπικό αδιέξοδο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top