Fractal

Ο «φιλοσοφικός» Καζαντζάκης: ανάμεσα σε μπερξονικό βιταλισμό και νιτσεϊκό μηδενισμό

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης //

 

 

 

 

 

Νίκος Καζαντζάκης, «Ασκητική», Διόπτρα, Αθήνα 2023, Σελ. 192

Νίκος Καζαντζάκης, «Αναφορά στον Γκρέκο», Διόπτρα, Αθήνα 2023, Σελ. 672

 

 

Τι μπορεί να πει κανείς σήμερα για τον Καζαντζάκη, τον πιο πολυμεταφρασμένο Έλληνα συγγραφέα διεθνώς, που να μην έχει ήδη ειπωθεί; Πώς μπορεί κανείς να σχολιάσει τα βιβλία του, όταν γνωρίζει ότι αυτά μελετώνται και αναλύονται διαρκώς και διεθνώς; Εδώ θα επιχειρήσουμε να προβούμε σε μερικά σχόλια για δύο έργα μέσα στα οποία συμπυκνώνει το φιλοσοφικό του credo. Αρχικά, είναι γνωστές οι φιλοσοφικές σπουδές του Καζαντζάκη. Αυτές προσδιόρισαν και τις βασικές του θέσεις. Ήδη στη διδακτορική διατριβή του, βρίσκει κανείς τον εξής περιληπτικά εύστοχο ορισμό για τον μηδενισμό. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, μηδενισμός είναι η  «κατάστασις η παραγομένη εν ημίν ευθύς ως αντιληφθώμεν ότι υπάρχει αδιάλλακτος και αμετάκλητος αντινομία μεταξύ του ιδανικού και της πραγματικότητος, μεταξύ της ζωής ην κρίνομεν καλήν και βιώσιμον και της ζωής της επιβλλομένης εν τη πραγματικότητι».

Η διατριβή αφορά στη φιλοσοφία του Nietzsche και δεν κρύβεται ο θαυμασμός του νεαρού Κρητικού γι’ αυτή. Το μοναδικό πράγμα που επικρίνει ρητά ο Καζαντζάκης στη νιτσεϊκή σκέψη, είναι η διάκριση σε «κυρίους» και «δούλους», και αυτό το κάνει προβάλλοντας με το (μάλλον ωφελιμιστικό) επιχείρημα ότι μια τέτοια διάκριση θα έδινε στον καθένα το έναυσμα να αυτοθεωρηθεί «κύριος», παραμερίζοντας τις ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις, με δυσχερείς συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο. Την ίδια εποχή, όμως, ο Καζαντζάκης παρακολουθούσε τις διαλέξεις του Γάλλου φιλοσόφου Henri Bergson. Αυτοί οι δύο φιλόσοφοι καθόρισαν τη σκέψη του. Όπως θα δούμε, η καζαντζακική κοσμοθεωρία, που κυρίως εκφράζεται στο παρόν βιβλίο, διακρίνεται από την ασυμφιλίωτη διαμάχη μεταξύ νιτσεϊσμού και μπερξονισμού. Ας δούμε λίγο περισσότερα. Τα πρώτα βήματα στη διαμόρφωση του Καζαντζάκη έγιναν ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν νεαρός ακόμη, έζησε από κοντά τους αγώνες των Κρητικών ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Ο Καζαντζάκης περιγράφει τη ζωή του ως διαρκή αναζήτηση για την απάντηση των αιώνιων υπαρξιακών ερωτημάτων. Η ζωή του ήταν ένας ασταμάτητος ανηφορικός αγώνας για την κατάκτηση της γνώσης και της «λύτρωσης». Σύμφωνα με τον ίδιο, οι νεανικές του «ανακαλύψεις» του Γαλιλαίου και του Δαρβίνου, ταπεινώνοντας βαθιά τον ανθρωποκεντρισμό του, κλόνισαν την πίστη του στον κόσμο, οδηγώντας τον σε μελαγχολία. Μπροστά στην απογοήτευση των νεανικών του ιδανικών, ο Καζαντζάκης αγωνίζεται έκτοτε για νόημα σ’ έναν κόσμο που του φαινόταν παράλογος. Τα τέσσερα αποφασιστικά βήματα που έκανε στην αναζήτησή του, μέσα στην πνευματική του αυτοβιογραφία Αναφορά στον Γκρέκο, τα συνοψίζει ως «Χριστός, «Βούδας», «Lenin» και «Οδυσσέας». Από τη χριστιανική άσκηση για την επικράτηση του καλού πάνω στο κακό, πέρασε στη βουδιστική ταύτιση του καλού με το κακό, από εκεί αναζήτησε τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας και ενός νέου κόσμου για τους ανθρώπους, κάτι που βρήκε στον κομουνισμό και τη μετεπαναστατική Ρωσία. Τέλος, κατέληξε στη λατρεία του ανθρώπινου αγώνα για χάρη του ίδιου του αγώνα, ακόμη και χωρίς κανένα αντικειμενικό σκοπό και όφελος. Και έτσι επανερχόμαστε στον μηδενισμό, τον οποίο βρήκε στη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Παράλληλα, όμως, η μπερξονική αισιοδοξία διατηρείται. Συγκεκριμένα, η πίστη του Καζαντζάκη στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου μετατρεπόταν σε προσωπική φιλοδοξία δημιουργίας μιας νέας θρησκείας, μια φιλοδοξία που άγγιζε τα όρια της μεγαλομανίας.

