Fractal

✔ Προδημοσίευση: Μάρα Χωματίδη «Φόνος με ενδεχόμενο βλακείας», εκδ. Διάπλαση

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

O ιδιοφυής Μπράιαν Λόιντ

Το νευρικό περπάτημα του καλοντυμένου νεαρού μέσα στα βικτωριανά ήρεμα σοκάκια της Φιτζρόβια, αυτής της ιδιαίτερης γειτονιάς του κεντρικού Λονδίνου, πρόδιδε ηχηρά ότι δεν ήταν κάποιος χαρούμενος τουρίστας ή άλλος ένας αγουροξυπνημένος κάτοικος της περιοχής που βιαζόταν να προλάβει το τραμ για τη δουλειά του. Τουλάχιστον όχι σήμερα, αυτό το νοτερό πρωινό του Νοεμβρίου που έγλειφε γι’ άλλη μια φορά τον γκρίζο ουρανό του Λονδίνου.

Το διάσημο καφέ The Attendant, όπου ο Μπράιαν Λόιντ έπρεπε να βρίσκεται στις οκτώ ακριβώς, δεν φημιζόταν απλά για τον υπέροχο καφέ του, αλλά ξεχώριζε για τη μοναδική αισθητική του. Στεγάζεται στα πρώην ουρητήρια της Φιτζρόβια, εκεί που πριν από σαράντα χρόνια περίπου πρωτοακούστηκε δυνατά από τους κατοίκους της προς τις τοπικές αρχές το σύνθημα «Ζουν άνθρωποι εδώ!». Οι ξακουστές βραδιές της Φιτζρόβια πολιορκούνται συχνά από καλλιτέχνες που κατακλύζουν τα μπαρ για να απολαύσουν την ιεροτελεστία ενός ώριμου κόκκινου κρασιού, απορρίπτοντας κάθε είδους επαφή με υστερικούς θαυμαστές και μοντέρνους άτεχνους που επιμένουν να εξαφανίσουν με ταχυδακτυλουργική ατεχνία την αληθινή Τέχνη.

Ο Μπράιαν είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης, περπατούσε σχεδόν ένα τέταρτο όταν το ρολόι στο αριστερό χέρι του έδειξε οκτώ παρά δέκα. Η ελβετική προέλευση του ακριβού ρολογιού του υπέγραφε τη δημιουργία μιας σχολαστικής δεξιοτεχνίας, πολυτέλειας και ακρίβειας. Ήταν δώρο από χέρι αγαπημένο, από κάποιον που ήξερε καλά πόσο αυστηρά συνεπής είναι αυτός ο άντρας με τον χρόνο του αλλά και με τον χρόνο των άλλων.

Δεν είχε καταλάβει πόσο γρήγορα κινούνταν τα πόδια του παρά μόνο όταν γεύτηκε το πρώτο αλμυρό δάκρυ του ιδρώτα του. Η αυξανόμενη υγρασία στην ατμόσφαιρα δεν βοηθούσε να κρατηθεί σε άριστη κατάσταση η αψεγάδιαστη εμφάνιση του Μπράιαν Λόιντ.

Το σημερινό ραντεβού του ήταν κρίσιμο, γι’ αυτό δεν θα επέτρεπε στο κλίμα της πόλης να του το χαλάσει.

Κοντοστάθηκε αγχωμένος έξω από την πρώτη αστραφτερή βιτρίνα μιας γκαλερί, κοιτώντας το είδωλό του που καθρεφτιζόταν με στραβωμένη γραβάτα και νωπό πρόσωπο. Αυτή δεν ήταν η εικόνα ενός διακεκριμένου δικηγόρου που η φήμη του πλησίαζε ολοένα και περισσότερο μερικά από τα ονόματα των πιο οικονομικά ισχυρών ανθρώπων της λονδρέζικης κοινωνίας, αλλά κάποιου ταλαίπωρου κλητήρα που έτρεχε να παραδώσει ένα εξώδικο.

Με βιαστικές κινήσεις έβγαλε ένα μεταξωτό μαντίλι από την εσωτερική τσέπη του μαύρου κοστουμιού του. Άρχισε προσεκτικά και απαλά να διαλύει τις μικροσκοπικές φυσαλίδες νερού που είχαν μουλιάσει τα χαρακτηριστικά του.

Είχε πλησιάσει αρκετά το πρόσωπό του στο τζάμι, όταν για μια στιγμή ένιωσε το έντονο βλέμμα μιας γυναίκας να τον κοιτάζει από τη μέσα πλευρά του γυαλιού.

Μια όμορφη ψηλόλιγνη κοπέλα με μακριά σπαστά καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια και λευκό μεταξωτό φόρεμα, στεκόταν όρθια κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα σε καστανόξανθα κριθάρια, και του χαμογελούσε. Στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκέτο ολάνθιστα λουλούδια ροζ, κίτρινα, μοβ, ενώ λίγα μέτρα πίσω της διαγραφόταν η φιγούρα ενός μικρόσωμου παιδιού που έτρεχε ανεμίζοντας μια λευκή σαΐτα δεμένη με νήμα στο αριστερό του χέρι.

Η επιγραφή στο κάτω μέρος του πίνακα δήλωνε τον τίτλο του ζωγράφου: Θερινή ανάμνηση.

Σε δευτερόλεπτα οι μύες του προσώπου του τεντώθηκαν, ο απόηχος μιας ξεχασμένης σχεδόν φωνής εισέβαλε στο μυαλό του. «Χρόνια σου πολλά, Μπράιαν! Είμαι σίγουρη ότι θα γίνεις ένας πολύ όμορφος και έξυπνος άντρας όταν μεγαλώσεις!» είχε πει η μητέρα του εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα, όταν ο Μπράιαν ήταν πέντε ετών. Στεκόταν όρθιος πίσω της κρατώντας μια φέτα καρπούζι στα χέρια του. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένος την καλλίγραμμη φιγούρα της, τα πλούσια καστανά μαλλιά της, σαν να ήθελε να απαθανατίσει εκείνη τη στιγμή για πάντα, γελώντας ευτυχισμένος έτσι όπως την έβλεπε να χορεύει υπερβολικά χαρούμενη ανάμεσα στις ορτανσίες του κήπου τους.

Αυτή ήταν η τελευταία του όμορφη παιδική εικόνα από εκείνη.

Ένα χρόνο αργότερα αυτή η θερινή ανάμνηση τον πονούσε όλο και περισσότερο, η μητέρα του δεν υπήρχε στη ζωή του. Τη φροντίδα του και τα έξοδά του είχε αναλάβει η μοναδική συγγενής του στην Ελλάδα, που ήταν και νονά του.

«Ένα τόσο έξυπνο αγόρι όπως εσύ δεν πρέπει να πάει χαμένο, σου υπόσχομαι ότι θα σε επισκέπτομαι κάθε χρόνο», του είχε πει και χωρίς περιττές συζητήσεις τον έστειλε αεροπορικώς ως εύθραυστο δέμα πρώτης θέσης στην Αγγλία, εσώκλειστο σε ένα από τα πιο διάσημα ιδιωτικά σχολεία του κόσμου.

Οι συναναστροφές του με απογόνους εξαιρετικά πλούσιων οικογενειών από όλες τις χώρες του πλανήτη, οι αυστηροί κανόνες πειθαρχίας και υπακοής, η συνεχής μελέτη, το πτυχίο, οι άριστοι τρόποι καλής συμπεριφοράς και η ιδιαίτερη ευστροφία του χάρισαν στον Μπράιαν γρήγορη φήμη στην ηλικία μόλις των τριάντα ετών. Βασικός λόγος για να τον φθονούν αρκετοί γύρω του, κάτι που ο ίδιος χειριζόταν εξαιρετικά ψύχραιμα, σε βαθμό που έμοιαζε να το διασκεδάζει μερικές φορές.

«Καλημέρα σας, κύριε Λόιντ! Δεν περίμενα να σας δω τέτοια ώρα εδώ… Θα θέλατε να σας προσφέρουμε ένα τσάι;»

Μια γλυκιά, σχεδόν ναζιάρικη φωνή τον επανέφερε στο παρόν έξω από τη βιτρίνα όπου στεκόταν.

Ο Μπράιαν στράφηκε ξαφνιασμένος προς τη μεριά της και αντίκρισε τη σαραντάχρονη Αγγλίδα ιδιοκτήτρια της γκαλερί, μετρίου αναστήματος, με καστανά μάτια, κοντοκουρεμένο με μύτες ξανθό μαλλί και ντυμένη με κομψό ταγέρ, η οποία τον κοιτούσε με διάχυτο θαυμασμό.

«Καλημέρα σας, κυρία Σμίθσον, θα δεχτώ την πρόσκλησή σας μια άλλη φορά… Αντίο σας», είπε χωρίς ν’ αφήσει περιθώρια συζήτησης μεταξύ τους, στέλνοντάς την ελαφρώς ντροπιασμένη ξανά μέσα στο κατάστημά της.

Ήξερε ότι είχε ακουστεί απότομος και ελαφρά αγενής, αλλά δεν είχε χρόνο για φλερτ, ειδικά με τη συγκεκριμένη γυναίκα. Κάθε φορά που τον έβλεπε του φανέρωνε απροκάλυπτα την επιθυμία της για γάμο.

