Fractal

Διήγημα «Η βεράντα»

Γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου //

 

 

 

 

Η βεράντα

 

Σε καθένα χωριό, το πανηγύρι που στήνεται στην γιορτή του Πολιούχου Αγίου του, αποτελεί πάντοτε το ωραιότερο κοσμικό γεγονός της Χρονιάς. Οι ετοιμασίες κρατούν για εβδομάδες μη πούμε μήνες, μέχρι να ξημερώσει η όμορφη μέρα.

Το χωριό που μόλις πριν λίγες μέρες μετρούσε καμιά εικοσαριά γέρους όλους κι‘ όλους, έσφυζε από ζωή τώρα. Ήταν η μεγάλη ευκαιρία να έρθουν τα ξενιτεμένα παιδιά εγγόνια και δισέγγονα να δουν τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους να τους φιλήσουν να τους αγκαλιάσουν και να γευτούν τις νοστιμιές τις παραδοσιακές που οι γιαγιάδες θα μαγειρέψουν γι αυτούς.

Τα περίμεναν οι καψερές τα παιδιά τους με τέτοια μεγάλη λαχτάρα. Στην ουσία οι γέροντες γι‘ αυτές τις ημέρες του πανηγυριού ζουν, άντε και όταν έρχονται οι… εκλογές που είναι άλλη μια ευκαιρία να έρθουν τα παιδιά τους να επισκεφτούν τα πατρώα εδάφη. Αυτός είναι και ο λόγος που τα παιδιά, τα πολιτικά της δικαιώματα δεν τα έχουν μεταφέρει από το χωριό. Έτσι έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται με το ένα πόδι στο χωριό τoυς και το άλλο στην πόλη.

Απορίας άξιο πώς τα βγάζουν πέρα γέροι άνθρωποι μονάχοι χωρίς συντροφιά χωρίς γιατρό χωρίς ανέσεις. Και το χωριό δεν το αφήνουν δεν το αλλάζουν για όλα τα αγαθά της πόλης, και ας είναι σ’ αυτήν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Την κλεισούρα μέσα στα σπίτια κλουβιά της πολυκατοικίας, δεν την αντέχουν. Το ερώτημα που γεννάται είναι τι θα γίνει σε 10, σε 20 άντε 30 χρόνια όταν θα έχουν πια αυτοί ‘’φύγει’’ τι θα γίνουν τα άμοιρα χωριά! Θα μένουν τα σπίτια κλειστά στο έλεος των ανέμων της βροχής και του χιονιού με της κεραμοσκεπές, φωλιές των τρωκτικών; Θα μοιάζουν με νεκροπόλεις με μόνους κατοίκους τα ποντίκια και κανένα πετούμενο ή και κανένα άγριο ζώο;

Μόνο η Αγάπη των παιδιών για τον τόπο που γεννήθηκαν μπορεί να τα κρατήσει για ακόμα λίγα χρόνια.

Μετά;

Τι θα γίνει μετά 50 χρόνια π. χ;

Δεν ξέρω. Η φαντασία μου δεν με βοηθάει πάντως να προβλέψω. Είμαι απαισιόδοξη και φοβάμαι. Η Ελλάδα από αυτή την άποψη συρρικνώνεται και ανησυχώ, να μη το πω;

Τη φετινή χρονιά τα γερόντια είχαν κουραστεί πολύ. Τους προηγούμενους μήνες είχαν ασχοληθεί με την επιδιόρθωση των σπιτιών τους, ένα θέμα που εκτός από τα έξοδα που ήταν δυσβάσταχτα, βοηθούντων βέβαια των παιδιών τους τα κατάφεραν, παρά την κούραση την δυσανάλογη για τους αδύνατους ώμους τους. Τώρα όλα ήταν έτοιμα και μετρούσαν τις μέρες μία μία για το πανηγύρι που πλησίαζε γρήγορα.

