Fractal

Διήγημα Fractal: “Jude”

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

 

 

 

Jude

πλησίασε τον δικό μου,

παράξενο κόσμο.

Θα μιλήσουμε

για τα παλιά,

δεν θα γελάσουμε.

 

Sebastian,1974

 

Φτωχό διαμέρισμα ιρλανδέζικου προαστίου. Ο σταυρός στην κορυφή του μοναδικού δωματίου, η κλασσική επίπλωση, ο φτωχός διάκοσμος, καθορίζουν τον χώρο. Πρόκειται για ένα σύγχρονο ασκηταριό μες στην καρδιά του Μπέλφαστ. Ο νεαρός που μετεωρίζεται κάτω απ’ τη χάρη του θεού, μοιάζει με την εποχή του. Θυμίζει ειρωνικές μελαγχολίες των ζωγράφων, υπενθυμίζει την παλιά, στιγμιαία κλίση, όλα και τίποτε. Ήχοι ραδιοφώνου, καμιά ελπίδα για κανέναν σταθμό, καμιά πιθανότητα γι’ άλλη ζωή σ’ αυτήν την πόλη. Ο νεαρός ετοιμάζεται να φύγει. Θα γίνει κομμάτια στο μαγαζί της οδού Αγίου Ιακώβου, θα γίνει παρανάλωμα της νύχτας. Και όλοι οι κίνδυνοι, όλες οι σχολές, όλα τα ιδιώματα της αίσθησης θα σπάσουν καθώς θα διαγράφει μια ευτυχισμένη, μια ελλειπτική τροχιά, από το δωμάτιο ως τους κεντρικούς μετασχηματιστές, κάνοντας θρύψαλα τα ποτήρια της γιορτής.

Οι φοιτητές που συνελήφθησαν οδηγήθηκαν στην γενική ασφάλεια. Η ζωή τους λιγόστεψε, τα σώματά τους φέρουν ακέραιες τις πληγές εκείνου του απογεύματος. Η νεαρή ντίβα του ιταλικού κινηματογράφου μίλησε κολακευτικά για τη θεατρική μας στάθμη. Θα είστε πάντα ευπρόσδεκτη στο Μπέλφαστ, δήλωσε η δημοτική αρχή, ανταποδίδοντας. Συνελήφθη δίχως αντίσταση άνδρας αγνώστων λοιπών στοιχείων. Μετά τον εντοπισμό του ο άνδρας ζήτησε να προσευχηθεί. Λίγα λεπτά και έπειτα ακολούθησε πειθήνια τα όργανα της τάξης. Τα κλοπιμαία θα επιστραφούν αύριο κιόλας στους ιδιοκτήτες τους. Το εαρινό φεστιβάλ τραγουδιού γεμίζει θεσπέσιες φωνές την καθ’ όλα τυπική μας πόλη.

Οι φίλοι του τον φωνάζουν Jude. Δουλεύει στο εργοστάσιο λαμπτήρων, μα σπίτι προτιμά τις σκιές. Δεν τραγουδά και ποτέ δεν μιλά στα κορίτσια που εκπορνεύονται δίπλα στο χαντάκι του παλιού εργοστασίου. Η ζωή του περνά κάπως έτσι. Μοναδική διέξοδος η παμπ και δυο τρεις φίλοι, με κατεστραμμένα μυαλά που ξημερώνονται στις θέσεις τους, σαν να καλύφθηκαν απ’ το παραβάν των πουλιών. Ει Jude, πες μας εκείνο το παλιό, ιρλανδέζικο τραγούδι. Το λένε στις ταβέρνες Jude, το πλήθος μεταμορφώνεται σ’ ένα αρπαχτικό, μυθικό όρνεο, τα ένστικτά μας ανακαλύπτουν αμέτρητους, καλούς αγωγούς. Έλα Jude, δεν μπορείς να μας το αρνηθείς, είναι σαν να γυρεύεις από την κοπέλα της ζωγραφιάς με το καπέλο να σου αποκαλύψει τις σκέψεις της.