Η προσωπικότητα του Μπράιαν Λόιντ τραβούσε γυναικεία και αντρικά βλέμματα για τρεις βασικούς λόγους.

Ήταν ψηλός, γυμνασμένος, με εκφραστικά μπλε μάτια, μαύρα κοντά μαλλιά πάντα στυλιζαρισμένα με ζελέ, γοητευτικό χαμόγελο και λιμαρισμένα καθαρά νύχια. Τα ρούχα του πάντα προσεγμένα, άριστα ταιριασμένα μεταξύ τους.

Ήταν ένας περιζήτητος εργένης Έλληνας, που είχε πάρει και τη βρετανική υπηκοότητα, κάτι που δεν άρεσε σε κανέναν αλαζονικό Άγγλο που ονειρευόταν να τον δείρει.

Ήταν ένας επαγγελματίας δικηγόρος που, σύμφωνα με τη φήμη του, ήξερε να βγάζει λεφτά. Δεν φοβόταν να αναλαμβάνει υποθέσεις που άλλοι συνάδελφοί του δεν άγγιζαν για λόγους προσωπικής και επαγγελματικής ασφάλειας, καθώς το παρασκήνιό τους έκρυβε παράνομο εμπόριο όπλων, πολύτιμων λίθων, και ενίοτε σχετίζονταν με μια σειρά «ανεξήγητων» αυτοκτονιών.

«Είσαι σχεδόν τόσο τέλειος όσο μια εντυπωσιακή οφθαλμαπάτη», του είχε πει πριν από δυο ημέρες στο τηλέφωνο, σαν να τον λοιδορούσε, ο άντρας που πήγαινε τώρα να συναντήσει ο Μπράιαν Λόιντ.

Θα μπορούσε να είχε πάρει το μετρό, σκέφτηκε ενώ άφηνε πίσω του την γκαλερί, αλλά του άρεσε να περπατάει, ειδικά στο αριστοκρατικό Μάρλεμπεν, εκεί όπου έμενε σ’ ένα υπέροχο δια- μέρισμα. Τον είχαν γοητεύσει τα πετρόκτιστα κτήριά της, το βιβλιοπωλείο Daunt Books με τις βιβλιοθήκες από καρυδιά και το εντυπωσιακό τοξωτό παράθυρο του ισογείου του, το μουσείο της Μαντάμ Τισό και ιδιαίτερα το σπίτι-μουσείο του αξεπέραστου λογοτεχνικού μύθου Σέρλοκ Χολμς. Λάτρευε τις ιστορίες του ευφυούς ντετέκτιβ, όπως και του Βέλγου συναδέλφου του, Ηρακλή Πουαρό. Όλοι οι χαρακτήρες των υποθέσεών τους έκρυβαν μια σκοτεινή σχέση μεταξύ τους, βασισμένη σε ένοχα μυστικά που τους ένωναν και μοιραία κατέληγαν στη δολοφονία τους.

Τη σημασία των μυστικών την ήξερε πολύ καλά ο Μπράιαν Λόιντ. Η δουλειά του πάνω απ’ όλα στηριζόταν σε αυτά. Πολύτιμα και σωτήρια για τους κερδισμένους μιας πολύκροτης δίκης, εφιάλτες για τους χαμένους, ίσως κι ένας «ξαφνικός» θάνατος για έναν από αυτούς.

Η ώρα ήταν οκτώ παρά τρία λεπτά ακριβώς.

Ίσιωσε το κορμί του κι άρχισε να μετράει αντίστροφα τον χρόνο, όταν στρίβοντας στη γωνία αντίκρισε έξω από το καφέ τη μαύρη λιμουζίνα, περιτριγυρισμένη από τέσσερις γεροδεμένους άντρες, ντυμένους με σκούρα κοστούμια και γκαμπαρντίνες, έτοιμους να προστατεύσουν τη ζωή του ανθρώπου που είχε ραντεβού μαζί του ακόμη κι αν χρειαζόταν να σκοτώσουν εν ψυχρώ.

 

Μάρα Χωματίδη

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Η αρχή του τέλους ενός μυστήριου παιχνιδιού

«Δεν περίμενα ένα ρομαντικό ραντεβού, αλλά να διαλέξει πρώην ουρητήρια για να με ξαναδεί δεν το φανταζόμουν…» μουρμούρισε ο Μπράιαν Λόιντ, προσπαθώντας να εξαφανίσει έναν απρόσκλητο πανικό που τον είχε κυριεύσει.

Ένιωθε τα χέρια του να ιδρώνουν, αλλά δεν προλάβαινε να κάνει κάτι γι’ αυτό, ήδη ο εφοπλιστής είχε σηκωθεί από την καρέκλα δίνοντας το χέρι του για να τον χαιρετήσει.

«Καλημέρα σας, κύριε Λόιντ, ακριβώς στην ώρα σας, βασικό χαρακτηριστικό των Άγγλων».

Ο μεσήλικας άντρας χαμογέλασε αινιγματικά και του έσφιξε το χέρι.

Ο Μπράιαν ανταποκρίθηκε στον χαιρετισμό ευγενικά, περιμένοντας να καθίσει πρώτος ο γνωστός Χιώτης εφοπλιστής Αδάμαντας Αδαμάντιος, ένας από τους πιο καλοδεχούμενους Έλληνες στο Λονδίνο.

Το τεράστιο ρετιρέ που στέγαζε το κεντρικό γραφείο του βρισκόταν σε έναν από τους ουρανοξύστες του City of London. Εκεί τον είχε πρωτοσυναντήσει ο Μπράιαν, μετά από μια πρόσκληση που είχε δεχτεί εκ μέρους του εφοπλιστή πριν από ένα μήνα με απώτερο σκοπό τη μεταξύ τους συνεργασία.

«Η φήμη σας είναι η περιουσία σας. Μην τη ριψοκινδυνέψετε ποτέ», του είχε πει τότε ο Αδάμαντας Αδαμάντιος, τείνοντας την τσιγαροθήκη προς το μέρος του. Αν και χαμογελούσε όταν του το έλεγε, περισσότερο με προειδοποίηση έμοιαζε παρά με συμβουλή.

Με μια προσεκτική κίνηση έστρωσε το παλτό του και κάθισε παρατηρώντας βιαστικά το περιβάλλον γύρω του. Το καφέ έμοιαζε να μην έχει ανοίξει ακόμη για τους πελάτες του, το προσωπικό έβαζε αγχωμένα τις καθαρές ποδιές του και έτρεχε να τακτοποιήσει στα τραπέζια πορσελάνινα μπολ γεμάτα με τετράγωνα μικροσκοπικά κυβάκια ζάχαρης.

Την προσοχή του μεσήλικα εφοπλιστή τράβηξε ο ένας από τους γεροδεμένους άντρες του, που τον είχε πλησιάσει κρατώντας έναν καφέ φάκελο στα χέρια του. Μετά έσκυψε στο αυτί του για να του ψιθυρίσει κάτι που προφανώς ο Μπράιαν δεν επιτρεπόταν ν’ ακούσει.

Αυτή η παύση έδωσε στον Μπράιαν Λόιντ ένα μικρό προβάδισμα για να ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή του και να παρατηρήσει πιο προσεκτικά την εξωτερική εμφάνιση του εφοπλιστή. Το στυλ αποκαλύπτει ιδιαίτερα μυστικά για την προσωπικότητα κάποιου.

Το γκρι ολόμαλλο παλτό σε συνδυασμό με τα χειροποίητα δερμάτινα μαύρα παπούτσια που φορούσε ο Αδάμαντας Αδάμαντιος, φέροντας την υπογραφή του διάσημου υποδηματοποιού Στέφανο Μπέμερ, πρόδιδαν λεπτομέρειες του πλούτου και της υπεροχής του. Ο σχετικά βαρύς σωματότυπος και η αρχή της φαλάκρας του έρχονταν σε αντίθεση με τα λιμαρισμένα νύχια του, σημάδι κάποιας κρυφής ερωτικής σχέσης με νεότερη γυναίκα, ενώ τα δουλεμένα χέρια του και τα γεμάτα σπιρτάδα ανέκφραστα μάτια του φανέρωναν έναν έξυπνο σκληρό διαπραγματευτή.

Ο δρόμος μπροστά στο καφέ είχε αρχίσει να γεμίζει από πεζούς και οδηγούς, ενοχλημένους από το παράνομο παρκάρισμα της λιμουζίνας και την προκλητική απάθεια του σοφέρ, με αποτέλεσμα να τον βρίζουν αποβάλλοντας κάθε ίχνος καθωσπρεπισμού της βρετανικής τους ιθαγένειας. Εξάντλησαν με ξινίλα όλα τα κοσμητικά επίθετα που τους έρχονταν στο μυαλό.

Ο Μπράιαν αυθόρμητα έκανε μια κίνηση να βγάλει το παλτό του, θέλοντας να νιώσει απελευθερωμένος από τον ιδρώτα που είχε μουσκέψει την πλάτη του, αλλά έτσι εκτεθειμένος όπως καθόταν στην υγρασία του εξωτερικού χώρου, σκέφτηκε ότι δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα.

