Fractal

Έστεργκομ. Ένα πραγματικά πολύτιμο μαργαριτάρι του Δούναβη

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Η γνωστή γέφυρα που συνδέει την Ουγγαρία στην περιοχή του Έστεργκομ, με την απέναντι κωμόπολη Στούροβο της Σλοβακίας.

 

Αυτή η πόλη, με τα εντυπωσιακά τοπία και πολυάριθμα μνημεία της, μάρτυρας των αγώνων της ουγγρικής ιστορίας, είναι σήμερα δημοφιλής με τους πολυάριθμους επισκέπτες της να ενδιαφέρονται κυρίως για  τις ομορφιές του παρελθόντος και της τέχνης. Ωστόσο, όμως, η πόλη φαίνεται να ανακτά το ρόλο της στην πολιτική της χώρας, με τα κτίρια και τις παραδόσεις της να ανασύρονται από το παρελθόν και να αναβιώνουν. Κάπου σαράντα πέντε  χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πρωτεύουσας Βουδαπέστης, βρίσκεται το Έστεργκομ. Υπήρξε η πρωτεύουσα της Ουγγαρίας από τον 10ο μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα, οπότε ο βασιλιάς Μπέλα  IV της Ουγγαρίας μετακόμισε την έδρα του βασιλείου του στη Βούδα. Το Έστεργκομ είναι έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ουγγαρία και της πρώην έδρας του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ουγγαρίας. Η πόλη έχει στην κατοχή της το χριστιανικό μουσείο, την μεγαλύτερη εκκλησιαστική συλλογή στην Ουγγαρία. Ο καθεδρικός ναός του, η Βασιλική του Έστεργκομ είναι η μεγαλύτερη εκκλησία στην Ουγγαρία. Φυσικά ετούτη η πόλη είναι μία από τις παλαιότερες πόλεις της χώρας. Τα αποτελέσματα των πιο πρόσφατων αρχαιολογικών ανασκαφών αποκαλύπτουν ότι η περιοχή του λόφου με το κάστρο και ο περίγυρος του έχουν κατοικηθεί από το τέλος της Εποχής των Παγετώνων, δηλαδή  πριν από 20.000 χρόνια. Οι πρώτοι γνωστοί πάντως οι οποίοι γύρω στο 350 π. Χ. εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ήταν οι Κέλτες της Δυτικής Ευρώπης, ο οικισμός των οποίων εκεί διατηρήθηκε έως ότου η περιοχή κατακτήθηκε από τη Ρώμη και εξελίχτηκε σε μια σημαντική μεθοριακή πόλη της Πανονίας. Περίπου το 500 μ.Χ., μετανάστευσαν στην λεκάνη της Πανονίας  Σλαβικοί λαοί, ενώ τον 9ο αιώνα, ο τόπος ήταν μέρος της Μεγάλης Μοραβίας, πάντοτε ήταν όμως ένα σημαντικότατο στρατηγικό σημείο ελέγχου της κοιλάδας του Δούναβη.

Για να έρθουμε τώρα και να εστιαστούμε στους Μαγυάρους, αυτοί έφτασαν εδώ στο 896 μ.Χ. και κατέλαβαν  την περιοχή συστηματικά, στα 901, στις αρχές του δέκατου αιώνα. Στο παλάτι του κάστρου γεννήθηκε και ο Άγιος Στέφανος της Ουγγαρίας, γύρω από το διάστημα 969-975. Το κέντρο του λόφου καταλήφθηκε με την πάροδο των αιώνων από τη σημερινή βασιλική, ενώ σημαντικός αριθμός βιοτεχνών και εμπόρων άρχισαν να εγκαθίστανται στην πόλη. Φυσικά η στέψη του Στεφάνου η οποία έλαβε χώρα εδώ στις αρχές της νέας χιλιετίας, το 1001, ήταν ένα σημαντικό γεγονός για πολλούς λόγους.  Από εκείνη την εποχή μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, στην πόλη λειτουργούσε το μόνο νομισματοκοπείο της χώρας, ενώ παράλληλα χτίστηκε και το κάστρο, το οποίο φιλοξενούσε τη βασιλική κατοικία μέχρι την πολιορκία της πόλης από τους Μογγόλους, το 1241, αλλά και ως κέντρο του ουγγρικού κράτους και  της θρησκείας του. Ο αρχιεπίσκοπος ήταν συχνά υπεύθυνος για τις σημαντικές κρατικές λειτουργίες και ακόμα  είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να στέφει  τους βασιλιάδες. Το δημοτικό συμβούλιο την ίδια στιγμή αποτελούταν από τους πλουσιότερους πολίτες της πόλης που ασχολούνταν με το εμπόριο. Το Έστεργκομ, ήταν η πόλη όπου οι ξένοι μονάρχες μπορούσαν να συναντήσουν τους Ούγγρους  βασιλιάδες. Όλοι μάλιστα που έφτασαν έως εδώ, συμφώνησαν για τον πλούτο και τη σημασία του στην ευρύτερη περιοχή. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ήταν το αναμφισβήτητο κέντρο της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Κάποια στιγμή ο Μπέλα IV έδωσε το παλάτι και το κάστρο στον αρχιεπίσκοπο και άλλαξε την κατοικία του, στη Βούδα πλέον, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, θάφτηκαν εκεί. Μετά τα γεγονότα αυτά, το κάστρο χτίστηκε και διακοσμήθηκε από τους επισκόπους, και πολλά και διαφορετικά μοναστήρια επέστρεψαν ή εγκαταστάθηκαν στο θρησκευτικό κέντρο.