Η κυρά Μαριγώ με τον μπάρμπα Παναγιώτη προχώρησαν λίγο περισσότερο φέτος. Είπαν να φτιάξουν επιτέλους την βεράντα τους που από τότε που έκτισαν το μικρό τους σπιτάκι όλο την έφτιαχναν και όλο την ανέβαλαν αφού προτεραιότητα είχαν άλλα πράγματα. Όπως π. χ. η προσθήκη ενός δωματίου ή η μετατροπή του καμπινέ σε πολιτισμένη τουαλέτα με ντους, και το κουζινάκι σε κουζίνα τραπεζαρία και πάει λέγοντας.

Κάποτε μαζεύτηκαν τα χρήματα για να γίνει πραγματικότητα το όνειρο της Μαριγώς. Η ΒΕΡΑΝΤΑ. Φανταζόταν τον εαυτό της καθισμένο στην αγαπημένη της πολυθρόνα στη γωνιά της βεράντας της μέχρι αργά το βράδυ, τις ζεστές καλοκαιρινές βραδιές, με το ‘’φιδάκι’’ να καίει δίπλα της για τα κουνούπια. Συντροφιά με τις φίλες της γειτόνισσες και τα εγγόνια της να τους λέει ιστορίες του χωριού και παραμύθια για νεράιδες και αερικά, για δράκους και πρίγκιπες, και να τα παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά της. Έναν ολόκληρο χειμώνα αυτό την κρατούσε όρθια την ώρα που πιανόταν η μέση της φτυαρίζοντας το χιόνι που ήταν ένα μέτρο ύψος από την πόρτα της έξω, ανοίγοντας ένα μονοπάτι μέχρι το σκεπαστό κοτέτσι της να ταΐσει τα πουλερικά και την κατσίκα της που την πρόσεχε πολύ. Αυτή θα έδινε το πολύτιμο γάλα της στο νιογέννητο εγγόνι της που θα ερχόταν σε λίγο να το δει για πρώτη φορά. Τον μικρό της Παναγιώτη που ήταν πιστό αντίγραφο του γέρου της όπως της έλεγαν.

Παραμονή της γιορτής του Αγίου και το πανηγύρι καλά κρατεί. Κόσμος πολύς ,πάγκοι απλωμένοι στο αυλόγυρο της εκκλησιάς με παραδοσιακά φαγητά που ετοίμασαν τόσο οι κάτοικοι οι μόνιμοι όσο και οι επισκέπτες απόγονοί τους.

Χορευτικά συγκροτήματα και όλα τα άλλα δρώμενα στην ίδια σκηνή. Τα πάντα στην αυλή της εκκλησιάς. Μέχρι σκηνή θεάτρου είχε στηθεί όπου το βράδυ ένας θίασος θα έπαιζε ένα έργο του Ψαθά. Τα εισιτήρια sold out εδώ και μέρες.

Η γιαγιά Μαριγώ με τον παππού κάθονταν καμαρωτοί και σχεδόν ευτυχισμένοι στην πανέμορφη βεράντα τους χαιρετώντας και φιλεύοντας τους περαστικούς με κομμάτια πίτας που τα είχε φτιάξει με τα χεράκια της. Με το γέρο της μόλις είχαν πιει το καφεδάκι τους με το ταχίνι και το μουσκε-μένο για να μαλακώσει παξιμαδάκι τους.

Τον αγαπούσε πολύ το γέρο της η κυρά Μαριγώ. Στα τόσα χρόνια γάμου τους δεν θυμόταν να της είχε πει κακιά κουβέντα. Ο άνθρωπος με τις χάρες του αγαπιέται, με μια αγάπη αιώνια που μόνο στην όψη αλλάζει με τα χρόνια, όχι στην ουσία της.

