Fractal

Το μεταμοντέρνο στη διηγηματογραφία του Π. Ένιγουέϊ

Γράφει η Λίλια Τσούβα //

 

«Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια διηγήματα και άλλα διηγήματα», Π. Ένιγουέι, εκδόσεις Θράκα, σελ. 123

 

Ο όρος μεταμοντέρνο πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στους κόλπους μιας ομάδας κριτικών οι οποίοι επιχείρησαν να θέσουν τα όρια ανάμεσα στην υψηλή καλλιέργεια του μοντερνισμού και την πιο πειραματική, μινιμαλιστική, αυτοστοχαστική αισθητική της σύγχρονης εποχής.

Είχαν εντοπίσει πως μεγάλο τμήμα της σύγχρονης αμερικανικής μυθοπλασίας, για παράδειγμα το Γυμνό του Γουίλιαμ Μπάροουζ (William Burroughs, Naked Lunch, 1959) ή το Σφαγείο Νο 5 του Κερτ Βόννεγκατ (Kert Vonnegut, SlaughterhouseFive, 1969), είχε διαρρήξει τους δεσμούς με την επική αφήγηση του ρεαλισμού του 19ου αιώνα, αλλά και με την μοντερνιστική επαναξιολόγηση των υποκειμενικών νοητικών διεργασιών εξαιρετικά πρόδηλη στην τεχνική της συνειδησιακής ροής που εφάρμοζαν η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Τζέημς Τζόυς.

Η λογοτεχνία στην οποία αναφέρονταν οι αμερικανοί θεωρητικοί του μεταμοντέρνου αντιστεκόταν σε κάθε αντίληψη αισθητικής τάξης προτιμώντας τις αποσπασματικές δομές, τις αποσυναρμολογημένες και στιγμιοτυπικές αφηγήσεις. Οι χαρακτήρες δεν είχαν ψυχολογικό βάθος και ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Ήταν μια λογοτεχνία χωρίς ψευδαισθήσεις, σε άμεση συνάρτηση με τη φθορά και την εξάντληση της δυτικής υψηλής κουλτούρας, που ανοίγονταν προς την αυτοπαρωδία, την αυτοϋπονόμευση και την αυτοϋπέρβαση.

Η συλλογή διηγημάτων του Π. Ένιγουεϊ «Δεν θα ξαναγράφω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα», εκδόσεις Θράκα, αποτελεί αποθέωση του μεταμοντερνισμού. Στα κείμενα καταργούνται οι διαφορές ανάμεσα στην υψηλή και τη λαϊκή κουλτούρα, βασικό στοιχείο του μεταμοντερνισμού, ενώ παράλληλα παρατηρούμε μια υποβάθμιση της λογοκεντρικής σκέψης. Έχουμε δηλαδή τη δημιουργία μετα-κειμένων, ένα σύνθετο πλέγμα έργων αποτελούμενων από λογοπαίγνια, τεχνική ορολογία, γλωσσοδετικές και άλλες εκφράσεις της καθομιλουμένης και της αργκό. Έναν πολυγλωσσισμό, μια πειραματική γραφή, μέσω της επινόησης, του δανεισμού ή της συρραφής στοιχείων από μυθιστορήματα, συγγραφείς και λογοτεχνικούς ήρωες.

Στα κείμενα του Π. Ένιγουεϊ η ολιστική εντύπωση της διηγηματογραφίας ανατρέπεται. Τα θεωρητικά ερείσματα στα οποία στηρίζεται εξαφανίζονται. Ο συγγραφέας όχι μόνον αποφεύγει όλες τις έως τώρα παραδοχές του είδους, αλλά με χιούμορ και ευφυΐα τα παρωδεί. Τα διηγήματά του είναι ιμπρεσιονιστικά και αποσπασματικά, αποδεσμευμένα από τον αιτιώδη χρόνο. Τα συμβάντα επαναλαμβάνονται, καταγράφονται χωρίς τάξη ή παραμένουν ανολοκλήρωτα. Πλοκή δεν υπάρχει. Τα κείμενα επικεντρώνονται σε λήμματα από το λεξικό ή παραδοξολογίες. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με πλήρη ανατροπή των έως τώρα παραδοχών για το διήγημα. Μια ελευθερία αισθητικής που καταργεί την συγγραφική «αυθεντία», ενσωματώνοντας την ίδια τη δημιουργία ως λειτουργία μέσα στα κείμενα.