Ο Καζαντζάκης βλέπει ενίοτε τον εαυτό του σαν έναν νέο θρησκευτικό ηγέτη, έναν αγωνιστή που παραδίδει ένα νέο «ευαγγέλιο» στην ανθρωπότητα. Με αυτό το ακριβώς σκεπτικό είναι γραμμένη η Ασκητική. Ας δούμε τώρα όσα διακηρύσσονται εκεί.

Ιστορικά, αυτό το βιβλίο, αυτό το φιλοσοφικό ποίημα του Καζαντζάκη, προέκυψε ως απάντηση στον επαναστατικό αναβρασμό των κομουνιστών ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, αυτό που προέκυψε από την επανάσταση στη Ρωσία ήταν κάτι παραπάνω από μια κοινωνικοπολιτική μεταβολή. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας, ενός νέου ιδεώδους ζωής, ίσης αξίας με ό, τι πστάθηκε ο Χριστιανισμός κάποτε: πρόκειται για την έναρξη ενός νέου κόσμου, πιο δίκαιου και πιο ανθρώπινου. Ο Καζαντζάκης πιστεύει όμως πως η υλιστική ιδεολογία του μαρξισμού παραθεωρεί ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν μονάχα με τα «επιστημονικά» τους δεδομένα και τη λογική, αλλά έχουν μεγάλη ανάγκη και τον «μύθο», έναν οποιονδήποτε «μύθο». Ενώ λοιπόν ο Καζαντζάκης ενθαρρύνει ενεργά τον κομουνισμό στην πράξη, τουλάχιστον κατά τα πρώτα του βήματα στη Ρωσία, και προσδοκά με βεβαιότητα την παγκόσμια επικράτησή του, φαίνεται ότι απέχει παρά σάγγας από τη θεωρητική ταύτιση με τη μαρξιστική ιδεολογία, στη μία ή την άλλη της εκδοχή. Παρακολουθώντας τον «θεό», όπως ονομάζει τη μπερξονική ζωτική ορμή, να μάχεται με τη μορφή του εργατικού κινήματος στη Ρωσία, ο Καζαντζάκης το μεταπλάθει για να κηρύξει το προσωπικό του πιστεύω: τον ασταμάτητο αγώνα για τη λύτρωση. Αυτό εξέφρασε από το έργο του Ασκητική, το οποίο έχει χαρακτηριστεί και «κατά Καζαντζάκην Ευαγγέλιον», καθώς εκφράζει την απόλυτα προσωπική του κοσμοθεωρία. Αυτή η κοσμοθεωρία, ξαναλέμε, διέπεται από μιαν ασυμφιλίωτη αντίθεση.