Ένας σερβιτόρος μόλις είχε φτάσει στο τραπέζι τους κρατώντας έναν δίσκο με δύο εσπρέσο, ένα σερβίτσιο τσαγιού κι έναν μικρό ασημένιο δίσκο γεμάτο γλυκά εδέσματα.

Ο δικηγόρος έσμιξε τα φρύδια του κάνοντας έκδηλη την απορία του για το πότε ακριβώς είχε δοθεί η συγκεκριμένη παραγγελία, χωρίς όμως να πάρει καμία απάντηση από τον σερβιτόρο, που συνέχιζε ως άριστος υπάλληλος τη δουλειά του. Τοποθέτησε προσεκτικά το περιεχόμενο του δίσκου μπροστά τους, αφήνοντας τον έναν καφέ και το τσάι στη δική του μεριά, και του χαμογέλασε ευγενικά εκτελώντας απροκάλυπτα τις εντολές που του είχαν δώσει.

«Θυμόμουν τον καφέ που πίνετε από την πρώτη μας συνάντηση, απλά δεν ήξερα αν προτιμάτε και τσάι το πρωί», είπε ο εφοπλιστής ανέκφραστος και, αφού ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ του, συνέχισε: «Κύριε Λόιντ, γνωρίζετε ποιος είμαι εγώ, όπως κι εγώ είμαι σίγουρος ποιος είστε εσείς. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έρευνάς μου για σας αποδεικνύει τη φήμη σας και επιβεβαιώνει τον λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ».

Ο καφέ φάκελος που κρατούσε εδώ και ώρα στα χέρια του ο γεροδεμένος άντρας προσγειώθηκε σαν πακέτο από τσιγάρα μπροστά στον εσπρέσο του Μπράιαν. Το ψυχρό πρόσωπο με τα σκληρά χαρακτηριστικά αυτού του άντρα, που στεκόταν όρθιος σαν πιστό σκυλί δίπλα στο αφεντικό του, δεν τον έκανε να χάσει την ψυχραιμία του.

Ο Αδάμαντας Αδαμάντιος έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του και πρόσταξε τον νεαρό δικηγόρο να τον ανοίξει.

«Δεν χρειάζεται ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ποιος είμαι, κύριε Αδαμάντιε. Μην ξεχνάτε ότι εσείς με πλησιάσατε. Πείτε μου τι θέλετε. Όπως ήδη γνωρίζετε, ο χρόνος μου είναι αρκετά περιορισμένος».

Τα μάτια του Αδάμαντα Αδαμαντίου άστραψαν. Η φωνή του ξεπέρασε τον ήχο του θορυβώδους πλήθους. Η έπαρση στα λόγια και στο ύφος αυτού του νεαρού απέναντί του τον είχε κάνει έξαλλο, όσο κι αν μέσα του ο θαυμασμός του για κείνον μεγάλωνε. Του θύμιζε τον εαυτό του στα νιάτα του, τότε που ο ίδιος πάλευε με «μεγαλοκαρχαρίες» γύρω του, προσπαθώντας να τους κάνει να τον αποδεχτούν και να τον αντιμετωπίσουν ως ίσο, και όχι ως τον γιο ενός ψαρά που ξεκίνησε τον στόλο του με μερικές τράτες.

«Είστε ιδιαίτερη περίπτωση, γι’ αυτό είμαι εδώ. Ποτέ δεν σπαταλάω τον χρόνο μου χωρίς όφελος. Είμαι ένας άνθρωπος με εχθρούς, κύριε Λόιντ, κι αυτό που προέχει είναι να τους συντρίψω πριν με καταστρέψουν αυτοί».

Ο Μπράιαν παρέμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ήθελε να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη.

«Κατατοπίστε με, κύριε Αδαμάντιε, γίνετε πιο σαφής, πείτε μου ακριβώς τι θέλετε από μένα».

«Θέλω να μου αποδείξετε την αξιοπιστία σας, κύριε Λόιντ, αν επιθυμείτε να συνεργαστείτε μαζί μου», ξεστόμισε με άνεση ο εφοπλιστής, δαγκώνοντας το πρώτο κομμάτι από ένα ντόνατ με σοκολάτα.

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική στο μυαλό του Μπράιαν, το τύμπανό του κινδύνευε να εκραγεί, οι σκέψεις ένιωθε να καίνε τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Η προειδοποίηση για τον Αδάμαντα Αδαμάντιο, πριν από ένα μήνα, από τον πρώην διακεκριμένο δικηγόρο Κρίστιαν Χίκοκ, σαν βέλος τού τρύπησε τον εγκέφαλο.

«Ο Αδάμαντας Αδαμάντιος περπατάει πάντα αγκαλιά με τον διάολο, αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις γι’ αυτόν», του είχε πει καταρρέοντας λίγα λεπτά μετά την «ξαφνική» αποδέσμευσή του ως συνεργάτη ενός από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία του Λονδίνου, που πελάτης τους ήταν τότε ο συγκεκριμένος εφοπλιστής.

Ο Χίκοκ ήταν ο τότε δικηγόρος του εφοπλιστή σε μια τεράστια υπόθεση φοροδιαφυγής, με πόρισμα δυστυχώς επιζήμιο για τον Αδάμαντα Αδαμάντιο. Έκτοτε πολλά σενάρια για το τι πραγματικά είχε φταίξει για την κατάληξη του Χίκοκ ακούγονταν πίσω από κλειστές πόρτες δικηγόρων. Ίσως να μην ήταν σύμπτωση το γεγονός ότι η καριέρα του καταστράφηκε αμέσως μετά από τη συγκεκριμένη υπόθεση… Ίσως τέτοιου είδους αποτυχίες να μην επιτρέπονται σε υψηλά αμειβόμενους δικηγόρους μιας εξαίρετης δικηγορικής φίρμας… Ίσως ένα ολιγόλεπτο τηλεφώνημα από τον ίδιο τον εφοπλιστή στον πρόεδρο της δικηγορικής φίρμας να ήταν αρκετό για να καταστραφεί μια καριέρα τριάντα χρόνων… Ίσως όμως όλα τα παραπάνω να ήταν μια απλή σύμπτωση και ο Αδάμαντας Αδαμάντιος να μην είχε καμία σχέση με την αποτυχία του Κρίστιαν Χίκοκ.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Αδάμαντας Αδαμάντιος με το βλέμμα του καρφωμένο στο πρόσωπο του Μπράιαν Λόιντ. «Περιμένω!»

«Τι; Να σας αποδείξω την αξιοπιστία μου…;» είπε φανερά ενοχλημένος ο Μπράιαν και συνέχισε με το ίδιο ύφος: «Tι παιχνίδι παίζετε; Τι εννοείτε;»

«Ηρεμήστε, κύριε Λόιντ, κάνετε σαν να σας ζήτησα να σκοτώσετε κάποιον. Αν τελικά δεχτείτε να συνεργαστείτε μαζί μου, αυτό που σας ζητάω είναι να σταθείτε αντάξιος της φήμης σας, να μου παρέχετε τις υπηρεσίες σας εξυπηρετώντας τα συμφέροντά μου και προστατεύοντας την περιουσία μου με όποιον τρόπο κι αν χρειαστεί. Σίγουρα ένας πελάτης όπως εγώ ικανοποιεί απόλυτα τη φιλοδοξία ενός δικηγόρου όπως εσείς. Σας αρέσει το ρίσκο, κύριε Λόιντ, αυτό αποδεικνύουν οι υποθέσεις που αναλαμβάνετε, σας αρέσει το δύσκολο παιχνίδι και αναγνωρίζετε την αξία των χρημάτων όσο κι εγώ. Ως αντάλλαγμα των πολύτιμων υπηρεσιών σας θα σας εξασφαλίσω πλούτο και δύναμη για το υπόλοιπο της ζωής σας. Δέχεστε ή όχι;»

Ο Αδάμαντας κοίταξε το ρολόι του δείχνοντας φανερά ότι η συνάντησή τους έφτανε στο τέλος.

Πελάτες σαν τον Αδάμαντα Αδαμάντιο, με γνωριμίες και επιρροή σε κρατικούς αξιωματούχους σε θέσεις-κλειδιά, εξασφάλιζαν πλούτο και δύναμη σε όσους ήταν δίπλα τους και όχι απέναντί τους. Επίσης, το γεγονός ότι η εταιρεία του είχε εισαχθεί στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 2008 τον τοποθετούσε στη λίστα των πιο ισχυρών και πλούσιων ανθρώπων στον κόσμο.

Ο Μπράιαν κοίταξε τον Αδάμαντα στα μάτια. Για μια στιγμή ένιωσε ότι κοιτούσε τον διάβολο.

Η επιλογή ήταν δική του, ή σηκωνόταν να φύγει χωρίς να γίνει η μαριονέτα κανενός, ή έμενε, σφραγίζοντας και επίσημα την ευκαιρία που περίμενε όλη του τη ζωή.

Σηκώθηκε, έστρωσε τη γραβάτα του και άπλωσε το χέρι του στον Αδάμαντα Αδαμάντιο. Για πρώτη φορά ο εφοπλιστής τού το έσφιξε με δύναμη, σαν να ήθελε να τον συνθλίψει.

