Fractal

Διήγημα: ”Αμήν!”

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης // *

 

 

 

Η εκκλησία με τους ιερωμένους της υπήρξε ανέκαθεν η υποκριτικότερη θιασώτρια της προσήλωσης στην τρέχουσα ηθική. Διδάσκει, φερ’ ειπείν, το μέτρο στο κυνήγι των ηδονών και τη διάκριση μεταξύ κακών και καλών ηδονών αλλά πίσω από μια τέτοια διδασκαλία κρύβεται το μίσος προς τη χαρά της ζωής. Εξυπακούεται ότι κάθε ηθικό πρόσταγμα της εκκλησίας πρέπει νάναι αποκύημα της υποκρισίας προκειμένου να γίνει δεκτό πιο εύκολα απ’ τους «πιστούς» της που στο βάθος όχι μόνον βολεύονται κι οι ίδιοι με την υποκρισία αλλά και την επιδιώκουν. Εξυπακούεται, επίσης, ότι οι διδαχές κι οι παραινέσεις της αφορούν μόνον στο ποίμνιο και ποτέ στους ίδιους τους ιερωμένους οι όποιοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν και συνεχίσουν το βιολί τους (δηλαδή τη διδασκαλία τους) φαρισαϊκά. Γιατί βέβαια οι παπάδες θεωρούν ότι έχουν a priori εξασφαλισμένη μια θεσούλα στην βασιλεία των ουρανών ενώ το εκκλησίασμα αν θέλει να σώσει την ψυχή του οφείλει να καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες και μαζί μ’ αυτές τον οβολό του! Ο κακός που περνάει για καλός μπορεί να κάνει το κακό δίχως να βρει τον μπελά του, μας λέει ο σοφός λαός, ο οποίος όμως αποδεικνύεται εντελώς βλαξ όταν δεν μπαίνει στον κόπο να δει τι πραγματικά κρύβεται κάτ’ απ’ τα ράσα. Το ειρημένο γνωμικό μου δίνει το έναυσμα για ν’ αναφερθώ σε κάποια περιστατικά που είν’ αληθινά ή έστω θα μπορούσαν νάναι αληθινά.

Η μοναδική εκκλησία της Αλχανίας ήταν ο ναός του Αγίου Τρυπιοσάκουλου του Μπουρμά, χτισμένος κάπου στην ανατολική πλευρά του επίνειου, απέχων λίγα μόνο λεπτά απ’ τη θάλασσα. Η είσοδος του ήταν σφηνωμένη στο τέλος ενός σκοτεινού στενοσόκακου, απ’ τα δεκάδες εκείνα που υπήρχαν στο λιμάνι, όπου οι ακαθαρσίες σάπιζαν στα βουλωμένα λούκια κι όλη η ατμόσφαιρα φαινόταν μολυσμένη απ’ την αφροντισιά. Στο μαρμαρένιο ανώφλι ήταν χαραγμένη από κάποιο χέρι του μεσαίωνα, ίσως, η επιγραφή CAVE CAVE DOMINUS VIDET.

Βλέποντας κανείς την μικρή και σαρακοφαγωμένη, ξύλινη θύρα του ναού και το σημείο στο οποίο ήταν χτισμένος του δινόταν η εντύπωση ότι ο ναός δεν ήταν ευρύχωρος και ζήτημα να χωρούσε μια ντουζίνα ανθρώπους. Δρασκελίζοντας όμως το κατώφλι και μπαίνοντας στον νάρθηκα κι ύστερα στην κύρια αίθουσα, έμενε με το στόμα ανοιχτό (και τούτο αποτελούσε πάντα το μέγα μυστήριο για τους ­«πιστούς» της Αλχανίας): Οι χώροι του ήταν τόσο μεγάλοι που χωρούσαν με λίγο στρίμωγμα σχεδόν όλους τους κατοίκους του επίνειου. Αυτό σε συνδυασμό με τα λιγοστά και μικροσκοπικά παράθυρα, τα διακοσμημένα με υαλογραφίες που δεν άφηναν να μπαίνει αρκετό φως στο εσωτερικό του ναού, δημιουργούσαν μια μαυρίλα σ’ όλο τον χώρο δίχως όρια.

