Fractal

Νοηματοδοτώντας την ύπαρξη

Γράφει ο Αντώνης Χαριστός // *

 

«Μεθεόρτια Έθιμα» της Αλεξίας Καλογεροπούλου (Ποιητική συλλογή, Εκδ. 24 γράμματα, Αθήνα 2020)

 

Η ποιητική συλλογή της Αλεξίας Καλογεροπούλου με τίτλο «Μεθεόρτια Έθιμα» αποτελεί την δεύτερη συγγραφική δημοσίευση η οποία έρχεται να επιβεβαιώσει και να επιτείνει την διακριτή ταυτότητα της ποιήτριας στο δημόσιο λόγο. Επρόκειτο για συλλογή η οποία σχηματοποιεί την υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων γνωστοποιώντας την βούληση για ζωή στον αντίποδα της φθαρμένης πραγματικότητας, η οποία και επενεργεί στις προσλήψεις αυτής. Προτού επιχειρήσουμε μία πρώτη ανάλυση της συλλογής αυτής καθαυτής είναι χρήσιμο να δομήσουμε την απάντησή μας στην σχηματική αναπαράσταση της ποιητικής. Η τελευταία διακρίνεται σε δύο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο εμφιλοχωρεί το «εγώ» στο ανώνυμο «εμείς» το οποίο με τη σειρά του οικοδομεί την απάντησή του στο εκάστοτε «σήμερα» μέσα από την παρακμή. Σε δεύτερο επίπεδο η ποιήτρια αναμετράται με το «εμείς». Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση το «εμείς» τέμνεται σε πολλαπλές απολήξεις προσωπικών αναφορών. Είναι η οπτική σύνθεσης των πραγμάτων μέσα από την οποία η Αλεξία Καλογεροπούλου επαναξιολογεί την βιωμένη εμπειρία και την επανακαθορίζει σε μία νέα προοπτική αναμέτρησης με το παρελθόν διαγράφοντας το παρόν ως γνώμονα ποιοτικής αναβάθμισης της ανθρώπινης αξίας. Με άλλα λόγια, το δίπολο σχήμα «εγώ»/«εμείς» ετεροπροσδιορίζεται στα λεκτικά σχήματα και αποκτά μορφή στις περιγραφές των εικόνων. Είναι μία διαδικασία εσωτερικευμένης κριτικής εαυτού προς εαυτό με κατεύθυνση την γνωμολογική απόκριση της καθημερινότητας. Η καθημερινότητα δεν λογίζεται στο σημείο αυτό ως τεχνητή χρονική αναφορά αλλά ως μία ευμετάβλητη στιγμή πολλαπλών διακυμάνσεων απ’ τις οποίες στιγμές η ποιήτρια ξεγυμνώνει όλες όσες καθορίζουν το μέγεθος των πληγών στη νοηματοδότηση της ύπαρξης. Κοινωνία, έρωτας, αγάπη, ήττα ενσωματώνουν την οπτική της απρόσμενης ματαιότητας των πραγμάτων σε μία νέου τύπου μέθεξη αλήθειας και αισιοδοξίας. Διότι, στην συνολική εικόνα του παρόντος χρόνου η ποιήτρια εναποθέτει τους φόβους της για το αύριο της αυτοτελούς παρουσίας της στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Φόβοι οι οποίοι μετατίθενται στα μάτια ενός παιδιού, ως ηλικία και ως ύπαρξη, απ’ τους οποίους η ίδια αδυνατεί να διαφύγει. Είναι η γνώση του ατόμου στον κυκλώνα αλλεπάλληλων εναλλαγών την οποία αποκτά σε βάθος χρόνου ως επιστέγασμα της εκάστοτε προσωπικής πορείας. Η τελευταία χτίζεται απ’ τις επιλογές τις οποίες υιοθετεί το δρον υποκείμενο και τις οποίες ενεργοποιεί ως μνήμη στην αυτοκριτική της μεταβίβασης από το παρόν στο παρελθόν και πάλι στο μέλλον.