 

Παλιά κτίρια που σήμερα ανακαινισμένα χρησιμοποιούνται ως θεολογικές σχολές, δίπλα στον καθεδρικό ναό της πόλης.

 

Τον 14ο και 15ο αιώνα το Έστεργκομ είδε γεγονότα μεγάλης σημασίας και έγινε μια από τις ισχυρότερες ακροπόλεις του ουγγρικού πολιτισμού μαζί με τη Βούδα. Είχε βιβλιοθήκη και ένα σημαντικό παρατηρητήριο χτισμένο δίπλα στον καθεδρικό ναό. Η οθωμανική κατάκτηση με τα γεγονότα του Μόχατς, το 1526, είχε ως αποτέλεσμα την παρακμή της πόλης. Την περίοδο μεταξύ 1526 και 1543, όταν βασίλευαν δύο αντίπαλοι βασιλιάδες στην Ουγγαρία, το Έστεργκομ πολιορκήθηκε έξι φορές. Ανάμεσα σε όλα αυτά, υπήρχαν και οι επιθέσεις των Οθωμανών. Το 1530 ο Φερδινάνδος Α’ κατέλαβε το κάστρο, ενώ στα 1543   κατελήφθη από τον Σουλτάνο ​​Σουλεϊμάν Ι. Εδώ έγινε το κέντρο απ’ όπου οι Οθωμανοί ήλεγχαν τις πέριξ χώρες καθώς και το μεγάλης σημασίας κάστρο στα βορειοδυτικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κύριο σημείο στην ουσία σύγκρουσης για να αποτραπούν οι  επιθέσεις κατά των άλλων πόλεων. Στο 1594, κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης αλλά καταστροφικής πολιορκίας, σκοτώθηκε στα τείχη της, ο Μπάλιντ Μπαλάσι,  ένας εξέχων  Ούγγρος ποιητής. Τα περισσότερα από τα κτίρια του κάστρου και της πόλης που χτίστηκαν κατά τον Μεσαίωνα καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και υπήρχαν μόνο ακατοίκητα, πνιγμένα ερείπια για να καλωσορίσουν τους όποιους απελευθερωτές. Το 1605 οι Οθωμανοί ανέκτησαν τον έλεγχο του κάστρου, καθώς και ολόκληρης της περιοχής και πάλι, διατηρώντας τον έλεγχο μέχρι το 1683. Αν και οι Οθωμανοί ασχολήθηκαν κυρίως  με την κατασκευή και οχύρωση του κάστρου, έχτισαν ταυτόχρονα και κάποια σημαντικά νέα κτίρια  στα οποία περιλαμβάνονταν τζαμιά, μιναρέδες και λουτρά. Αυτές οι δομές, μαζί με τα σύγχρονα κτίρια, καταστράφηκαν κατά την πολιορκία του 1683 που οδήγησε στην απελευθέρωση του Έστεργκομ, αν και ορισμένα  τουρκικά κτίσματα υπήρχαν ακόμα  στις αρχές του 18ου αιώνα. Η τελευταία φορά που οι οθωμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Έστεργκομ ήταν το 1685. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους απελευθερώθηκε και η Βούδα. Στα κατεστραμμένα  εδάφη εγκαταστάθηκαν κάτοικοι της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Γερμανίας. Μπορεί βεβαίως η όλη να διατήρησε τα δικαιώματά της, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο μια σκιά του πρώην εαυτού της. Το κύριο χαρακτηριστικό της παλιάς πόλης είναι η απλότητα και η μετριοπάθεια της μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Τα πιο όμορφα κτίρια, όμως,  βρίσκονται γύρω από την αγορά, στην πλατεία Széchenyi.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, το Έστεργκομ απέκτησε σημασία λόγω των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του καθώς και ως διοικητικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής. Η κατάσταση της πόλης έγινε χειρότερη μετά τη Συνθήκη του Τριανόν του 1920, μετά την οποία έγινε συνοριακή πόλη και έχασε το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης επικράτειάς της. Αυτός ήταν ο τόπος όπου ο ποιητής Μιχάλυ Μπάμπιτς (Mihály Babits) περνούσε τα καλοκαίρια από το 1924 έως το θάνατό του, το 1941. Η κατοικία του ποιητή ήταν ένα από τα κέντρα της λογοτεχνικής ζωής της χώρας και  είχε σημαντική επίδραση στην πνευματική ζωή του Έστεργκομ.