Μεγάλο κι άλυτο μυστήριο ήταν, επίσης, κι η διακόσμηση της εσωτερικής πρόσοψης των τοίχων του ναού. Ενώ άλλοι ναοί ήσαν γιομάτοι τοιχογραφίες μ’ αγίους κι αγίες που αναπαρίσταναν διάφορες στιγμές της ζωής τους, ο ναός του Αγίου Τρυπιοσάκουλου διακοσμείτο μόνον με φρικιαστικές σκηνές αναφερόμενες στον εκπεσμό των ψυχών και στα διάφορα βασανιστήρια που υποβάλλονταν.

            Σύμφωνα με τη θεματολογία των τοιχογραφιών αυτών τραγόμορφοι και κατάμαυροι δαίμονες με γαμψά νύχια και καμπουριασμένοι και γυμνοί αμαρτωλοί προειδοποιούσαν για το μετά θάνατον κολαστήριο των εκπεσόντων. Μάγισσες, πόρνοι και πόρνες, ζωοκλέφτες, ο μυλωνάς που κλέβει στο ζύγι, φονιάδες κι ένα σωρό άλλες αξιοθρήνητες φιγούρες οδηγούνταν από δαίμονες με τρίαινες σε φρικτά βασανιστήρια. Με μια ματιά στις τοιχογραφίες του ναού ερχόντουσαν στο νου σου αμέσως τα σχετικά τρίπτυχα του Jheronimus Bosch.

Αξιοπαρατήρητο ήταν ότι προχωρώντας απ’ την είσοδο του ναού προς τα ενδότερα οι αποχρώσεις τις φρίκης σ’ όλες αυτές τις τοιχογραφίες κλιμακώνονταν σταθερά, μ’ αποτέλεσμα μέχρι να φτάσεις στην τέμπλο είχε κλιμακωθεί και μέσα σου αναλόγως το δέος κι η ανατριχίλα μπροστά σ’ αυτά που σε περίμεναν σε περίπτωση απόκλισης απ’ τον λόγο του Θεού και τις διδαχές της εκκλησίας.

Το μυστήριο της συγκεκριμένης διακόσμησης μπορεί να ήταν άλυτο για τους κατοίκους του επίνειου, που ήσαν αγράμματοι και θεοφοβούμενοι, αλλά δεν ήταν άλυτο για ένα οποιονδήποτε ιερωμένο που αν τον ρωτούσες θα σου έλεγε ότι ο σκοπός της ήταν να ενθυμήσει τη φιληδονία και την φιλαργυρία των κατοίκων του επίνειου, καθώς και τους βασανισμούς που θα υποστούν μετά θάνατον εάν, για παράδειγμα, κλέβουν στη ζυγαριά, κάνουν μάγια, πορνεύουν, εάν είναι ζωοκλέφτες, ή αν κουβεντιάζουν μέσα στην εκκλησία, ώστε να έχουν τον φόβο του Ναζωραίου.

Το ίδιο θα σου έλεγε βέβαια κι ο πάτερ Θεοφύλακτος, ο αρχιδιάκονος του ναού του Αγίου Τρυπιοσάκουλου του Μπουρμά. Ένας ιερέας λιπόσαρκος, κορακομύτης, γύρω στα εξήντα, πάντα σκυθρωπός και βαρύς και ταυτόχρονα επιβλητικός κι αινιγματώδης, που μπροστά του έτρεμαν οι νεωκόροι, οι ιεροψάλτες και μαζί μ’ αυτούς όλος ο όχλος της Αλχανίας.

