Fractal

Μαριάννα Ιγνατάκη: Η Θηλιά

Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *

 

 

«Ας το διατυπώσουμε ως εξής: ένα πνευματικό – δηλαδή σημαντικό – φαινόμενο είναι σημαντικό επειδή ξεπερνά τα όρια του, χρησιμεύει ως έκφραση και σύμβολο ενός πράγματος πραγματικά ευρύτερου και καθολικότερου, ενός ολόκληρου κόσμου αισθημάτων και σκέψεων που ενσαρκώνονται μέσα του με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευστοχία – ιδού το μέτρο της σημαντικότητάς του»

Τόμας Μαν, Το Μαγικό Βουνό

 

 

                     Όλοι γνωρίζουν πως και το πιο χοντρό σχοινί είναι άχρηστο εάν δεν έχουν πλεχτεί γερά τα νήματά του. Ένα τέτοιο σφιχτό πλέξιμο φαίνεται να έχουμε στην περίπτωση της Μαριάννας Ιγνατάκη, η οποία παρουσιάζει στο Βερολίνο, στη γκαλερί Vincenz Sala, την έκθεση – με γλυπτά και πίνακες – υπό τον τίτλο Die Schleife (Η Θηλιά), από 30 Μαΐου μέχρι 26 Ιουνίου.

 

 

Όσον αφορά τους πίνακες, παρά το επαναλαμβανόμενο σουρεάλ μοτίβο της θηλιάς, αποτυπώνουν εικόνες βασισμένες σε μια οργανική σύνδεση μεταξύ φόρμας και ιδέας, μέσα από μία αραχνοΰφαντη σχεδίαση απαλών χρωμάτων. Αβίαστα, λοιπόν, γινόμαστε μάρτυρες μιας καινοφανούς πληρότητας, η οποία φαντάζει σαν ένας χορός άνευ χορογραφίας, όπου το νόημα ξεπροβάλλει σαν αντικατοπτρισμός που διαπερνά τις μορφές, προσδίδοντας σε καθεμιά τους κάτι το εύθραυστο, κάτι το πρόσκαιρο, κάτι το ακατέργαστο. Άλλωστε, είναι  χαρακτηριστκό αυτό που γράφει ο Μαρσέλ Προυστ: “ Ό,τι δεν χρειάστηκε να αποκρυπτογραφηθεί από μας ή να διαλευκανθεί με τη δική μας προσπάθεια, ό,τι ήταν σαφές πριν εμείς οι ίδιοι το πλησιάσουμε, δεν μας ανήκει πραγματικά. Σε μας ανήκει ό,τι αντλούμε μόνοι μας από το σκοτάδι που είναι κρυμμένο στο εσωτερικό μας, και που είναι απρόσιτο για τους άλλους”. Γι’ αυτό και οι πίνακες αγγίζουν τα έγκατα του είναι μας ως αποκάλυψη και επικοινωνία ταυτόχρονα.

 

 

Όσον αφορά τα γλυπτά, η Ιγνατάκη πραγματεύεται μαύρα σαν τοτέμ μαλλιά, εμπνεόμενη από την κινεζική κουλτούρα. Ενώ λειτουργούν σαν μνήμη φυσική, τα μαλλιά συνιστούν μαρτυρία για μια παράσταση χωρίς ακροατήριο. Όπως οι ετήσιοι δακτύλιοι ενός δέντρου θυμίζουν την ξηρασία του περασμένου καλοκαιριού, έτσι και τα μαλλιά καταγράφουν το παρελθόν ως ίχνος έστω δυσκολοδιάβαστο. Ωστόσο, η μπούκλα ενός αγαπημένου προσώπου είναι πιο ευανάγνωστη, μπορεί να έχει αποκοπεί αλλά δεν είναι νεκρή. Είναι αυτή η εγγεγραμμένη ένταση της μπούκλας που ξυπνά τη μνήμη ακόμη και μετά από δεκαετίες. Η θηλιά που ίσως κάποτε έδεσε την μπούκλα, έχει την ίδια ένταση ̇ αυτή η μυστηριώδης γνώση του αγαπημένου είναι δέσιμο, όχι μόνο μνήμη. Ενόσω τα γλυπτά στέκονται ολοκληρωμένα μη επιτρέποντας να φανεί ό,τι  αποκαλύπτει την κατασκευή τους, εξάπαντος η μεταφυσική τους αύρα οδηγεί ασυναίσθητα σε ξέσπασμα ζωτικοτήτας.

 

«Ωσάν ιερογλυφικό της αλήθειας, η θηλιά λειτουργεί εκφραστικά ως κάθαρση μέσα στον μεταβαλλόμενα συνεχή, αεικίνητο υλικά κόσμο. Πάντως, “η έννοια της πρωτοπορίας στην τέχνη δεν έχει νόημα. Το έργο τέχνης είναι οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους» (Ταρκόφσκι, ΣΜΙΛΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ, εκδ.Νεφελη).