Τα διηγήματα του Π. Ένιγουεϊ αποτελούν μεταμυθοπλασίες, κείμενα δηλαδή για άλλα κείμενα, δηλώσεις σχετικά με τους κανόνες της λογοτεχνικής γραφής, το τελικό –ν, την κριτικογραφία, τις εκδόσεις ή τη συμβατικότητα της γλώσσας. Η μεταμυθοπλασία απέβη μία από τις μείζονες τάσεις της μεταμοντέρνας περιόδου. Η Τζούλια Κρίστεβα για τέτοιου είδους κείμενα χρησιμοποίησε τον όρο «διακείμενα» και αναφέρεται σε παραδείγματα μυθοπλασιών που συναπαρτίζονται από μωσαϊκό παραθεμάτων προερχόμενων από άλλα δευτερεύοντα κείμενα, αντιπαραθέσεις με αυτά ή παρωδίες, μια πολυφωνική κατάσταση.

 

Π. Ένιγουεϊ

 

Το βιβλίο προδιαθέτει για τον ανατρεπτικό του χαρακτήρα. Συνταγές από τον Γαστρονόμο της Καθημερινής αποτελούν τα περιεχόμενα του έργου. Το μότο στην αρχή του βιβλίου αρκετά παιγνιώδες: σε κανέναν, ακόμη. Ο πρόλογος παράφραση του προλόγου από Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, του Όσκαρ Ουάιλντ. Στο κέντρο των διηγήσεων – όχι τυχαία – ο Δον Κιχώτης, του Θερβάντες, το πρώτο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα που «εισήγαγε τη θεματική της συμπονετικής ταύτισης και δημιούργησε στον αναγνώστη την εντύπωση ότι παρακολουθεί κάτι αληθινό αλλά και μη αληθινό».

Ο Δον Κιχώτης, το αριστούργημα του Θερβάντες, συνομιλεί με τον μεταμοντέρνο άνθρωπο του καιρού μας που εγκαταλείπει το βιβλίο για να αφοσιωθεί στην εικόνα και τα κόμικς. «Είναι η Νέα Ανάγνωση», όπως γράφει στο κείμενο Γιατί να μη διαβάζουμε τους κλασικούς. Εκεί  τα κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας – τα οποία στις μέρες μας από ορισμένους πετιούνται ή αποσύρονται για ανακύκλωση – στρίβουν τσιγάρο απελπισίας. Οι μη βιβλιόφιλοι είναι οι σύγχρονοι «Άθλιοι», ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον ιταλό σκιτσογράφο Milo Manara,  φημισμένο για τον ερωτισμό και τις αισθησιακές γυναίκες, ως δείγμα των προτιμήσεων του σύγχρονου κοινού.

Το έργο εμπνευσμένο από ένα απόσπασμα του Χέρμαν Μέλβιλ, Μπάρτλμπυ, ο γραφέας, έχει ως πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα ο οποίος επαναλαμβάνει διαρκώς πως δεν θα ξαναγράψει άλλα διηγήματα ποτέ. Μάλιστα κάποιο κείμενό του δεν είναι παρά η αναπαραγωγή της φράσης αυτής με διαφορετικό μέγεθος γραμματοσειράς και μορφοποίηση ή η αναγραφή της σε πολλές γλώσσες, ενώ εκφράζεται ελευθερόστομα παίζοντας με τα ονόματα γνωστών συγγραφέων, αλλάζοντας τα μικρά τους ονόματα ή την ορθογραφία των επιθέτων τους.

