Fractal

Διήγημα Fractal: “Στυφές Λέξεις”. Της Τζίνας Ψάρρη

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

Η πόρτα άνοιξε απότομα και η ριπή του παγωμένου αέρα που μπήκε απρόσκλητη, αραίωσε κάπως την πηχτή ομίχλη που επικρατούσε μέσα στο μπαρ. Σε μια γωνιά, ο νυσταλέος πιανίστας που χτυπούσε νωχελικά σκόρπιες νότες από ένα πένθιμο κομμάτι, μετά βίας διακρινόταν μέσα στο ημίφως και τους καπνούς. Λιγοστά τα τραπέζια, ακόμη λιγότεροι οι θαμώνες. Μόνο άντρες σιγοκουβέντιαζαν βαριεστημένα μ’ ένα τσιγάρο κρεμασμένο στην άκρη των χειλιών τους, ν’ αργοπεθαίνει παρέα με την πλήξη τους. Ο πιανίστας αυτενεργούσε ίσα για να δικαιολογεί τα λίγα δολάρια που έπαιρνε για την τέρψη των πελατών. Κανείς δεν έδειχνε να νοιάζεται τι ακούει, αν ακούει. Η μοναδική γυναίκα που είχε φανεί τους τελευταίους αρκετούς μήνες, διέσχισε με βήμα σταθερό το γερασμένο δωμάτιο και ακούμπησε τους αγκώνες της στο φθαρμένο ξύλο της μπάρας.

“Ένα διπλό ουίσκι, σκέτο”.

Βαριά σιωπή έπεσε γύρω της. Σαν την προφορά της γυναίκας, σαν το καπάκι του πιάνου που έπεσε κι αυτό, επάνω στα δάχτυλα του πιανίστα.

“Δεν είσαι από τα μέρη μας”, ρώτησε ένας από τους μόνιμους – λες και υπήρχαν και έκτακτοι – θαμώνες. Λόγος για να περάσει η νύχτα ήταν η ερώτηση, όχι περιέργεια.

Η γυναίκα έστρεψε προς το μέρος του και τον κοίταξε επάνω από τον ώμο της. Αν αυτή η φοβερή ουλή δεν σκέπαζε ολόκληρο το μάγουλό της, θα μπορούσες να την πεις και όμορφη. Σκονισμένες μπότες, σκισμένο τζιν κι ένα πουκάμισο που εκτός του ότι είχε δει καλύτερες μέρες, δεν μπορεί να ήταν δικό της. Πέρα από το μέγεθος, αντρικό και το κόψιμο, το κλασσικό αγροτικό καρό.

“Έχει φανεί καθόλου από εδώ ο Μαύρος”; ρώτησε τον μπάρμαν αγνοώντας τον περίεργο θαμώνα. Δεν της άρεσε καθόλου της Τζουν να χώνουν ξένοι την μύτη τους στις δουλειές της, από παιδί έτσι ήταν.

“Ποιος θέλει να μάθει”; Ο μπάρμπαν σκούπιζε με μια ρυπαρή πετσέτα τα ποτήρια, προσπαθώντας να δείχνει απασχολημένος.

“Εγώ”. Στυφές και ελάχιστες οι λέξεις της, ατρόμητες.

Η Τζουν φαινόταν να απολαμβάνει την παντελή έλλειψη φόβου. Ή και προσδοκίας ίσως. Η στάση του σώματός της φανέρωνε ένα πλάσμα που δεν έχει τίποτα να χάσει. Σε πόσα δύσβατα μονοπάτια είχε άραγε περπατήσει;

“Αν τον δω, θα του πω πως τον γυρεύεις”. Δεν θα της έκανε την ζωή ευκολότερη αυτός ο άντρας που την κοιτούσε σαν να ήταν ενοχλητική μύγα.

