Fractal

Μια περιπέτεια αναζήτησης του «ανήκειν»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

«Ο Αίγαγρος» Διονύσης Τεμπονέρας, Εκδόσεις: Θίνες, σελ. 392

 

«– Πες μου μια ωραία ιστορία από όσα έχεις ζήσει;

    Με κοίταξε με ανυπομονησία, σίγουρη πως θα άκουγε φανταστικές ιστορίες, και πράγματι τέτοιες άκουσε. Σαν να πατούσα το πλέι στο κασετόφωνο, ξεκίνησα να επαναλαμβάνω αυτό που είχε κατασκευάσει το κεφάλι μου, μια αδιάφορη-ενδιαφέρουσα ιστορία για να μη ξαναχαρακτηριστώ ποτέ μπάσταρδος, να μη με ξανακοιτάξει ποτέ κανείς σαν να είμαι κατώτερος».

 

      Τέλος της Άνοιξης του 1967. Μαίνεται ο πόλεμος των έξι ημερών στη Χερσόνησο του Σινά. Τα συντρίμμια και οι πυρακτωμένες στάχτες σκέπασαν τα πτώματα της οικογένειας του μαυριδερού άντρα που ερωτεύτηκε τη λευκή βορειοϊρλανδή με τη φουσκωμένη κοιλιά. Η φυγή είναι η μόνη λύση για να αποφύγουν τον λιθοβολισμό από τους φανατικούς. Εκείνη δεν τους φοβόταν. Ήξερε από την μακρινή πατρίδα της τι σημαίνει φανατισμός.  Η ”Υπερβορεία” ήταν το γκαζάδικο που τους πήρε μακριά από τον αφανισμό. Εκεί γεννήθηκηκε ο Λίαμ. Ο ήρωας του Τεμπονέρα έχει για πατρίδα ένα καράβι που πλέει μεσοπέλαγα. Προορισμός της οικογένειας ένα ελληνικό νησί – πατρίδα κάποιου υποτιθέμενου προπάππου του μαυριδερού άντρα. Η παρουσία τους στον τόπο πιο μαύρη από τη μαύρη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Εκεί ο μικρός ήρωας δέχεται τα πρώτα ραπίσματα της διαφορετικότητας. Παρηγοριά του, οι απόκρημνοι βράχοι, οι πέτρες και η θάλασσα. Εκεί πάνω στον πιο κακοτράχαλο βράχο συναντά για πρώτη φορά τον Αίγαγρο. Το αγριοκάτσικο γίνεται φίλος και σύμβολο μαζί του απόμακρου και μοναχικού παιδιού! Θέλει κι ο Λίαμ μ’ ένα σάλτο να υπερπηδά εμπόδια, να βρίσκεται στην κορυφή του απέναντι βράχου.

Η συνήθης σκληρότητα των παιδικών ”φίλων” τον αγριεύουν. Αντιλαμβάνεται την εχθρότητα του περιβάλλοντος, μισεί αυτό που του συμβαίνει, που συμβαίνει στην οικογένειά του.

«Τους φοβήθηκα, έκανα δυο βήματα προς τα πίσω, παραπάτησα σε μια πέτρα και σωριάστηκα στην άμμο Αίμα άρχισε να τρέχει από το πόδι μου όσο τα γέλια τους ηχούσαν ακόμη πιο δυνατά. Έμεινα ξαπλωμένος. Η άμμος με κατάπινε, το φεγγάρι έδιωχνε τ’ αστέρια, κι ένα πελώριο κύμα με παράσερνε στη θάλασσα. Τα πνευμόνια μου γέμισαν νερό και οι φυσαλίδες παγίδευαν τη φωνή μου.