Ο συγγραφέας παιζω-λογεί με μια μαύρη κόρη, ορμά να σκοτώσει τον Μιχαήλ Θερβάντες, αλλά καταποντίζεται σε ένα ξεσκέπαστο φρέαρ, απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο προς μια Μπεμπίνα με την οποία κλείνει ραντεβού μετά το κολυμβητήριο γράφοντας με τη ροή της συνείδησης, αυτοβιογραφείται, συνομιλεί με τον εαυτό του, αναφέρεται στα πολλά ψευδώνυμα που χρησιμοποιεί (δίκην Πεσσόα), χαριεντίζεται με όσους αναλίσκουν τον χρόνο τους στη συγγραφή.

Με στίχους του Καβάφη ή λόγια του Όσκαρ Ουάιλντ, με επιστολές που συνθέτει προς τους εκδοτικούς οίκους ή δήθεν απαντήσεις τους, αποκαλύπτει ζητήματα για την έκδοση ή την Εταιρεία Συγγραφέων, σατιρίζει τους συγγραφείς και τους «κουλτουριάρηδες», καταφέρεται εναντίον του πνευματικού ναρκισσισμού και του αισθητισμού. Ονόματα κατασκευασμένα επίτηδες (Anyway, Hallword, κλπ). Καθημερινές λέξεις και διακειμενικότητα (στοιχεία του μεταμοντέρνου): το έργο βρίσκεται σε μια διαρκή συνομιλία με το μυθιστόρημα, το φιλμ νουάρ, τη λαϊκή μουσική, τη τζαζ, το ελληνικό τραγούδι, τον κινηματογράφο.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ μ΄ εξαπάτησε

«Ακίνητος, Γιάννη Αγιάννη! Συλλαμβάνεσαι εν ονόματι του νόμου!»

«Δεν φταίω εγώ, κύριε επιθεωρητά! Ο Βίκτωρ Ουγκώ μ΄ εξαπάτησε! Μου ΄ταξε ότι θα γίνω διάσημος!»

«Πιάστε τον!»

«Είμαι αθώος! Είμαι αθώος!»

«Αγάπη μου, έλα! Το φαγητό είναι έτοιμο. Ακόμα δεν βαρέθηκες μ΄ αυτό το μυθιστόρημα;»

Ένα παιγνιώδες παραλήρημα λεκτικού εντυπωσιασμού είναι τα διηγήματα του Π. Ένιγουεϊ που υπονομεύουν τη σταθερότητα των κανόνων της γραφής, την οργανωμένη και δομημένη της διάσταση. Μια πλήρης αποδόμηση της διηγηματογραφίας. Ο ορισμός του διηγήματος, όπως τον αναφέρουν τα λεξικά (πεζογράφημα μικρής σχετικά έκτασης το οποίο παρουσιάζει την ολοκληρωμένη αφήγηση περιστατικού ή ιστορίας) ανατρέπεται εντελώς. Γίνεται αφορμή για παιχνίδι ορισμών και δημιουργία κειμένων σε μορφή κύκλου: αρχή και τέλος τους ο ορισμός της λέξης «διήγημα». Ενδιάμεσα ορισμοί που προκύπτουν από λέξεις που ενυπάρχουν στον πρώτο ορισμό και στους επόμενους. Δηλώνει πως οι ιστορίες του δεν είναι παρά ένα παιχνίδι και ότι ενδιαφέρεται για την ελευθερία ως πρωταρχική αξία και όχι για το κύρος.

 

 

 

Επινοεί επίσης κριτικές για το βιβλίο του «Δεν θα ξαναγράφω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα». Θεωρητικά έχουν συνταχθεί από γνωστούς φιλοσόφους, από επώνυμους κριτικογράφους ή εφημερίδες παγκόσμιας εμβέλειας και λογοτέχνες:

Ο Π. Ένιγουεϊ δυστυχώς διέπραξε με τη μία και τα πέντε λάθη της ποίησης: τα διηγήματά του είναι αδύναμα, ανορθολογικά, βλαβερά, αντιφατικά και ανορθόδοξα. Αλλά  who cares;» Αριστοτέλης, (Περί ποιητικής).