“Δεν αρκεί. Πού μπορώ να τον βρω τώρα”; Μετακινήθηκε εκνευρισμένη στο ψηλό σκαμνί. Στην μέση της φάνηκε μια δερμάτινη θήκη κι η λαβή από ένα μαχαίρι. Κανείς δεν κατάλαβε αν αυτό ήταν μια κίνηση εξουσίας ή λανθασμένη αποκάλυψη του άσου στο μανίκι της. Τα μάτια του μπάρμαν καρφώθηκαν στο μαχαίρι και κάπως σαν να τα μεγάλωσε η έκπληξη.

“Και πώς σε είπαμε εσένα, κοπελιά”;

“Τζουν”.

“Περισσότερο για Τζεν μοιάζεις”, είπε και ξεκαρδίστηκε από το ίδιο του το αστείο. “Δεν θα με ρωτήσεις γιατί”;

“Να ρωτήσω, αφού μοιάζει σημαντικό για σένα”.

“Γιατί το Τζεν βγαίνει από το Τζένιουαρι, καταχείμωνο δηλαδή”, κάγχασε.

“Κανείς δεν αγαπάει τον χειμώνα”. Στα σκοτεινά της μάτια χόρευαν αστραπές.

“Τι τον θέλεις τον Μαύρο”;

“Δική μου δουλειά”, είπε κι έσβησε το τσιγάρο που είχε απομείνει ξεχασμένο μέσα στα δάχτυλά της.

“Θα του πω το όνομά σου όταν τον δω. Θα σε βρει εκείνος αν το θέλει”.

“Μέχρι αύριο θα είμαι εδώ πες του”, φώναξε για ν’ ακουστεί πάνω από τα ξαφνικά γέλια των θαμώνων. Δεν γύρισε να κοιτάξει, ήξερε πως την σχολίαζαν. Και ασφαλώς, δεν ήταν η μελωδία, ούτε τα ειρωνικά γέλια που έπιασαν την Τζουν από τον λαιμό. Ήταν η ανάγκη που έπαιρνε τη μορφή λύσσας: έπρεπε να τον συναντήσει. Την είχε εγκαταλείψει ολομόναχη να παλεύει με την άχαρη ζωή της. Ήταν σίγουρο. Βίωνε την οδύνη της μοναχικά. Αν και φαινόταν σαν να έχουν χρεοκοπήσει όλες οι αξίες της, είχε αποδεχτεί στωικά την τωρινή της νηνεμία. Κι ας είχε φτάσει στα χείλια της ύστερα από καταιγίδες απανωτές.

Ο Μαύρος είχε αποφυλακιστεί πριν από μερικές εβδομάδες. Σ’ αυτή την άχρονη πόλη, κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για το παρελθόν του, κανείς δεν θα τον ήξερε. Εξάλλου, αυτή ήταν και η μεγαλύτερη επιθυμία του: να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Η ληστεία της Τράπεζας ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Τα πράγματα όμως, δεν πήγαν ακριβώς όπως τα λογάριαζε. Η Τζουν είχε τραυματιστεί άσχημα. Τρεις ήταν στο κόλπο: εκτός από τον ίδιο και την Τζουν, είχε πάρει μέρος κι εκείνος που όλοι τους νόμιζαν αδέλφια αν και δεν ήταν. Τον αποκαλούσαν Κοκαλιάρη για προφανείς λόγους. Εξαιτίας ποιας αφορμής ο Στιβ είχε μείνει γνωστός ως Μαύρος, κανείς δεν ήξερε. Όταν ο Κοκαλιάρης είδε τα τσουβάλια με τα εκατομμύρια, αλλοφρόνησε.

“Μαύρε μην κουνηθείς, θα της κάνω κακό”, φώναξε τραβώντας την Τζουν προς το μέρος του. Ακούμπησε το μαχαίρι στο μάγουλό της κι έκανε νόημα στον Μαύρο να σπρώξει προς το μέρος του τα τσουβάλια.

