Fractal

Στην εποχή μας (In Our Time, 1925) – Μία εμβληματική συλλογή κειμένων του Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Hemingway

 

O Έρνεστ Χέμινγουεϊ έγραψε το βιβλίο ‘Στην εποχή μας’ ή ‘Μια συλλογή σύντομων ιστοριών’ (In our time ή The Collected Short stories) το 1925, σχεδόν ένα αιώνα πριν, που τον καθιέρωσε στους λογοτεχνικούς κύκλους, ως υπολογίσιμη δύναμη. Αν και πέρασαν όμως, τόσα χρόνια από τότε, οι κριτικοί και αναγνώστες ακόμα δεν κατέληξαν στο συμπέρασμα εάν και κατά πόσο πρόκειται για μυθιστόρημα ή απλώς για μια συλλογή αποτελούμενη από διηγήματα και σκόρπια χρονογραφήματα, γιατί στην πραγματικότητα, δεν ακολουθεί κάποιο γνωστό, τουλάχιστον έως το χρόνο έκδοσης,  και καθιερωμένο είδος γραφής και φόρμας. Έτσι υπάρχουν αυτοί που το είδαν περισσότερο ως μυθιστόρημα, όπως ο D.H. Lawrence ο οποίος το αποκάλεσε ‘αποσπασματικό μυθιστόρημα’, γνωστού όντος ότι και ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ υποστήριξε ότι το πρότυπο και η δομή του βιβλίου είναι τόσο σφιχτά φτιαγμένα, ώστε  η διαγραφή ή αντικατάσταση ακόμα και μίας λέξης, θα κατάστρεφε  την όλη ενότητα. Η συνολική σημασία και νόημα της αφήγησης που έχει δημιουργηθεί από την τοποθέτηση της κάθε ιστορίας και της βινιέτας ή χρονογραφήματος σε σχέση με τα άλλα, δημιουργούν κάποιες αντιπαραθέσεις που σίγουρα προκαλούν σύγχυση και ερωτηματικά στη δομή του βιβλίου. Κάθε συγκεκριμένη εικόνα βρίσκεται σαν να μην έχει καμία σχέση με τις άλλες, χωρίς το όφελος κάποιας πραγματικής μετάβασης, συνέχειας και συνέπειας στο όλο έργο.

 

Οι μικρές βινιέτες κατά κύριο λόγο ασχολούνται με τον πόλεμο, το έγκλημα, την πολιτική και τις ταυρομαχίες, ενώ τα κύρια κεφάλαια είναι πιο εξατομικευμένες αφηγήσεις. Τα κεφάλαια αυτά τα χαρακτηρίζει μια μόνιμη απειλή βίας, αλλά δεν είναι τόσο εμφανή όσο στα χρονογραφήματα, τα οποία αφορούν περισσότερο στις απαντήσεις και αντιδράσεις των χαρακτήρων και πρωταγωνιστών του στη βία. Τα κεφάλαια δείχνουν πως ενδιαφέρονται περισσότερο για το πρόβλημα των σχέσεων, είτε των ρομαντικών σχέσεων μεταξύ των ζευγαριών, είτε των οικογενειακών, συνήθως μεταξύ πατέρα και γιου. Ο Χέμινγουεϊ ισχυρίζεται ότι έγραψε τις σύντομες ιστορίες, τα χρονογραφήματα της πρώτης έκδοσης του 1924, με σκοπό να τα τοποθετήσει μεταξύ των μεγαλύτερων κεφαλαίων του βιβλίου, αλλά υπάρχουν πολλοί κριτικοί που υποστηρίζουν ότι αυτό δεν ευσταθεί, και ότι ίσως γράφτηκαν στην αρχική τους μορφή ως ανεξάρτητα κείμενα. Οι μικρές βινιέτες είναι περίεργες και εκρηκτικές στη φύση τους, ενώ τα κεφάλαια είναι κάπως πιο μαλακά και πιο αργά στην αφήγηση και στις εικόνες τους. Εναλλάσσοντας τις δύο μορφές ο συγγραφέας μεγεθύνει την επίδραση του καθενός και έτσι επιτυγχάνει τη δημιουργία μιας δυνατής συλλογής μικρών και ουσιαστικά ανεξάρτητων ιστοριών.

Ο αφηγητής επαναλαμβάνει μια ιστορία που άκουσε από έναν ανώτερο αξιωματικό που βρισκόταν στη Σμύρνη. Υπάρχει μια ανάμνηση του ουρλιαχτού, ‘αυτοί’ δεν θα σταματήσουν μέχρι να στρέψουν τα φώτα της αναζήτησης πάνω ‘τους’. Είναι ενδιαφέρον ότι, εκείνοι που ούρλιαζαν δεν αναφέρθηκαν ποτέ με το όνομά τους. Υπήρχε, επίσης, ένας Τούρκος αξιωματικός που πλησίαζε με οργή μετά από κάποια προσβολή ένα ναύτη του. Ο Τούρκος αξιωματικός κατηγορεί τον οπλίτη σύντροφό του αν και προφανώς παρουσιάζεται αβλαβής αφού δεν γνωρίζει σχεδόν καθόλου τουρκικά. Μετά από τη συνομιλία με το ναύτη, ο ανώτερος αξιωματικός τον στέλνει τελικά πίσω στο πλοίο με οδηγίες να μην επιστρέψει στην ακτή για το υπόλοιπο της ημέρας. Θυμάται τα νεκρά μωρά ως το χειρότερο τμήμα εκείνης της εμπειρίας του. Οι γυναίκες δεν θα εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους, κρατώντας τα συχνά πάνω τους για έξι ημέρες μέχρι τελικά να τους πάρουν. Περιγράφει επίσης μια ηλικιωμένη γυναίκα που πέθανε και έγινε σκληρή και άκαμπτη αμέσως, όπως αφηγήθηκε σε έναν γιατρό ο οποίος όμως υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ο αφηγητής θυμάται τη συνομιλία που είχε με τον ανώτερο αξιωματικό να μιλά για το λιμάνι και τα πράγματα που επιπλέουν σε αυτό. Λέει ότι αυτή ήταν η μοναδική φορά στη ζωή του που ονειρευόταν. Αναφέρει, επίσης, ότι δεν τον πείραζε και πολύ που οι γυναίκες είχαν τα μωρά τους νεκρά. Τέλος, περιγράφει τους Έλληνες με κοσμητικά επίθετα και πως δολοφόνησαν τα ζώα που μετέφεραν μαζί με τις αποσκευές τους όταν έφευγαν με το να σπάζουν τα μπροστινά πόδια των μουλαριών και να τα ρίχνουν μέσα σε ρηχά νερά. Στη βινιέτα ένας δεκανέας περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο μια ολόκληρη μονάδα που βάδιζε για το μέτωπο. Ο υπολοχαγός αναφωνεί συνεχώς πόσο μεθυσμένος είναι, και λέει τον αφηγητή να σβήσει το φως. Ο αφηγητής επισημαίνει πόσο ειρωνικό φαίνεται η ανησυχία του ανώτερου για το φως στην κουζίνα, αφού βρίσκονταν κάπου πενήντα χιλιόμετρα από το κυρίως μέτωπο.