Το πρόσωπό του είχε μια θαμπωμένη λευκότητα, τρυπημένο από δύο μεγάλα μάτια που βάραιναν κάτω απ’ την πίεση των παχιών και πλούσιων φρυδιών του. Η θωριά του είχε πάντα κάτι απ’ την κρύα απαθοσύνη του χάρου. Το μέτωπό του το διέσχιζαν ένα σωρό ρυτίδες σαν χαραγματιές πάνω σε παλιές πέτρες τοίχου ενώ τα χείλια ήταν τόσο λεπτά και στραμμένα προς τα μέσα που νόμιζες ότι του έλειπαν. Το ποίμνιο πάντως θεωρούσε ότι όποιος ζωγράφος ήθελε ν’ ανιστορήσει τον σατανά, θα έπρεπε νάχε κατά νου τον πατέρα Θεοφύλακτο.

Κατά τη διάρκεια των τριών-τεσσάρων μεγάλων ετήσιων θρησκευτικών γιορτών ένα ποτάμι κεφαλιών έρρεε στο σκοτεινό στενοσόκακο που οδηγούσε στην παλιά θύρα της εκκλησίας κι από εκεί διακλαδιζόταν μέσα σ’ όλον τον ναό. Τότε έβλεπες να στριμώχνονται παντού ένα σωρό «πιστοί» με διαφορές σημαντικές στο ντύσιμο, στην στάση και στην ιδιαίτερη έκφραση των χαραχτηριστικών· από εμπόρους, νοταρίους και ντοτόρους μέχρι ψαράδες, αγρότες και χτίστες. Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς ξεπρόβαλλαν χαρτοπαίχτες, αλκοολικοί, πορτοφολάδες, καταρρακωμένοι σακάτηδες και φυσικά άψογες καλλονές, ρυτιδιασμένες γριές και ασχημάτιστες παιδούλες, κάποιες εκ των οποίων ήταν ξεσκολισμένες σε διάφορες βδελυρές τέχνες. Κι όλοι τους επιδίωκαν ν’ απλώσουν ένα ελαφρύ χαμόγελο με τάξη σύμμετρη στα μούτρα τους και ταυτόχρονα πάσχιζαν να φαίνονται ευυπόληπτοι.

Όσοι δεν έβρισκαν στασίδια ή καρέκλες για να κάτσουν ήταν αναγκασμένοι να υποστούν για αρκετή ώρα το μαρτύριο της ορθοστασίας. Εξίσου μεγάλο μαρτύριο ήταν κι οι στριγκές φωνές των ψαλτάδων, που αντηχούσαν παντού κι έκαναν τ’ αυτιά όλων των «πιστών» να βουίζουν βασανιστικά και να φέρνουν μετά από λίγο πόνο στα μάτια τους, καθώς και το λιβάνι που ντουμάνιαζε τον τόπο και προκαλούσε μια ελαφριά αποβλάκωση. Όμως, τα μαρτύρια τούτα ο λαουτζίκος της Αλχανίας τα ξεχνούσε κάπως γατί υπήρχαν δύο πράγματα που του αποσπούσαν κάπως την προσοχή απ’ αυτά.

Πρώτον, η μάζωξη στον ναό αποτελούσε για τ’ άξεστα υποκείμενα της Αλχανίας περσότερο αφορμή για επίδειξη (ερχόντουσαν στον ναό σενιαρισμένα και φτιασιδωμένα με μοναδικό σκοπό να κάνουν τους άλλους να σκάσουν απ’ τη ζήλια τους) και κουτσομπολιό, παρά για συμμετοχή στη θεία λατρεία και στο μυστήριο της πίστεως τους. Εξάλλου, οι ύμνοι που ψέλνονταν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και τα λόγια των ιερών κειμένων, γενικότερα, δεν μπορούσαν να γίνουν κατανοητά απ’ τους «πιστούς» κι έτσι η ίδια η λειτουργία τους προξενούσε βαρεμάρα.