«Πράξατε σοφά, κύριε Λόιντ. Ομολογώ ότι δεν περίμενα το αντίθετο, συγχαρητήρια. Σε μία ώρα πετάω για Ελλάδα. Έχετε στη διάθεσή σας τρεις ώρες για να στείλετε τα αντίγραφα της συνεργασίας μας στο γραφείο μου στην Αθήνα», είπε κοιτάζοντάς τον με μάτια που έλαμπαν από ικανοποίηση, σαν να είχε πραγματοποιήσει την πιο σπουδαία αγορά της ζωής του.

Έβγαλε είκοσι λίρες, τις πέταξε στο τραπέζι κι έφυγε.

Ο Μπράιαν αφέθηκε να κοιτάζει τη σιλουέτα του καθώς έμπαινε στη λιμουζίνα, νιώθοντας στιγμιαία μια πικρή γεύση στο στόμα του.

Το κινητό του χτύπησε τρεις φορές, το έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και, μόλις είδε το νούμερο που τον καλούσε, μια υπόκωφη αίσθηση ανακούφισης τον πλημμύρισε.

«Μόλις συμφωνήθηκε η αρχή για την οριστική ολοκλήρωση μιας δικαίωσης», διαβεβαίωσε τον συνομιλητή του.

Έπειτα το έκλεισε για ν’ απολαύσει τον καφέ του, εισπνέοντας τη μυρωδιά που έφερνε η βροχή του συννεφιασμένου λονδρέζικου ουρανού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

Ιούλιος… Τρίτη και 13!

Σε περίπου εκατόν εξήντα πέντε μίλια απόσταση από το λιμάνι του Πειραιά βρίσκεται ένα από τα ομορφότερα και αρχοντικότερα νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου, η Χίος. Το νησί της μαστίχας, των σύκων, των μεσαιωνικών χωριών, του Σπηλαίου των Ολύμπων, του διάσημου ελαιόδεντρου Λιβεράνι, των πολλών κατακτητών αλλά και της καταγωγής αρκετών εφοπλιστών, γνωστών ανά τον κόσμο ως «οι Καπετάνιοι της Μεσογείου».

Ως συνήθως, έκανε αρκετή ζέστη για ξημερώματα Ιουλίου στο νησί. Το λιμάνι είχε αρχίσει να γεμίζει από πολύβουα πλήθη εργαζομένων και τουριστών που πηγαινοέρχονταν σαν αφηνιασμένες μύγες στην προβλήτα. Πλοία και κρουαζιερόπλοια γιγάντια σαν παλιρροϊκό κύμα κατέφταναν φορτωμένα με χιλιάδες σαλπιγκτές της απόδρασης από το κλεινόν άστυ, που αδημονούσαν σαν ακρίδες να ξεχυθούν στα λιθόστρωτα σοκάκια, αφήνοντας έγνοιες και πολλά ληξιπρόσθεμα χρέη να τα πάρει το ξέφρενο κύμα της καλοκαιριάτικης λήθης τους, τουλάχιστον για όσο καιρό θα τους φιλοξενούσε το μαστιχονήσι.

Όλα έρρεαν φυσιολογικά στις αποβράθρες, στα πλοία και σε όλα τα τουριστικά πρακτορεία, όταν άξαφνα ακούστηκε η βαριά φωνή του Ισίδωρου Αντώγιαννου –του τοπικού προέδρου των συνδικαλιστών ναυτεργατών– να κατεβάζει σε γενική απεργία όλους τους ναυτεργάτες του εφοπλιστή Αδάμαντα Αδαμαντίου.

Ένιωθε μια επαναστατική έξαρση στα πνευμόνια του. Το βασικό αίτημα που βροντοφώναζε με μια τεράστια ντουντούκα ήταν «Καλύτερες συνθήκες εργασίας και όχι συνθήκες εργασιακής γαλέρας με μισθούς σαρδέλας!».

Το πρώτο σύνθημα εκτοξεύτηκε με απόλυτη επιτυχία, το δεύτερο έγινε σύνθημα οργής και το τρίτο ένωσε ναυτεργάτες και προσωπικό του στόλου του εφοπλιστή σε μια πρωτοφανή απεργία- πειρατεία, φτάνοντας την κατάσταση στο απροχώρητο. Σφράγισαν τα αμπάρια με τα χιλιάδες εμπορεύματα να σαπίζουν χωρίς πλέον προορισμό και αποφάσισαν να κρατήσουν ομήρους στα καταστρώματα τους ανυποψίαστους τουρίστες διαφόρων πολιτισμένων ευρωπαϊκών εθνικοτήτων που δεν είχαν ιδέα για τη μοίρα που τους περίμενε αυτό το «καταραμένο» πρωινό της 13ης Ιουλίου.

Ο Αδάμαντας Αδαμάντιος δεν έδινε και μεγάλη σημασία στις προλήψεις. Περνούσε κάτω από σκάλες και συχνά πατούσε με το αυτοκίνητό του τις μαύρες γάτες που πετάγονταν στον δρόμο, αλλά ήταν βαθιά προληπτικός με δύο πράγματα: την Τρίτη και 13 και τους παπάδες!

Στις οκτώ το πρωί το αυτοκίνητό του διέσχιζε γρήγορα τον δρόμο για να φτάσει στο λιμάνι από το γραφείο του. Τρία λεπτά πριν τον ενημερώσουν για την απεργία των υπαλλήλων του, ένας από τους παλιότερους παπάδες του νησιού τον είχε επισκεφθεί για να συζητήσουν την πολυπόθητη δωρεά του για την ανακαίνιση μιας παλιάς εκκλησίας.

Αυτή η απεργία στα μέσα Ιουλίου σήμαινε καταστροφή για τον εφοπλιστή.

Οι εντολές του ήταν σαφείς στους υπαλλήλους του γραφείου του: «Αν σηκώσετε έστω και ένα τηλέφωνο πριν μιλήσω με τον δικηγόρο μου, θα φροντίσω να μην ξαναδουλέψετε για το υπόλοιπο της ζωής σας», ενώ οι άντρες της ασφάλειάς του είχαν περικυκλώσει το κτήριο. Υπήρχαν κάποιοι συνεργάτες του που η απεργία θα τους κόστιζε αρκετά εκατομμύρια και ήταν ικανοί να διαλύσουν τα πάντα.

Το μοναδικό όνομα που είχε συνεχώς στο μυαλό του ήταν του Μπράιαν Λόιντ. Είχαν περάσει οκτώ μήνες από τη συνάντησή τους στο Λονδίνο. Ο φιλόδοξος δικηγόρος είχε ικανοποιήσει επιτυχώς τον εφοπλιστή ως τώρα, ο τελευταίος τον είχε χρησιμοποιήσει εν αγνοία του σε υποθέσεις «εικονικές», που ποτέ δεν έφταναν στις αίθουσες των δικαστηρίων, δοκιμάζοντας αυτά που τον ενδιέφεραν περισσότερο, την αξιοπιστία και τα όρια της συμβατικής ηθικής του. Έμοιαζε να τον κρατάει σαν άσο στο μανίκι του για υποθέσεις που απαιτούσαν στρατηγική, ευφυΐα και εξαιρετικά επιδέξιους χειρισμούς απέναντι στον νόμο. Τον αντιμετώπιζε σαν άλογο κούρσας, σαν να τον προετοίμαζε για αγώνα υψηλής κατηγορίας, όπως αυτός που μόλις είχε αρχίσει.

Η συνομιλία τους κράτησε δύο λεπτά, ήταν αρκετά για να καταλάβει ο Μπράιαν Λόιντ από την ψυχρή και μη διαπραγματεύσιμη φωνή του Αδάμαντα Αδαμαντίου ότι είχε έρθει η στιγμή να ταξιδέψει για Ελλάδα σήμερα κιόλας.

Η λιμουζίνα του εφοπλιστή σταμάτησε απότομα λίγα μέτρα μακριά από το λιμάνι πίσω από μια νταλίκα. Φορτηγά, αγροτικά, περιπολικά και το αυτοκίνητο του δημάρχου έκλειναν ήδη τον δρόμο μπροστά τους, ενώ στις ορδές των αγριεμένων απεργών προστίθενταν και οι αλλόφρονες συγγενείς τους.

Εισπνέοντας και εκπνέοντας βαριά, ο προβληματισμένος Αδάμαντας Αδαμάντιος ήξερε ότι δεν είχε άλλη λύση παρά να αντιμετωπίσει όσο γινόταν πιο διπλωματικά και γρήγορα το θέμα της απεργίας. Έβριζε με σφιγμένα χείλη τον εαυτό του που δεν είχε προνοήσει για μια τέτοια κατάσταση. Καιρό τώρα μυριζόταν ότι θα ξεσηκωθούν οι συνδικαλιστές. Οι κουτσουρεμένοι μισθοί και οι απλήρωτες υπερωρίες αφαιρούσαν κάθε ελπίδα από αυτούς και τις οικογένειές τους, ξεπερνώντας τα όρια της υπομονής και της αξιοπρέπειας.