Μετά την σύντομη αυτή εισαγωγή περνώ στο κυρίως μέρος της ποιητικής συλλογής. Ας υπογραμμίσω εκ των προτέρων ότι η Αλεξία Καλογεροπούλου είναι κοινωνική ποιήτρια. Τί σημαίνει κοινωνική ποιήτρια; Το πεδίο αναφοράς της είναι το υποκείμενο εντός του συλλογικού «εγώ» για να εξειδικευτεί στο ατομικό «εγώ». Με άλλα λόγια οι εμπειρίες ζωής της ποιήτριας δεν περιγράφονται σαν σε πίνακα ζωγραφικής και σε απόσταση χρόνου. Αντίθετα, εντάσσονται σε ευρύτερο χωρικό πλαίσιο επιβεβαίωσης της υπαρξιακής αγωνίας του ατόμου έως ότου εντοπίσει την αδιέξοδη φύση αυτού, που δεν είναι άλλη από την ίδια την υπονόμευση της πραγματικότητας μέσα από την υποκειμενική ερμηνεία. «Σου μιλώ με λέξεις» (σελ. 9) εκκινά την αυθυποβολή της η Αλεξία Καλογεροπούλου και ολόκληρη η συλλογή περιστοιχίζεται από το προφανές επίπεδο της λεκτικής καταγραφής. Η διαφορά  είναι ουσιαστική. Δεν αφορά την καταγραφή αλλά την αναζωπύρωση των εικόνων. Μέσα από τους στίχους της η ποιήτρια βιώνει εκ νέου την αίσθηση της απώλειας με συνδετικό κρίκο την ενθουσιώδη φύση της ζωής να υπερβαίνει το τελικό αδιέξοδο. Διότι, μοιάζει συνδιαλλαγή με τη μοίρα αυτού του είδους η αποδοχή του σημείου τομής από στιγμή σε στιγμή και από εμπειρία σε εμπειρία. Ωστόσο, είναι οι λέξεις οι οποίες απελευθερώνουν το συναίσθημα καρφωμένο στο κάδρο. Καρφωμένο στο κάδρο καθώς η ποιήτρια δεν γνωρίζει άλλη διάσταση πέραν της συναισθηματικής ολοκλήρωσης σε τόνο μηδενικής αποδοχής. Ειδικότερα, το ισοδύναμο χρήσης των λέξεων είναι η φθορά και η πτώση οι οποίες «αναβάλλουν τη ζωή/για μιαν άλλη μέρα» (σελ 10) και οι εικόνες που κατασκευάζονται δεν προέρχονται από τον ζώντα χρόνο αλλά από τις τεθλασμένες γραμμές του παρελθόντος χρόνου ο οποίος έχει ήδη χαθεί απ’ το προσκήνιο και επανέρχεται δριμύτερος ως εσωτερική αναγκαιότητα. Αυτού του είδους την αναγκαιότητα, αμφιβόλου ταυτότητας και ανώνυμης ηθικής, η ποιήτρια την ενεργοποιεί ως άμυνα στα εντός ψυχικής ωδής μεθεόρτια της σιωπής τα οποία εκκωφαντικά διαρρηγνύουν το τοίχος αρτηριοσκλήρυνσης το οποίο και κατοικοεδρεύει στις θύμησες του μυαλού. «Λίγη ησυχία ζητώ/μια παύση στο κόσμου/την αέναη μετακίνηση» (σελ. 17) αποζητά η ποιήτρια και εντοπίζει την λύση στο αδιέξοδο όχι στην πρακτική αποκοπή από τον εξωτερικό κόσμο της απώλειας και της υποκρισίας αλλά στην συναισθηματική επαναχάραξη των ορίων ανάμεσα στο «εγώ» της στιγμιαιότητας και στο «εγώ» της διαχρονικότητας. Με άλλα λόγια, βυθίζεται η ποιήτρια στην υποκείμενη διάσταση της αυτοκριτικής έως ότου εντοπίσει την αιτία μίας συνολικής αποτυχίας του ανθρώπινου εγχειρήματος. Όταν αντιλαμβάνεται πως η πηγή των δεινών είναι ο ίδιος ο άνθρωπος τότε στρέφεται στον ξεχασμένο εαυτό, στον ίδιο που αρνήθηκε προκειμένου να ενταχθεί στο πλαίσιο αναγνωρισμένων ρόλων εκ μέρους τρίτων, και συστήνοντας το ηττημένο «εγώ» στο λησμονημένο «εγώ» διασκευάζει την έννοια της αισιοδοξίας.

