Fractal

Η ποίηση «για» την ποίηση

Γράφει η Κατερίνα Θεοδωράτου // *

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη «Ποιήματα 2009-2017», Εκδόσεις Βακχικόν 2021

 

Αρχίζεις να σπρώχνεις μια λέξη στο στίχο
κ’ η λέξη δεν μπαίνει.
Επιμένεις και σπάει.

*  *  *  *

Η ποίηση – είν’ ένα ταξίδι
σ’ άγνωστη χώρα.
Η ποίηση – είναι ταυτόσημη
με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη
λιώνεις χιλιάδες τόνους
γλωσσικό μετάλλευμα.

 

Βλ. Μαγιακόφσκι Συνομιλία μ’ έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως

Μετ. Άρης Αλεξάνδρου

 

 

”Το ποίημα θέλω νά `ναι γκρέμισμα πρωτίστως

και μετά χτίσιμο φωτός

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη , από

”Το ποίημα που σιωπά”, Μονόλογοι συγγραφέων.

 

 

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη, μετρώντας μία παραγωγική εκδοτική δωδεκαετία (επτά ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό μονόπρακτο, τρεις μεταφράσεις ποίησης και δύο ανθολογίες) μπαίνει για πρώτη φορά στην ώριμη και απαιτητική διαδικασία της ανασκόπησης, ανθολογώντας τον εαυτό της και παραδίδοντάς μας μία διόλου τυχαία και άκρως επιλεκτική φωτογραφική sequence του έργου της, εντός ενός αντίστοιχα διόλου τυχαίου χρονικού περιγράμματος. Η φαιά οκταετία της μεγάλης Κρίσης, όπου είδαμε όλες μας τις βεβαιότητες να καταρρέουν, ως λυδία λίθος «μέτρησε» πάνω στο σώμα μας τις αντοχές, τη δύναμη και τον αλτρουϊσμό μας, αλλά άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της πάνω στο ποιητικό σώμα, φέρνοντας την ποιητική έμπνευση αντιμέτωπη με μία αδυσώπητη, «σάρκινη» και «επείγουσα» πραγματικότητα:

Σε δύσκολους καιρούς

δεν αναζητούμε

τη μεγάλη ποίηση

αλλά την επείγουσα.[1]

Στο παρόν corpus ανθολογούνται πέντε συλλογές της ποιήτριας: Η προφητεία του ανέμου (με 23 από τα συνολικά 45 ποιήματά της), Πληγές (22 ποιήματα από 36), Εποχή μου είναι η ποίηση (20 ποιήματα από 41), Λίγη φθορά για γούρι (45 ποιήματα από 60) και 23 μέρες (μόλις 3 ποιήματα από 23 ποιητικές ενότητες, προφανώς επειδή η συλλογή είναι στην πραγματικότητα μία ενιαία σύνθεση-hommage στο ποιητικό /ερωτικό τρίγωνο Σύλβια Πλαθ-Τεντ Χιουζ-Αναΐς Νιν). Δεν είναι τυχαία ούτε η αναλογική μερίδα του λέοντος που κατέχει στην ανθολογία η συλλογή Λίγη φθορά για γούρι (εκδ. 2017 – 45 ποιήματα από τα συνολικά 113, σχεδόν το ήμισυ) και δεν οφείλεται μόνο στο ότι η συγκεκριμένη είναι η εκτενέστερή της έως τώρα –ακόμα και με αυτή τη λογική, η ανθολόγηση των τριών τετάρτων από το σύνολο των κειμένων της είναι αναλογικά συντριπτική. Η Φθορά δίνει και το θεματικό και υφολογικό στίγμα της ανθολογίας, καθόσον είναι από τα πλέον ώριμα, στοχαστικά και μετα-ποιητικά έργα της Ξηρογιάννη, η πλέον πρόσφατη χρονικά από τις συμπεριλαμβανόμενες συλλογές, αλλά και αυτή που με κάποιο τρόπο συναιρεί τις προηγούμενες, θεματολογικά, αισθητικά και από πλευράς αισθήματος.