“Δεν σου δίνω τίποτα, θα τα μοιραστούμε, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο”, αντέτεινε ο Μαύρος χαμηλόφωνα, περπατώντας ταυτόχρονα προς το μέρος τους.

Η κίνηση του Κοκαλιάρη, αστραπιαία. Χάραξε το μάγουλο της Τζουν πεπεισμένος πως ο Μαύρος θα μείνει στο πλευρό της. Εκείνος όμως, όρμησε άπληστα στα τσουβάλια, να τα αρπάξει και να εξαφανιστεί. Δεν τον ανακάλυψε η αστυνομία, ο Κοκαλιάρης μαρτύρησε το κρησφύγετο, συνεργαζόμενος. Αφού δεν μπορούσε να έχει εκείνος το χρήμα, δεν θα το είχε κανένας. Συνελήφθη ο Μαύρος και οδηγήθηκε στη φυλακή χωρίς ποτέ να μάθει τι απόγινε η Τζουν. Κι όταν αποφυλακίστηκε, ήρθε σε τούτη τη μικρή πόλη, όχι για να αρχίσει μια καινούρια ζωή, αλλά για να συνεχίσει την παλιά ανενόχλητος.

Η Τζουν, μετά τα απανωτά χειρουργεία κατάφερε κάπως να αποκαταστήσει την όψη της, να μοιάζει πιο ανθρώπινη. Στην αρχή, απέφευγε όλες τις συναναστροφές, σχεδόν απομονώθηκε. Παραιτήθηκε κι έμεινε με μοναδική παρέα τις αυτοκαταστροφικές της τάσεις. Κάποια στιγμή, μήνες μετά, επέστρεψε ακάλεστη η λαχτάρα για ζωή, η κοπέλα δεν ήταν ούτε τριάντα χρονών ακόμα. Οι λέξεις όμως δεν επέστρεψαν, δεν είχαν τη διάθεση να ανεβούν από όπου είχαν εγκατασταθεί για να αρθρώσουν φράση, αιτία, επιθυμία. Επαναλάμβανε μεθοδικά όλες τις αναγκαιότητες της καθημερινότητας με απάθεια, ψάχνοντας εκείνο που έλειπε, εκείνο που θα έκανε την λαχτάρα για ζωή να εκφραστεί και με λέξεις. Ώσπου το βρήκε. Έπρεπε να ξετρυπώσει τον Μαύρο πάση θυσία. Αυτός ήταν η ανακούφιση που γύρευε. Αποδείχτηκε δύσκολο, ένας πρώην και μελλοντικός κατάδικος, δεν κυκλοφορεί με ήλιο. Τα ίχνη του οδηγούσαν σε τούτο το μπαρ. Η Τζουν ήξερε τι θα ακολουθούσε, ήταν σίγουρη πως για να ησυχάσει η ψυχή της, αυτό έπρεπε να γίνει.

“Γιατί με γυρεύεις μικρή”; Η φωνή του είχε χάσει την ελαφράδα της, είχε γίνει βραχνή, πιο βαριά και σκληρή.

Η Τζουν γύρισε να τον αντικρίσει με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στα μάτια της που αστραποβολούσαν ζωηρά.

“Αδελφός μου εξακολουθείς να είσαι, αίμα μου”.

“Και τι μ’ αυτό; τι θέλεις”; Τα δικά του μάτια αγριεμένα, καρφωμένα στο μαχαίρι της.

Έξω από το παράθυρο, η νύχτα σωνόταν. Μια κρούστα ρόδινη έβαφε την άκρη του ορίζοντα. Η Τζουν κοίταξε τη ζωή τους προς τα πίσω, μακριά της φάνηκε. Λίγες παρελθοντικές εικόνες χόρεψαν στο τζάμι και της χαμογέλασαν.

“Ήρθα να σου πω ότι σε συγχωρώ”, ψιθύρισε και σηκώθηκε να φύγει.

Στην αντανάκλαση της γυάλινης πόρτας, το πρόσωπό της έλαμψε αψεγάδιαστο.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top