      Όταν σηκώθηκα δεν ήμουν πια ο ίδιος. Το αίμα είχε ξεραθεί δεν υπήρχε πια πληγή. Τα χέρια μου είχαν μετατραπεί σε πόδια και ολόκληρο το σώμα μου είχε καλυφθεί από ένα μαύρο και πυκνό τρίχωμα. Οι κόρες των ματιών μου είχαν αλλάξει σχήμα και στο κεφάλι μου είχαν φυτρώσει δύο πελώρια κέρατα. Απότομα έστρεψα το βλέμμα μου προς τον  βράχο και τους κάρφωσα έναν έναν. Το τρίχωμα στη ράχη μου φούντωσε και οι οπλές μου έσκαψαν οργισμένα την άμμο. Τα σαγόνια μου άνοιξαν, η κραυγή μου τράνταξε τον βράχο και όλοι τους σώπασαν. Με τρεις σάλτους έφθασα στην κορυφή και τότε εκείνοι οπισθοχώρησαν προς τον γκρεμό».

     Η συμβολική ”Καφκική” αυτή μεταμόρφωση είναι ενδεικτική της περαιτέρω πορείας του ήρωα.

Ο συγγραφέας θαρρείς προσαρμόζει τον μύθο του έτσι, ώστε να φέρει στο φως ό,τι σημαντικό συνέβη παγκοσμίως και να το ”αναδείξει” ως συμβάλλον στοιχείο στη ζωή του ήρωά του – από τη γέννησή του μέχρι το τέλος της αφήγησης,  και το κάνει αυτό αβίαστα, με μαεστρία. Είναι βέβαιο ότι η μεγάλη Ιστορία επιδρά στις μικρές ανθρώπινες, οΛίαμ είναι δέκτης όλων αυτών των μεταβολών που επέρχονται, από αυτούς που έχουν ταχθεί στο να την διαμορφώνουν, που προφανώς είναι πολύ εφευρετικοί στην εξεύρεση νέων τρόπων δημιουργίας των συνθηκών εκείνων που θα τους επιτρέπουν να κινούν τα νήματα, χρησιμοποιώντας μεμονωμένους ανθρώπους, κοινωνικές ομάδες και ολόκληρους λαούς ως πιόνια σε μία παρτίδα σκάκι.

 

Διονύσης Τεμπονέρας

 

Πρώτος σάλτος η Αθήνα, η Μεταπολίτευση, οι σπουδές στο Πανεπιστήμιο, η αριστεία στον τομέα των οικονομικών, ο επηρεασμός από τα μουσικά συγκροτήματα, οι ροκάδες, ο θρίαμβος του Ευρωμπάσκετ, ο έρωτας  με τη Νάντια που εγκαταλείπει τα όνειρά της για να περιθάλψει τους δυστυχείς της πατρίδας της, της Ουκρανίας, μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ, που συντάραξε παγκοσμίως.

    Νάντια: «Ξέρεις πόσες πυρηνικές δοκιμές έχουν γίνει μέχρι σήμερα; Δυο χιλιάδες  βόμβες έχουν ρίξει. Πάνω μας τις έχουν ρίξει Λίαμ. Γιατί δεν πάει το εργοστάσιο κοντά στην οικογένειά του…

…αυτός που αποφασίζει, όποιος κι αν είναι αυτός. Γιατί δεν δοκιμάζει τα πυρηνικά πάνω στους αγαπημένους του, μου λες;»  

   Ο Λίαμ διψά για μια πατρίδα, όταν οι γονείς του πεθαίνουν σε ένα ατύχημα. Νιώθει ότι τίποτα δεν τον δένει με την Ελλάδα. Μητρική του γλώσσα η αγγλική με την έντονη προφορά της βόρειας Ιρλανδίας που τη μιλούσε η μάνα του. Στη Βρεττανία λοιπόν, στο Λονδίνο, με υποτροφία. Είναι ο δεύτερος μεγάλος σάλτος του ήρωα. Φοιτητική εστία, φτώχεια, αλλοδαποί ”φίλοι”.

«Κανείς δεν με πρόσεχε. Κανείς δεν νοιαζόταν αν ήμουν ξένος. Για να κάνω αυτή τη δουλειά, σήμαινε πως ήμουν φτωχός, και οι φτωχοί ήταν μάλλον οι πιο ασήμαντοι απ’ όλους”. 

