Fractal

Έργο-οδοιπορικό προς το αχαρτογράφητο, εσώτερο «εγώ»

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«Μία γυναίκα» της Annie Ernaux, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

 

Η Ιστορία, μαζί με την Κοινωνιολογία και την Ανθρωπολογία μπορούν να γίνουν περισσότερο επιδραστικές και να αγγίξουν ολοένα και μεγαλύτερα ακροατήρια μέσω ενός λογοτεχνικού κειμένου το οποίο δύναται να προέρχεται από μία πλειάδα αφηγηματικών τεχνικών και ρητορικών μοντέλων.

Ivan Jablonka (γάλλος ιστορικός και συγγραφέας, γ. 1973)

 

Λιτή δραματουργία υψηλών συναισθηματικών εντάσεων, ένα έργο-οδοιπορικό προς το αχαρτογράφητο, εσώτερο «εγώ», μία ματιά που ακουμπά με άφατη τρυφερότητα σε ένα παρελθόν που ξεθωριάζει καθώς αποτραβιέται στα σκονισμένα ερμάρια της λήθης, ένα κοινωνικό ντοκουμέντο και την ίδια στιγμή ένα ημερολόγιο, μία βιογραφία και ταυτόχρονα μία αυτο-βιογραφία, ένας μνημονικός κανόνας συλλογικού βηματισμού στα βιομηχανικά και αγροτικά κέντρα ημι-αστικών περιοχών της Δυτικής Ευρώπης περί τα μέσα του 20ου αιώνα, ένας ύμνος ανθρώπινων σχέσεων, ένα σεμνό αναθηματικό ανάγλυφο συναισθημάτων και σκέψεων, ένας φόρος τιμής μίας κόρης στη μητέρα με την οποία τη συνδέουν οι άρρηκτοι δεσμοί του αίματος που καταλήγουν, στην περίπτωση της σπουδαίας Annie Ernaux, να μεταστραφούν σε εκλεκτικές συγγένειες πολλαπλών ερμηνειών.

Η Αnnie Ernaux (γεν. 1940) είναι μία από τις σπουδαιότερες σύγχρονες συγγραφείς της Γαλλίας, πολυβραβευμένη, με μία έντονη λογοτεχνική παρουσία που αγγίζει το μισό αιώνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1974 (Les Armoires Vides) και έκτοτε τα έργα της έχουν αποτελέσει σημείο αναφοράς, έμπνευσης και μελέτης για πλήθος κοινά (αναγνώστες, συναδέλφους λογοτέχνες, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους κ.ά.). Δραστήρια σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (υποστήριξε αναφανδόν το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» και το #ΜeToo), αποτελεί μία από τις πιο ισχυρές «φωνές» στη Γαλλία τασσόμενη υπέρ των δικαιωμάτων των ασθενέστερων και των αδικημένων από κάθε μορφή εξουσίας.

Σταθερά στη γραφή της εκφράζει δια-προσωπικές ανησυχίες, σκέψεις και συναισθήματα καθώς στόχος της δεν υπήρξε μόνο η περιγραφή της προσωπικής της ιστορίας, ιδωμένης μέσα από έναν αμβλυγώνιο φακό αντικειμενικότητας, αλλά η αφήγηση του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες της, στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μία κοινωνία που πασχίζει να αναπνεύσει και να επιβιώσει, να ξεπεράσει το χάος και να προχωρήσει μπροστά. Αυτή η κοινωνία, όπως εκφράζεται μέσα από την επιδραστική σχέση με τα πρόσωπα του οικείου της περιβάλλοντος θα σμιλέψει το χαρακτήρα της, θα καθορίσει τις επιλογές της, θα τη βοηθήσει να διεκδικήσει μία θέση σε ένα περιβάλλον που δεν της χαρίζεται εύκολα (δεδομένης πάντα της «χαμηλότερης» κοινωνικά καταγωγής της), θα διαμορφώσει τη φύση της ως κόρης, συζύγου, ερωμένης, μητέρας και γιαγιάς (Les années, 2008, βραβείο Marguerite-Duras, βραβείο François-Mauriac της περιφέρειας Aquitaine, βραβείο γαλλικής γλώσσας και ευρωπαϊκό βραβείο Strega).