Η απεργία τους γινόταν σε περίοδο υψηλής τουριστικής κίνησης. Αυτή τη φορά διακυβεύονταν πολύ περισσότερα για τον ίδιο απ’ ό,τι ένα τσούρμο εγκλωβισμένοι τουρίστες και κιβώτια γεμάτα με μαστίχες.

Προσωπικά δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτά, ήξερε όμως ότι θα έδιναν μάχη μέχρι θανάτου εναντίον του για να διαπραγματευτούν την ασφάλεια των παραπάνω πολύτιμων εμπορευμάτων τους οι δύο μόνιμοι συνεργάτες του, η Λούλα Καραθανασίου-Πίνσκυ, ιδιοκτήτρια γραφείων ταξιδίων, και ο Λούης Λουκάκος, ένας από τους πιο γνωστούς εμπόρους μαστίχας του νησιού.

Ξερόβηξε συνοφρυωμένος για να καθαρίσει τον λαιμό του, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με το ποσέτ του, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, διέταξε τον σοφέρ του να μη σβήσει τη μηχανή για παν ενδεχόμενο και προχώρησε προς την επίγεια κόλαση που μόλις είχε ανοίξει διάπλατα τις πύλες της μπροστά του.

Όλα τα μάτια καρφώθηκαν επάνω του αστραπιαία. Αν περνούσε τώρα μπροστά από έναν καθρέφτη, ήταν σίγουρος ότι το είδωλό του θα είχε μεταμορφωθεί σε αρουραίο που εισβάλλει σε φωλιά γεμάτη πεινασμένες κόμπρες.

Τα ΜΜΕ είχαν πάρει φωτιά, ρεπόρτερς στριμώχνονταν σαν τα μοσχάρια στα σφαγεία προκειμένου ν’ αρπάξουν δυο λέξεις από κάποιον υπεύθυνο, ο σαστισμένος δήμαρχος του νησιού προσπαθούσε να κατευνάσει την κατάσταση, απόλυτα καλυμμένος από μια αστυνομική ασπίδα προστασίας, ενώ ο Αδάμαντας Αδαμάντιος άμα τη εμφανίσει του δεχόταν το πρώτο αριστερό τάκλιν από έναν αλαφιασμένο απεργό που έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος του.

Ήταν η πρώτη φορά που δεν είχε σωματοφύλακες μαζί του, δεν ήθελε να προκαλέσει βίαιες αντιδράσεις εξαιτίας τους, κάτι που αποδείχτηκε τραγικό λάθος.

Η αντίδραση του εφοπλιστή ήταν ανακλαστική, ουρλιάζοντας από πόνο ανταπέδωσε με μανία μια δεξιά γροθιά στον θύτη του, δίνοντας έτσι το σύνθημα για πόλεμο.

Χέρια που τινάζονταν σαν γκέμια αλόγων στον αέρα, πόδια που κλοτσούσαν στα πιο επίμαχα σημεία τους άντρες, μικρόφωνα ξεμαλλιασμένων ρεπόρτερ που έσκαγαν σαν βόμβες στα κεφάλια των αστυνομικών, συνέθεταν τη βάρβαρη εικόνα μιας απεργίας που ήδη έκανε τον γύρο του διαδικτύου εξαιτίας αρκετών από τους παρόντες που ήταν εθισμένοι στην τεχνολογία και στα κινητά τους.

Η αστυνομική κλούβα κατέφτασε και μετ’ εμποδίων οι αστυνομικοί άρχισαν να μαζεύουν τους πιο εξαγριωμένους από τον όχλο, αρχίζοντας από τον πρόεδρο των συνδικαλιστών και υποκινητή της ανεξέλεγκτης αυτής απεργίας, τον Ισίδωρο Αντώγιαννο, οδηγώντας τους όλους προς το αστυνομικό τμήμα.

Με αστυνομική συνοδεία, μέσα στο πολυτελές αυτοκίνητο που η μηχανή του ποτέ δεν έσβησε, μεταφέρθηκε επίσης και ο κουρελιασμένος πλέον εφοπλιστής, την ώρα που το ρολόι του δημαρχείου χτύπησε εννέα φορές.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

Ποιος στο διάολο είναι αυτός ο Έντγκαρ Άλαν Πόε!

Οι δείκτες του ρολογιού του Μπράιαν Λόιντ έδειχναν μία και μισή ακριβώς. Ο αεροδιάδρομος έμοιαζε να ρέει σαν μαύρη λάβα κάτω από τις ρόδες του αεροπλάνου, αντανακλώντας την αφόρητη ζέστη που επικρατούσε μεσημεριάτικα στο νησί.

Το ιδιωτικό τζετ του εφοπλιστή που τον μετέφερε από την Αγγλία προσγειωνόταν στον κρατικό αερολιμένα της Χίου «Όμηρος».

Άλλες δύο φορές είχε βρεθεί στο νησί των «δακρυσμένων δέντρων» ο Μπράιαν στο παρελθόν. Ήταν λάτρης των ελληνικών νησιών, των λευκών φάρων τους και του απέραντου γαλάζιου ορίζοντά τους.

Το βλέμμα του σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ακολουθούσε πεισματικά τα περήφανα καθαρόαιμα κύματα του Αιγαίου σαν να ήθελε να ξυπνήσει μέσα του ανάμικτες στιγμές. Το Λονδίνο και ό,τι πρέσβευε ο ίδιος εκεί ήταν οι λόγοι που όλες αυτές οι αναμνήσεις είχαν ξεθωριάσει.

Τεσσάρων χρονών αγοράκι ακόμη, με κορακίσια μαλλιά και δέρμα κοκκινωπό από τον ήλιο, μάζευε κοχύλια στη Νάξο για να τα δώσει στη μητέρα του, που του τα έβαζε στο αυτί – «για ν’ αντηχεί το Αιγαίο κι εμείς οι δυο παντοτινά από τα σωθικά τους», του έλεγε.

Μεγάλη απάτη η λέξη παντοτινά, σκέφτηκε και η ονειρική εικόνα από το πάρτι των γενεθλίων του πήρε σειρά σ’ αυτό το ταξίδι του πίσω στον χρόνο. Τότε που δυο χρόνια αργότερα πετούσε τα πολύτιμα κοχύλια του στο μαρμάρινο σιντριβάνι του σπιτιού της νονάς του, φορώντας τα πρώτα του μοκασίνια, αφού πρώτα είχε μετρήσει με χάρακα τις ίσες άκρες των κορδονιών τους κι είχε γυαλίσει τη δερμάτινη επιφάνειά τους με κερί μέλισσας.

Σαν παιδί ο κύκλος της τρυφερής του ηλικίας μόλις είχε κλείσει, η θύμηση της μητέρας του τον πονούσε, ήθελε μόνο να την ξεριζώσει από μέσα του, ξεκινώντας από το πέταγμα των κοχυλιών και συνεχίζοντας μπροστά σε όλους τους καλεσμένους, με την απαγγελία τριών αφηγηματικών προτάσεων από το ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Το κοράκι»:

«… Και το φως της λάμπας που πέφτει πάνω του ρίχνει τη σκιά του στο πάτωμα. Και η ψυχή μου από τούτη τη σκιά που τρεμάμενη κείτεται στο πάτωμα, δεν θα σηκωθεί – Ποτέ πια!»

Ο Μπράιαν γέλασε δυνατά όταν θυμήθηκε τα παγωμένα χαμόγελα όλων γύρω του. Πώς κοιτούσαν τα μάτια τους την αλλοπρόσαλλη θλίψη του, πώς μουρμούριζαν εκνευρισμένοι «Ποιος στο διάολο είναι αυτός ο Έντγκαρ Άλαν Πόε!», που είχε γράψει ένα τέτοιο πένθιμο ποίημα για παιδιά.

Ένα μήνα αργότερα βρισκόταν στην Αγγλία, εσώκλειστος στο Χάροου, στο σχολείο αρρένων με τα χαρακτηριστικά καπέλα βαρκάρη που φορούν οι μαθητές του.

«Ποτέ μου δεν τα συμπάθησα εκείνα τα γελοία καπέλα», μονολόγησε και ανακάθισε απότομα στη θέση του εξαιτίας ενός μικρού κενού αέρος που είχε τραντάξει το αεροπλάνο. Ένα τράνταγμα ξαφνικό, παρόμοιο με του έρωτα, όταν μερικά χρόνια πριν ο Μπράιαν είχε αφεθεί κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο γυμνός να κατακτηθεί και να κατακτήσει.

Η φωνή του πιλότου που τον καλωσόριζε στο νησί ακούστηκε σαν εκκρεμές που μόλις είχε παραβιάσει αυτό το κλειδωμένο πεδίο του χρόνου, που μέσα του φώλιαζαν πένθιμα λόγια ποιητών αλλά και πάθους, αγάπης, επαναφέροντάς τον την κατάλληλη στιγμή στο παρόν.

Λίγα λεπτά φτάνουν για να ονειρευτείς μια ολόκληρη ζωή, σκέφτηκε ικανοποιημένος ο Μπράιαν Λόιντ.

