Fractal

Διήγημα: «Λέω:’’ΜΕΣΑ’’»

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

Β.Ε.

 

 

«Λέω:’’ΜΕΣΑ’’»

 

«Τοκ τοκ τοκ…»

Καμία απάντηση.

Ξανά μανά «τοκ τοκ τοκ».

Τα ίδια.

«Καλά, σού κτυπάνε τόσην ώρα δεν ακούς; Τέτοια πια αφασία η ακοή της καρδιάς σου; Δεν ομιλώ βέβαια όπως βλέπεις για την κανονική ακοή αυτή της μιας εκ των βασικών έξη αισθήσεων. Αυτή μια χαρά ακούει, έστω από το ένα σου αυτί.

(Γι’ αυτό ο Πανάγαθος εν τη σοφία Του μας τα έδωσε διπλά. ΑΝ χαλάσει το ένα έχουμε καβάντζα το άλλο. Τώρα θα μού πεις και θα έχεις δίκιο, γιατί δεν έκανε το ίδιο και με την καρδιά μας; Τι να σού πω. Να θυμηθώ το δίχως άλλο να Τον ρωτήσω έτσι και μού κάνει τη τιμή να Τον συναντήσω καμιά φορά).

Λοιπόν θ’ ανοίξεις;»

«Ποιος κτυπά παρακαλώ τόσο επιμόνως και αναιδώς; Αφού βλέπετε ότι δεν απαντώ, προς τι αυτή η επιμονή σας που φέρνει την υπομονή την δική μου σε δοκιμασία; Δεν θα θέλατε ποτέ να με δείτε να την χάνω και…»

«Άνοιξε σε παρακαλώ η Έμπνευση είμαι έχω κάτι σημαντικό να σού πω…»

«Συνήθεια όμως και αυτή η δική σου βρε παιδί μου. Μωρέ ρωτάς αν ο άλλος έχει κέφι να σ’ ακούσει, αν έχει κέφι ΓΕΝΙΚΩΣ; Ε, λοιπόν όχι, δεν σού ανοίγω».

«Βρε άνοιξε που σού λέω και δεν θα το μετανιώσεις. Να το ξέρεις δεν φεύγω από την πόρτα της καρδιάς σου, εδώ απ’ έξω θα μείνω όσο και αν με προσβάλλεις, όσο και αν με διώχνεις».

«Καλά αναιδέστατη κυρία μου και τόσες ημέρες που με έχεις τρελάνει και οδηγείς την πένα μου non stop,αυτό δεν πιάνεται, δεν υπολογίζεται θέλω να πω; Εγώ σαν άνθρωπος και όχι μηχανή, δεν πρέπει να ξεκουραστώ, να ανασάνω λίγο, να γεμίσω μπαταρίες;»

«Μπίνγκο. Μα περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Πώς και το έπιασαν οι αντένες σου;»

«Ωραία ας κάνω μία μικρή υπαναχώρηση γιατί νιώθω τις μπαταρίες μου αδειανές και είναι φυσικό νομίζω μετά από τόσο όργιο γραψίματος του τελευταίου καιρού που με οδήγησες με τη μορφή μιας όμορφης κοκκινομάλλας φίλης. Αν και επαναφορτιζόμενες οι μπαταρίες μου τώρα είναι κενές όχι καινές κάθε άλλο. Μακάρι να τις είχα αλλάξει, μα χρόνια τώρα βλέποντας ότι κάνουν τη δουλειά τους παράβλεπα, αμελούσα Ένας δε διάσημος μπαταριολόγος που τυχαία τον γνώρισα, μού συνέστησε να μην τις πετάξω γιατί, λέει, τέτοιες πια μπαταρίες δεν φτιάχνουν στο εμπόριο. Είναι πολύέξοδες και σπάνιες αντίκες. Με συμβούλευσε να τις φορτίζω πιο συχνά και να τις προσέχω πιο πολύ και από τα μάτια μου καθώς πια ανταλλακτικά δεν θα βρω πουθενά όσο και αν ψάξω είτε στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή.