Είναι έγκλημα εκ προμελέτης κατά της τέχνης, The New Yorker.

Αυτό που είναι απολαυστικό στο κακό γούστο του Π. Ένιγουεϊ είναι η αριστοκρατική ευχαρίστηση του να δυσαρεστείται,  Edgar Allan Poe.

Ο Π. Ένιγουεϊ έχει γράφει τα καλύτερα, αλλά και τα χειρότερα ελληνικά διηγήματα. Μόνο που δεν ξέρουμε ποια είναι ποια, Jorge Louis Borges.

Η γλώσσα είναι πέρα για πέρα αναρχική: ένα συνονθύλευμα από λήμματα λεξικού, greeklish, επιρρήματα, εσκεμμένα ορθογραφικά λάθη, αποσπάσματα από άρθρα και κείμενα ποιητών και λογοτεχνών, εκκλησιαστικά τροπάρια κ. ά. Όλα αυτά διασταυρώνονται μες στις σελίδες του  βιβλίου σε έναν ίλιγγο πρωτοποριακής ακροβασίας, που δε βλέπω να είναι σύμφωνη με το νόημα της τέχνης, τουλάχιστον όπως το νιώθω εγώ, Δημήτρης Κισσογλίδης, από το ανδρικό περιοδικό Tony Filhiger.

Αυτοσαρκαζόμενος διαρκώς, κατατάσσει εαυτόν στους απόκληρους, αλλά και πρωτοπόρους της λογοτεχνίας. Μυθεύεται πως έχει αφοριστεί από την εκκλησία,  όπως ο Ροΐδης ή ο Καζαντζάκης. Παίζει με την κηδεία του και φυσικά με τους επικήδειους που εκφωνούνται για τη μεγαλοσύνη του οίστρου και το ταλέντο του. Μιλά για το μέλλον του έργου του ή αφήνει λευκές (άγραφες) σελίδες.

Κανένας δεν διαφωνεί πως ο Π. Ένιγουεϊ, και πριν και μετά τα 2008, εκφράζει την εποχή του, κοιταγμένη όμως από το πρίσμα ενός τμήματός της: του παρακμασμένου ελληνισμού στις αρχές του αιώνα· του ελληνισμού της κρίσης, της χρεοκοπίας, του Μνημονίου. Το «σύμπλεγμα Πρωτέας», δηλαδή οι αλλεπάλληλες λογοτεχνικές προσαρμογές, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, μεταφέροντάς το από το ηθικοκοινωνικό στάδιο (το μυστικό της επιβίωσης του ελληνισμού) στο λογοτεχνικό. Αυτό εξηγεί και τον μεγάλο πόθο του «να εξαπλωθεί η αντικομφορμιστική – αντάρτικη λογοτεχνική γραφή σε όλη την Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη». Θα εξασφαλιζόταν με αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται το έργο του.

Σουρεάλ παρωδίες ατόφιου ρεαλισμού είναι τα διηγήματα του παιζω-γράφου, όπως αποκαλεί τον εαυτό του, Π. Ένιγουεϊ, «Δεν θα ξαναγράφω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα». Ο λόγος του κινείται από το πλαστικό χιούμορ  στην πλαστική σάτιρα. Τοποθετημένα τα διηγήματά του σε μια διαλεκτική προοπτική, ακτινοβολούν αλήθεια. Σατιρίζει την κοινωνία της εποχής εκείνης, τη σαπίλα της, τις σκληρότητές της, είναι μια στιβαρή μαρτυρία για τη διάλυση μιας τάξης και μιας κάστας, του νεόπλουτου και του Νεοέλληνα.

                                                                                                 

 

Βιβλιογραφία:

Travers, Martin. Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο· μετάφραση Μαρία Παπαηλιάδη, Ιωάννα Ναούμ· επιμέλεια Τάκης Καγιαλής, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top