Σηκώθηκε από τη θέση του, έστρωσε το γαλάζιο πουκάμισό του, κούμπωσε τα μανικετόκουμπά του και φόρεσε το Αρμάνι σακάκι του γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ένιωθε σαν να είχε κάνει χάρη στον εαυτό του που τον είχε αφήσει έστω αυτές τις λίγες ώρες της πτήσης να φτερουγίσει σαν γλάρος στον γαλάζιο ουρανό.

Ο φιλόδοξος δικηγόρος γύρισε στην πραγματικότητα πετώντας το κλειδί της ονειροπαγίδας πίσω στο παρελθόν, αφήνοντας χώρο στη ζωή του μόνο για τον Αδάμαντα Αδαμάντιο, τον άνθρωπο που θα του άλλαζε τη ζωή μια για πάντα.

Η σαγηνευτική ψηλόλιγνη αεροσυνοδός με την καλοραμμένη στολή και τα καστανά εκφραστικά μάτια, που τον φλέρταρε διακριτικά από την πρώτη στιγμή που επιβιβάστηκε, τον αποχαιρετούσε τώρα με την ελπίδα να τον ξαναδεί στο ταξίδι της επιστροφής. Εκείνος κατέβηκε τις σκάλες του αεροπλάνου ατσαλάκωτος και ανέκφραστος, έτοιμος να συναντήσει τους δυο σωματοφύλακες του Αδάμαντα που είχαν έρθει να τον παραλάβουν.

Η πόρτα της λιμουζίνας άνοιξε και ο Μπράιαν Λόιντ μπήκε στις πίσω θέσεις της, όπου αντίκρισε έκπληκτος τη μορφή του Αδαμαντίου απέναντί του να μιλάει στο κινητό, ξεμαλλιασμένος, με σκισμένα ρούχα, μοιάζοντας πιο πολύ με άστεγο παρά με εφοπλιστή.

«Τι θέλεις, πουλάκι μου; Δεν μπορώ να σε δω τώρα, έχω δουλειά. Ούτε μετά… Θα δούμε, πουλάκι μου, θα δούμε, δεν είναι ώρα για να κουβεντιάσουμε τα χθεσινά… Ναι, να πας για σκι και να μην ξαναγυρίσεις – όχι, είπα να πας και μην αργήσεις να γυρίσεις, πουλάκι μου! Τσάο, ναι, τσάο. Τσάο!» τσίριξε ο Αδάμαντας πετώντας τη μαύρη συσκευή μακριά από το αυτί του.

Η γυναικεία φωνή που είχε ακουστεί από το τηλέφωνο πρέπει να ήταν αυτή που είχε επιβάλει το μανικιούρ στον Αδαμάντιο, η ερωμένη του, σκέφτηκε ο Μπράιαν κρίνοντας από τον αστείο τρόπο που επαναλάμβανε συνεχώς «πουλάκι μου».

«Κύριε Αδαμάντιε; Τι συνέβη;» ρώτησε απορημένος ο δικηγόρος για να μάθει ποιος ήταν υπαίτιος για τα χάλια του εφοπλιστή.

«Απεργία, κύριε Λόιντ, ξύλο και απεργία από συνδικαλιστές που αυτή τη στιγμή έχουν δεμένα τα καράβια μου με τις ευλογίες του νόμου», φώναξε εκείνος εκνευρισμένος.

Τα δάχτυλά του προσπαθούσαν άτσαλα να στρώσουν τις τρίχες των λιγοστών μαλλιών του όσο καλύτερα γινόταν.

«Και σας έδειραν; Μπορούμε να υποβάλουμε μήνυση…» άρχισε να λέει ο δικηγόρος, μα τον στάματησε απότομα η στριγκλιά του Αδαμαντίου.

«Και η μήνυση για ξύλο θα σώσει την κατάσταση; Τους απεργούς δεν τους φοβάμαι, τους άλλους δύο φοβάμαι: τον Λούη και τη Λούλα, τους συνεργάτες μου. Αυτούς πρέπει να πάρω με το μέρος μου ώστε τα καράβια μου να φύγουν το συντομότερο δυνατόν από το λιμάνι».

«Και ποιο είναι το πρόβλημα με τους δύο συνεργάτες σας;» ρώτησε ξεκουμπώνοντας το σακάκι του ο Μπράιαν.

«Το πρόβλημα είναι ότι τα προϊόντα του ενός είναι κλειδωμένα στα αμπάρια μου και οι τουρίστες της άλλης είναι όμηροι στα καράβια μου. Αυτό φτάνει για να ξεσηκωθούν κι αυτοί εναντίον μου, τα δικά τους τομάρια ήδη κοιτάζουν να σώσουν και όχι το δικό μου. Γι’ αυτό χρειάζομαι εσένα. Μόνο εσύ ξέρεις να παρακάμπτεις απεργίες και τέτοιου είδους ανούσια δικαιώματα άμεσα και αποτελεσματικά».

Ο εφοπλιστής κοίταξε έξω απ’ το παράθυρό του σαν να φοβόταν ότι κάποιος μπορεί να τους άκουγε ή να τους παρακολουθούσε.

«Τέτοια δικαιώματα δεν παρακάμπτονται χωρίς λάδωμα και χρόνο. Το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι τα καράβια σας να φύγουν αύριο».

Ο Αδάμαντας με μια νευρική κίνηση τράβηξε το σκισμένο σακάκι του και του έδειξε το όπλο που ήταν χωμένο στην εσωτερική του τσέπη.

«Αύριο θα είμαι νεκρός αν δεν φύγουν σήμερα! Καταραμένη Τρίτη και 13!» φώναξε οργισμένος.

Ο Μπράιαν είχε κολλήσει στην πλάτη του καθίσματός του. Η θεα του όπλου τον είχε ταράξει.

«Δεν έχω χρόνο, ακούω τι έχεις να μου προτείνεις, αλλιώς παραιτείσαι μια για πάντα απ’ ό,τι έχουμε συμφωνήσει οι δυο μας και τελειώνει εδώ το όνομά μου για σένα».

Οι φλέβες στον χοντροκομμένο λαιμό του εφοπλιστή είχαν τεντωθεί σαν χορδές καλοκουρδισμένου βιολιού.

Το πρόσωπο του Μπράιαν Λόιντ σκοτείνιασε. Ήξερε ότι ο Αδάμαντας εννοούσε κάθε του λέξη. Έπρεπε να εκτελέσει τον ρόλο του χωρίς να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις για το όπλο ή για οτιδήποτε άλλο συνέβαινε.

Ο δικηγόρος κατέβηκε σ’ ένα ξενοδοχείο μακριά από τη Χώρα. Η λιμουζίνα του εφοπλιστή ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε γρήγορα απ’ τα μάτια του.

Η συμφωνία τους ήταν να μην εμφανιστεί πουθενά ο Μπράιαν μέχρι την κατάλληλη στιγμή που θα τον παρουσίαζε ο ίδιος. Οι ανταγωνιστές του Αδάμαντα ήταν πολλοί, περισσότεροι όμως οι εχθροί του. Γι’ αυτό προτιμούσε να μη γνωρίζει κανένας τις κινήσεις του.

Το πολύ σε δύο ώρες ο δικηγόρος έπρεπε να έχει συντάξει τα χαρτιά για τους δύο συνεργάτες του εργοδότη του. Τα υπόλοιπα ήταν στα χέρια του Αδάμαντα και μόνο εκείνος, όπως τόνισε στον Μπράιαν, μπορούσε να ορίσει την εξέλιξη που θα είχε αυτή η καταραμένη Τρίτη και 13!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

 

Το ραγού και έξι «υποψήφιοι» δολοφόνοι

Ώρα τρεις μ.μ., στον κήπο-λαβύρινθο της έπαυλης του Αδάμαντα, με τους ξυστούς ρόμβους να διακοσμούν το εξωτερικό λευκό χρώμα της, οι τρεις καλεσμένοι του και η σύζυγός του έδειχναν φανερά ότι δεν απολάμβαναν το ραγού που είχε ετοιμάσει γι’ αυτούς η Λορέτα, η ελαφρώς αριστερόκωφη Μεξικάνα υπηρέτρια.

Η έπαυλη του Αδάμαντα στο νησί είχε φιλοξενήσει κατά καιρούς από υπουργούς μέχρι προέδρους κυβερνήσεων στα πολυτελή σαλόνια της και στα κομψά δωμάτιά της με τα υπέρδιπλα κρεβάτια. Τραπέζια με χλιδή, σμόκιν και βραδινές τουαλέτες, σφιχτές χειραψίες και υπογραφές εκατομμυρίων ευρώ ήταν κάτι το σύνηθες για τον εφοπλιστή και τη σύζυγό του, Λίλη Αδαμαντίου.

Η Λίλη πάντα φρόντιζε να είναι όλα στην εντέλεια. Εκείνη είχε πάντα την επιμέλεια του προσωπικού, της κουζίνας και της διακόσμησης κάθε φορά που προγραμματιζόταν ακόμα μία εκλεπτυσμένη κοινωνική συνδιαλλαγή του συζύγου της, αλλά και της ίδιας με τις κυρίες των υψηλών καλεσμένων τους.