To πέμπτο βιβλίο της «Μία γυναίκα» (1987) έρχεται να συμπληρώσει το διάλογο με τον ίδιο της τον εαυτό, συνομιλία που ήδη έχει ξεκινήσει με το εμβληματικό της έργο «Ο τόπος» (δημ. 1983, βραβείο Renaudot 1984) στο οποίο καταγράφει με μία βαθιά εσωτερική φωνή την ιστορία του πατέρα της και τις σχέσεις της με αυτόν.  Μετά το θάνατο της μητέρας της στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα περίχωρα του Παρισιού, η συγγραφέας καταπιάνεται με ένα νέο τόλμημα «σκοπός του είναι να βρει την αλήθεια για τη μητέρα μου, μία αλήθεια που προσεγγίζεται μόνο με λέξεις.». (σελ. 25)

Με μία υπόγεια δύναμη, μία καρδιά πάλλουσα σε σίγαση διαβρώνει την επιφανειακή ουδετερότητα της αφήγησης φθάνοντας βαθιά στην αναζήτηση του πραγματικού εαυτού, της ουσιώδους ταυτότητας. Στην πραγματικότητα η Annie Ernaux κουβαλώντας αμήχανα την καταγωγή και το παρελθόν της, αποκαλύπτεται μέσα από την ιστορία της μητέρας της, βαδίζοντας ολοένα προς την αποδοχή της ατομικής της συνθήκης.

Ολοένα και περισσότερο τη βλέπω έτσι ακριβώς όπως τη φανταζόμουν στην παιδική μου ηλικία : μια μεγάλη λευκή σκιά που πλανιέται από πάνω μου. (σελ.107)

Καταγράφοντας μία ιστορία σφιχτοδεμένη με τον τόπο και το χρόνο στους οποίους εκτυλίσσεται (η μητέρα της μεγάλωσε στο ταπεινό περιβάλλον μίας αγροτική περιοχής της Νορμανδίας στις αρχές του 20ου αιώνα), η Annie Ernaux παραμένει στυλιστικά ουδέτερη, υιοθετώντας μία γραφή επίπεδη, συνεχίζοντας την παράδοση της λεγόμενης «λευκής γραφής» (écriture blanche) που περιέγραψε ο Roland Barthes στο έργο του «Ο βαθμός μηδέν της γραφής» (1953) για να κατονομάσει τη χαρακτηριστικά μινιμαλιστική έκφραση της λογοτεχνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκφραστές της οποίας υπήρξαν ο Albert Camus, ο Maurice Blanchot, ο Jean Cayrol αλλά και ο Henri Thomas, μίας φωνής χωρίς τονικότητα, επίπεδης, διάφανης, η οποία αρνείται τη ίδια τη φύση της λογοτεχνικότητας, μία γραφή μη-λογοτεχνίζουσα, μία ιδεατή απουσία στυλ.

Επιλέγοντας συχνά μία τολμηρή θεματολογία, ακραιφνώς ειλικρινής, ασυμβίβαστα απέριττη, η Annie Ernaux διεισδύει με χειρουργική ακρίβεια στον πυρήνα της συναισθηματικής της ύπαρξης με μία δυναμική ευθύβολη καθώς θέτει σε λειτουργία την αντικειμενικότητα και την αποστασιοποίηση τα οποία αποτελούν πολύτιμα εργαλεία της.