Ο κυρ Παναγιώτης ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που σου γεμίζουν τη ψυχή, ακόμη και χωρίς να σε αγγίξουν όπως υπάρχουν και άνθρωποι που με ένα τους και μόνο άγγιγμα σου την αδειάζουν. (αυτό κάπου το διάβασα και μου άρεσε). Ξέρω πολλούς τέτοιους ανθρώπους και των δύο κατηγοριών.

«Γυναίκα, σαν να δρόσισε λίγο, ή μου φαίνεται;» είπε ο κυρ Παναγιώτης, και μπήκε μέσα, μαζί του κι εκείνη, για να του δώσει μια ζακετούλα να ρίξει στις πλάτες του, μη και της αρρωστήσει.

Δεν είχαν καλά, καλά προλάβει να μπουν μέσα στο σπίτι όταν ένας τρομακτικός θόρυβος τους καθήλωσε.

«Θεέ μου σεισμός» έκανε η Μαριγώ, και σταυροκοπήθηκε.

Ο γέρος της συμφώνησε στην αρχή, βλέποντας όμως να μην κουνιέται το πολύφωτο που ήταν αλάνθαστο σήμα κατατεθέν όχι μόνο σεισμού αλλά και, ανάλογα με το κούνημά του, των βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ όπως είχαν μάθει να το αποκωδικοποιούν, κατάλαβε ότι σεισμός δεν ήταν. Κάτι άλλο είχε συμβεί.

Κάνει να βγει από την μπαλκονόπορτα από την οποία δευτερόλεπτα πριν είχαν και οι δύο μπει στο εσωτερικό του σπιτιού, και ο γέροντας μένει μαρμαρωμένος. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο είχε ρίξει τον νεόκτιστο τοίχο της βεράντας και στη συνέχεια ήρθε με το πίσω μέρος της καρότσας και καρφώθηκε στο σημείο που μόλις πριν λίγο κάθονταν και έπιναν τον καφέ τους. Οι καρέκλες και η πολυθρόνα της κυρά Μαριγώς είχαν εξαφανιστεί κάτω από τις ρόδες του. Το βαρύ όχημα είχε πέσει με την όπισθεν στη βεράντα και την είχε διαλύσει σταματώντας χιλιοστά από τον τοίχο του σπιτιού τους. Αν δεν είχε βρει την γερή αντίσταση του τοίχου της βεράντας, το φορτηγό θα είχε μπει αναμφίβολα στο σπίτι μέσα σκοτώνοντας σίγουρα και το ζευγάρι.

Είχαν τύχη βουνό που λέμε, και γλύτωσαν ως εκ θαύματος από του Χάρου τα δόντια. Σύμπτωση η δροσιά που αισθάνθηκε ο κυρ Παναγιώτης ή θαύμα που έκανε παραμονή της γιορτής του ο Άγιος Πολιούχος του χωριού; Το χέρι της Αγάπης μήπως ή το χέρι του Θεού; Όλα αυτά μαζί σίγουρα.

Τι είχε συμβεί:

Ο δρόμος που περνούσε από το σπίτι των γερόντων ήταν κεντρικός, άρχιζε λίγα τετράγωνα πιο κάτω και κατέληγε κάθετα στη μεγάλη και όμορφη εκκλησία που ήταν το καμάρι του χωριού. Ο δρόμος, από ένα σημείο του και μετά είχε μία ανηφορική τάση και όσο πλησίαζε την εκκλησιά ανηφόριζε και άλλο.

Αυτήν την αφορμή εύρισκε και η πιτσιρικαρία και έκανε δρόμους ταχύτητος από την κορυφή του Ναού προς τα κάτω πάνω στα πατίνια και τις σανίδες skateboards. Ιδανική κατηφόρα για τις δραστηριότητες αυτές.