Ο Jude είναι σχεδόν τριάντα χρονών. Κάθε πρωί χτυπά την κάρτα του, φορά τη γαλανή στολή και τα γυαλιά υπερύθρων. Ανήκει στην ομάδα κατασκευής αντιστάσεων. Η σειρά των εξαρτημάτων είναι προκαθορισμένη. Δύο χιλιάδες μπαταρίες κατά μέσο όρο την ημέρα καταφέρνουν οι συνάδελφοι. Και κάθε τόσο λαμβάνουν τις τιμητικές ευχαριστίες της διοικήσεως. Θέλουν πιστούς ανθρώπους, αθώους σαν παιδιά. Η ανταμοιβή είναι ανάλογη της συνδρομής και έτσι ποτέ δεν προκύπτουν διαφωνίες. Και αν αυτές επιμείνουν, οι φίλοι του Jude προσποιούνται πως μελετούν τον γέρο Έζρα και προσεύχονται για το καλό των φίλων τους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι πιστοί εργάτες όμως υπάρχουν και κάποιοι, σαν τον Jude, σπασμένοι κρίνοι, με μια ανάσα πανικού που επιστρέφουν εξαθλιωμένοι από το πιοτό και μετρούν τους χτύπους του ρολογιού, όσο το Μπέλφαστ ξημερώνει ήσυχα.

Τώρα, όμως, μπορεί κάλλιστα να παρατήσει τη δουλειά στο εργοστάσιο. Ο άνδρας που παρέδωσε στις αρχές τον έσωσε για πάντα. Ο πλούτος του είναι ανυπέρβλητος, οι δυνατότητές του ακαθόριστες. Όμως ο Jude δεν έχει εγκαταλείψει το διαμερισματάκι του προαστίου, γερνώντας πια γρήγορα, με έναν μονότονο ρυθμό. Στο νου του φέρνει δίχως λόγο μια εικόνα από το θέατρο των σχοινοβατών. Κάθε μία μοναξιά βάδιζε στο τεντωμένο σχοινί ενώ κάθε το ζεύγος των ακροβατών άλλαζε θέσεις στις εξέδρες σκορπώντας ρίγη ενθουσιασμού στους μικρούς προσκεκλημένους. Ει Jude τι θα κάνεις με όσα κέρδισες; Να αποκτήσεις ένα σπίτι κάπου εξωτικά, γύρω απ’ το ακρωτήρι Jude, εκεί σου αξίζει να ζήσεις μ’ όσα κέρδισες. Μπορείς ν’ αγοράσεις ακόμη και τις προφητείες του καινούριου αιώνα, μπορείς να θες, όλα να τα γνωρίζεις προτού συμβούν Jude. Μπορείς να κατοικείς ένα μικρό παλάτι μ’ ερμαϊκές στήλες, με κρήνες, με κήπους που γεννούν ψευδαισθήσεις.

Κάπου στο Μπέλφαστ, κοντά στο διαμερισματάκι του προαστίου, ο Jude πνίγεται στη σκηνή του βυθού. Το τέλος του ήταν μακάριο, είπαν. Ωστόσο όλοι εντυπωσιάστηκαν από τον συγκρατημένο σπασμό που είχε εγκαταλείψει τα πάντα. Πολύ τον αγαπούσαν οι φίλοι του τον Jude. Στα μάτια τους ο νεκρός φάνταζε προικισμένος με μια χρυσαφένια υπομονή. Θα μπορούσε να βιώσει τις πολύ πλούσιες ώρες των ευγενών, θα μπορούσε να αντικρίσει σ’ ένα σώμα τους Φλαμανδούς εραστές, θα μπορούσε τόσα περισσότερα από την κατατομή της λύπης που τον διασώζει στα πορτραίτα των φίλων του, απόψε που η γειτονιά βαδίζει την πομπή με τα φανάρια της ψηλά.

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top