Ό,τι πιο σωστό ελπίζω να γράψω έγκειται αναμφίβολα στη συναρμογή του οικογενειακού και του κοινωνικού, του μύθου  και της ιστορίας. …..μία αλήθεια που προσεγγίζεται μόνο με λέξεις. (σελ. 25)

 

Annie Ernaux

 

Η γραφή της ειδικά στο έργο «Μία γυναίκα» βρίθει και ψυχαναλυτικών ερμηνειών και δεν είναι καθόλου περίεργο που συνολικά η βιβλιογραφία της Annie Ernaux έχει μελετηθεί από ερευνητές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου (Ευρώπη, Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία) καθώς η γραμμική, αδιατάρακτη μεταφορά της μνήμης μέσω λέξεων που απλώνονται νωχελικά πάνω στο χαρτί προκαλούνται από μία έκρηξη ουσιώδους συναισθηματικής κορύφωσης που πυροδοτεί το θυμικό της συγγραφέως. Όλα όσα γράφονται έχουν πρώτα αποκρυσταλλώσει όγκους συναισθημάτων, έχουν αρχειοθετηθεί στο κρυφό ερμάριο του αυστηρά προσωπικού χώρου προτού παραδοθούν στον αναγνώστη ως αφήγηση αποχρωματισμένη, ως καταγραφή γεγονότων, ως απλή ανάμνηση λόγου και πράξης.

Μία μητέρα, το όνομα της οποίας δεν το μαθαίνουμε ποτέ και μία κόρη (η αφηγήτρια) αποτελούν το πρωταγωνιστικό δίδυμο του έργου καθώς αποκαλύπτονται σταδιακά οι δεσμοί που ενώνουν παρελθόν, παρόν και μέλλον μα η συγγραφέας έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι που θα την απομακρύνει από την κληρονομούμενη σφραγίδα της ταυτότητας (ή μήπως όχι τελικά;)

Ήξερε όλα τα μυστικά του νοικοκυριού που μετρίαζαν τη φτώχεια. Τούτη η γνώση, που μεταδιδόταν από μάνα σε θυγατέρα για αιώνες, σταματάει σε μένα που δεν είμαι πια παρά η αρχειοφύλακάς της. (σελ. 28)

H επινόηση του «εγώ» ξεκινά από την αναδρομή στις απαρχές της ύπαρξης προτού αυτή γίνει καν μαρτυρία, φωτίζεται η διαδρομή, οι εμπειρίες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα μίας μητέρας, της δικής της μητέρας από την οποία τρέχει μακριά και την ίδια στιγμή έλκεται συναισθηματικά. Σε όλη της τη λογοτεχνική πορεία η Annie Ernaux μοιράζεται τη ζωή της, την οικογένειά της, την κοινωνική της ανέλιξη άλλοτε με περηφάνεια, άλλοτε με θλίψη και άλλοτε με ντροπή.

Το μόνο που ονειρευόμουν ήταν να φύγω. (σελ. 68)

Μέχρι τα είκοσί μου, σκεφτόμουν πως εγώ έφταιγα που γερνούσε. (σελ.71)

Επειδή φοβόταν ότι δεν θα την αγαπούσαν γι’αυτό που ήταν, έλπιζε να την αγαπήσουν γι’αυτό που θα έδινε. (σελ.74)

Ο λογοτεχνική αφήγηση γίνεται αφορμή για τη συγγραφέα να ανακαλύψει τα πολλά πρόσωπα της μητέρας της η οποία πεθαίνει στις 7 Απριλίου 1986 μετά από μία ασθένεια που εκμηδένισε τη μνήμη της, αλλοίωσε την προσωπικότητά της και διέφθειρε την σπιρτάδα του πνεύματός της. Εκείνη, μία γυναίκα γεμάτη ζωή, τόλμη και αποφασιστικότητα

Εισήλθε οριστικά και αμετάκλητα σ’έναν κόσμο χωρίς εποχές, ζεστό, ήπιο, μοσχοβολιστό, όπου δεν υπάρχει η έννοια του χρόνου, μόνο η καλοκουρδισμένη ρουτίνα λειτουργιών…. (σελ. 99)