Ο Λίαμ ωστόσο, θέλει να απαλλαγεί από την αραβική του καταγωγή, επινοεί μια ευρωπαϊκή ιστορία για τον εαυτό του, παρά το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του – υποδύεται τον Ιρλανδό.

Ο συγγραφέας ιχνογραφεί τη ζωή των φτωχών αλλοδαπών φοιτητών στο Λονδίνο, ζωντανά – κινηματογραφικά. Σχολιάζει τη μεγάλη συμμετοχή στην διαδήλωση για τον κεφαλικό φόρο (pol-tax) που επέβαλε η Θάτσερ-το αιματοκύλισμα και την υποκρισία των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Νέα αριστεία για τον Λίαμ στις μεταπτυχιακές σπουδές, προσφορές εργασίας από μεγάλες  εταιρίες, τις οποίες αρνείται γιατί επικρατεί ο ιδεαλισμός που τον ωθεί στην ενασχόληση με έναν φορέα για τα Ανθρώπινα δικαιώματα. «…να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο όπου μια τέτοια μέρα θα είναι η καθημερινότητά μας. Όλοι θα δώσουμε τα χέρια μας, δεν θα έχουμε τίποτα να χωρίσουμε, μόνο να μοιραστούμε».

Στο μεταξύ η Θάτσερ διανύει την τελευταία θητεία της, το κίνημα κατά του Απαρχάιντ δυναμώνει, οι νέοι ζητούν απαντήσεις μέσα από τους στίχους των τραγουδιών για την αδικία, την ανισότητα που βασανίζει την ανθρωπότητα.

Money money money… is the root of all evil

Πρώτα σημάδια φασιστικών επιθέσεων μετά τα αποτροπιαστικά των ναζιστών με τους σκίνχεντ να πρωταγωνιστούν.

  «Το μίσος γεννιέται από την απουσία της αγάπης» 

Ανακατατάξεις στον παγκόσμιο χάρτη, κατάρρευση του Σιδηρού Παραπετάσματος, Γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου. Ο έρωτας με την Άννυ- δυο διαφορετικές κοσμοθεωρίες.

Τι τελικά συμβαίνει και ο Λίαμ αποφασίζει τον τρίτο – μεγαλύτερο σάλτο του;

«Δεν θα επέτρεπα στις μνήμες να με χλευάζουν, δεν θα τις χρησιμοποιούσα ως καταφύγιο και δεν θα κρυβόμουν πια από την αλήθεια. Τώρα ήξερα ποιος είμαι, ήξερα πως ήμουν μόνος σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν φτιαγμένος για τέτοιους. Ήμουν ένας ”κανένας”, σ’ έναν κόσμο όπου έπρεπε να είμαι ” κάποιος ”». 

   Στον ομφαλό του νέου κόσμου οι δίδυμοι πύργοι καταρρέουν δίπλα στον Λίαμ, όμως εκείνος έχει αποφασίσει να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο loft για να έχει τη θέα όλης της πόλης κάτω από τα πόδια του. Ο κάποτε απεχθής καπιταλισμός – η ακατάσχετη κατανάλωση, το χρήμα από evil γίνεται το νέο τρόπαιο που κατακτά όλο το είναι του! Σχέσεις χωρίς συναισθηματικό υπόβαθρο, ”φιλίες” υπό το κράτος   απειλής, ναρκωτικά, πληρωμένο σεξ, ακριβά ποτά και μενού γαρνιρισμένα με φύλλα χρυσού…Ηθική πτώση, εκδίκηση για τις ταπεινώσεις, ή ανάγκη επιβίωσης σε μια κοινωνία που ο διαφορετικός πετιόταν στον κάδο των αχρήστων… και μέχρι που φθάνει η κόκκινη γραμμή – το μη περαιτέρω;