Ο ‘Ινδιάνικος καταυλισμός’, περιγράφει δύο Ινδιάνους σε κωπηλασία με τον Νικ Άνταμς (Nick Adams), δηλαδή το πρώτο alter-ego του Χέμινγουεϊ, τον πατέρα του και το θείο του Γιώργο, σε μια λίμνη βυθισμένη στο σκοτάδι. Τριγύρω είναι ομίχλη και ο Νικ βρίσκεται στην αγκαλιά του πατέρα του καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο πατέρας λέει στον Νικ ότι πηγαίνουν σε ένα ινδιάνικο καταυλισμό για να επισκεφτούν μια πολύ άρρωστη γυναίκα. Φτάνοντας στην άλλη πλευρά, ο θείος Γιώργος δίνει πούρα στους Ινδιάνους. Η παρέα προχωράει μέσα και εισέρχεται στην παράγκα όπου η ‘άρρωστη’ βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Προσπαθεί να γεννήσει το μωρό της δύο μέρες τώρα, και όλες οι ηλικιωμένες γυναίκες της περιοχής προσπαθούν να την βοηθήσουν. Με την είσοδο του Νικ, συνεχίζει να ουρλιάζει. Στην πάνω κουκέτα βρίσκεται ο σύζυγός της με το ένα πόδι κομμένο πολύ άσχημα με τσεκούρι, τρεις μέρες νωρίτερα. Καπνίζει πίπα, και το δωμάτιο μυρίζει άσχημα. Ο πατέρας του Νικ, δίνει εντολή να του ετοιμάσουν βραστό νερό και εξηγεί την κατάσταση στο γιο του, ότι δηλαδή η γυναίκα ουρλιάζει από τις δυσκολίες της γέννας. Επίσης του εξηγεί, ότι όταν τα μωρά δεν γεννιούνται με το κεφάλι πρώτα, προκαλούνται σοβαρά προβλήματα, γι’ αυτό και τώρα πρέπει να δει τι θα κάνει με αυτή τη γυναίκα. Όταν αρχίζει να τη βοηθά, τρεις Ινδιάνοι και ο θείος Γιώργος κρατούν δυνατά τη γυναίκα, αλλά εκείνη καταφέρνει να δαγκώσει το θείο του στο βραχίονα, ενώ ο Νικ κρατάει τη λεκάνη για τον πατέρα του. Αφού τελειώσει, αρνείται να παρακολουθήσει τον πατέρα του να ‘ράβει’ τη γυναίκα, αφού όπως παραδέχεται, δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο πατέρας του αισθάνεται συνεπαρμένος μετά την επέμβαση, μιλώντας με το θείο Γιώργο για το πόσο δραματική ήταν η επέμβαση που μόλις ολοκλήρωσε. Ωστόσο καθώς παρατηρεί τον πατέρα του μωρού, ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος έχει κόψει το δικό του λαιμό από το ένα αυτί στο άλλο, με ένα ξυράφι και βρίσκεται σε μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο γιατρός, ο πατέρας του Νικ δηλαδή, λέει στον Νικ να παραμείνει έξω από την παράγκα, αλλά ο μικρός έχει ήδη δει πολλά. Καθώς φεύγουν, ο γιατρός ζητά συγγνώμη από το γιο του για τη δυσάρεστη θέση που τον έφερε μέσω μιας τέτοιας τραυματικής εμπειρίας, κι εκείνος με τη σειρά του τον ρωτά γιατί σκότωσε τον εαυτό του και άλλα πράγματα σχετικά με την αυτοκτονία. Καθώς παίρνουν το ταξίδι της επιστροφής, πάνω στη λίμνη, ο ήλιος ανατέλλει και ο Νικ αισθάνεται βέβαιος ότι δεν θα πεθάνει ποτέ.

Στη βινιέτα που περιγράψαμε, ο Χέμινγουεϊ απεικονίζει μια σκηνή από τον πόλεμο, αλλά εφιστά την προσοχή στην προσωπική εμπειρία του πολέμου και όχι στη βία μεταξύ των δύο στρατών. Παρά την εγγύτητα του κινδύνου, η εστίαση παραμένει στον κωμικά μεθυσμένο υπολοχαγό. Ένα από τα κύρια θέματα του καταυλισμού των Ινδιάνων, τώρα είναι η πατρότητα. Ο πατέρας παίρνει τον Νικ μαζί του για να βιώσει τη γέννηση ενός μωρού, αλλά η ευθύνη και η απόφαση να το πράξει, περιπλέκονται από την αυτοκτονία του συζύγου της μέλλουσας μητέρας. Η όλη κατάσταση όπως έλαβε χώρα, εξελίχτηκε σε τραυματική εμπειρία για τον Νικ, και καθώς φεύγουν, ο πατέρας του απολογείται ευθέως γι αυτό. Αυτή η περίσταση βεβαίως φέρνει στο προσκήνιο και ενώπιον του νεαρού το θέμα του θανάτου, το οποίο είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα του κεφαλαίου, αλλά και του βιβλίου ολόκληρου. Ο Νικ ρωτά τον πατέρα του για τα θέματα της αυτοκτονίας και του θανάτου, αλλά παρά τις απαντήσεις του πατέρα του, δεν φαίνεται να ξεκαθαρίζει κάποια πράγματα μέσα του. Του φαίνονται απομακρυσμένα και εξωπραγματικά, και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την αισιόδοξη στάση του μικρού, ότι ο ίδιος δεν θα πεθάνει ποτέ.

Στην επόμενη βινιέτα, ένας αφηγητής περιγράφει την εκκένωση της Αδριανούπολης. Λάσπη και κακουχία παντού. Στο δρόμο για το Καραγάτς, οι άμαξες είναι μπλοκαρισμένες για τριάντα μίλια και φαντάζουν σαν να μην έχουν ούτε τέλος, ούτε αρχή. Υπάρχει πληθώρα ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών μούσκεμα στη βροχή, που κρατούν τα βοοειδή σε κίνηση. Ο ποταμός είναι σχεδόν πλημμυρισμένος, ενώ το ελληνικό ιππικό προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει την τάξη. Πάνω στις άμαξες βρίσκονται γυναίκες και παιδιά, μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους. Μια γυναίκα μάλλον γεννάει, ενώ μια νεαρή κοπέλα της πετάει μια κουβέρτα πάνω της κραυγάζοντας, ενώ ο αφηγητής τρομάζει κοιτάζοντας όλα αυτά. Η σκηνή στη βινιέτα είναι κάπως ‘βρεγμένη’, ένα συχνό φυσικά θέμα για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Η βροχή κάνει το έδαφος να γεμίσει με λάσπη, γεγονός που μπλέκεται με το όλο σκηνικό της εκκένωσης της Αδριανούπολης. Καθώς οι γυναίκες και τα παιδιά φεύγουν με τα υπάρχοντά τους, η βροχή ανακατεύεται με τα δάκρυα όλων.

Στο διήγημα ‘Ο γιατρός και η σύζυγος του γιατρού’ (The Doctor and the Doctor’s Wife), κάποιος έρχεται για να κόψει ξύλα για τον πατέρα του Νικ. Φέρνει μαζί το γιο του Eddy και έναν ινδιάνο που ονομάζεται Μπίλι Τέιμπσοου (Billy Tabeshaw). Ο αφηγητής εξηγεί την ιστορία των κορμών, οι οποίοι συχνά χάνονται μέσα στη λίμνη, καθώς σύρονται στο μύλο από το ατμόπλοιο Μάτζικ. Ο πατέρας του Νικ εκμεταλλεύεται την κατάσταση και προσλαμβάνει Ινδιάνους να κόψουν καυσόξυλα. Ο Ντικ και οι άλλοι Ινδιάνοι αρχίζουν να δουλεύουν στα κούτσουρα, αλλά το πρόβλημα αρχίζει όταν ο Ντικ κατηγορεί τον πατέρα του Νικ για κλοπή. Πρωταρχικός στόχος του κεφαλαίου είναι οι ομοιότητες μεταξύ των λευκών και των Ινδιάνων. Ο αφηγητής παρατηρεί ότι ο Ντικ συχνά συγχέεται με λευκό άνδρα. Μέσα σ’ ένα εξοχικό σπίτι, ο γιατρός εξηγεί στη σύζυγό του τα γεγονότα τα αφορώντα τη διένεξη. Εκείνη εμμένει πως γνωρίζει τι συνέβη μεταξύ του γιατρού και του Ντικ, ενώ η ανησυχία της εντοπίζεται στο εάν ο σύζυγός της θύμωσε ή αν εξόργισε τον Ινδιάνο. Ο γιατρός καθαρίζει το όπλο του και στη συνέχεια πηγαίνει για έναν περίπατο. Στο δρόμο λέει στο Νικ ότι η μητέρα του θέλει να τον δει, αλλά ο Νικ θέλει να πάει μαζί του, και ο πατέρας του σταδιακά κάπως μαλακώνει. Θα πάνε μαζί μακρυά να δούνε μαύρους σκίουρους!

Στο ‘Όταν κάτι τελειώνει’ (The End of Something), ο αφηγητής περιγράφει την πόλη Χόρτονς Μπέι, οι κάτοικοι της οποίας ασχολούνται με την υλοτομία. Όταν τα δέντρα έδειχναν να τελειώνουν, η πόλη φάνηκε πως παρακμάζει. Δέκα χρόνια μετά την έναρξη αυτής της παρακμής, μόνο τα θεμέλια του μύλου παραμένουν. Ο Νικ και η Μάρτζορι ψαρεύουν με μια βάρκα με κουπιά κατά μήκος της ακτής, και βλέπουν αυτά τα ερείπια και συζητούν για το παρελθόν της πόλης. Ο αφηγητής παρακολουθεί τον προβληματισμό τους για την αλιεία. Είναι σαφές ότι και οι δύο αγαπούν τα ψάρια και είναι πολύ έμπειροι σε παρόμοια θέματα. Μετά από το ψάρεμα ανάβουν φωτιά, αλλά η Μάρτζορι διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον Νικ. Τρώνε στη σιωπή, αν και ο Νικ ισχυρίζεται ότι δεν πεινάει. Εκείνη φαίνεται πολύ χαρούμενη, αλλά τον Νικ πράγματι κάτι τον απασχολεί, κι όταν τον πιέζει, εκείνος της εξομολογείται ότι η σχέση τους δεν τον ικανοποιεί πλέον. Αφού φύγει η Μάρτζορι, ξαπλώνει δίπλα στη φωτιά, κι όταν εμφανίζεται ο Μπιλ και τον ρωτάει τι του συμβαίνει, ο Νικ τον διώχνει μακρυά του αποφασιστικά.