 

 

Η θηλιά, από τη μια, υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από το νόημα, φέρνοντας στο νου αυτό που ο Ντεριντά αποκαλεί ως “μεταφυσική του απλού” ̇  από την άλλη, αναζητά το οριακό σημείο όπου η πλάνη παρεισφρέει στην αλήθεια,  το ασυνείδητο στο συνειδητό, η λήθη στη μνήμη, η φαινομενικότητα στην ουσιαστικότητα. Με τρόπο ανεξήγητο, η θηλιά μεταπλάθεται σε μη ελέγξιμες από τη σκέψη μορφές, οι οποίες καθιστούν το αίνιγμα της θηλιάς πιο σκοτεινό. Αν ο πολιτισμός φτάνει στο τέλος του τη στιγμή που δραπετεύουν από αυτόν οι βάρβαροι, η θηλιά της Ιγνατάκη δείχνει να αντίκειται σε μια τέτοια απόδραση. Ως εκ τούτου, η εμπειρία της θηλιάς μπολιάζεται από μια ξανακερδισμένη αθωότητα που κινδύνευε να φθαρεί από τη συνήθεια. Με αποτέλεσμα, αφενός να συνδέεται όραμα και πραγματικότητα, αφετέρου να περικλείει αισθητικά την σύνδεση ανάμεσα σε μια εντύπωση του παρελθόντος και στην ανάκλησή της στο παρόν. Αντιπροσωπεύει λοιπόν ( η θηλιά) την ancies mentis ( κοφτερή αιχμή του πνεύματος) της Ιγνατάκη: η ίδια μπορεί και διαβλέπει μια διάσταση σκέψης ακόμα και σε μια βουβή θηλιά, αφού την αντιμετωπίζει ως ένα φαινόμενο που παρουσιάζει μετατοπίσεις, παράγοντας απρόβλεπτες συναντήσεις. Επομένως, προσλαμβάνει τη θηλιά σαν ρήγμα που οδηγεί σε ένα πεδίο ελευθερίας, δηλαδή, σε ένα πεδίο πιθανών μετασχηματισμών.

 

 

Παρόλο που η σκέψη της δημιουργού αδυνατεί να στριμωχτεί στο πλαίσιο του φανερά ευνόητου, έχει απαλλαγεί από ιδέες έτοιμες προκειμένου να μιλήσει για κάτι που την συγκινεί, κάτι του οποίου η μορφή χαρακτηρίζεται από αταραξία: τη θηλιά. Από το φωτεινό μυστήριο των πινάκων σε μια κατάθεση σκοτεινή των γλυπτών: αυτή την πορεία ακολουθεί σε μια ισορροπία τεταμένη όπου, ασχήμια και ομορφιά εμπεριέχουν η μια την άλλη, μέσα σε έναν χρόνο που δεν χάνεται δίχως να αφήσει ίχνη. Αντλεί η Ιγνατάκη από μια πραγματικότητα αινιγματική ώστε να προκύψουν έργα αινιγματικά ̇ κι αυτό το πράττει ενσυνείδητα με το να κρατά αποστάσεις τόσο από την απόλυτη διανόηση όσο και από την απόλυτη σύμβαση, σαν να μας ξεστομίζει πως νιώθει θερμή και ψυχρή ταυτόχρονα. Διαισθάνεται, πάντως, ότι οφείλει να πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες αμφίδρομων κινήσεων στο πεδίο της τέχνης κοιτάζοντας προς μια νέα εποχή περιέργειας, με την ελληνιστική σημασία της λέξης: ως υπερβολική ακρίβεια και επιμέλεια για κάτι. Στην εν λόγω έκθεση, ο τρόπος μα και το ύφος με τα οποία κατασκευάζει τη θηλιά, καλύπτουν ένα σιωπηλό obbligato ( μουσικός όρος που σημαίνει “απαραίτητο”, πρόκειται για το χαρακτηρισμό μιας μελωδικής γραμμής που στη μουσική εκτέλεση δεν πρέπει ούτε μπορεί να παραληφθεί διότι αλλοιώνεται όλη η σύνθεση). Αυτό το απαραίτητο της θηλιάς εκπέμπει μια φυσικότητα της οποίας η συμβολικότητα αυξάνει συνεχώς σε ένταση, καθότι θητεύοντας στο ανοίκειο ένα ολοκληρωμένο έργο βαραίνει λιγότερο από τα θραύσματα με τα οποία ασχολείται ο καλλιτέχνης για μια ζωή.

Ενάντια στην αποξηραμένη επιφάνεια της καλλιτεχνικής μόδας, η Ιγνατάκη Μαριάννα πασχίζει να αποδυναμώσει το αυτονόητο, οπότε φροντίζει να παρουσιάσει το παρανοϊκό ως αυτονόητο, και ομολογεί : “Στο ανέκφραστο εισέρχομαι/σαν τον Ρουμπλιόφ της σκοτεινής σιωπής μου/Τωρα, το άτεχνο ζητώ, το άσχημο/όχι του ωραίου την ανταμοιβή σε ονειροφαντασίες/Ζητώ επακριβώς/την ασταθή ασφάλεια του τετριμμένου” ( Γιώργος Βέλτσος, ΑΝΑΠΟΔΑ ΟΔΕΥΕΙ Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ, εκδ.Καστανιώτη-Διάττων).

 

 

 

 

 

* Ο Απόστολος Ζιώγας είναι Βιολόγος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top