Συνεχίζοντας το νήμα της σκέψης της που άρχισε να ξετυλίγεται με το έργο της «Ο τόπος», ολοκληρώνει το στόχο της που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ουσιαστική αποκάλυψη ενός «πραγματικού εγώ», αντιλαμβανόμενη πλέον ότι είναι ελεύθερη  να εκφράσει το θαυμασμό και την τρυφερότητα για το πλάσμα που έφυγε από τη ζωή παρά τις όποιες συγκρουσιακές σχέσεις μητέρας-κόρης.  Η πορεία προς την  κατανόηση και την αποδοχή θα αποτελέσουν τους βασικότερους πυλώνες ύπαρξης της ίδιας της Annie Ernaux καθώς

Και μόνον όταν η μητέρα μου……έγινε ιστορία, άρχισα κι εγώ να νιώθω λιγότερο μόνη και παράταιρη σ’ έναν κόσμο όπου δεσπόζουν λέξεις και ιδέες, ο κόσμος στον οποίο, εκπληρώνοντας την επιθυμία της, ανήκα.

Δεν θ’ ακούσω ποτέ πια τον ήχο της φωνής της. ….ο τελευταίος δεσμός με τον κόσμο απ’ τον οποίο προερχόμουν, διερράγη. (σελ. 108)

Mέσα από το χρονικό μίας γενεαλογίας η Annie Ernaux αντιλαμβάνεται πως το παρελθόν, οι αναμνήσεις, η καταγωγή ορίζουν αμετάκλητα την ταυτότητά της, την ταυτότητα του καθενός. Βαδίζοντας προς τον ενήλικο εαυτό μας, περνώντας από την απόρριψη και τη σύγκρουση και φθάνοντας ως την κατανόηση του εαυτού, ο κοινωνικός περίγυρος, οι εμπειρίες, τα συναισθήματα αφήνουν μία γλυκόπικρη αίσθηση καθώς πολύ περισσότερο από μία λογοτεχνία γένους θηλυκού, η λογοτεχνία της Ernaux διατρανώνει πως δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο πολιτικό από το αμιγώς προσωπικό.

Σε μία χώρα όπου η κοινωνική καταγωγή εξακολουθεί να αποτελεί σημείο διάκρισης της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου, η Annie Ernaux εν είδει κάθαρσης καταθέτει το δικό της στεφάνι στο μνημείο όλων εκείνων των γυναικών με τις οποίες η δική της μητέρα μοιράζεται ένα ταξίδι ζωής μέσα από ποικίλες αντιξοότητες, αναγνωρίζοντας ότι δεν θα ήταν αυτή που γνωρίσαμε  αν τα όσα την καθόρισαν ήδη από την παιδική της ηλικία υπήρξαν στο ελάχιστο διαφορετικά. Κάθε επεισόδιο έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη μνήμη της, Το αρχέτυπο της δυναμικής γυναίκας που υπήρξε η μητέρα της προσομοιάζει, με τις όποιες διαφορές, με το πρότυπο της Simone de Beauvoir (η μητέρα μου πέθανε οκτώ μέρες πριν από τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, σελ. 107), καθώς η ανώνυμη μητέρα της, ανάμεσα σε πλειάδα άλλων γυναικών, αποτελούν αφανείς ηρωίδες της Ιστορίας που ουδόλως αναγνώρισε την παραμικρή συνεισφορά τους στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

 

“Ίσως ο πραγματικός σκοπός της ζωής μου είναι το σώμα μου, οι αισθήσεις μου και οι σκέψεις μου να γίνουν γραφή, με άλλα λόγια, κάτι πιο πνευματικό και παγκόσμιο που θα κάνει την ύπαρξή μου να συγχωνευθεί με τις ζωές και τις σκέψεις άλλων ανθρώπων.»  Annie Ernaux

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top