Η βινιέτα περιγράφει τη σκηνή ενός πολέμου, όπου ο αφηγητής και οι συνάδελφοί του σκοτώνουν Γερμανούς. Η δολοφονία εδώ μετατρέπεται σε ρουτίνα. Ο αφηγητής περιγράφει τον πρώτο στρατιώτη που πυροβόλησαν και σκότωσαν, ενώ στις δύο τελευταίες φράσεις επισείουν την προσοχή μας στο πόσα άτομα χάθηκαν στον πόλεμο. Είναι κοινή η διαπίστωση άλλωστε ότι οι στρατιώτες συχνά χάνουν την ατομικότητά τους στο στρατό και ιδιαίτερα στον πόλεμο.

‘Το τέλος του κάτι’ κατά κύριο λόγο ασχολείται με εκείνο που φαίνεται να είναι το τελικό στάδιο της σχέσεως μεταξύ της Μάρτζορι και του Νικ. Καθώς παρατηρούν τα ερείπια του μύλου της πόλης, κι ενώ ψαρεύουν μαζί, φαίνεται ολοκάθαρα ότι η ερήμωση αυτής της παλιάς πόλης, προαναγγέλλει το τέλος της δικής τους σχέσης. Η σκηνή όμως αποτυπώνει τη δυστυχία του Νικ, η οποία αντιπαραβάλλεται με την ευτυχία της Μάρτζορι. Ο διάλογός τους αποκαλύπτει πολλά προβλήματα στη σχέση τους, τα οποία ενώ δεν φαίνεται να ενοχλούν τη Μάρτζορι, σημαδεύουν εν τούτοις συναισθηματικά τον Νικ. Στην επιφάνεια δεν υπάρχει τίποτα λάθος, αλλά ο Χέμινγουεϊ αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτήματα, και οι παραλείψεις αυτές υποδηλώνουν σαφέστατα την πολύπλοκη φύση της σχέσης ετούτης και όχι μόνο. Ο Χέμινγουεϊ χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη τεχνική στα περισσότερα βιβλία του, όταν αναφέρεται στον πόλεμο, τη βία και τις διαπροσωπικές σχέσεις, λέγοντας δηλαδή έμμεσα σημαντικές πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι αρκετά πράγματα στη ζωή, όπως φυσικά και τα συναισθήματα, είναι πολύ περίπλοκα για να περιγραφούν με λίγα λόγια.

Η επόμενη σύντομη βινιέτα, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής περιγράφει μια ζεστή μέρα, που ο ίδιος και οι άνδρες του έχτισαν ένα τέλειο οδόφραγμα δίπλα σε μια μάλλον μεγάλης στρατιωτικής σημασίας γέφυρα. Περιγράφει πώς οι στρατιώτες του εχθρού προσπάθησαν να την πάρουν πίσω, χωρίς να τα καταφέρουν. Αντ’ αυτού, πυροβολήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

‘Το τριήμερο πλήγμα’ (The Three-Day Blow), συνεχίζει να ακολουθεί τον χαρακτήρα του Νικ, ο οποίος περπατά μέσα σε ένα περιβόλι, όταν αρχίζει να βρέχει. Η βροχή δείχνει να σταματά καθώς πιάνει ένα μήλο. Ένα εξοχικό σπίτι βρίσκεται στην κορυφή του λόφου. Καθώς ο Νικ κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, ο Μπιλ βγαίνει μέσα από την πόρτα και στέκεται στη βεράντα. Ατενίζοντας το τοπίο συζητούν για την καταιγίδα και ο Νικ τον ρωτάει εάν είναι ο πατέρας του μέσα στο σπίτι. Μετακομίζουν μέσα δίπλα σε μια μεγάλη φωτιά, κι ο Μπιλ προσφέρει στον Νικ, ένα ποτό. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ουίσκι και στη συνέχεια για το μπέιζμπολ, τις θύελλες, τα βιβλία και τους συγγραφείς και σκέφτονται ότι η περίοδος των καταιγίδων είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου. Η συζήτηση κάποια στιγμή οδηγείται στους πατεράδες τους, κι αργότερα στη Μάρτζορι, όπου ο Μπιλ συμβουλεύει τον Νικ να μην χωρίσει με την κοπέλα του. Η συζήτηση φυσικά συνεχίζεται κι ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει μέσα από τα λόγια των ηρώων του κάποιες βαθύτερες προσωπικές απόψεις για το γάμο και τις γυναίκες οι οποίες παρουσιάστηκαν με κάθε λεπτομέρεια στα επόμενα βιβλία του. Όταν βγαίνουν έξω, μεθυσμένοι για τα καλά, ο άνεμος φυσάει δυνατά και παίρνει μακρυά όλες τις ανησυχίες τους.

Η αμέσως επόμενη βινιέτα περιγράφει μια πολεμική σκηνή όπου ο αφηγητής εμπλέκεται με το φόνο του εχθρού του. Η πράξη αυτή, ωστόσο, είναι εξαιρετικά συγκρατημένη. Ο Χέμινγουεϊ παραλείπει κάθε αναφορά στη βία, παρά το γεγονός ότι πρόκειται περί φονικής μάχης. Αυτή η τάση προς παράλειψη αποκαλύπτει τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο αφηγητής και τη βία του πολέμου. Απλώς δεν την ομολογεί, περιγράφοντας τον τρόπο που πολλοί στρατιώτες ασχολούνται με τη βία και τη δολοφονία στον πόλεμο, χωρίς καν να αναφέρονται ή να ασχολούνται με αυτόν.

Το ‘The Three-Day Blow’, αιχμαλωτίζει την αθωότητα και τον ενθουσιασμό της νεολαίας, τον αλκοολισμό και τις σκοτεινές του πλευρές. Συζητούν για το μπέιζμπολ και τη λογοτεχνία, αλλά τελικά αποφασίζουν ότι το ψάρεμα είναι ανώτερο του μπέιζμπολ. Οι σοβαρές στιγμές στο κεφάλαιο έρχονται όταν συζητούν τις σχέσεις στη ζωή τους, καθώς και για τους πατεράδες τους. Όταν αρχίζουν να μιλάνε για τον πατέρα του Νικ, συνειδητοποιούν ότι οι άνδρες είναι διαφορετικοί, και ο Μπιλ αποφασίζει ότι η ζωή ενός γιατρού πρέπει να είναι διαφορετική από εκείνη ενός ζωγράφου, κι όταν ο Νικ προσθέτει ότι ο πατέρας του έχει χάσει πολλά στη ζωή του, το θέμα της απώλειας έρχεται σε αντίθεση με την αισιοδοξία των νέων που συζήτησαν λίγο πριν. Τα δύο αγόρια είναι νέοι και είναι σε θέση να μιλήσουν για τους πατεράδες τους, αλλά μόνο το πέρασμα του χρόνου θα τους δώσει την πείρα να κατανοήσουν το συγκεκριμένο θέμα πραγματικά και σε βάθος. Το κεφάλαιο κλείνει με μια συζήτηση των ρομαντικών σχέσεων. Ο Μπιλ συγχαίρει τον Νικ για τον τρόπο με τον οποίο διέκοψε τις σχέσεις του με τη Μάρτζορι, αλλά αυτό κάνει τον Νικ πολύ θλιμμένο και λυπημένο. Ο ίδιος κατηγορεί τον εαυτό του για αυτή την απώλεια. ‘Το βασικό πράγμα ήταν ότι η Μάρτζορι είχε φύγει και ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα την ξανάβλεπε’. Στα νιάτα του, ο Νικ φοβόταν ότι θα χάσει τη Μάρτζορι, αλλά το αμετάκλητο αυτής της απώλειας τον φοβίζει ακόμα περισσότερο. Για τον Νικ η δυνατότητα να ανακτήσει στην κατοχή του τη Μάρτζορι, τον κάνει να νιώθει καλύτερα. Η σκηνή δείχνει τη σημασία της ελπίδας και της όποιας πιθανότητας για τον Νικ. Πρέπει να έχει ελπίδα για το μέλλον, να αισθάνεται πως παρά το γεγονός ότι όλα χάνονται, να έχει την προοπτική να τα βρει και πάλι. Η μονιμότητα της απώλειας τον φοβίζει. Η σκηνή αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία της δυνατότητας και της πιθανότητας για τη νεολαία, καθώς και το πώς οι νέοι άνθρωποι ασχολούνται, κάποιες φορές επίμονα, με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και επηρεάζονται από την προσωπική απώλεια.