Ο αρχικός τίτλος του βιβλίου, που ο ίδιος το θεωρούσε θεμέλιο όλων των έργων του και το είχε χαρακτηρίσει ως το πρώτο «μετακομουνιστικό πιστεύω», ήταν τ“Salvadores Dei”. Το βιβλίο, που γράφτηκε πρώτα στη Βιέννη, ύστερα συνεχίστηκε στο Βερολίνο και τη Ρωσία, και συνέχισε να γράφεται σ’ όλη τη ζωή του συγγραφέα του, αποτελείται από τα’ ακόυλουθα έξι κεφάλαια: Πρόλογος, Προετοιμασία, Πορεία, Όραμα, Πράξη και Σιωπή. Μέσα από λυρικές περιγραφές της φύσης, του πολέμου και της καθημερινής ζωής, εκφράζεται σε μια πλούσια και ζωντανή γλώσσα το όραμα για ένα νέο κόσμο. Η μεταφυσική του Καζαντζάκη είναι γνήσια μπερξονική και αναγνωρίζει δύο «αρχές» ως τα βασικά θεμέλια του κόσμου μας: την ύλη με τη ζωή/ζωτική ορμή. Αυτές οι δύο ουσίες υποτίθεται ότι βρίσκονται σε αιώνια σύγκρουση, καθώς η ορμή της ζωής συνίσταται σε μια απαίτηση για δημιουργία και τείνει προς την αθανασία, ενώ η ύλη έχει κατηφορική κατεύθυνση και τείνει στην αποσύνθεση της δημιουργίας, τελικά και στον θάνατο. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, οι άνθρωποι πρέπει να συλλάβουμε αυτή την ανηφορική προσπάθεια της ζωτικής ορμής και να την ενισχύσουμε με τις δικές μας δυνάμεις, με στόχο να δημιουργήσουμε ένα ανώτερο, «υπερανθρώπινο» είδος. Αυτή την ορμή ο Κρητικός συγγραφέας την ονομάζει «θεό». Πρώτο βήμα λοιπόν είναι η προετοιμασία: πρέπει να συλλάβουμε πως όσα παρατηρούμε γύρω μας δεν είναι παρά φαινόμενα που δημιουργεί ο νους μας, ύστερα οφείλουμε να αρνηθούμε τους περιορισμούς του νου ακολουθώντας όσα μας επιτάσσει η καρδιά μας και τέλος, να απελευθερωθούμε και από την ίδια την καρδιά που ζητά και ελπίζει. Ανώτατο σημείο της προετοιμασίας είναι το να μην ελπίζουμε τίποτα. Εδώ γίνεται ξεκάθαρος ο μηδενισμός στην καζαντζακική κοσμοθεωρία: η ζωή είναι χωρίς κανένα σκοπό και νόημα, ενώ δεν υπάρχει (προσωπικός) Θεός ούτε κάποια άλλη δύναμη που να επιβραβεύσει (συνειδητά) τους αγώνες του ανθρώπου. Όλοι οφείλουμε να ζούμε, να αγαπάμε και να αγωνιζόμαστε μόνο και μόνο για τη χαρά του αγώνα. Πρέπει διαρκώς να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική και ευχάριστη, οφείλουμε να τη σταματάμε. Δεύτερο βήμα είναι η πορεία και ξεκινά με το άκουσμα μιας κραυγής: είναι ο θεός που αγωνίζεται να δημιουργήσει υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της ύλης. Το δικό μας χρέος ως όντων είναι τριπλό. Πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσει καθένας μας το ρόλο του σε αυτό τον αγώνα. Πρώτα πρέπει να εγκαταλειφθούν με αυτοθυσία όλες οι βολικές ανέσεις της ζωής, με σκοπό την προετοιμασία του υπερανθρώπινου είδους. Με ποιο τρόπο; Με το να νιώσει εντός του ως τάσεις όλους τους προγόνους από το μακρινό παρελθόν του γένους του και να διατηρήσει μονάχα όσους από αυτούς είναι ικανοί να βοηθήσουν στον ανηφορικό αγώνα του θεού, της ζωής. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Ο άνθρωπος οφείλει να υπερβεί και τα επιμέρους σύνορα και να αντικρύσει πίσω από κάθε λαό του κόσμου και κάθε εποχή τις διαφορετικές μορφές του υπερανθρώπινου αγώνα. Ακόμη περισσότερο, πρέπει να αντικρύσει τον ίδιο αγώνα του θεού και πριν από το ανθρώπινο είδος, ήδη από τους πιθήκους, τα ζώα και τα φυτά. Τότε ακριβώς ακολουθεί το όραμα: βλέποντας την εναγώνια προσπάθεια της ζωτικής ορμής να δημιουργήσει νέες και εξελικτικά ανώτερες μορφές, ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την προοπτική της τελικής νίκης: της υπέρβασης του θανάτου. Παρόλο που είναι άγνωστο αν τελικά θα δικαιωθεί η ανθρωπότητα με την αθανασία, εμείς οφείλουμε να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις. Στο πέμπτο στάδιο αυτής της πορείας, που έχει τον τίτλο «η Πράξη», ο Καζαντζάκης υποδεικνύει πως αφού αυτός ο αγώνας λαμβάνει διαφορετικές μορφές σε κάθε εποχή, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σημερινή μορφή. Σε μια εποχή που έχει ξεπεράσει τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος και αντικρίζει ευθέως το χάος του μηδενός, θεός έχει τη μορφή του εργάτη που πάσχει, αγωνίζεται και ζητάει με τη βία το δίκιο του.