Δεύτερον, οι φρικιαστικές τοιχογραφίες, για τις οποίες έκανα λόγο νωρίτερα, τους γέμιζαν μ’ απερίγραπτο φόβο κι έτσι δεν είχαν μυαλό να σκεφτούν τα ειρημένα μαρτύρια. Ο πάτερ Θεοφύλακτος γνωρίζε καλά ότι τα μεγάλα πλήθη δεν ελέγχονται παρά μόνον μέσω του εκφοβισμού· ταυτόχρονα ο όχλος της Αλχανίας ενέδιδε σ’ αυτόν τον εκφοβισμό ακριβώς γιατί υιοθετούσε την αντίληψη ότι ο φ ό β ο ς              φ υ λ ά ε ι  τ α  έ ρ η μ α! Μάλιστα, για να τραβήξει την προσοχή του θεοφοβούμενο ποιμνίου στις τοιχογραφίες, φρόντιζε να τοποθετεί όλα τα μανουάλια δίπλα τους προκειμένου να λάμπουν έντονα και ν’ αναδεικνύονται μέσα στο σκότος του ναού απ’ το φως που χύνανε οι λαμπάδες και τα κεριά!

Όταν τελείωναν οι ψαλμουδιές και τα πατερμά, μαζί με την ανάγνωση του ιερού ευαγγελίου και πέρναγε ο  π ά ν τ α  α π α ρ α ί τ η τ ο ς  δ ί σ κ ο ς μέσ’ απ’ το ποίμνιο, ο αρχιδιάκονος Θεοφύλακτος, γεμάτος μεγαλοπρέπεια και στοχαστικότητα, με τα χέρια σταυρωμένα (καθώς και το ποίμνιο από κάτω) και το κεφάλι γερμένο, ανέβαινε στον άμβωνα κι άρχιζε να λαλεί. Στα μάτια του ψοφοδεούς όχλου φαινόταν τότε ως ένα κήρυκας μιας ηθικότητας που κούναγε το δάχτυλο της απειλητικά στο παρευρισκομένους. Κι όταν έφτανε σε φράσεις όπως τότε είπεν ο βασιλευς τοις διακόνοις· δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων· πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί ή τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν! τονίζοντας εκείνο το ολίγοι με φωνή βροντερή και κοιτάζοντας τους πιστούς με μάτια γουρλωμένα, το πολυάνθρωπο εκκλησίασμα κατάπινε θέλοντας και μη τις μεγάλες ηθικές αρχές του Θεοφύλακτου (και μαζί της εκκλησίας) κάνοντας γονυκλισίες και κλαίγοντας τα πάθη του Ναζωραίου.

Όλη αυτή η φοβέρα του αρχιδιάκονου, το ίδιο το παρουσιαστικό του κι οι συνεχείς προτροπές σ’ εξιλασμούς κι αποχές, προκειμένου να γλιτώσουν την κόλαση, είχαν τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα στους «πιστούς». Κανείς δεν τολμούσε να τον κακολογήσει, πόσω μάλλον να τον αψηφήσει, ενώ ήταν ο μοναδικός άνθρωπος της Αλχανίας που δεν αποτελούσε αντικείμενο κουτσομπολιού, τουλάχιστον αρνητικού.

Επιπλέον, όλοι εμπιστεύονταν τα χρήματά τους σ’ αυτόν και δεν υπήρχε διαθήκη που να μην διεκπεραιωθεί απ’ τον Θεοφύλακτο. Ήταν ο εξομολογητής κι ο σύμβουλος των αθώων αρνίων της Αλχανίας. Όμως τ’ αθώα αρνία της Αλχανίας δεν ήταν και τόσο αθώα κι αφελή όσο φαινόντουσαν· και τούτο γιατί πάντα υπήρχε μέσα τους η καχυποψία ότι ήταν κάπως αδύνατο, επειδή σκέπασε ο πάτερ τους ώμους του με μαύρα ράσα, να πάψει νάναι άντρας που δεν αισθάνεται πια κανέναν απ’ τους ανδρικούς πόθους ή ότι η αφοσίωση στα θεία και η μοναχική κι αργόσχολη ζωή τον μεταμόρφωσε σε πέτρα.