Ο αφηγητής, στη συνέχεια, μας λέει για τις εργασίες και τις προετοιμασίας εκτέλεσης ενός καταδικασμένου σε θάνατο υπουργικού συμβουλίου. Πέντε από αυτούς στέκονται ήσυχα στον τοίχο, ανάμεσα σε λακκούβες και σκορπισμένα φύλλα από μια δυνατή βροχή. Ο τελευταίος υπουργός πάσχει από τυφοειδή πυρετό και ως εκ τούτου αδυνατεί να σταθεί όρθιος. Τελικά το εκτελεστικό απόσπασμα του επιτρέπει να καθίσει μέσα στα νερά και να περιμένει το τέλος του από την πρώτη ριπή των σφαιρών. Η συγκεκριμένη αφήγηση είναι σαφέστατα κατά πολύ ψυχρότερη από ότι οι προηγούμενες. Εδώ ο Χέμινγουεϊ αποβάλλει κάθε ίχνος συναισθήματος, κι έτσι οι εκτελέσεις, με ένα άρρωστο μάλιστα υπουργό, να φαντάζουν ακόμα πιο θλιβερές στα μάτια του αναγνώστη.

Ο Νικ Άνταμς, στον ‘Πυγμάχο’, είναι όρθιος, δίπλα σε μια σιδηροδρομική γραμμή, ενώ έξω είναι σκοτάδι. Ένα τραίνο χάνεται στο βάθος. Είναι θυμωμένος με τον μηχανοδηγό και με τον εαυτό του, γιατί τον άφησε να τον χτυπήσει. Έχει ένα μαυρισμένο μάτι, αλλά δεν μπορούσε να το δει στο νερό στις λακκούβες, λόγω της νύχτας. Αποφασίζει να μετακινηθεί κι ακολουθεί τις σιδηροδρομικές γραμμές. Είναι ταλαιπωρημένος και πολύ ενοχλημένος επειδή είχε πηδήξει βιαίως από το εμπορικό τραίνο πριν από λίγη ώρα και δεν γνωρίζει κάποια πόλη εκεί γύρω. Διασχίζει μια γέφυρα και βλέπει μια φωτιά στο βάθος. Την πλησιάζει προσεκτικά και παρατηρεί μόνο έναν άνθρωπο που κάθεται σε αυτή. Τον χαιρετά, εκείνος τον ρωτά πως μαύρισε το μάτι του, κι ο Νικ του απαντά ότι γι’ αυτό ευθύνεται κάποιος από την αμαξοστοιχία. Ο άνθρωπος στη φωτιά του ανταπαντά ότι είδε τον άνθρωπο εκείνο γιατί πέρασε από κοντά του, μάλιστα βρισκόταν ψηλά στα βαγόνια, καθώς περνούσε το τραίνο. Ταυτόχρονα παραδέχεται ότι όλοι οι νέοι σήμερα είναι σκληρά καρύδια και βίαιοι στη συμπεριφορά τους. Ο Νικ παρατηρώντας τον διαπιστώνει ότι έχει παχιά χείλη, σπασμένη μύτη και μόνο ένα αυτί, κι εκείνος του εξομολογείται πως είναι τρελός. Ενώ ο Νικ είναι έτοιμος να φύγει σε έντρομη κατάσταση, ο άνθρωπος παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον Αντ Φράνσις, ένα διάσημο πυγμάχο. Σε λίγο εμφανίζεται κι ένας φίλος του πυγμάχου, ο νέγρος Μπαγκς. Τα γεγονότα που ακολούθησαν και οι διάλογοι είναι χαρακτηριστικά των περισσότερων βιβλίων του συγγραφέα τις επόμενες δεκαετίες.

Σε αυτήν την ιστορία, ο Νικ συνεχίζει την ιεροτελεστία της ενηλικίωσης. Στις προηγούμενες ιστορίες, ο Νικ βρισκόταν στην ίδια θέση, μεγαλώνοντας στη γενέτειρά του. Στον πυγμάχο (The Battler), όμως, παίρνει την απόφαση για ένα ταξίδι, το οποίο είναι μια φυσική αντανάκλαση της εσωτερικής ανάπτυξής του. Ο Νικ, όπως και πολλοί άντρες πρωταγωνιστές, προχωρούν σε μια περιπέτεια, και μέσα από αυτή και τους αναπόφευκτους μπελάδες της, μαθαίνουν. Ενηλικιώνονται! Επιπλέον, συναντούν ανθρώπους που μπορούν να τους διδάξουν κάτι ενδιαφέρον και χρήσιμο. Ο πυγμάχος Αντ Φράνσις, δίνει πολλά μαθήματα στον Νικ. Κατ’ αρχάς, είναι σκληρός, όπως ακριβώς και ο Νικ αισθάνεται ότι πρέπει να είναι κάποιος σωστός άντρας, κι αυτή η σκληρότητα είναι μέρος του ανδρισμού που ο Νικ χρειάζεται στην πορεία προς την ωρίμανση του χαρακτήρα του. Δεύτερον, είναι τρελός, και η τρέλα του έχει προέλθει από την αγάπη για μια γυναίκα. Το γεγονός, ως εκ τούτου, λειτουργεί ως προειδοποίηση προς τον Νικ, να μην βρεθεί πολύ κοντά σε οποιαδήποτε γυναίκα. Αν το κάνει, θα μπορούσε ίσως να καταλήξει εξαρτώμενος από τα χρήματά της, ή από την αγάπη της. Καθώς ο Νικ μεγαλώνει, πρέπει ο ίδιος να αποφασίσει αν θα δεχθεί αυτές τις θεωρίες περί αντρικής λεβεντιάς, δηλαδή τη σκληρότητα και την επιφυλακτικότητα απέναντι στις γυναίκες, κάτι το οποίο για να είμαστε ακριβέστεροι προσπάθησε νωρίτερα να του διδάξει ο πατέρας του.

Στην επόμενη βινιέτα, ο Νικ κάθεται δίπλα στον τοίχο της εκκλησίας, όπου οι συνάδελφοί του τον έσυραν για να τον κρατήσουν μακρυά από τις ριπές των πολυβόλων. Έχει τραυματισθεί στη σπονδυλική στήλη, και τα δύο του πόδια δείχνουν περίεργα. Ένας άνδρας που ονομάζεται Ρινάλντι βρίσκεται με το πρόσωπο στον τοίχο, ενώ τριγύρω υπάρχουν νεκροί στρατιώτες. Παρόλα αυτά, ο αφηγητής λέει ότι τα πράγματα πάνε καλά, προφανώς εννοώντας την πορεία της μάχης. Οι τραυματιοφορείς με τα φορεία τους θα βρίσκονται εκεί σε λίγο. Ο Νικ προσπαθεί να μιλήσει στον Ρινάλντι στα ιταλικά και στα αγγλικά, αλλά εκείνος βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση και αναπνέει με κόπο. Ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι ο Ρινάλντι είναι μια απογοήτευση για τον Νικ, ο οποίος του γυρίζει την πλάτη και φεύγει μακρυά του. Η βινιέτα αντιμετωπίζει και πάλι την αντίδραση του Νικ στη βία του πολέμου. Ο ίδιος είναι παράλυτος και κοντά του είναι ένας άλλος στρατιώτης τραυματισμένος. Όλοι γύρω τους είναι νεκροί. Προσπαθεί να μιλήσει στον Ρινάλντι, αλλά απογοητεύεται με την απάντησή του, Σε εκείνη τη θέση, προσεύχεται συνεχώς για την ασφάλειά του και να συνεχίσει να ζει.