Η Άννα Αφεντουλίδου, στην εξαιρετική εισαγωγή της επισημαίνει εύστοχα τους τρεις ψυχο-γεωγραφικούς τόπους στους οποίους κινείται η ποιήτρια: τον «εξωτερικό» -ο κόσμος, οι άλλοι, ο «άλλος»- τον εσωτερικό –το ποιητικό εγώ- και την γκρίζα ζώνη, όπου το εγώ συναντά το «εσύ» και μεταλλάσσεται μέσα απ` αυτό. Με όρους γλωσσολογίας, θα εντοπίζαμε  τρεις διακριτές λειτουργίες της επικοινωνίας, την συγκινησιακή-βιωματική –εκείνη του «εγώ»- μέσω της οποίας εκφράζονται οι πιο μύχιες ψυχικές της περιοχές και εκβάλλει ο ιδιάζων, προσωπικός της λυρισμός, την βουλητική -εκείνη του «εσύ»- όπου το ποιητικό εγώ είτε αναζητά/βρίσκει το alter ego του είτε προσκρούει στην άρνησή [του] που την [κάνει] στίχους ηχηρούς[2], και την αναφορική, που εστιάζει στο πραγματολογικό πλαίσιο, στο συγκείμενο της πραγματικότητας και του κόσμου. Σε μία αρχική ματιά, οι τρεις πρώτες συλλογές που ανθολογούνται διανύουν αυτή την ψυχο-γλωσσική διαδρομή. Η Προφητεία του ανέμου εισάγει την ανθολογία με το ποίημα υπό τον ενδεικτικό τίτλο «Αυτογνωσία»: “Λέξεις σε λευκή κόλλα. Αυτό είμαι εγώ.” σαν ένα μικρό ποιητικό μανιφέστο και σαν εξομολόγηση. Οι Πληγές στη συνέχεια, εισάγονται με ένα «εσύ»: “Φαντάζομαι πως ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις[3] και το Εποχή μου είναι η Ποίηση με ένα «αυτός»: “Ά-πολις κατάντησε.[4] Η υποδόρια, ίσως και ανεπίγνωστη αυτή ποιητική διαδρομή μοιάζει να εκβάλλει στο Λίγη φθορά για γούρι, όπου το ποιητικό εγώ, το παρόν ή απόν εσύ και το «επείγον» αυτοί συναιρούνται, αλλά και με έναν τρόπο υποχωρούν.

Η μελαγχολία, μαζί με μια λεπτή απόχρωση ειρωνείας που διαποτίζει την Φθορά φαίνεται ήδη από τον τίτλο και το παράδοξο δίπολο φθορά/γούρι. Το εγώ σταθερά παρόν, «Ποτίζω τα αισθήματά μου καθημερινά. Τα κυκλοφορώ στους δρόμους»[5], «Χορεύω τον έρωτα Αναιρούμαι Ανθίζω Αναπλάθομαι Ανήκω»[6]· όπως και το εσύ του παρόντος, απόντος ή οιονεί παρόντος ερωτικού αντικειμένου: «Στο όνομα του έρωτα με επινόησες»[7], «Χρειάζομαι […] την παρουσία σου για να χτίσω τη ζωή μου»[8]· δεν απουσιάζει ούτε η αναφορικότητα του εδώ και του τώρα: «…Ζωής που οι ίδιοι οι πολίτες της αφέθηκαν να χάσουν έχοντας καταντήσει τώρα αξιοθρήνητα γελοίοι»[9]

Ωστόσο, αυτοί οι θεματικοί πυλώνες κατατείνουν τώρα πιο ξεκάθαρα σε μία τέταρτη γλωσσική – υφολογική διάσταση, σε ένα είδος μετα-γλώσσας. Πρόκειται για το ποιητικό υπερεγώ, παρόν βέβαια σε όλη τη δημιουργική διαδρομή της ποιήτριας, που όμως εδώ εμφανίζεται πιο έντονο, εισάγοντας μια νέα τροπικότητα. Το εγώ απολογείται για τον εαυτό του. Αντιγράφω ξανά από το Παιχνίδι:

«Κυκλοφορώ στους δρόμους [τα αισθήματά μου] μετά

να τα θαυμάσουν όλοι –

που είναι έτσι ανθισμένα.

[…] Μια χαρά.

Μια λύπη

ή μια τύψη –

να φεύγει από πάνω μου.