Το φορτηγό ενός από τους πραματευτάδες του πανηγυριού, ήταν παρκαρισμένο κάπου ψηλά και δεν ήταν καλά κλειδωμένο, όπως απεδείχθη. Λύθηκε το τιμόνι και άρχισε να κατρακυλά, χωρίς οδηγό βέβαια, προς τα κάτω. Αργά στην αρχή, με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα στη συνέχεια, για να καταλήξει να τρέχει σαν βολίδα και ακυβέρνητο. Το ότι δεν βρέθηκε κανένας άνθρωπος στην ξέφρενη (κυριολεκτικά η λέξη) διαδρομή του, θεωρήθηκε άλλο θαύμα επίσης. Και τέλος, παίρνοντας μία ελαφρά τάση λοξοδρομήμα-τος από την κάθετη πορεία του όσο πλησίαζε στο σπίτι, σταμάτησε από τη σθεναρή… αντίσταση της ολοκαίνουριας βεράντας που την έκανε καλοκαιρινή!

Η πολυθρόνα της Μαριγώς και η καρέκλα του παππού όπως είπαμε εξαφανίστηκαν κάτω από τις ρόδες του μεγάλου τροχοφόρου.

Εάν δεν είχαν μπει μέσα, δεν υπήρχε περίπτωση να είχαν βγει σώοι από την πρόσκρουση. Η ανάσχεση της βεράντας δεν θα ήταν δυνατή για να τους σώσει.

Σταμάτησε σε απόσταση χιλιοστών από τον τοίχο του σπιτιού

Φανερό ότι γλύτωσαν από του Χάρου τα δόντια ως εκ θαύματος.

« Μαριγώ μου δεν πειράζει για τη βεράντα σου, σου υπόσχομαι να σου την ξαναφτιάξω καλύτερη. Εδώ που τα λέμε, είχε κάποιες ατέλειες που δεν στις είπα να μη σε κακοκαρδίσω. Ευκαιρία λοιπόν να τη φτιάξουμε τώρα σωστά. Όσο για μας, φαίνεται πως ο Θεός μας δίνει ακόμα χρόνους. Λοιπόν δόξα τω Θεώ να λέμε και πονάς δεν πονάς από τα αρθριτικά σου, θα πάμε μέχρι τον Άγιο να ανάψουμε ένα κερί να τον ευχαριστήσουμε. Μεγάλη η Χάρη Του. Χρόνια μας πολλά Μαριγώ μου» της είπε και την αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους.

Για πότε έγινε γνωστό το συμβάν και για πότε μαζεύτηκε τόσος κόσμος στο σπίτι απ΄ έξω……

Έντρομα τα παιδιά και τα εγγόνια τους έφτασαν ειδοποιημένα από χωριανούς και όταν είδαν τους ανθρώπους τους όρθιους και αγκαλιασμένους , και το αυτοκίνητο καρφωμένο στο σπίτι τους, έκαναν το σταυρό τους και ευχαρίστησαν τον Άγιο όπως πριν λίγο είχε κάνει και ο γεροπαππούς…..

Το βράδυ, η γιαγιά δεν παρέλειψε να πει στα εγγόνια της ένα από τα ωραιότερα παραμύθια της για να ξετρομάξει τα μικρά όσο έβλεπαν το φορτηγό καρφωμένο τόσο γερά στη βεράντα.

Την επομένη ήρθε γερανός και το ξεκόλλησε, παίρνοντάς το μαζί του, γιατί είχε και αυτό υποστεί ανήκεστο βλάβη!

Και η Μαριγούλα τέλειωσε το παραμύθι της λέγοντας :

«Μη μου στενοχωριέστε. Το κακό πέρασε. Τα καλύτερα έρχονται. Έτσι κάνουν πάντα. Έρχονται, ενώ δεν τα περιμένουμε»……

Ήθελε να προσθέσει ’’και τα κακά,’’ μα δεν το έκανε για να μην τους χαλάσει τη μαγεία του παραμυθιού που τους είχε πει. Και ως γνωστόν η μαγεία φέρνει μαζί της και όνειρα γλυκά.

«Καλή νύχτα γιαγιά».

«Καλή νύχτα θησαυροί μου».

***

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top