Στο διήγημα ‘Μια πολύ σύντομη ιστορία’ (A Very Short Story), ο αφηγητής γράφει ότι ένα καυτό βράδυ, ένας ανώνυμος άνθρωπος μεταφέρεται σε μια ταράτσα στην Πάδοβα. Όταν φεύγουν όλοι, ο ίδιος και μια γυναίκα που ονομάζεται Λουζ, κάθονται μαζί στο κρεβάτι του. Η γυναίκα τον φροντίζει για πολλούς μήνες κάθε βράδυ. Όλοι οι ασθενείς, γνωρίζουν τη Λουζ και όλοι ξέρουν ότι βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτόν, φυσικά και ψυχικά. Πριν ο στρατιώτης επιστρέψει στο μέτωπο, προσεύχεται μαζί με τη Λουζ στον καθεδρικό ναό. Θέλουν να παντρευτούν. Αν κι αυτή του έγραψε πολλά γράμματα όταν ήταν στο μέτωπο, εκείνος δεν τα έλαβε παρά μόνον όταν έγινε ανακωχή. Του γράφει για το πόσο τον αγαπά και πως της λείπει. Μετά τον πόλεμο συμφωνούν, πως θα πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να βρουν μια θέση εργασίας πριν παντρευτούν. Έτσι η Λουζ δεν θα πάει πίσω στη Νέα Υόρκη έως ότου εκείνος βρει μια καλή δουλειά. Ταξιδεύοντας με τραίνο από την Πάντοβα στο Μιλάνο, συζητάνε γιατί δεν θα επιστρέψει αμέσως μαζί του. Ο άντρας επέστρεψε στην Αμερική με το πλοίο, και εκείνη πήγε στο Πορντενόνε να εργαστεί σε ένα νοσοκομείο. Εκεί ερωτεύτηκε έναν Ιταλό ταγματάρχη και έγραψε στον στρατιώτη στην Αμερική ότι η σχέση τους δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, αλλά κάτι το παιδιάστικο και επιπόλαιο. Του ζητά συγγνώμη και εκφράζει την ελπίδα ότι θα μπορούσε να τη συγχωρήσει κάποια μέρα, ενώ παράλληλα του εξομολογείται ότι ο ταγματάρχης σκοπεύει να την παντρευτεί. Ποτέ δεν έλαβε χώρα όμως το τελευταίο γεγονός και όταν γράφει στην Αμερική ξανά, δεν υπάρχει απάντηση. Όχι πολύ καιρό μετά από αυτό, ο πρώην στρατιώτης κολλάει βλεννόρροια από ένα κορίτσι σε ένα ταξί, ενώ περνούσαν από το Λίνκολν Παρκ.

Το διήγημα ‘Μια πολύ σύντομη ιστορία’ απεικονίζει μια διαφορετική πτυχή του πολέμου, τις δυσκολίες της ρομαντικής σχέσης μεταξύ ενός ανώνυμου στρατιώτη και μιας νοσοκόμας που τον φροντίζει. Ερωτεύονται, και αυτή η αγάπη διαρκεί όσο διαρκούσε κι ο πόλεμος, αλλά μετά τον πόλεμο, καταρρέει. Ο γάμος που έχει προγραμματιστεί από τόσο πολύ καιρό, δεν έρχεται ποτέ. Αυτή η προσέγγιση στο κεφάλαιο του πολέμου, δεν αφορά τη βία ή τις πρώτες γραμμές της μάχης, αλλά δείχνει μια κατάσταση που έχει βαθιά επίδραση στη ζωή των ατόμων που ενεπλάκησαν σε αυτόν.

Το ‘Σπίτι του Στρατιώτη’ (Soldier’s Home), αφηγείται την ιστορία ενός στρατιώτη που ονομάζεται Κρεμπς. Πήγε στον πόλεμο, αφού φοίτησε πρώτα σε κολέγιο των Μεθοδιστών στο Κάνσας. Κατατάχτηκε στους πεζοναύτες το 1917 και επέστρεψε από το Ρήνο, το καλοκαίρι του 1919. Ο Κρεμπς δεν θέλει αρχικά να συζητήσει τις εμπειρίες του, αλλά όταν το κάνει τελικά, κανείς δεν θέλει κι ούτε δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον να ακούσει τι έχει να πει για όλα αυτά. Αρχίζει να συνθέτει ιστορίες ακριβώς έτσι ώστε να τον ακούσουν οι άνθρωποι, αλλά η κατάσταση αυτή τον κάνει να βλέπει τον πόλεμο και εκείνη την εμπειρία του με αποστροφή. Νιώθει άνετα μόνο με τους άλλους βετεράνους πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κοιμάται αργά και γενικά τριγυρίζει χωρίς κάποιο σκοπό στο σπίτι ή γύρω από την πόλη. Παίζει με το κλαρίνο του συχνά και διαβάζει. Οι αδελφές του εξακολουθούν να τον βλέπουν ως ήρωα, αλλά ενώ η μητέρα του προσπαθεί να μιλήσει μαζί του για τον πόλεμο, συχνά δυσκολεύεται. Ο πατέρας του παραμένει απελπιστικά ουδέτερος με το θέμα. Η μόνη πτυχή της πόλης που έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι τα νεαρά κορίτσια έχουν μεγαλώσει, κι ο Κρεμπς δεν έχει καμία διάθεση, κι ούτε κάνει κάποια προσπάθεια για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα κάποιας από αυτές. Προσπαθεί να αποφύγει οποιαδήποτε συνέπεια που έχει να κάνει με αυτές τις ‘άχρηστες’ σχέσεις. Ο στρατός τον έχει διδάξει ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς κοπέλα. Στο στρατό έμαθε ότι χρειάζεσαι ένα κορίτσι, μόνο αν το σκεφτείς, και αργά ή γρήγορα, ούτως ή άλλως, θα το αποκτήσεις. Θα ήθελε ένα κορίτσι αν θα μπορούσε να περνάει το χρόνο μαζί του, χωρίς όμως να μιλάει. Με τα κορίτσια από τη Γερμανία και τη Γαλλία, τα πράγματα ήταν απλούστερα. Παρά τις προσπάθειες της μητέρας και της αδελφής του να συζητήσουν μαζί του, είναι ολοφάνερο ότι ο νεαρός έχει ψυχολογικά προβλήματα προσαρμογής στην κανονική ζωή στην κοινότητα που ζει τώρα, τα οποία ανάγονται στην περίοδο που υπηρετούσε στο στρατό και τα οποία χάραξαν ανεξίτηλα το χαρακτήρα και τη μετέπειτα συμπεριφορά του.

Η βινιέτα στο όγδοο κεφάλαιο, λέει πως αντιδρούν οι δύο αστυνομικοί με το θάνατο των δύο ληστών. Ένας από τους αστυνομικούς είναι πολύ αναστατωμένος, ενώ ο άλλος δεν φαίνεται πως έχει αισθήματα ενοχής. Η συζήτηση μεταξύ τους περιστρέφεται γύρω από τα θέματα του θανάτου, ειδικά σε ανθρώπους ηθικά υποβαθμισμένους και ξεπεσμένους κοινωνικά. ‘Ο Επαναστάτης’ (The Revolutionist) αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που κατευθύνεται στην Ελβετία. Δεν έχει όνομα, ταξιδεύει ανώνυμος, γεγονός που υποδηλώνει ότι αντιπροσωπεύει τον συνηθισμένο επαναστάτη. Δεν έχει υπάρχοντα αλλά φέρει μαζί του μόνο ένα κομμάτι χαρτί σαν πιστοποιητικό από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος το οποίο προσδιορίζει κατά κάποιο τρόπο, τη σοσιαλιστική του ταυτότητα. Πιστεύει στην παγκόσμια επανάσταση, εκτός από το ότι έκανε λάθος στη θεωρία του για το πώς αυτή θα προχωρήσει. Η ιστορία αγγίζει απειροελάχιστα και αόριστα τη φύση των προβλημάτων του. Τον Χέμινγουεϊ απασχολεί και υιοθετεί και πάλι ένα πολύ διακριτικό στυλ, απεικονίζοντας τις επιπτώσεις του πολέμου σε αυτόν των αγνώστων στοιχείων άντρα.

Η βινιέτα του επόμενου κεφαλαίου, είναι η πρώτη από μια σειρά αναφερομένων στις ταυρομαχίες, ένα από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, τόσο του ίδιου όσο και των ηρώων του στα βιβλία. Ο πρώτος ταυρομάχος πήρε ένα σπαθί στο χέρι του, και ο δεύτερος δέχτηκε τα κέρατα στη δεξιά πλευρά της κοιλιάς του. Ο τελευταίος ταυρομάχος έπρεπε να σκοτώσει πέντε ταύρους, αλλά τα κατάφερε μόλις τον τελευταίο, επειδή ήταν κουρασμένος. Η βινιέτα απεικονίζει την τυφλή βία των ταυρομαχιών. Τόσο ο ταυρομάχος όσο και ο ταύρος προσπαθούν να επιβιώσουν.