Να ξαλαφρώνω.»

Το εγώ συγκεράζεται με το εσύ σε ποιητικό σώμα, ανατέμνοντας τον μηχανισμό αυτής της ώσμωσης, αναλύοντάς τον σε στίχους:

Το σώμα που έχασα.

Έγινε τώρα η φωνή μου.

Και αφηγούμαι την ιστορία του

για να μη χάσω την ψυχή μου.

Το εγώ και το αυτοί, σε συχνή αντιπαράθεση, ενίοτε και σε εμπόλεμη κατάσταση εντός της ποιήτριας, συναιρούνται σε ένα βαθιά σαρκαστικό για-τι. Αναφέρω ενδεικτικά την εξαιρετική αλληγορία Η γοργόνα και ο βασιλιάς: Ο ποιητής-μονάρχης γράφει εκ του ασφαλούς, στη ζεστασιά και στη θαλπωρή του παλατιού του, «λειαίνοντας» και εξωραΐζοντας καλολογικά μια Γοργόνα, που την ίδια στιγμή θαλασσοπνίγεται, παλεύοντας με μία εφιαλτικά «πραγματική» τρικυμία.

Η Λίγη φθορά για γούρι στην έκδοσή της ξεκινά με τους εξόχως «μετα-γλωσσικούς» στίχους «Εγκλωβίζονται οι λέξεις Στριμώχνονται μέσα στις σκιές Υφαίνουν τη Σιωπή»[10] και κλείνει με ένα ποίημα που αυτοακυρώνεται με ιοβόλο, καβαφική ειρωνεία εν τη γενέσει του: Ποίηση τέλος· με τους ακροτελεύτιους στίχους:

[…] Αναζητώ αυτό που θα ’ναι Ποίηση

Μια συνάντηση με την Ποίηση

Αναζητώ

Ξανά.

Στην παρούσα ανθολογία, το μέρος της Φθοράς ανοίγει με το Έτσι είναι τα πράγματα, ένα από τα πιο «αναφορικά» ποιήματα της συλλογής, πιθανότατα για να συνδεθεί θεματολογικά και στιλιστικά με το Εποχή μου είναι η ποίηση και πάντως κλείνει με το άκρως «μετα-ποιητικό» Στοιχεία ποιητικής:

[…] Η άνιση μάχη με την ποίηση.

Η εσκεμμένη ή μη κατάργησή της.

Το ποίημα μπάζει από παντού.

Το ποίημα μένει πάντα ανοιχτό

αλλά ποτέ κενό.

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

Είναι φανερό ότι η Ξηρογιάννη στη Φθορά βρίσκεται σε μία καμπή της δημιουργικής πορείας της, σε μία φάση ποιητικής ωριμότητας όπου αναμετράται με τον ίδιο της τον εαυτό· κάτι περισσότερο: όπου οι λέξεις αναμετρώνται με τις λέξεις, χρεοκοπούν ενίοτε, αδυνατώντας να σημάνουν αυτό που συμβαίνει: «Χάθηκε από καιρό η μουσική των λέξεων και τώρα πρέπει να διασχίσεις το τοπίο στη σιωπή»[11], ή «Ψάχνουμε τις λέξεις για το κενό κι αυτές να μην έρχονται» όπως λέει στο έξοχο Αίσθηση, ένα εκπληκτικό δείγμα μεταγλωσσικότητας:

Αιωρούμαστε ανάμεσα στα σύννεφα

Φαντάσματα με δάχτυλα μαύρα από καπνό

Ψάχνουμε τις λέξεις για το κενό

κι αυτές να μην έρχονται

κι ας είναι το βλέμμα μας καινό

Το ποίημα είναι παρόν

Το ποίημα λείπει

Μένει η λύπη

Να μάς γλύφει τον θυμό.