 

Ο υπέροχος καθεδρικός ναός του Έστεργκομ.

 

Η πόλη είχε μια από τις παλαιότερες εβραϊκές κοινότητες στην Ουγγαρία. Σύμφωνα με την απογραφή του 1910, το 5,1% του πληθυσμού ήταν Εβραίοι, ενώ η απογραφή του 1941 βρήκε πληθυσμό 1510 Εβραίων. Η κοινότητα διατήρησε ένα δημοτικό σχολείο μέχρι το 1944. Στις 28 Απριλίου 1944, δόθηκε εντολή να κλείσουν τα εβραϊκά καταστήματα και σε λίγες μέρες δημιουργήθηκε ένα βραχύβιο γκέτο. Κάποιοι στάλθηκαν αλλού, άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι στο Άουσβιτς.

 

Από το εσωτερικό της βασιλικής του Έστεργκομ.

 

Τα δρομάκια της πόλης, με τους εκκλησιαστικούς πύργους της, δημιουργούν μια ιστορική ατμόσφαιρα. Κάτω από τη βασιλική, στην άκρη του λόφου υπάρχουν τα παλιά τείχη, οι προμαχώνες και τα ερείπια του κάστρου του Έστεργκομ. Τα περισσότερα μέρη του ανακτόρου εξερευνήθηκαν και αποκαταστάθηκαν στην περίοδο μεταξύ 1934 και 1938, αλλά ακόμα και σήμερα γίνονται κάποιες αρχαιολογικές ανασκαφές. Περνώντας μέσα από τα στενά  σκαλοπάτια, τα σοκάκια, κάτω από τις καμάρες και τις πύλες που χτίστηκαν σε διάφορα στυλ, φαίνεται να ζωντανεύει ένα μέρος του παρελθόντος. Φυσικά η βασιλική του, η πιο μνημειακή κατασκευή του ουγγρικού κλασικισμού, η Βασιλική, διαφεντεύει  σιωπηλά στο τοπίο πάνω απ’ την καμπή του Δούναβη, που περιβάλλεται από βουνά. Το κτίριο που θα μπορούσε να θεωρηθεί και το σύμβολο της πόλης, είναι η μεγαλύτερη εκκλησία στην Ουγγαρία και χτίστηκε από το 1822 έως το 1869. Οι θησαυροί του πολλοί. Στέμματα, περίτεχνα δισκοπότηρα, σταυροί λιτανείας, και τόσα άλλα.

Τα οχυρά, οι τοίχοι και οι προμαχώνες μπορούν ακόμα να γίνουν αντιληπτοί κατά τη διάρκεια των περιπάτων στις όχθες του Δούναβη. Κλασσικά κτίρια, παλάτια και το χριστιανικό μουσείο, ανήκουν επίσης στα ενδιαφέροντα της περιοχής, μαζί βεβαίως με την κεντρική πλατεία της πόλης Széchényi, και τα αξιοθέατά της.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top