Η ιστορία ‘Ο κύριος και η κυρία Elliot’ ακολουθεί ένα ζευγάρι που προσπαθεί να αποκτήσει ένα μωρό. Η κ. Elliot, από τα συμφραζόμενα, προφανώς δεν απολαμβάνει τη συμβίωση με το σύζυγό της. Ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι όπως όλες οι γυναίκες του Νότου, υποφέρει από ναυτία και είναι πλέον ηλικίας σαράντα ετών. Κατά τη στιγμή του γάμου τους φαινόταν πολύ νέα. Άλλωστε υπήρχε κάποια γνωριμία και οικειότητα μεταξύ τους, αφού ο Elliot την ήξερε για μεγάλο χρονικό διάστημα από ένα κατάστημα τσαγιού που διατηρούσε. Ο Huber Elliot τη στιγμή του γάμου του παρακολουθούσε τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ. Ήταν ένας πολύ παραγωγικός ποιητής και παρθένος σεξουαλικά, όταν συνάντησε την Κορνηλία. Πίστευε στη διατήρηση ‘καθαρού’ του εαυτού του, έως ότου βρει τη σωστή γυναίκα. Πολλά από τα κορίτσια στο παρελθόν, είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους γι αυτόν, όταν ανακάλυψαν τα πιστεύω και τα ηθικά του πρότυπα. Παρά το γεγονός ότι το πρώτο όνομα της κ. Elliot είναι Κορνηλία, έπεισε τον Hubert να την αποκαλεί Καλουτίνα, όπως ήταν το ψευδώνυμό της στο Νότο. Η μητέρα του Hubert είναι πολύ ταραγμένη με το γάμο του. Η Κορνηλία έχει επίσης κρατήσει τον εαυτό της ‘καθαρό’, και της άρεσε αυτό που άρεσε και σε εκείνο. Η νύχτα του γάμου τους, πέρασε σε ένα ξενοδοχείο της Βοστώνης, και ήταν απογοητευτική για τους δύο, ενώ ο Hubert είχε επιπλέον πρόβλημα ύπνου. Σύντομα σαλπάρισαν για την Ευρώπη. Αν και ήθελαν ένα μωρό πάρα πολύ, η Κορνηλία δεν ήταν σε θέση να προσπαθεί πολύ συχνά λόγω της ναυτίας από το ταξίδι. Πήγαν στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Ντιζόν, και ενώ ο Hubert έγραφε τα ποιήματά του, η Κορνηλία τα πληκτρολογούσε γι αυτόν, τις περισσότερες φορές κλαίγοντας. Στον πύργο που νοίκιασαν, βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από φίλους, πολλοί από τους οποίους θαύμαζαν την ποίηση του Hubert, ενώ εξακολουθούσαν ανεπιτυχώς να αποκτήσουν μωρό. Ο Hubert αρχίζει να πίνει λευκό κρασί και να ζει ξεχωριστά σε δικό του δωμάτιο.

‘Ο κύριος και η κυρία Elliot’ ασχολείται με τα προβλήματα του γάμου. Όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν τα λεπτεπίλεπτα προβλήματα μεταξύ του ζευγαριού, αλλά ο Χέμινγουεϊ βλέπει τα πράγματα κάπως συγκρατημένα, τουλάχιστον αρχικά. Τα κλάματα της γυναίκας παραπέμπουν σαφώς στη δυστυχία του γάμου της. Τόσο εκείνος, όσο και η κυρία Elliot παρέμειναν παρθένοι μέχρι το γάμο τους, αλλά αυτό το γεγονός δεν λειτούργησε καλά μετέπειτα και φυσικά απογοητεύτηκαν. Οι αποτυχημένες σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας, και η ιδέα της ευτυχίας έρχεται στο τέλος του κεφαλαίου. Ο γάμος δεν τους κάνει χαρούμενους, κι έτσι, ψάχνουν την ευτυχία σε κάποια άλλη πηγή!

Φυσικό είναι ότι και η επόμενη βινιέτα να δίνει και πάλι έμφαση στις ταυρομαχίες, και περιγράφει παραστατικά τη βία ενάντια σε ένα άλογο, με τα έντερά του να κρέμονται έξω, κι εκείνο να αργοπεθαίνει. Η παρουσία του θανάτου κυριαρχεί εδώ και η θανάτωση του αλόγου για σκοπούς αθλητισμού η παράδοσης, σημαίνει αφόρητη σκληρότητα που μοιάζει πολύ με τη θανάτωση των ζώων στο σημείο που αναφέρεται στη Σμύρνη, στην αρχή του βιβλίου.

Η ιστορία ‘Γάτα στη βροχή’ (Cat in the Rain), αρχίζει με ένα αμερικάνικο ζευγάρι σε ένα ξενοδοχείο. Το δωμάτιό τους έχει θέα στη θάλασσα και σε ένα μνημείο πολέμου, το οποίο προσελκύει πολλούς Ιταλούς. Βρέχει. Η γυναίκα στέκεται στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Βλέπει μια γάτα στη βροχή και αποφασίζει να πάει έξω και να τη συμμαζέψει. Ο σύζυγος προσφέρεται να το κάνει γι αυτήν, αλλά εκείνη αρνείται. Στο δρόμο της περνά έξω από το γραφείο του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, και τον χαιρετά. Της αρέσει ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ο σοβαρός τρόπος του, η αξιοπρέπειά του και ειδικά το γεγονός ότι θέλει να την εξυπηρετήσει. Της αρέσει επίσης το πρόσωπό του και τα μεγάλα του χέρια. Πηγαίνει έξω και συνεχίζει να σκέφτεται ότι τον συμπαθεί. Όπως στέκεται στην πόρτα, ένα κορίτσι έρχεται από πίσω και κρατά μια ομπρέλα πάνω της. Πιθανολογεί ότι την έστειλε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου. Μαζί πηγαίνουν έξω να βρουν τη γάτα, χωρίς να το κατορθώσουν, ενώ η υπηρέτρια γελάει όταν ακούει τι επεδίωκε η αμερικανίδα γυναίκα. Επιστρέφοντας στο δωμάτιό της, λέει στο σύζυγό της πόσο πολύ θέλει ένα γατάκι.

Η ‘Γάτα στη βροχή’ εξετάζει έναν άλλο τεταμένο και δυστυχισμένο γάμο. Εκείνος εξακολουθεί να διαβάζει στο κρεβάτι, προφανώς αποσπασμένος από τη σύζυγό του. Εκείνη θέλει απεγνωσμένα την προσοχή του, κι ονειρεύεται ακόμα πολλά πράγματα. Υπάρχουν αρκετά που της αρέσουν, και όλα αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι κάτι θεμελιώδες λείπει στο γάμο της. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, εκπροσωπεί την καλοσύνη και κατανόηση που ο σύζυγος δεν διαθέτει ή απλώς δεν επιθυμεί να της εκδηλώσει. Για όλες τις δυστυχίες και στο συγκεκριμένο θέμα, ο Χέμινγουεϊ ποτέ δεν συζητά άμεσα! Οι επιπρόσθετες λεπτομέρειες δείχνουν το πολύπλοκο πρόβλημα της επικοινωνίας ανάμεσα στο ζευγάρι.

Λίγο παρακάτω, στην αρχή του ενδέκατου κεφαλαίου, ένα πλήθος φωνάζει και ρίχνει πολλά αντικείμενα μέσα στο χώρο μιας αρένας ταυρομαχιών. Ο ταύρος είναι τόσο κουρασμένος σωματικά που καταρρέει, και ένας από τους ταυρομάχους, τον αποτελειώνει. Στη συνέχεια, το πλήθος πηδάει πάνω από τα εμπόδια, και κάποιος κόβει την ουρά του ταύρου. Ο αφηγητής, στη συνέχεια, χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο και λέει ότι αργότερα είδε το μικρό παιδί που το έσκασε με την ουρά σε ένα καφενείο. Μιλά με το αγόρι, το οποίο του αφηγείται τι ακριβώς συνέβη προηγουμένως. Στη συνέχεια, ο αφηγητής λέει ότι δεν είναι πολύ καλός ταυρομάχος. Η βινιέτα μεταχειρίζεται τη βία και πάλι ως μέρος ενός αθλήματος. Ο θάνατος γιορτάζεται ως νίκη, και η βινιέτα υποδηλώνει ότι η πρακτική αυτή λαμβάνει χώρα ανά πάσα στιγμή και σε πολλούς τομείς της ζωής.