Η άνοδος στην εξουσία του Ομπάμα, παράλληλα με την οικονομική και κοινωνική άνοδο του ήρωα κάνουν το μαυριδερό χρώμα το πιο ελκυστικό! Πόση ευτυχία φέρνει στον Λίαμ όλο αυτό που κατάφερε; Μπορεί η εξουσία, το χρήμα να σβήσουν όλα τα χνάρια του παρελθόντος; Τι σημαίνει γι αυτόν ο έρωτας για τη νεαρή Ελληνίδα που γνώρισε σε κάποιο πάρτι και πόσο μπορεί να τον επηρεάσει η δική της ματιά στη ζωή;  Πότε κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του Βασιλιά αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι παρά ένα απλό πιόνι; Θα μεταμορφωθεί ποτέ ξανά στον παλιό του ”σύντροφο” τον Αίγαγρο, θα γίνουν και πάλι πόδια τα δυο του χέρια να καρφωθούν πάνω στο νέο πανύψηλο βράχο;  Για εκείνον καρφί μέσα του η έλλειψη πατρίδας … η ” Υπερβορεία” θα του δώσει αυτό που σ’ όλη του τη ζωή τον πληγώνει; Ή μήπως το καταλυτικό στοιχείο θα είναι η μετάλλαξη του μίσους σε αγάπη;

Το βιβλίο του Διονύση Τεμπονέρα είναι ένα καλό βιβλίο! Αποδίδει με διεισδυτικότητα τις ψυχικές μεταλλάξεις του πρωταγωνιστή ήρωα- Λίαμ και των λοιπών ηρώων που διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και στην πορεία της ζωής του, τους οποίους σκιαγραφεί επιμελώς. Η γλώσσα του σύγχρονη, η γραφή του έχει τον νεανικό παλμό του ίδιου του συγγραφέα, που έμμεσα καταθέτει απόψεις και ανησυχίες για το σύγχρονο παγκόσμιο γίγνεσθαι, το οποίο προφανώς παρακολουθεί κατά πόδας – ενδεικτικό στοιχείο οι πολύ εμπεριστατωμένες ”Σημειώσεις” στο τέλος της έκδοσης, στοιχείο επίσης που αποδεικνύει το οργανωτικό του μυαλό και την τάση ευρυμάθειάς του. Ειρωνικός απέναντι στον επικρατέστερο Μονοθεϊσμό – το Χρήμα, σαφώς σατυρικός  όσον αφορά στους ρόλους επίδρασης Οικονομίας και Θρησκειών στις κοινωνίες των ανθρώπων, όταν οι διχαστικές τους τάσεις  καταλύουν ιδεολογίες, αλλάζουν ήθη, συμπεριφορές, φέρνουν στο φως νέες δοξασίες, μεταβάλλοντας το χρώμα τους χάους.

 «Σημαίες, χρώματα και έθνη- τον φόβο και το μίσος μόνοι μας τα δημιουργούμε, όλες αυτές τις διαφορές μόνοι μας τις συντηρούμε, δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια».

     Ο «Αίγαγρος» κυκλοφορεί από τις «Θίνες» σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση, με καλαίσθητο, όπως πάντα, εξώφυλλο, και κατατοπιστικές Σημειώσεις που αφορούν: Ιστορικοπολιτικά γεγονότα, συνοπτικές βιογραφίες προσώπων που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στην πλοκή, ακτιβιστικές ενέργειες, μουσικά ακούσματα, μουσικά ρεύματα και συγκροτήματα, μία σύνοψη της Ιστορίας από το 1967 που ο ήρωας εγκαθίσταται στο νησί, μέχρι τα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που έπληξε και την Ελλάδα.

 

 

  Ο Διονύσης Τεμπονέρας γεννήθηκε στις  3 Νοεμβρίου του  1980 στον Πειραιά. Σπούδασε Νομική και Πολιτιστική Διαχείριση και εργάστηκε ως Δικηγόρος μέχρι που αποφάσισε να τα τινάξει όλα τον αέρα και να ακολουθήσει τα πάθη του για τη συγγραφή και τη μουσική. Αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top