 

 

 

 

Αυτή είναι η κατεύθυνση της δράσης. Μόνο έτσι θα συντονίσουμε την πορεία μας με τον «θεό» που κινδυνεύει εντός μας. Αφού ο «θεός» μέσα μας απέκτησε για πρώτη φορά αυτοσυνειδησία, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το νου μας για να συνεχίσουμε την πορεία του. Τέλος, το τελευταίο στάδιο αυτού του αγώνα είναι η «Σιγή». Αυτό σημαίνει ότι αφού αγωνιστούμε στη ζωή ως στρατιώτες σε πόλεμο, πρέπει να υποδεχτούμε τη μεγαλύτερη δυσκολία: το θάνατο. Πρόκειται για την εκμηδένιση της ίδιας της ύπαρξής μας. Το συμπέρασμα του Καζαντζάκη είναι ότι είναι χρέος του ανθρώπου να διασώσει την ορμή της ζωής μέσα του, έτσι ώστε να κατορθώσει μέσα από την ορμή αυτή να σωθεί και ο ίδιος. Οι άνθρωποι πρέπει να αντικρίζουμε γενναία το θάνατο και να πολεμάμε ανυποχώρητα εναντίον του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι τελικά θα ηττηθούμε. Αυτή είναι η ελευθερία μας και αυτό που μας ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα όντα. Εδώ γίνεται αισθητός ο «ηρωικός μηδενισμός» που χαρακτηρίζει το έργο του:

«Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε. Εμείς είμαστε οι αφέντες. το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας. Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας. Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα;

Πλήθος αποσπασμάτων δείχνουν μια εναγώνια και συνάμα απολαυστική επίγνωση της επικείμενης θνητότητας:

Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα. Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί. Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο. Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα. Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι».

Επιπλέον:

«Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου. Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο. Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ’ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα. Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!»

Η διαμάχη ανάμεσα σε μπερξονισμό και νιτσεϊκό μηδενισμό εμφανίζεται:

«Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω. Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια! Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει. Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει! Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα. Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου. Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη».

Από τη μια πλευρά φιλοδοξεί να ωθήσει τη ζωτική ορμή προς τα πάνω, προς την πρόοδο και πάλι παραπάνω. Από την άλλη αναγνωρίζει πικρά πως ο θάνατος είναι η τελική μας μοίρα και όλα οδηγούν στο μηδέν. Αυτή την αντίφαση, με τις έντονες συναισθηματικές της διαστάσεις, απεικονίζει ο εξής λόγος του Καζαντζάκη:

«όταν την άλλη μέρα, πήγαινα και άκουγα τη μαγική φωνή του Μπέρξον, η καρδιά μου γαλήνευε πάλι· ξόρκι μαυλιστικό τα λόγια του, μια μικρή πόρτα άνοιγε στα σπλάχνα της ανάγκης κι έμπαινε φως. Μα έλειπε η πληγή, το αίμα, ο μέγας αναστεναγμός, που γοητεύει τη νιότη· και ξαναπήγαινα κάτω από τις καστανιές να συναντήσω τον άλλο, αυτόν που πλήγωνε».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η κυκλική πνευματική περιπλάνηση, από τον Bergson στον Nietzsche και τούμπαλιν, εκφράζει τον συναισθηματικό κόσμο του Νεοέλληνα λογοτέχνη. Σημειωτέον, δεν θα πρέπει να παρεξηγήσει κανείς τα παραπάνω και να θεωρήσει πως πιστεύουμε ότι τάχα μόνο αυτοί οι δύο στοχαστές ήταν οι επιρροές του. Απεναντίας, γνωρίζουμε πως πλήθος ρευμάτων και ιδεών τον διαμόρφωσαν, μεταξύ των οποίων κάποια από τα σημαντικότερα ήταν η φροϋδική ψυχανάλυση και ο πραγματισμός του William James. Αξίζει να διαβάσει κανείς, παρεμπιπτόντως, το πόνημα της Λιλής Ζωγράφου, για τον μεγάλο λογοτέχνη, μιας και είναι αληθινά κατατοπιστικό και για τις πνευματικές επιρροές του.

Φθάνοντας λοιπόν στο τέλος, είναι η στιγμή να τεθεί το ερώτημα: τι έχουν να μας πουν η Ασκητική και η Αναφορά στον Γκρέκο σήμερα, εκατό περίπου χρόνια μετά; Η απάντηση εξαρτάται από το τι θα ζητήσει κανείς από αυτές. Διότι αν το εξετάσει κανείς από φιλοσοφική σκοπιά, θα πρέπει να συμπεράνει πως ο Καζαντζάκης δεν τήρησε την βασική «υπόσχεσή» του.

 

 

 

 

Συγκεκριμένα, ο ίδιος πάσχιζε να διατυπώσει έναν νέο μύθο για τον άνθρωπο του εικοστού αιώνα, όταν οι παλιές παραδόσεις κλονίζονταν και χρεοκοπούσαν, και το μόνο που τελικά έκανε είναι ν’ αποκαλύψει έναν «ηρωικό» μηδενισμό, πίσω από τον οποίο δεν διαφαίνεται παρά το αδιέξοδο του εικοστού αιώνα. Στις συγκεκριμένες προβλέψεις του (π.χ. παγκόσμια επικράτηση του σοβιετικού κομουνισμού, σοσιαλιστική επιστροφή του Mussolini) στάθηκε μάλλον ανακριβής, ενώ η «ρομαντική» μεγαλομανία του τον εμπόδισε όχι μόνο να συλλάβει τις ιστορικές εξελίξεις αλλά και να αξιολογήσει την απήχηση του ίδιου του έργου του. Οι βασικές φιλοσοφικές του επιρροές (Nietzsche, Bergson) αλληλοσυγκρούονται και ποτέ δεν καταλήγουν σε οριστικό λογικό συμβιβασμό. Στην πραγματικότητα, το λογοτεχνικό έργο του Καζαντζάκη είναι παραστατική «αντανάκλαση» πνευματικής κρίσης, της ευρύτερης πνευματικής κρίσης στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και, ως τέτοιο, διατυπώνει τα καίρια ερωτήματα του καιρού μας. Καθώς είναι τμήμα αυτής της κρίσης, όμως, τελικά βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στο μηδέν, και έτσι αδυνατεί να μας βοηθήσει να εξέλθουμε (κάτι αντίστοιχο μπορεί κανείς να πει για τον Λιαντίνη, που τόσο μοιάζει στον Καζαντζάκη, παρά τη ρητή «αποκήρυξη» του τελευταίου εκ μέρους του). Σε κάθε περίπτωση, ο Καζαντζάκης υπήρξε και παραμένει ένας λογοτεχνικός γίγαντας, που κανένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος δεν επιτρέπεται ν’ αγνοεί. Και αν αποδείχθηκε ένας ίσως ακατάλληλος φιλοσοφικός/ιδεολογικός καθοδηγητής, αυτό δεν αναιρεί ότι με κάθε του αράδα μιλάει στην ανήσυχη ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου. Και αυτό αποδεικνύει η επανέκδοση των αριστουργημάτων του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top