Στο ‘Εκτός εποχής’ (Out of Season), ένας άνδρας με το όνομα Peduzzi, κερδίζει τέσσερις λίρες από την κηπουρική και στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα χρήματα για να μεθύσει. Συναντά έναν νεαρό κύριο και μιλάει μαζί του με κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Ο νεαρός λέει ότι θα επιστρέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι μια τέλεια μέρα για ψάρεμα πέστροφας, και υποθέτουμε ότι ο Peduzzi σχεδιάζει να πάρει τον νεαρό στο ψάρεμα. Ο νεαρός επιστρέφει, και αποφασίζουν ότι η σύζυγός του θα πρέπει να ακολουθήσει πίσω τους με τα καλάμια ψαρέματος. Στο δρόμο, όμως, ο Peduzzi θέλει για να επιταχύνει λίγο, ώστε να μπορούν όλοι να περπατήσουν μαζί στο δρόμο της Κορτίνα. Το ‘Εκτός εποχής’, αφηγείται την ιστορία ενός πρώην στρατιώτη ο οποίος λειτουργεί ως ξεναγός σε ένα ξένο παντρεμένο ζευγάρι και ο οποίος συμφωνεί να τους συνοδέψει σε ένα αλιευτικό ταξίδι. Δεν έχει πολλά χρήματα, και θέλει να κερδίσει μερικά. Είναι μεθυσμένος, και βασίζεται κυρίως στην καλοσύνη του ξένου ο οποίος του δίνει επανειλημμένα κάποια χρήματα χωρίς πραγματικό λόγο. Ακόμα κι αν η αλιεία είναι παράνομη, λέει, δεν θα πρέπει να ανησυχούν, διότι ως πρώην στρατιώτης, πολλοί άνθρωποι τον βλέπουν με συμπάθεια. Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει το αντίθετο! Το αλιευτικό ταξίδι του δίνει έλεγχο και εξουσία, ακόμη και αν αυτό είναι μόνο μια σύντομη δύναμη πάνω σε ένα ξένο ζευγάρι, ενώ ταυτόχρονα κερδίζει και λίγα χρήματα. Πάνω απ’ όλα, όμως, όλα αυτά είναι μια φυγή από τα συνήθη γεγονότα της ζωής του, που του προσφέρουν την ευκαιρία να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο. Η γυναίκα δεν είναι πολύ ευχαριστημένη με τη συμφωνία, και προκαλεί το σύζυγό της να γυρίσουν πίσω. Αυτός αρπάζει την ευκαιρία και της λέει να επιστρέψει, κάτι που κάνει. Πρόκειται περί ενός άλλου δυστυχούς γεγονότος σε ένα άλλο γάμο. Η αντίθεση βεβαίως της κατάστασης μεταξύ του ζευγαριού και του πρώην στρατιώτη, ουσιαστικά είναι το αποκορύφωμα και ο αντίκτυπος που είχε ο πόλεμος στη ζωή του.

Το επίμαχο θέμα των ταυρομαχιών, συνεχίζεται και στην επόμενη βινιέτα, περιγράφοντας το στυλ ταυρομαχίας του Βιγιάλτα. Ο αφηγητής προκαλεί τον ταύρο και στη συνέχεια τον σκοτώνει, σαν να επρόκειτο για μια τελετή. Η δολοφονία δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή του ταύρου. Στο τέλος οι ζητωκραυγές του πλήθους τον περιζώνουν και ο Βιγιάλτα δέχεται τον έπαινο ενώ ο ταύρος πεθαίνει αργά μπροστά του. Είναι ουσιαστικά ένα άλλο είδος ανθρώπινης απάντησης στη βία.

Στην ‘Πεζοπορία στο χιόνι’ (Cross-Country Snow), ο Νικ πηδάει από ένα τραίνο. Έχει τα σκι του και κινείται γρήγορα προς τα κάτω σε μια πλαγιά. Ο φίλος του, ο Γιώργος, βρίσκεται μπροστά του, αλλά ο Νικ φτάνει πρώτος. Μπροστά σε ένα λόφο βρίσκεται ένα πανδοχείο και κινούνται προς τα εκεί. Μπαίνουν μέσα, όπου ακούγεται κάποιο τραγούδι σε ένα άλλο δωμάτιο. Σταματά μια στιγμή και ένα κορίτσι μπαίνει στο δωμάτιο για να πάρει την παραγγελία τους. Αποφασίζουν για κρασί και αρχίσουν να μιλούν για σκι. Η κοπέλα επιστρέφει με το κρασί και συνεχίζει με το τραγούδι της. Σε λίγο θα παραγγείλουν κέικ και ο Νικ παρατηρεί ότι το κορίτσι είναι έγκυος. Όταν την ρωτά τι τραγουδάει, εκείνη δεν δείχνει φιλική μαζί του. Ο Νικ κάνει την εικασία ότι αφού δεν φορά δαχτυλίδι, δεν είναι παντρεμένη. Σε λίγο καταφτάνουν μερικοί ξυλοκόποι. Ο Γιώργος εκφράζει στον Νικ την επιθυμία του να ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη με τα σκι, χωρίς το άγχος του σχολείου. Μιλάνε για το κρασί ενώ σε λίγο το θέμα της συνομιλίας μετακινείται στη σύζυγο του Νικ, Ελένη, και το πώς αισθάνεται γι αυτήν τώρα που έχει ένα μωρό. Ο ίδιος λέει ότι είναι ευτυχής τώρα που έχει ένα δικό του. Επιστρέφουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και κανένας από αυτούς δεν θέλει. Συζητάνε για το πόσο καλύτερο είναι το σκι στην Ευρώπη από ότι στην Αμερική, ενώ λίγο αργότερα φεύγουν. Το ταξίδι τους επιτρέπει να ξεφύγουν από την πραγματικότητα της ζωής τους. Παίρνουν τεράστια χαρά με αυτό, και η φιλία τους στην ιστορία αποτελεί μια από τις λίγες φορές που μέσα στο βιβλίο η ‘σχέση’, γενικώς, λειτουργεί τόσο καλά. Η φιλία τους προσεγγίζει μια ιδανική σχέση. Το τέλος του ταξιδιού σηματοδοτεί την κίνηση πίσω στην πραγματικότητα και προς ένα από τα πιο δυσάρεστα κομμάτια της ζωής τους. Και οι δύο όμως αναγνωρίζουν την αδυναμία τους να ελέγξουν πλήρως το μέλλον και έτσι προσπαθούν να πάρουν και απολαύσουν ότι μπορούν τώρα.

Στην επόμενη βινιέτα, που επίσης ασχολείται με τις ταυρομαχίες, ένας μεξικανός ταυρομάχος που ονομάζεται Λούις μεθάει και λαμβάνει μέρος σε παρέλαση την ημέρα που υποτίθεται ότι θα μονομαχήσει μετά από λίγο στην αρένα. Ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο είναι μαζί με έναν άνδρα που ονομάζεται Μαέρα, και αμφότεροι παρακολουθούν τον μεθυσμένο μεξικανό στους ρυθμούς του χορού και της μουσικής. Όταν ο αφηγητής αρπάζει το χέρι του, ο μεξικανός του λέει να τον αφήσει μόνο του, κι ότι αυτός δεν είναι ο πατέρας του, σηματοδοτώντας έτσι την πατρότητα ως τρόπο ελέγχου και εξουσίας. Ο αφηγητής συναντά έπειτα τον Μαέρα, πίσω στο ξενοδοχείο. Είναι τόσο αηδιασμένος με τον Λούις και τον αποκαλεί άγριο μεξικάνο. Ο Μαέρα, διερωτάται ποιος θα σκοτώσει τους ταύρους του αργότερα στην κορίντα και πως θα εξελιχθεί η ταυρομαχία. Και οι δύο φυσικά ξέρουν ή τουλάχιστον υποψιάζονται την απάντηση! Η βινιέτα γενικώς επικεντρώνεται στην προετοιμασία για τις απογευματινές ταυρομαχίες.

Η ιστορία ‘Ο γέρος μου’ (My Old Man), διηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια ιστορία για ένα αγόρι του οποίου ο πατέρας είναι αναβάτης. Το αγόρι και ο πατέρας του, αγαπιούνται πάρα πολύ και ξοδεύουν πολύ χρόνο μαζί. Ο αφηγητής ξεκινά περιγράφοντας πώς ο πατέρας του παραμένει σε φόρμα με το να κάνει μεγάλες διαδρομές. Ο πατέρας του πόνταρε συνεχώς χρήματα στις ιπποδρομίες και έπινε πολύ. Ο αφηγητής θυμάται στοργικά τις ιστορίες του πατέρα του και για τα παιδικά του χρόνια στο Κεντάκι, όταν η μητέρα του ήταν ακόμα ζωντανή. ‘Ο γέρος μου’ ασχολείται με τα θέματα της πατρότητας, το θάνατο και τη νεότητα. Ο αφηγητής αγαπά σαφώς και χρειάζεται τον πατέρα του, και δεν υπάρχει κανένας άλλος στον ορίζοντα να τον προστατεύσει. Θυμάται στοργικά την περίοδο κατά την οποία ο πατέρας του δεν έκανε τίποτα, αλλά απλώς καθόταν και έπινε. Ως παιδί, ο αφηγητής δεν καταλάβαινε πραγματικά τις συνέπειες των πράξεων του πατέρα του. Ο Χέμινγουεϊ δημιουργεί τη σχέση αυτή ως ένα άλλο παράδειγμα διαπροσωπικής σχέσης που φαίνεται τέλεια από μια προοπτική, αλλά έχει σημαντικές αδυναμίες. Από την οπτική γωνία του παιδιού είναι υπέροχη, αλλά όχι και κοιτάζοντας αναδρομικά προς τα πίσω και σε έναν ουδέτερο παρατηρητή. Ο θάνατος του πατέρα του, αφήνει τον Τζο άπορο και μόνο. Αυτή η απώλεια δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Εν τω μεταξύ, για άλλους ο θάνατος αντιπροσωπεύει τη δικαιοσύνη. Ο θάνατος είναι νίκη για αυτούς, ενώ για τον Τζο καταστροφή. Σε αυτήν την ιστορία, ο Χέμινγουεϊ δεν προσεγγίζει άμεσα τον πόνο της απώλειας, αλλά αντί αυτού ο πόνος, αυτός καθ’ εαυτός, εισβάλλει συνεχώς στην αφήγηση. Μέσα από αυτή την αφήγηση όμως, ο Χέμινγουεϊ υφαίνει διακριτικά και την απώλεια της μητέρας του. Έχοντας χάσει τον πατέρα του, υποδηλώνεται η απώλεια ενός μεγάλου μέρους της νεανικής αθωότητάς του!