Εδώ εντοπίζουμε ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι παρηχήσεων (κενό – καινό, λύπη – λείπει) και προσωδίας –τονικότητας και ρυθμού. Η ενεή ποιητική α-μηχανία μεταλλάσσεται σε –ή απορρέει από- θλίψη. Το ποίημα είναι παρόν, εν εξελίξει, κι όμως λείπει, γράφεται την ίδια στιγμή που διαφεύγει: Μια ελλειπτική κι όμως ακριβής, φωτογραφική απεικόνιση του ποιητικού Πάθους· και ο υπέροχα τυχαίος –ή μήπως όχι;- ηχητικός συνειρμός του γλύφει, συναρθρώνει μουσικά το «γλύφω» -η λύπη που σμιλεύει/επιτείνει τον θυμό- με το «γλείφω» όπως γλείφω μια πληγή θεραπεύοντάς την –η λύπη γλυκαίνει/καταπραΰνει τον θυμό. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε και το γλωσσικό παιχνίδι της διακειμενικότητας, που η ποιήτρια χειρίζεται προσφυώς και γενναιόδωρα: Καβάφης, φόρος τιμής στον Αλεξανδρινό με κάποιους εμβόλιμους δικούς του στίχους, Με τον τρόπο του Μπρεχτ, ιδιοφυής προσαρμογή του Κύκλου με την κιμωλία στο αφήγημα μιας άνισης ερωτικής σχέσης καθώς και τα τρία ποιήματα από τη συλλογή 23 μέρες, που είναι ολόκληρη μια αναφορά στο ποιητικό τρίο Πλαθ-Χιουζ-Αναΐς Νιν. Συχνές και οι υπόγειες, ίσως και ανεπίγνωστες εκλεκτικές συγγένειες· αναφέρω ενδεικτικά το υπέροχο «επίγραμμα» «Κάθε τοίχος κι ένα σύνθημα. Αυτή είναι η ποίηση που διαθέτουμε σήμερα», επισημαίνοντας πόσο γοητευτικά, μυστικά και απροσδόκητα συναντά τον στίχο των Simon-Garfunkel στο εμβληματικό τραγούδι The Sound of Silence: “…And the sign said: the words of the prophets are written on the subway walls and tenement halls…”[12]

Οι λέξεις, από δομικό υλικό και όπλο στα χέρια του δημιουργού…

Μα κι οι λέξεις μας μοιάζουν με πράγματα, θαρρώ.

Οι λέξεις μου είναι οι αποσκευές μου.

Οι λέξεις σου είναι οι δικές σου αποσκευές.

Μας οδηγούν στα πράγματα και μας απομακρύνουν.

Κι όταν τα αισθήματα τις αναζητούν,

καθάρια ποίηση δίνουν.[13]

…συχνά μεταβάλλονται σε πεδίο μάχης, με την ποιήτρια να μας εισάγει στα ενδότερα της ποιητικής τελετουργίας, παράγοντας ποίηση από την ίδια την ποίηση: Διαρκώς ταλαντεύεσαι για το αν θα χρησιμοποιήσεις τη μία ή την άλλη λέξη (ή μήπως μία τρίτη καλύτερα;).[14] Κάποτε τις αρνείται: «Δεν θα ’θελα να είμαι λέξη. Να μη συρθώ σαν πόρνη από στόμα σε στόμα.»[15] Ανησυχεί μήπως μείνουν άδειο κέλυφος – φόρμα, στερημένες από το περιεχόμενό τους: …Να μη μου στερήσουν οι λέξεις την ανεπαίσθητη εκείνη αύρα την ουσία της ζωής.[16] Αναζητά εναγώνια το αντίκρισμά τους, αναγνωρίζοντας τα όριά τους –…τα ποιήματα δε γράφονται μόνο με λέξεις[17]αλλά και την πολύτιμη, ζωτική, «σημαντική» τους λειτουργία: Σύνδεσε τη λέξη με την εποχή. Σύνδεσε το ποίημα με το πρόσωπο του ανθρώπου.[18] Ενίοτε ωστόσο ταυτίζεται με αυτές: «Το σώμα μου Αλλάζει σχήμα Σκέτο ζυμάρι Πλάθεται ανάλογα Χύνω πολύ ιδρώτα για να γίνω η λέξη σου…»[19]. «Λέξεις σε λευκή κόλλα. Αυτό είμ’ εγώ…» αντιγράφω ξανά από την Αυτογνωσία, το ποίημα που, όπως προαναφέρθηκε, εισάγει την ανθολογία, βαρυσήμαντα δηλωτικό: εδώ, παραφράζοντας την περίφημη και άκρως ενδιαφέρουσα και με άπειρες προεκτάσεις ρήση του φιλόσοφου Μάρσαλ Μακ Λούαν Το μέσο είναι το μήνυμα, θα προσθέταμε ότι στην ποίηση, όχι το μέσο αλλά ο κώδικας είναι συχνά το μήνυμα, και στην προκειμένη περίπτωση ο δημιουργός-πομπός του μηνύματος ταυτίζεται και αυτοπροσδιορίζεται με τον κώδικα, σε ένα εκπληκτικό παράδειγμα αλληλοπεριχώρησης των γλωσσικών λειτουργιών.

