Fractal

Η γραφή είναι πράξη εν εξελίξει

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, «Διάψαλμα». Διηγήματα, Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2021, σ. 102

 

Η γλωσσική επάρκεια και οι σπουδές δημιουργικής γραφής δεν αρκούν αλλά απαιτείται γνήσια απελπισία, που μεταβολίζεται με λελογισμένο και έντεχνο τρόπο σε τερψιλαρύγγιο αντίδωρο χαρμολύπης για όλους της γης τους πονεμένους, τους σαστισμένους, τους παραζαλισμένους, τους χαμένους εν τέλει, εξ αυτής και μόνης της γενικευμένης αδικίας. Ο θάνατος μπορεί να είναι και λύτρωση, δύναται να καταστεί εκστατικός οργασμός, απελευθερωτική έγερσις, ανάστασις σωμάτων ορατών και αοράτων. Η πεισιθάνατος όμως κατάθλιψις, ειδικά όταν ενδύεται λογοτεχνική μορφή γίνεται όπλο μαζικής καταστροφής, επικινδυνότερο κι από την πυρηνική βόμβα της Χιροσίμα, επιβλαβέστερο ακόμα κι από τον πλέον αποτρόπαιο βιοχημικό πόλεμο. Το καλό είναι πως η λογοτεχνία διαδίδεται στόμα με στόμα, κυριολεκτικά, θέλει χρόνο κι απαιτεί αντοχή. Δεν χτίζεται με κριτικές, βραβεία και βραχείες λίστες. Κρίνεται μόνον από τον πανδαμάτορα Χρόνο, που μπορεί να καταδείξει κι εμένα τον ατυχή ως ανεπαρκή κριτικό κι ελαχίστης διορατικότητος άνθρωπο, όμως την αμαρτία μου θα την πω: άντεξα να διαβάσω μόνον τρία από αυτά τα πεισιθάνατα διηγήματα, που προκαλούν τάσεις αυτοκαταστροφής κι επιτείνουν την όποια εγγενή και υπαρξιακή και φιλοσοφική θλίψη. Νομίζω – με το φτωχό μου το μυαλό – πως εδώ έχει γίνει μια βασική παρανόηση: μπορεί η Γραφή και η Τέχνη εν γένει να λειτουργεί και ομοιοπαθητικά με την λογική τού «μη χείρον βέλτιστον» και με την συνεπακόλουθη επανάπαυση του συμβιβασμένου αναγνώστη, που ενισχύεται δια της επαναλήψεως και τον οδηγεί να «εκτιμήσει» περισσότερο την καθημερινή του μιζέρια, δίχως να κάνει καμία προσπάθεια αυτοβελτιώσεως, μόνον και μόνον επειδή «υπάρχουν και χειρότερα» – «πάλι καλά» – «είμαστε καλά και δεν το ξέρουμε»… Όχι, υπάρχουν και καλύτερα και βέλτιστα και άριστα. Από την Αρχαιότητα η Τέχνη λειτουργεί ως πρότυπο Αρμονίας, ακόμα και στα χρόνια της Αποδόμησης, όπου κυριαρχεί ο καταστροφέας Σίβα του ινδουϊστικού πανθέου.

Με αυτά τα λίγα, προλογικά κι επισημειωματικά – αναγκαστικά – εκφράζω την απλή αμηχανία του επαρκούς αναγνώστη, που δεν θέλει μέσα στον Δεκαπενταύγουστο να διαβάζει γραπτά που του ακυρώνουν κάθε αίσθηση διακοπών από την πραγματικότητα, που είναι ούτως ή άλλως ζοφερή και ανυπόφορη. Μεταφέροντας το ανθρώπινο μαρτύριο σε άλλα χωροχρονικά (προγενέστερα) συμφραζόμενα επιτυγχάνουμε απλώς μια εύκολη παυσίπονη και παυσίλυπη ένεση, εκτός αν είμαστε ο Παπαδιαμάντης ή ο Βιζυηνός και κατέχουμε την υψηλή Τέχνη της συνεκδοχής: της μετατροπής του ατομικού σε καθολικό και του ιδιωτικού σε παγκόσμιο. Στην «Φόνισσα» ο Μεγάλος Σκιαθίτης σαφώς μιλάει για μια δυσλειτουργική κοινωνική κατάσταση, όπου το να γεννηθεί κορίτσι ισοδυναμεί σε ισόβια δεσμά, όμως απογειώνει ένα απλό συγχρονικό γεγονός σε διαχρονική τραγωδία. Υπάρχει και η λογοτεχνία φυγής σε φανταστικά χωροχρονικά συνεχή, συνεκτικά και ευτοπικά. Με αυτά ερωτοτροπεί και η λεγομένη «παραλογοτεχνία», που είναι συνήθως ευπώλητοι. Το ζοφερό είναι μάλλον προνόμιο των αστών που δεν έχουν ιδρώσει πάνω από την άνυδρη γη και πανικοβάλλονται ακόμα και με το πέταγμα μιας πεταλούδας. Οι διανοούμενοι, μετά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, όσοι δεν ακολούθησαν (στα λόγια και στην θεωρία, ελάχιστοι στην πράξη) τον «φυσικό άνθρωπο» του Ρουσώ, επαναπαύτηκαν με την νεύρωση ενός «πολιτισμού πηγής δυστυχίας» και μετέτρεψαν στο εργόχειρο της Πηνελόπης την καθημερινή αγρανάπαυση μιας βιοποικιλότητος υπό εξαφάνισιν. Εξ ου και ο υποτιμητικός τίτλος «κουλτουριάρης», που αντικατέστησε τον προγενέστερο και καθαρευουσιάνικο «σοφολογιότατος / σοφολογιοτάτη» (“Les femmes savants” του Μολιέρου).

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

 

Οπωσδήποτε πρόκειται για μια τίμια προσπάθεια μιας πνευματικής οντότητας που κατέχει τα εκφραστικά της μέσα, είναι διαβασμένη και σπουδαγμένη, ακολουθεί όμως σαθρά πρότυπα και δεν έχει βρει ακόμα την δική της φωνή, όχι «την άλλη που μας αρέσει», όπως θα έλεγε ο Σεφέρης. Η γραφή είναι θυσία και μάτωμα ψυχής, είναι πληγή που δεν λέει να θρέψει, όσα χρόνια και κείμενα κι αν περάσουν. Η γραφή είναι πράξη εν εξελίξει και ως εκ τούτου καλωσορίζω μια καινούργια φωνή στο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Οπωσδήποτε εξαρτάται από εκείνην η δημιουργική της συνέχεια κι όχι από αμήχανες κριτικές σαν την δική μου, που μπορεί ευκόλως να τις παρακάμψει χωρίς να χάσει τίποτα. Όμως αν διαλογιστεί λίγο πάνω στις ανακλάσεις του έργου της στους καθρέφτες του κόσμου, θα εμπλουτιστεί και η ίδια και ο κόσμος μας, ο τάλας.

 

 

* O Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top