Στον ‘Μεγάλο ποταμό με τις δυό καρδιές’ (Big Two-Hearted River), ο Νικ κατευθύνεται σε ένα ποτάμι με πέστροφες και η εμπειρία εκεί του φέρνει πίσω παλιά συναισθήματα. Κάπου σε ένα ξέφωτο σταματά και στρατοπεδεύει. Παίρνει τεράστια χαρά με τη δημιουργία της σκηνής του, οργανώνοντας το χώρο και μαγειρεύοντας τα τρόφιμά του. Είναι προφανές ότι ο Νικ είναι ευτυχής που είναι μακριά από την κοινωνία και σε επαφή με τη φύση. Η σκηνή του ποταμού με την άφθονη πέστροφα τον αιχμαλωτίζει, και αμέσως του έρχεται στο νου η αντίθεση ανάμεσα στα ερείπια του πολιτισμού και στην αφθονία της φύσης. Με την απουσία της έρημης πόλης, το ποτάμι έχει γίνει απίστευτα γενναιόδωρο. Οι εικόνες δείχνουν την αξία που αποδίδει ο Χέμινγουεϊ στην απομόνωση από την κοινωνία. Η δύναμη του κεφαλαίου αυτού έγκειται στον τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τα προηγούμενα κείμενα και κεφάλαια. Δεν ασχολείται με πολλά από τα θέματα που βρίσκονται εν αφθονία στο υπόλοιπο του βιβλίου. Υπάρχει μια μοναχική ικανοποίηση που δεν παρατηρούμε στα άλλα κεφάλαια, όπου οι αποτυχημένες σχέσεις τείνουν να παράγουν τη συνήθη μοναξιά.

Στην ενδιάμεση βινιέτα, ένας άνδρας που ονομάζεται Σαμ Καρτινέλα, βρίσκεται στο διάδρομο μιας φυλακής περιμένοντας τον απαγχονισμό. Ο αφηγητής παρατηρεί ότι υπάρχουν πέντε ακόμα υποψήφιοι για να κρεμαστούν. Ο Σαμ πρέπει να μεταφερθεί στην αγχόνη, και όταν έρχονται και του δένουν τα πόδια, χάνει τον έλεγχο του σφιγκτήρα του. Ένας ιερέας γονατίζει δίπλα του, μέχρι να ανοίξει η καταπακτή και πέσει μέσα ο Σαμ. Η βινιέτα αναφέρεται στο θέμα της εκτέλεσης και στον επικείμενο θάνατο των καταδικασμένων, σε τρομακτική αντίθεση βεβαίως με την απαλή γαλήνη των δύο τελευταίων κεφαλαίων. Ο θάνατος εδώ παίρνει πιο πραγματική και τρομακτική μορφή και ο Σαμ Καρτινέλα αντιπροσωπεύει το συνηθισμένο τρόμο της ανθρώπινης αντίδρασης απέναντι στο θάνατο.

Το επόμενο κεφάλαιο συνεχίζει με την ιστορία του Νικ από το προηγούμενο, δίπλα στο ποτάμι με τις πέστροφες. Πιάνει σύντομα μια τεράστια πέστροφα, αλλά τη χάνει, με έντονη την απογοήτευσή του, γιατί δεν έχει δει ποτέ μια τόσο μεγάλη.

Το φυσικό περιβάλλον ενθουσιάζει τον Νικ, και ο ίδιος απολαμβάνει την απομόνωση που του προκαλεί. Η πολυπληθής κοινωνία του φαίνεται καταστροφική όταν ξοδεύει το χρόνο του στην καθαρή φύση. Του αρέσει να ψαρεύει μόνος γιατί μπορεί να ελέγξει την ποσότητα της ζημιάς που προκαλεί στη φύση. Φροντίζει τις πέστροφες και τις αντιμετωπίζει με σεβασμό, φροντίζοντας για παράδειγμα να βρέξει τα χέρια του πριν τις αγγίξει. Σύμφωνα με την περιβαλλοντική ηθική του, κρατά το μεγάλο ψάρι και επιστρέφει τους μικρούς του φίλους στο φυσικό τους περιβάλλον. Επίσης, ψαρεύει μόνο όσο χρειάζεται για τροφή. Οι λεπτομέρειες της αλιείας κυριαρχούν στην αφήγηση.

Στην τελική βινιέτα, σε πρώτο πρόσωπο, ο αφηγητής περπατά μέσα σε έναν κήπο με το βασιλιά να τον συστήνει στη βασίλισσα. Ο βασιλιάς παραγγέλλει ουίσκι και σόδα και λέει στον αφηγητή ότι η επαναστατική επιτροπή δεν τον αφήσει έξω από την περιοχή του Ανακτόρου. Λέει ότι Πλαστήρας είναι ένας καλός άνθρωπος που έκανε το σωστό πράγμα σκοτώνοντας εκείνους τους άντρες. Αν και ο Κερένσκι είχε πυροβολήσει μερικούς, τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά. Ο αφηγητής λέει ότι, όπως όλοι οι Έλληνες άλλωστε εκείνη την εποχή, ήθελε να πάει στην Αμερική. Το πιο εντυπωσιακό μέρος αυτής της σύντομης τελικής βινιέτας είναι η απόσταση του βασιλιά από το θάνατο και τη βία. Μιλά για αυτά τα πράγματα σαν να είναι απλά ακαδημαϊκά θέματα. Η κοινωνική θέση του έρχεται σε αντίθεση με τους άλλους χαρακτήρες μέσα στο βιβλίο, που υποδηλώνει την αποστασιοποίηση των πολιτικών και των αξιωματούχων, οι οποίοι διαχειρίζονται έναν πόλεμο, από αυτούς που πραγματικά πολεμούν σε αυτόν. Ο βασιλιάς κανονικά δεν πρέπει να υποφέρει από τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου!

Το βιβλίο του Χέμινγουεϊ ‘Στην εποχή μας’ (In Our Time, 1925), σηματοδοτεί την αρχή της δημιουργίας του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Απ’ εδώ άρχισαν όλα! Το περιεχόμενό του φιλοξενεί ότι έχει σχέση αργότερα με αυτόν, κι ότι του αποδίδεται. Το περιεχόμενο, το ύφος, η γλώσσα, η δομή και οι πολύ προσωπικοί, αυστηροί και απροσπέλαστοι από άλλους διάλογοι του Χέμινγουεϊ. Μπορεί εδώ στα μικρά διηγήματα ο συγγραφέας να αφήνει πολλά κενά, αλλά αυτό επιτρέπει στον αναγνώστη να προσθέσει τη δική του εκδοχή και υποψία σε κάποιες λεπτομέρειες του κειμένου, κάτι που το κάνει όμως και σε μελλοντικά του βιβλία. Συνηθισμένα ζητήματα και θέματα των βιβλίων του αποτελούν το μεγαλείο της φύσης, τα οικολογικά θέματα, η ενηλικίωση του νεαρού αγοριού και οι δυσκολίες που κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτή τη διαδικασία, η βοήθεια εν προκειμένω και ο ρόλος του πατέρα του, η γρήγορη επαφή και σε νεαρή ηλικία με κρίσιμα ζητήματα όπως εκείνο της γέννησης, του θανάτου και της αυτοκτονίας, ο πόλεμος, τα ψυχολογικά τραύματα που αφήνει στους εμπλεκόμενους σε αυτόν και η δυσκολία αντιμετώπισής στους στη μετέπειτα ζωή, και τέλος, για να αναφέρουμε μόνο ένα μέρος, οι πολυποίκιλες σχέσεις των ανδρών και των γυναικών. Σε πολλά από τα βιβλία του Χέμινγουεϊ, αλλά και σε ετούτη τη μικρή συλλογή των διηγημάτων, βρίσκουμε ψηφίδες και ρινίσματα κάποιων περιόδων της πολυτάραχης ζωής του συγγραφέα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top