Την άκουσα και την ακολούθησα την συμβουλή του και δεν το μετάνιωσα στιγμή. Μια περιέργεια όμως να σού πω την έχω. Αναρωτιέμαι μη και οι καινές έστω και αν δεν έχουν την αντοχή των δικών μου μήπως λέω και κουβαλούν νέες πιο φρέσκες ιδέες, αεράτες και ψιλοτάκουνες μοντέλα και αν είναι να μού μιλήσεις για τέτοιες, ευχαρίστως να σ΄ ακούσω. Σού ανοίγω λοιπόν και σε καλωσορίζω».

«Σε χαιρετώ. Αγένεια όμως και αυτή η δική σου! Τόσην ώρα με έχεις στην απ’ έξω κι ο κόσμος τι θα λέει πια ακούγοντάς με να σου κτυπώ και ΣΥ ΝΑ ΜΕ ΑΓΝΟΕΊΣ! Δεν σε νοιάζει η γνώμη του κοινού; Αφού το ξέρεις ότι χωρίς κοινό δεν υπάρχουμε μήτε εσύ μήτε εγώ… Και άντε και πες ότι υπάρχουμε ποιος θα το ξέρει έτσι κλεισμένες καθώς θα είμαστε σε ανήλια και υγρά υπόγεια της σκέψης και του νου; Να το υπολογίζεις το κοινό κυρία μου τόσο εμένα όσο εσένα μας κάνει σημαντικές, απλώνει τους ορίζοντές μας δίνοντάς μας φήμη αναγνωρισιμότητα και αξία».

«Καλή και επίμονη φίλη μου κάθισε να σε τρατάρω κάτι γλυκό και εύγευστο, κάτι ζαχαρένιο τέλος πάντων που θα διώξει την πίκρα που την βλέπω να ξεχειλίζει από όλο το κορμί σου. Μόνο μη μού πλατειάζεις και μού λες πράγματα που τα ξέρουμε όσοι ασχολούμαστε με σένα και τους παρατρεχάμενούς σου. Αμάν πια η φλυαρία σου. Για μπαταρίες είπες ότι ήθελες να μιλήσεις και περί άλλων τυρβάζεις. Στο θέμα μας λοιπόν. Είμαι όλη αυτιά και για να ακριβολογούμε για ΈΝΑ αυτί ομιλώ. Σ’ ακούω και δεν πρόκειται να σε διακόψω αν όπως ελπίζω έχουν ουσία αυτά που θα μού πεις. Αλλιώς και αγενώς θα φερθώ και θα σε βγάλω από το σπίτι μου αδίστακτα».

«Ήθελα να ήξερα το κοινό μας ξέρει τι βρωμοχαρακτήρα κουβαλάς; Εγώ πώς και δέχομαι να σε εμπνέω και δεν σε αφήνω στο ξεροπήγαδο της ανυπαρξίας για να δεις τι εστί βερίκοκο κατά το κοινώς λεγόμενον. Έλα όμως που μού αρέσει ο τρόπος που υλοποιείς τις ιδέες και τις σκέψεις μου. ΈΧΕΙ ΜΙΑ ΣΩΣΤΉ ΡΌΤΑ ΤΟ ΜΥΑΛΌ ΣΟΥ και ας είναι αναρχικό. Και έρχονται στιγμές που κι’ εγώ το ζηλεύω. Να γιατί με βλέπεις να υποχωρώ αντί να φύγω και να πάω από κει που ήρθα. Όλα όμως έχουν και ένα κάποιο όριο. Άιντα μη και το ξεπεράσου με.