Παρόμοιες υποψίες έτρεφε, όμως κι ο Θεφύλακτος για τους κατοίκους της Αλχανίας. Θεωρούσε, δηλαδή, ότι βγαίνοντας απ’ τη εκκλησία ξεχνάνε τα περί αμαρτίας κι εκπεσμού και μετατρέπονται από ψυχές στο αποχείλωμα της γης, έτοιμες να αφεθούν στην άβυσσο ξεχασμένες, σ’ άξεστους χωριάτες με σαρκικές επιθυμίες και τάση για έκκλητο βίο, για ένα βίο δηλαδή στον οποίο ήταν εθισμένοι έτσι κι αλλιώς, χωρίς καμία απολύτως τύψη.

Τον Θεοφύλακτο, όμως, δεν τον ενδιέφερε εάν τελικά στην καθημερινότητα του ο καθένας θ’ ακολουθούσε τον λόγο του Θεού ή θα έβλεπε τα πράγματα του κόσμου υπό το φως της πίστεως του. Αυτό που τον έκαιγε ήταν να ντιντινίζουν σε ημερήσια βάση τα κέρματα μες στο παγκάρι και πάν’ απ’ όλα ν’ ασχολείται επιτυχώς με κάτι άλλες πιο επείγουσες και σοβαρές υποθέσεις απ’ την σωτηρία του ποιμνίου!

Στο επίνειο της Αλχανίας, τον καιρό που ήταν ο Θεοφύλακτος αρχιδιάκονος του ναού, είχε πέσει ακρίδα κι ο τόπος στέναζε απ’ την ανέχεια και τη φτώχια. Αρκετοί κάτοικοι δεν είχαν τις περσότερες φορές ούτε τα απαραίτητα για να ζήσουν. Είχαν, όμως, θυγατέρες υπέρτατου κάλλους και μπροστά στο φάσμα της πείνας η ανάγκη γινόταν αδήριτη και φορτική σε βαθμό που τους υποχρέωνε να κλείσουν τα μάτια και να κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να επιβιώσουν.

Έτσι, στέλνανε τις θυγατέρες τους στον ναό για να τις «εξομολογήσει» ο αρχιδιάκονος με το αζημίωτο. Γνώριζαν όλοι βέβαια ποιες ήταν οι αδυναμίες του και τα πάθη του προτού γίνει ιερωμένος και θεώρησαν ότι ίσως να κάνει τα στραβά μάτια ο καλός Θεούλης τη φορά τούτη που θα δοκιμάσει ο Θεοφύλακτος να επιδοθεί σ’ αυτά τα πάθη, προκειμένου να σωθεί το ποίμνιο απ’ την πείνα!

Κάθε βράδυ, αφού έκλεινε η σαρακοφαγωμένη θύρα του ναού, άνοιγε η μικρή πορτούλα που οδηγούσε πίσ’ απ’ το ιερό, όπου υπήρχε μια μικρούλα κάμαρα, κι έμπαινε ο αρχιδιάκονος με την εκάστοτε κακορίζικη θυγατέρα για την «εξομολόγηση». Κι αφού έβρισκε έδαφος πρόσφορο για το υνί του, έπεφτε πάνω της σαν σιχαμερό έντομο, την ώρα που η φλόγα του καντηλιού, που κρεμόταν πάν’ απ’ την κλίνη, έριχνε το δειλό της φως πάνω στα κορμιά.

Οι «εξομολογήσεις» συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό κι έτσι ο Θεοφύλακτος διένυε μια περίοδο γνωριμίας με υπέρτατες ηδονές. Μόνο τα δύστυχα πλάσματα γύριζαν εξαθλιωμένα στα σπίτια τους γεμάτα ενοχές που δεν τους επέτρεπαν να φανερώσουν το τρομερό μυστικό. Με την παρότρυνση των οικογενειών τους κράτησαν στη σιωπή θαμμένο τον εφιάλτη που ζούσαν τότε. Να μην ξεχάσω να πω ότι στις «εξομολογήσεις» τούτες πήγαιναν πρόθυμα κι ορισμένες μανάδες αυτών των θυγατέρων, καθώς ως γνωστό στις γυναίκες της Αλχανίας όσο εκλεκτό ήταν τ’ απέξω τους, άλλο τόσο βούρκος ήταν τ’ από μέσα τους.