Το τραπέζι σήμερα ήταν στρωμένο με λευκό λινό τραπεζόμαντιλο, κομψά κρυστάλλινα ποτήρια που γυάλιζαν στο φως του ήλιου, λευκά, αρίστης ποιότητας πιάτα από πορσελάνη Λιμόζ με φύλλα χρυσού στο περίγραμμά τους και αστραφτερά μαχαιροπίρουνα βουτηγμένα σε χρυσό 24 καρατίων.

Το ραγού είχε σερβιριστεί, οι σαλάτες από φρέσκα λαχανικά ήταν κομμένες με αριστοτεχνικό τρόπο, ενώ το κρασί ανέδιδε ελεύθερο τα αρώματά του, χυμένο μέσα σε μεγάλες κρυστάλλινες καράφες.

Ο μοναδικός που απολάμβανε με όρεξη το φαγητό του ήταν ο Αδάμαντας. Ήταν γνωστός καλοφαγάς, αλλά είχε και ιδιαίτερο λόγο να είναι απόλυτα ικανοποιημένος. Είχε βρει τρόπο ν’ αλλάξει τη ροή των γεγονότων με τη βοήθεια του δικηγόρου του, φέρνοντας σε αδιέξοδο τους δύο εμπλεκόμενους συνεργάτες του. Τους είχε εγκλωβίσει σε μια κατάσταση που μόνο κακούς οιωνούς προμήνυε για εκείνους, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους.

Δεξιά από τον Αδάμαντα καθόταν προβληματισμένη η Λούλα Καραθανασίου-Πίνσκυ. Ο αργός και απρόθυμος τρόπος με τον οποίο μασουλούσε ένα κομμάτι κρέας θύμιζε μελλοθάνατη που τρώει το τελευταίο της γεύμα.

Όταν όμως ο Αδάμαντας αναφέρθηκε ξανά στο θέμα της απεργίας, τονίζοντάς της ότι «το μεγάλο ψάρι πάντα τρώει το μικρό», εκείνη με εξαιρετική ψυχραιμία στη φωνή τού απάντησε:

«Υπάρχουν και μικρά ψάρια, αγαπητέ μου, που διαθέτουν μυαλό και ετοιμότητα, εκπλήσσοντας δυσάρεστα στο τέλος τον υποψήφιο κυνηγό τους».

Εκείνος απλά σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, πήρε το ποτήρι στα χέρια του και ήπιε μια γεμάτη γουλιά από το ουίσκι του.

Δίπλα στη Λούλα καθόταν ο Λούης Λουκάκος. Με σχεδόν καμπουριασμένη πλάτη κουνούσε νευρικά πάνω-κάτω συνεχώς το αριστερό του πόδι. Το πιάτο του ήταν άθικτο, ένιωθε σαν ποντικός πιασμένος στη φάκα όσο περνούσε η ώρα, περιμένοντας τον δικηγόρο του εφοπλιστή να εμφανιστεί με τα χαρτιά της καταγγελίας-«καταδίκης» τους.

Αριστερά από τον Αδάμαντα καθόταν η Λόρα Λουκάκου, η σύζυγος του Λούη. Ήταν η μοναδική που δεν σταματούσε λεπτό να προκαλεί την έντονη δυσαρέσκεια όλων με την ακαταλαβίστικη φλυαρία της αλλά και τις σπασμωδικές κινήσεις των χεριών της γύρω από το διαμαντένιο κολιέ της.

Απέναντι από τον Αδάμαντα καθόταν η Λίλη Αδαμαντίου, η γοητευτική γυναίκα του, που η παρουσία της πάντα τραβούσε τα αντρικά βλέμματα και προκαλούσε τον φθόνο αρκετών γυναικών. Με ένα αινιγματικό υπομειδίαμα στα χείλη της από την αρχή του γεύματος, η Λίλη παρατηρούσε επίμονα τους τρεις καλεσμένους που βρίσκονταν αυτό το μεσημέρι στο σπίτι της και εξαιτίας τους για πρώτη φορά είχε αρνηθεί πεισματικά να επιμεληθεί αυτό το γεύμα.

Η μοναδική που στεκόταν όρθια, όπως όριζε ο ρόλος της, ήταν η Λορέτα, η εσωτερική υπηρέτρια του σπιτιού. Την είχε φέρει ο ίδιος ο Αδάμαντας στην Ελλάδα μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι του στο Μεξικό, σώζοντάς την από επικίνδυνες καταστάσεις και χρέη που θα την οδηγούσαν κατευθείαν στη φυλακή ή στον τάφο. Η Λορέτα τον ευγνωμονούσε καθημερινά γι’ αυτή του την πράξη, μέχρι την ημέρα που σταμάτησε να πληρώνεται για τις υπηρεσίες της. Οι ημέρες έγιναν εβδομάδες, οι εβδομάδες μήνες, χωρίς καμία πρόθεση από τον Αδάμαντα να την εξοφλήσει, υπενθυμίζοντάς της κάθε φορά ότι, αν δεν ήταν αυτός, εκείνη θα είχε γίνει τροφή για τα σκουλήκια!

Όλη η προσοχή της κοντής και αφρατούλας υπηρέτριας από τη στιγμή που σερβιρίστηκε το ραγού ήταν στραμμένη στο αφεντικό της. Προσπαθούσε να διακρίνει από το ύφος του αν το μοσχάρι, έτσι όπως το είχε βράσει κατόπιν παραγγελίας του ίδιου, διατηρούσε ακόμη τη μοσχαρίσια γεύση του.

Μια δυνατή στριγκλιά ξέφυγε από το λαρύγγι της όπως στεκόταν πίσω από την πλάτη του απαιτητικού εργοδότη της. Ο Αδάμαντας έπεσε βαρύς με τα μούτρα στο πιάτο του, ασθμαίνοντας σαν ταύρος που μόλις τον είχε καρφώσει ο δολοφόνος ταυρομάχος του.

Το χέρι της απλώθηκε διστακτικά στον ώμο του. Με το δάχτυλο τον έσπρωξε απαλά να δει αν θ’ αντιδρούσε. Μάταια όμως… Εκείνος παρέμενε ασάλευτος, το πρόσωπό του βουτηγμένο στη σάλτσα που είχε απομείνει.

Τα αποχαυνωμένα βλέμματα των υπολοίπων δικαιολογούσαν το σοκ τους.

Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Κανείς τους δεν έμοιαζε να έχει την παραμικρή πρόθεση να κάνει κάτι, σαν να άφηναν στον Χάρο την τελική επιλογή.

Η Λορέτα ξαναστρίγκλισε, με απόγνωση αυτή τη φορά, κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη προς το εσωτερικό του σπιτιού.

«Τι μου ’κανε, σενιόρ Σιδέρης, τι μου ’κανε! Αν Λορέτα γλιτώσει σήμερα κρεμάλα αφεντικού, έργο Σάντα Μαρία!» ακουγόταν να λέει υστερικά στον εαυτό της τρέχοντας από τον κήπο προς την κουζίνα.

Προσπέρασε τον Φραγκίσκο, τον Ινδό έμπιστο μπάτλερ του Αδάμαντα και της Λίλης, που στεκόταν όρθιος στο καθιστικό, ανίδεος ακόμη για ό,τι είχε συμβεί. Εδώ και κάμποσα λεπτά ο ψηλός μπάτλερ σκάλιζε σαν χαμένος τις σκέψεις του και προσπαθούσε να μαντέψει το νόημα των παράξενων λόγων που του είχε πει λίγο πριν η Λίλη Αδαμαντίου: «Δεν θέλω να χάσεις το καλύτερο στιγμιότυπο αυτής της ημέρας». Τα επαναλάμβανε σχεδόν συλλαβίζοντάς τα, όταν ακούστηκε πίσω του κάποιος να λέει με ψιθυριστή γνώριμη φωνή το όνομά του.

«Παναγία μου! Τι κάνεις εσύ εδώ; Είσαι τρελός; Αν σε δει κανείς…» είπε αγχωμένος ο Φραγκίσκος, καθώς γύρισε και είδε τον Μπράιαν να στέκεται μπροστά στη δεξιά πόρτα του δωματίου.

Το ντύσιμο του Μπράιαν αυτή τη φορά ήταν διαφορετικό. Δεν φορούσε γραβάτα και κοστούμι, αλλά ένα εκρού υφασμάτινο παντελόνι κι ένα μπλε καλοσιδερωμένο πουκάμισο.

«Αν σήκωνες το κινητό σου, δεν θα ήμουν εδώ τώρα. Ένα λάθος και την πατήσαμε… Πού είναι;» τον ρώτησε εκνευρισμένος ο Μπράιαν, σαν να τον μάλωνε.

«Τους τραπεζώνει με ραγού στον κήπο αφού πρώτα τους εκβίασε να υπογράψουν τη θανατική τους καταδίκη. Περιμένει να του φέρεις τα χαρτιά. Πρέπει να φύγεις, αλλιώς όλα θα πάνε χαμένα», επέμεινε ο Φραγκίσκος, πλησιάζοντας ανήσυχος τον Μπράιαν.

Προσπαθούσε να μη φωνάζει, ψιθύριζε με δυσκολία και κοιτούσε συνεχώς μια προς την αριστερή πόρτα της κουζίνας και μια έξω προς τον κήπο.