 

 

Ο ποιητής είναι λοιπόν ο κώδικας; Οπωσδήποτε είναι και αυτό, και η συχνά εμπόλεμη σχέση δημιουργού και λέξεων ίσως να είναι υπαρξιακής υφής. Υπάρχουν άλλωστε και οι λέξεις που περίσσευαν, αυτές που δεν με ταξίδεψαν, λέει η ποιήτρια στο Ποίηση τέλος, παραδεχόμενη την ενίοτε οριστική απόσπασή τους από την ουσία, τη ναρκισσιστική τους τάση για αυθυπαρξία· υπάρχουν κι αυτές που ταυτίζονται με το ποθούμενο και εσαεί διαφεύγον εσύ: «Τα κύτταρά μου είναι γεμάτα από τις λέξεις και τις σιωπές σου […]εκείνη ερωτεύεται τις λέξεις σου;»[20]. Συχνά αναγνωρίζει το αδιέξοδό τους: Λες «εποχή μου είναι η ποίηση» και βουλιάζεις μέσα στις λέξεις…[21], …τα παιδιά δεν μεγαλώνουν με λέξεις. Εδώ χρειάζονται χέρια και σώματα…[22] Την τρομάζουν οι ανοίκειες λέξεις –Φοβάμαι τις λέξεις που δεν είναι δεμένες με τα βιώματά μου.[23] αλλά και τις αποθαυμάζει –μέσα στη σιωπή ακούς τη μουσική των λέξεων[24], Σαν ρέουν οι λέξεις όλα ανθίζουν.[25] και επενδύει σε αυτές –Χωρίς αναπνοή να τις διανύεις. Να εναποθέτεις σ’ αυτές τις ελπίδες σου.[26] ομολογώντας τη δύναμή τους: Δεν κινδυνεύουμε απ’ το σκοτάδι, νομίζω. Εκείνο κινδυνεύει βασικά. Από το φως που χτίζουν οι λέξεις μας.[27] Και ταυτόχρονα είναι το παυσίλυπό της, λειτουργώντας παραπληρωματικά στη θλίψη:

κάθε φορά που η καρδιά τον δρόμο χάνει,

είναι οι λέξεις που αναδύονται ορθές

Με παντομίμα μού υπενθυμίζουν πάντα

πως έζησα ουκ ολίγες ηδονές[28]

Στο ποίημα αυτό, ένα από τα ελάχιστα έμμετρα της ανθολογίας, η λέξη «παντομίμα», δανεισμένη από την άλλη δημιουργική περιοχή της ποιήτριας, το θέατρο, παίζει πάλι το μεταγλωσσικό παιχνίδι, σωματοποιώντας τις λέξεις ως αυτόνομες οντότητες-εικόνες. Αξίζει εδώ να επισημάνουμε, παρενθετικά, άλλα δύο ανθολογημένα ποιήματα που ερωτοτροπούν με το θέατρο και τη μάσκα, με την ελευθερία και την ηδονή των πολλαπλών ταυτοτήτων, με την αναπόδραστη φθορά των πραγμάτων αλλά και τη μαγική δυνατότητα υπέρβασής της από την Τέχνη. Πρόκειται για τα Φαντάσματα και Παιχνίδι.