Λοιπόν στις μπαταρίες που λέγαμε:

Να ξέρεις ότι αν κάτι δεν μού αρέσει, αν κάτι μπορώ να πω μισώ, ξέρεις τ’ είναι; Οι επαναλήψεις. Μη δω ποιητή μη δω μουσικό, συγγραφέα, λειτουργό της Τέχνης και του πνεύματος δηλαδή, να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια τον αποστρέφομαι. Εξαφανίζομαι από τους ορίζοντές του με καταστροφικές συνέπειες για την συνέχιση του έργου του. Γιατί το κάνει ρωτάς; Να σού πω εγώ. Μού πήρε καιρό αλλά πια το κατάλαβα. Γιατί ποτέ δεν φρόντισε την εποχή που τού ’’μιλούσα’’ να γεμίσει ασφυκτικά τις μπαταρίες του τις έρμες με χρήσιμες λέξεις, νοήματα και ιδέες; Έτσι, την ώρα που βάζει το φις στην πρίζα αρχίζοντας τα γράψιμο βρίσκεται με άδειες μπαταρίες κατά συνέπεια καταφεύγει στα ίδια και τα ίδια τα γνωστά και μη εξαιρετέα. Και ξέρεις ε; δεν μπορεί ας πούμε προκειμένου να καταφύγει στην εύκολη λύση να κάνει το άλλο, να μη γράψει δηλαδή ΚΑΘΟΛΟΥ; Μα αν δεν γράψει και πάψει να υπάρχει γρήγορα θα ξεχαστεί, καραδοκούν πλείστοι όσοι να πάρουν τη θέση του. Δεν βλέπεις; Όλος ο κόσμος γράφει γράφει. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Το θέμα είναι ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ. Ε, σ’ αυτό επίτρεψέ μου να έχω Εγώ το κύριο λόγο ακόμη και πάνω από το ταλέντο και τις γνώσεις ενός εκάστου. Σού πέρασε ποτέ από το μυαλό μήπως και εγώ έχω τις προτιμήσεις μου; Τις αδυναμίες μου σε πρόσωπα και πράγματα; Λοιπόν μία από αυτές είσαι κι’ εσύ και ήρθε η ώρα να στο πω, αν και έχω την βασανιστική υποψία ότι το έχεις ψιλομυριστεί. Γιατί νομίζεις ήρθα σήμερα να σού κτυπήσω την αφιλόξενη πόρτα; Για να σού εμπνεύσω ιδέες, πολλές ιδέες για θέματα παράξενα, ανείπωτα, εξτρεμιστικά, (με την καλή έννοια της λέξης). Θέματα φρέσκα όμορφα να μην κρύβουν δάκρυ και θανατίλα, πόνο και δυστυχία, πείνα και κακοδαιμονία. Με αυτά, είναι γεμάτη η Ζωή τ’ ανθρώπου. Η Ζωή, ο πρωτομάστορας κάθε τι αρνητικού. Εγώ είμαι ένας animateur της βρε κουτό. Είμαι η Άνοιξη και το Καλοκαίρι της νόησης. Μ’ αυτές τις δύο εποχές ήρθα λοιπόν να σου γεμίσω τις μπαταρίες. Κι επειδή αυτές είναι παλαιάς κοπής και επίτρεψέ μου να το πω, ‘’ΈΜΠΕΙΡΕΣ,’’ δεν επηρεάζονται εύκολα από τις σειρήνες της θανατολαγνείας και της συμφοράς.

Δεν βλέπεις τι γίνεται με το face book; Ποιήματα που μιλούν για θάνατο για απελπισία. Διηγήματα που όσο πιο πολύ δάκρυ προσφέρουν τόσα περισσότερα like εισπράττουν. Τραγούδια πένθιμα ρέκβιεμ σκέτα.

Ε, λοιπόν εγώ όχι. Εγώ είναι η Έμπνευση της χαράς του έρωτα της Αγάπης και σε όποιον αρέσω.

Να γιατί ήρθα.

Να σε ρωτήσω:

Θέλεις να συνεργαστούμε;

Εγώ βάζω τις ιδέες μου βάλε εσύ την πένα σου και πάμε. Οι δυο μας σίγουρα μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο πιο υποφερτό αν μη τι άλλο. Τί έχουμε να χάσουμε αν δοκιμάσουμε;

Αν πετύχουμε μεγάλο το κέρδος.

Αν αποτύχουμε θα ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε.

Τι λες;»

«Λέω: ‘’Μ Ε Σ Α’’».

 

**

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top