«Όσο καθυστερεί ρισκάρει, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Χωρίς αυτούς ξέρει ότι είναι ο χαμένος της υπόθεσης. Ο χρόνος μετράει υπέρ μας», είπε ικανοποιημένος ο Μπράιαν.

Χαμογέλασαν στιγμιαία και οι δυο.

«Μπράιαν, έχω ένα άσχημο προαίσθημα…» πρόλαβε να πει ο Φραγκίσκος ξεφυσώντας βαθιά, έτοιμος να αποκαλύψει τα παράξενα λόγια της Λίλης.

Πριν προλάβει όμως να ολοκληρώσει την πρότασή του, το κινητό του Μπράιαν δονούνταν στην τσέπη του.

«Ναι, είμαι μέσα στο σπίτι, όλα είναι εντάξει. Φυσικά και την πήρε. Έρχομαι από κει», έλεγε ο Μπράιαν και η φιγούρα του εξαφανιζόταν καθώς διέσχιζε το καθιστικό το ίδιο αθόρυβα όπως είχε εμφανιστεί.

Ο Φραγκίσκος ήταν συνηθισμένος στον τρόπο κίνησης του Μπράιαν. Ανακουφισμένος από την αποχώρησή του, βάδισε προς το σεκρετέρ που ήταν δίπλα στην τζαμόπορτα.

Το κομψό καθιστικό ήταν ο αγαπημένος χώρος της σαγηνευτικής Λίλης. Ένας δερμάτινος εξαθέσιος καναπές μαζί με δυο δερμάτινες πολυθρόνες κι ένα τεράστιο χαμηλό δρύινο τραπέζι στόλιζαν το κέντρο του δωματίου. Αριστερά, κατά μήκος του τοίχου, υπήρχε ένα σκαλιστό μπαρ από ξύλο τριανταφυλλιάς. Απέναντι, δίπλα στην τεράστια γυάλινη τζαμαρία, ήταν τοποθετημένα ένα σεκρετέρ, ένα επιδαπέδιο ρολόι-αντίκα κι ένα στρογγυλό τραπεζάκι με μια καρό πολυθρόνα. Εκεί καθόταν συνήθως η Λίλη τα πρωινά, απολάμβανε τον καφέ της και διάβαζε περιοδικά σχολιάζοντας μαζί του κοροϊδευτικά όλες τις φωτογραφίες.

Τα μάτια του σκοτείνιασαν όταν κοίταξε τη φωτογραφία της. Της γυναίκας που του είχε δείξει εμπιστοσύνη όσο ποτέ σε κανέναν. Ήταν ο «δικός της άνθρωπος», έτσι του έλεγε με μια νοστιμάδα στο ύφος της κάθε φορά που μπροστά του δεν ντρεπόταν να παραδεχτεί ότι ήταν κόρη ενός πλούσιου νεκροθάφτη από την Καρδίτσα. Ήξερε ότι εκείνος δεν θα γελούσε πίσω από την πλάτη της όπως έκαναν αρκετοί κακοπροαίρετοι κάτοικοι του νησιού.

Ο Φραγκίσκος ένιωθε ότι η σχέση του με τη Λίλη ήταν κάτι παραπάνω από σχέση εμπιστοσύνης, ήταν σχέση αρσενικού-θηλυκού. Ειδικά από την πλευρά της, έβγαζε έναν υπόγειο ερωτισμό προς εκείνον. Ήταν κτητική μαζί του, ήθελε να υπάρχει μόνο για εκείνη. Να υπηρετεί μόνο εκείνη. Να αγαπάει μόνο εκείνη.

Είχε απαιτήσει να της μιλάει στον ενικό, αλλά μόνο όταν βρισκόντουσαν οι δυο τους.

Αν και ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, ο Φραγκίσκος τη Λίλη την αγαπούσε, νοιαζόταν για εκείνη, κάτι που δεν περίμενε να νιώσει όταν πριν δύο χρόνια αναλάμβανε τα καθήκοντά του ως μπάτλερ του εφοπλιστή.

Τα δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά τη γυάλινη επιφάνεια της κορνίζας ψιθυρίζοντάς της τρυφερά:

«Συγγνώμη».

Οι άναρθρες πνιγμένες κραυγές του εφοπλιστή και η πανικοβλημένη φωνή της Λίλης τον τρόμαξαν. Η Λίλη ήδη βρισκόταν μπροστά του με βλέφαρα που τρεμόπαιζαν νευρικά.

«Θεέ μου, τι κακό μάς βρήκε μεσημεριάτικα! Φραγκίσκο! Ο Αδάμαντας μια αναπνέει και μια δεν αναπνέει. Να πάρω το νοσοκομείο, το νοσοκομείο, το νοσοκομείο…» επαναλάμβανε χωρίς σταματημό, κουνώντας τα χέρια της στον αέρα σπασμωδικά.

«Ποιο νοσοκομείο, τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνος τρομαγμένος χωρίς να την πλησιάσει, με τα χέρια του ακουμπισμένα ακόμη στην κορνίζα της.

«Τρέξε στον κήπο να βοηθήσεις τον Λούη να σηκώσει τον Αδάμαντα και φέρτε τον μέσα. Εγώ θα πάρω το ΕΚΑΒ!»

Προσπαθώντας να πνίξει μια κραυγή, έτρεξε στο μπαρ και σήκωσε το ακουστικό μιας μαύρης τηλεφωνικής συσκευής. Με δάχτυλα που έτρεμαν έβγαλε το διαμαντένιο σκουλαρίκι από το δεξί της αυτί και κάλεσε για άμεση μεταφορά του συζύγου της στο νοσοκομείο.

 

 

Ταυτότητα:

 

Τίτλος:

«Φόνος με ενδεχόμενο βλακείας»

 

Συγγραφέας:

Μάρα Χωματίδη

 

Ποιος είναι:  

Γεννήθηκε στην Αθήνα, έζησε στο Ιράκ, σπούδασε δημοσιογραφία και ψυχολογία, και αργότερα στις Βρυξέλλες επικοινωνία και marketing. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος, ραδιοφωνική παραγωγός και υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε διαφημιστικές εταιρείες, καθώς και ως εκπαιδεύτρια και συγγραφέας κειμένων στα Εκπαιδευτικά Προγράμματα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης από την Gruppogemello. Μέλος της Ένωσης Συγγραφέων και Λογοτεχνών Ευρώπης, από την οποία έχει τιμηθεί πολλές φορές για το ποιητικό της έργο. Από τις εκδόσεις Διάπλαση έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της Ο τρομερός Βέιν στον Αστερισμό του Κύκνου (2009, ανέβηκε και στο θέατρο) και Βέιν ο τρομερός (μουσικό παραμύθι, 2011).

 

Τι είναι:

Αστυνομικό που φλερτάρει με το υπαρξιακό και το ψυχολογικό.

 

Υπόθεση:

Στον κήπο της βίλας του εφοπλιστή Αδάμαντα Αδαμαντίου, σύζυγος, συνεργάτες με οικογενειακούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους, οι οποίοι απεχθάνονται όμως ο ένας τον άλλον, προσπαθούν να βρουν άκρη στα μίση και τις διαφορές τους, τρώγοντας το πολυσυζητημένο ραγού. Μέχρι την ώρα που ο  Αδάμαντας Αδαμάντιος, ο μοναδικός που τρώει με όρεξη, πέφτει νεκρός μπροστά στα μάτια των έξι «έκπληκτων» υποψήφιων δολοφόνων του…

 

Γλώσσα-Ύφος:

Ατμοσφαιρική γλώσσα όσον αφορά τις περιγραφές του Λονδίνου, με εξαιρετικά αποκαλυπτικούς σχεδόν θεατρικούς διαλόγους όσον αφορά τις συζητήσεις των συνδαιτυμόνων. Με χιούμορ και καυστική ειρωνεία, με συνεχείς ανατροπές και μυστήριο που κλείνει το μάτι στους «Δέκα μικρούς νέγρους» της Αγκάθα Κρίστι, η συγγραφέας συνεχίζει να σε εκπλήττει μέχρι την τελευταία σελίδα. Καλοσχηματισμένοι χαρακτήρες με αδρές και σαφείς πινελιές, εξαιρετικά καυστικό το παιχνίδι με τα ονόματα των συμμετεχόντων και τις μεταξύ τους συγγένειες.

 

Πλεονεκτήματα:

Οι θεατρικοί διάλογοι, το μυστήριο, οι συνεχείς ανατροπές, η λοξή ειρωνική ματιά στις ανάγκες που αλυσοδένουν τους ανθρώπους σε εχθρικές οικογενειακές σχέσεις.

 

Σε ποιους απευθύνεται:

Στους υποψιασμένους αλλά και στον μέσο αναγνώστη. Το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, άλλωστε, διαθέτει σημαντική πλοκή και εκπλήξεις, σε δεύτερο επίπεδο μπορεί κάποιος να εντρυφήσει στις αντιφατικές κωμικοτραγικές ανθρώπινες συμπεριφορές.

 

Γιατί να το διαβάσουμε:

Για την γοητεία της ανάγνωσης. Για το κωμικοτραγικό της ανθρώπινης συνθήκης και της ύπαρξης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top