Συχνά, λοιπόν, οι λέξεις και ευρύτερα η ποιητική έμπνευση παίζουν τον ρόλο του παυσίλυπου, – είπα μήπως και αναπληρώσω γράφοντας το κενό της απουσίας σου[29], εγώ θα γράψω μόνο για την Ποίηση που με βοηθάει να τ’ αντέχω όλα αυτά.[30]καθώς, με τις «λέξεις» του Καρυωτάκη, …μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε[31]. Στο ποίημα Ο λύκος μου, μια έξοχη απόπειρα απεικόνισης και χαρτογράφησης της σκοτεινής μας περιοχής, του τόσο οικείου κι όμως ανοίκειου θηρίου που εγκαταβιώνει μέσα μας, πάλι η ποίηση λειτουργεί ή καλείται να λειτουργήσει ως αντίβαρο στον αρχέγονο φόβο. Και ξανά η ποιήτρια επικαλείται τη Μούσα. Και, ρωτώντας τον «λύκο» “Γιατί δεν μ` αφήνεις να σε κάνω ποίημα;” τον έχει ήδη κάνει· ζητώντας του να τον εξημερώσει, τον έχει εξημερώσει. Πρόκειται για ένα ακόμα «αυτόφωρο» παράδειγμα επιτελεστικής λειτουργίας της γλώσσας, μία αριστοτεχνική συγχώνευση ποιητικότητας και μετα-γλωσσικότητας, όπου το ίδιο το ποίημα επικαλείται και αναρωτιέται για τον εαυτό του.

Ωστόσο, για την Ξηρογιάννη, οι δύο πόλοι της Ποίησης και της θλίψης δεν σχετίζονται μόνο  συμπληρωματικά· ενίοτε η οδύνη και το κενό είναι απαραίτητα για να παρεισφρύσει η δημιουργία: Έχασα εσένα μα κέρδισα την Ποίηση[32], Χρειάζομαι την απουσία των λέξεών σου για να χτίσω το ποίημά μου.[33]. Το ζήτημα της αλληλοβόρου σχέσης μεταξύ καλλιτεχνικής δημιουργίας και προσωπικής ισορροπίας έχει απασχολήσει την ποιήτρια και στο πεζό της, τη νουβέλα Το σώμα του έγινε σκιά, όπου ο κεντρικός ήρωας –καταξιωμένος χορευτής- «καίγεται», συμπαρασύροντας και τους αγαπημένους του, στην ίδια τη φλόγα της καλλιτεχνικής του ιδιοφυΐας. Όπως σταθερά την απασχολεί και το δίπτυχο Ποίησης/Ζωής: Πρόκειται για αντιθετικό ζεύγος; «…Oι άνθρωποι απελπίστηκαν και βγήκαν στους δρόμους. Κι η ποίηση μοιάζει τώρα μακρινή ανάμνηση, μια τέχνη γραφική[34] «Άλλοτε ο κόσμος μου ήταν τα ποιήματα μα δεν αρκούν πια. Δεν παλεύεται η πραγματικότητα με όμορφα συνδυασμένους τρόπους»[35] Ενίοτε ναι, όταν ο εξωτερικός κόσμος καταρρέει τότε και το εσωτερικό σύμπαν του ποιητή διαρρηγνύεται, και η Ποίηση γίνεται αποστολή, όπου «…δεν αναζητούμε τη μεγάλη ποίηση αλλά την επείγουσα.»

Άλλοτε πάλι, η δυσχέρεια να «μεταλάβει Σώμα και Αίμα» ζωής οδηγεί τον ποιητή στη γραφή, και τότε, στην εμπόλεμη ζώνη του ποιείν και του ζην, η Ποίηση γίνεται η κραυγή –ή το λάφυρο- του ηττημένου:

«Δε θέλω να γράφω ερωτικά ποιήματα μόνο. Θέλω να ζήσω τον έρωτα…»[36]

«Λίγα ταξίδια στη ζωή μου έχω κάνει και αυτά ποιητικά, κυρίως, τα λες…»[37]

Δεν έχεις πρόθεση

να τα βάλεις με την αϋπνία

(έχεις συμφιλιωθεί μαζί της πια).

Κι είναι αυτή που σε πήρε από το χέρι

και σε οδήγησε στην ποίηση.[38]

Δεν λείπουν, ωστόσο, και οι μαγικές στιγμές της σύνθεσης, όταν τα δύο «στρατόπεδα» συγκροτούνται σε ένα ενιαίο πεδίο αλληλοτροφοδότησης:

«H Ποίηση είναι μια πολυτέλεια

σε τέτοιους καιρούς, θα πεις.