Εκτός απ’ τις «εξομολογήσεις» ο Θεοφύλακτος είχε επιδοθεί και σ’ άλλες δραστηριότητες, εκ των οποίων η πιο θεαματική ήταν η υφαρπαγή ιερών λειψάνων αγίων κι η απαίτηση καταβολής λύτρων απ’ την τοπική επισκοπή προκειμένου να επιστραφούν! Θα πήγαινε μακριά η βαλίτσα αν αναφερόμουν αναλυτικά και στις άλλες επικερδής πομπές του αρχιδιάκονου.

Εν τούτοις όλες αυτές οι παλιανθρωπιές του γίνονταν σιγά σιγά γνωστές στο επίνειο, καθότι ο τόπος μικρός κι η περιέργεια μεγάλη, αλλά κανείς δεν τολμούσε να κατηγορήσει ανοικτά τον Θεοφύλακτο με την αιτιολογία ότι ήταν ένας εκπρόσωπος του Θεού. Υπήρχαν κι αυτοί που φοβόντουσαν να πουν οτιδήποτε για να μην θεωρηθούν καταδότες απ’ τους υπολοίπους και γίνουν έτσι δακτυλοδεικτούμενοι. Εξάλλου, θεωρούσαν ότι ούτε λόγος τους έπεφτε, ούτε και τους ενδιέφερε εάν ο πάτερ ήταν αυτός που ήταν γιατί σ’ ανάλογα παραπτώματα είχαν πέσει κι οι ίδιοι κι άρα ήταν δύσκολο να κατηγορούν δημόσια αυτά που κι ίδιοι έκανα, ιδιαίτερα όταν ήταν γνωστά τοις πάσι!

Ο αρχιδιάκονος συνέχιζε, φυσικά, να κάνει λειτουργίες και να τελεί τα θεία μυστήρια σαν να μην συνέβαινε τίποτ’ απολύτως. Μάλιστα, ύστερα από κάθε στραβοπάτημά του, γινόταν ακόμα πιο διαπρύσιος κήρυκας των αρχών της εκκλησίας και πιο αυστηρός κριτής των «πιστών» της Αλχανίας. Όλοι τους όμως, ποίμνιο κι ιερωμένος, φρόντιζαν να παίζουν τον ρόλο τους άψογα χωρίς παρεκκλίσεις και διαθέσεις για βαβούρες και ξεσηκώματα.

Ένα πρωί τα μάζεψε κι έφυγε απ’ την Αλχανία, αφού φρόντισε πρώτα να πουλήσει τ’ άμφια και τα ράσα στον αντικαταστάτη του! Κανείς δεν κατάλαβε γιατί έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Κατά την επικρατούσα άποψη της εποχής εκείνης, ο πάτερ Θεοφύλακτος κατέφυγε στην Μονή Τούσκουλου, όπου έζησε ενάρετα τα υπόλοιπα λίγα χρόνια της ζωής του, απαρνούμενος τον έκλυτο βίο του και μετανοώντας για τα κρίματά του. Αν τελικώς πήγε στους ουράνιους παραδείσους ή είχε την τύχη των αμαρτωλών που έβλεπαν οι «πιστoί» στις τοιχογραφίες του ναού, ποτέ κανείς δεν το έμαθε. Οι θεολόγοι, πάντως, ακόμα δεν έχουν αποφανθεί επ’ αυτού του τόσο κρίσιμου θέματος, αλλά θ’ αποφανθούν κάποια στιγμή!

 

 

* Είμαι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκα στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη μου την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική μου ηλικία έζησα υπέρ τα 3 έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινα και στην Αθήνα. Η τελευταία μου εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρω Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top