 

 

Αλεξία Καλογεροπούλου

 

Η κοινωνική πραγματικότητα με τις πολιτικές της προεκτάσεις δεν εμφανίζεται στους στίχους ως διακριτή οντότητα σκέψεων και προσλήψεων αλλά ως κραυγή εναγώνιας αφετηρίας για μία πορεία χρονικής αποκαθήλωσης. Η τελευταία, σεβόμενη την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στρέφει την αγωνία της όχι ενάντια στο ανθρώπινο είδος αλλά ενάντια στην θεώρησή του ως αναπαλλοτρίωτου με στόχο την εξασθένιση των υγιών στοιχείων και την επικράτηση της επιφάνειας των πραγμάτων. Αυτού του είδους η επιφάνεια μετατρέπει την ποιήτρια σε επαναστάτρια πρώτα και κύρια ενάντια στον ίδιο της τον χαλκευμένο εαυτό κι έπειτα ενάντια στους «εαυτούς» όλων όσων συναποτελούν το μέγεθος της αδιαφορίας και της υποκρισίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Διαπιστώνει πως η συνήθεια «Συνηθίζει ο άνθρωπος» (σελ. 36) μετατρέπεται σε δαμόκλειο σπάθη για την ίδια και επιχειρεί να μεταγγίσει την δική της αλήθεια όχι στο συλλογικό «εμείς» αλλά στο ατομικό «εσύ». Η αναφορά στην «κόρη» δεν είναι τυχαία. Νιώθοντας η ίδια προδομένη στο μεταίχμιο της χρονικής απόστασης από τα πεπραγμένα της, αντιμετωπίζει το άτομο ως την ελπίδα αναγέννησης της αξίας και του πάθους για ζωή ενισχύοντας και την δική της θέση στα μάτια του νέου κύκλου ο οποίος διαδραματίζεται ενώπιον, της ανήμπορη ωστόσο να παρέμβει. Η «κόρη» μορφοποιεί την αναθύμηση αγνότητας του παρελθόντος στο παρόν της α-χρονικότητας ώστε να καταστήσει σαφή τα όρια ανάμεσα στο εκμαγείο των συνειδήσεων και την ολοκληρωτική απώλεια της αισθητικής για ζωή. Η τελευταία είναι αποτέλεσμα της ενηλικίωσης σε έναν κόσμο εχθρικό ως προς το όνειρο και τη φαντασίωση. Η πρώτη είναι η καθάρια σταγόνα της ζωής όπως ξεχειλίζει στα σπάργανα των πρώτων βημάτων του ανθρώπου έως τις εικόνες της αυτογνωσίας. Στιγματίζει την αγάπη όχι ως αποτέλεσμα αλλά ως προτεραιότητα της δικής της οπτικής ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την συλλογική αθέτηση των κεκτημένων. Τα εν λόγω κεκτημένα συνδέονται με την αρχή της ετερόμορφης πρόσληψης της ανθρώπινης αξίας. Όταν αυτή ματαιωθεί ακυρώνονται και οι συνδετικοί κρίκοι μέσα από τους οποίους φυγαδεύεται η ενστικτώδης γεφύρωση του χάσματος, ζωής και θανάτου. Οι δύο τελευταίες δεν θα πρέπει να ιδωθούν με την κυριολεκτική σημασία των όρων. Αντίθετα, όπου ζωή η ποιήτρια ερμηνεύει την κάθε στιγμή κατά την οποία σώμα, πνεύμα και βούληση ταυτίζονται και όπου θάνατο οι στίχοι σκιαγραφούν το περίγραμμα μίας ήττας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο έως την επόμενη. Είναι, επομένως, μία διαρκής εναλλαγή προοπτικών και διάψευσης.

Τελικό αποτέλεσμα των ενεργειών της Αλεξίας Καλογεροπούλου είναι η παραδοχή της ασημαντότητας των πραγμάτων με ανθρώπινο προσωπείο και η αναγωγή της αλήθειας των αισθήσεων σε ύψιστη μορφή αποδέσμευσης από την καταπίεση της πραγματικότητας. «Επιστρέφω σε ό,τι ήμουν/πριν γίνω αυτό/που άφησα πίσω/για να ταιριάξω» (σελ. 54). Ιδού η απάντηση στο ερώτημα που θέτει με την ποιητική της συλλογή. Δεν είναι ο «άλλος» ούτε το «εμείς» το μέγιστο αγαθό της κοσμικής διάστασης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι το «εγώ» έστω και καταπονημένο, έστω και ψεύτικο ή προδομένο στο οποίο καθείς εξ ημών επιστρέφει για να απολυτρώσει το παρόν του και να ζήσει το παρελθόν του εκ του μηδενός σε νέα σκηνική διάρθρωση μετρώντας αποστάσεις τις οποίες, ωστόσο, παραδίδει αμόλυντες στις γενεές που έπονται.

 

 

* O Αντώνης Χαριστός είναι φιλόλογος-συγγραφέας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top