Κι όμως, μπορεί να είναι δρόμος.[39]»

«Πώς μεταφράζεται η ζωή

σε λόγο ποιητικό

αυτό πρέπει να δείξεις.[40]»

«…Με τη σαγήνη ας αρχίσει αυτό το ποίημα.

Οπότε βάλε το χέρι σου πάνω στη γάμπα μου.

Τώρα.[41]»

Είναι εμφανής σε όλη τη διαδρομή της ποιήτριας, και στην ανθολογία διαφαίνεται με απόλυτη ενάργεια, η ανάγκη της να διερευνήσει νέες δημιουργικές ατραπούς, να κάνει μάλλον παρά να γράφει «…ποίηση αληθινή, ποίηση επικίνδυνη…[42]» υπερβαίνοντας την κεντρομόλο ποιητική εσωστρέφεια να επινοήσει νέους κώδικες διασώζοντας το βάρος των λέξεων, να σμιλεύσει τις λέξεις διασώζοντας το περιεχόμενό τους, να περισώσει όση Ζωή μπορεί εντός της Ποίησης και όση Ποίηση μπορεί εντός της Ζωής. Αν το ποίημα είναι η πραγματικότητα σε ελεύθερη μετάφραση, όπως το είχε ορίσει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η Ξηρογιάννη αναμετριέται ακριβώς με τα όρια και τον κώδικα της διαδικασίας· κάτι περισσότερο: αναρωτιέται για την ίδια τη διαδικασία… Ανθολογώντας τον εαυτό της θέλησε, και πέτυχε, την αντιγράφω, να φτιάξει μια νέα ποιητική.

 

 

* Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

 

 

__________________

[1] Από το ποίημα Σε δύσκολους καιρούς

[2] «…Την άρνησή σου την έκανα στίχους ηχηρούς,

την έκανα στιγμή ολόκληρη γεμάτη από σένα…» Από το ποίημα «Η άρνησή σου»(ΠΛΗΓΕΣ)

[3] Στο ποίημα Συχνά τις νύχτες δεν κοιμάμαι

[4] Στο ποίημα Μετανάστης

[5] Παιχνίδι

[6] Δική σου

[7] Στο όνομα του έρωτα

[8] Απλή αριθμητική

[9] Έτσι είναι τα πράγματα

[10] Τα βράδια (Υπάρχει και στην παρούσα ανθολογία)

[11] Περιμένοντας το ποίημα

[12] «…Κι η ταμπέλα έλεγε: Τα λόγια των προφητών γράφονται πια στους τοίχους του μετρό και στις εισόδους εργατικών κατοικιών…»

[13] Οι λέξεις μας

[14] Στο Στοιχεία ποιητικής ΙΙΙ

[15] Στο Επιθυμία

[16] Στο Δε θέλω να γράφω ερωτικά ποιήματα μόνο

[17] Στο Η αρχή του ποιήματος ή ποιητικής στίγμα

[18] Στο Νέα ποιητική

[19] Από το ποίημα Δική σου

[20] Στο Με τον τρόπο του Μπρεχτ

[21] Στο Εποχή μου είναι η ποίηση

[22] Στο Πες μου

[23] Στο Φοβάμαι τις λέξεις

[24] Στο Νυχτερινό

[25] Στο Υπέρβαση

[26] Στο Λέξεις

[27] Στο Στοιχεία ποιητικής Ι

[28] Στο Ταξίδια

[29] Στο Επιστροφή

[30] Στο Αντίδραση

[31]  Είμαστε κάτι… (Ελεγεία και Σάτιρες – 1927)

[32] Επίγραμμα στην Προφητεία του ανέμου

[33] Στο Απλή αριθμητική

[34] Στο Πες μου

[35] Στο Ενδοσκόπηση

[36] Στο Δε θέλω να γράφω ερωτικά ποιήματα μόνο

[37] Στο Ταξίδια

[38] Στο Νυχτερινό

[39] Στο Μπορεί η ποίηση να χωρέσει

[40] Στο Υπέρβαση

[41] Στο Η αρχή του ποιήματος ή ποιητικής στίγμα

[42] Ένα ποίημα για τον Τάσο Λειβαδίτη

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top