Fractal

Τα «Χρυσά κουπιά» της Μαρίας Παπαγιάννη

Γράφει η Ελένη Μπετεινάκη //

 

 

 

Μαρία Παπαγιάννη: «Χρυσά κουπιά», εκδόσεις Πατάκη

 

«Υπάρχουν κάποιες στιγμές φαίνεται στη ζωή που μπαίνουν σε άλλη τσεπούλα. Μια τσεπούλα που λέει «θα είμαι μαζί σου για πάντα».

Κι υπάρχουν κάποια βιβλία που δεν θες να τελειώσουν ποτέ γιατί θα χάσεις την μαγεία, την απόλαυση και το ταξίδι ….

Ένα τέτοιο βιβλίο είναι τα «Χρυσά κουπιά» της Μαρίας Παπαγιάννη. Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί κι έχει τόσα μονοπάτια, νοήματα και περιπέτειες που σταματάς, πας λίγο πίσω, ξαναδιαβάζεις και προχωράς. Για όλους  εμάς που μεγαλώσαμε σε ένα χωριό που ‘χει πολλούς θρύλους και παραδόσεις, που ΄χει νερά και δέντρα ψηλά σαν παραμύθια τούτες οι ιστορίες μας μαγεύουν ακόμα πιο πολύ.

Μυθιστόρημα για εφήβους και για μεγάλους. Ένα βιβλίο για τις ρίζες μας, τις αναμνήσεις, τους εφηβικούς έρωτες, τους πρώτους αποχωρισμούς από την μάννα, το ταξίδι ή μάλλον την αρχή της απότομης ενηλικίωσης. Η αρρώστια και οι συνέπιες στη ζωή των παιδιών κι ο θάνατος που δεν ξέρουν πως να τον δεχτούν ειδικά αν πρόκειται για  αγαπημένο πρόσωπο. Τα δεδομένα που ανατρέπονται, οι συνθήκες που αλλάζουν, η προσαρμογή σε νέο περιβάλλον και οι ευκαιρίες που προσφέρονται εκεί που όλα νομίζεις πως έχουν τελειώσει. Ο διαφορετικός τρόπος ζωής, οι μικρές κλειστές κοινωνίες με τα μεγάλα μυστικά και τις ανοιχτόκαρδες παρέες. Η αντιμετώπιση της καθημερινότητας και των δύσκολων καταστάσεων. Το παραμύθι κι ο θρύλος που πάντα «παρηγορεί» και εξάπτει ακόμα  περισσότερο την φαντασία ίσαμε να έρθει η κάθαρση.

«Τις νύχτες στην εξοχή, όταν τα ζώα κι όλα τα άλλα πλάσματα κοιμούνται, μόνο τα δέντρα ξενυχτούν και παρακολουθούν τους ανθρώπους να ζούνε τα όνειρά τους. Από το ψηλό παράθυρο μια ηλικιωμένη βελανιδιά αισθάνθηκε δυο ζευγάρια κοριτσίστικες πατούσες που σκαρφάλωσαν πάνω της. Το ένα κορίτσι κίνησε για τη θάλασσα να συναντήσει τα καράβια και το άλλο καβάλησε ένα άλογο που χάθηκε στο σκοτάδι. Δε συναντήθηκαν στα όνειρά τους κι όμως κοιμόντουσαν αγκαλιά.»

Δυο νεαρά  κορίτσια η Ηρώ και η Λήδα  που θα αναγκαστούν να φύγουν από το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον απότομα. Η αρρώστια του μπαμπά τους του Ηλία, η εσπευσμένη εισαγωγή του στο νοσοκομείο, η ανάγκη φροντίδας από την μαμά Μάρθα θα τα υποχρεώσει να ζήσουν ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο χωριό ενός άγνωστους και παράξενου παππού. Εκεί θα πρέπει  μόνες να επιβιώσουν με συνθήκες που δεν έχουν συνηθίσει αλλά και με προκλήσεις που δημιουργούν πρωτόγνωρα συναισθήματα. Ο κ.Αδραχτάς ο μυστήριος παππούς, ο Τόμας, η Ολίβια με το βιβλιοπωλείο με το ροζ τραπέζι και τις πολυθρόνες που μπορείς να μείνεις και να διαβάσεις με τις ώρες. Ο Πολύβιος οι δίδυμοι Γιάγκος και Νάκος, ο Βαγγέλης, η γιαγιά Χαρούλα, η Βιργινία… Όλοι πρωταγωνιστές στη ζωή των κοριτσιών, όλοι έχουν κάτι να τους μάθουν, να τα παρηγορήσουν, να τα κάνουν να  ζήσουν έντονα ένα τόσο δύσκολο καλοκαίρι. Ένα ημερολόγιο που βρέθηκε καλά κρυμμένο δεκάδες χρόνια, θα τους αποκαλύψει καλά κρυμμένα μυστικά και συναισθήματα. Θα γίνει αφορμή να μάθουν την ιστορία του τόπου  και της οικογένειάς τους. Επίσης θα γνωρίσουν την μαμά τους περισσότερο. Μα πάνω απ’ όλα θα μάθουν για  εκείνο το στρογγυλό δέντρο, μια  μαγική βελανιδιά, τον βασιλιά του δάσους.

 

Μαρία Παπαγιάννη

 

«Την έλεγαν καράβι».

«Ποια, τη βελανιδιά;» τσίριξε ο Βαγγέλης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του.

«Ναι, καράβι. Λέγανε πως, όταν γεμίζει το φεγγάρι, τα κλαδιά της γίνονται κουπιά. Ο θρύλος λέει ότι όποιος καταφέρει να καβαλικέψει τα κλαδιά της όταν φαίνονται χρυσά…»

«Αληθινά χρυσά;» ρώτησε πάλι ο Βαγγέλης κι έφαγε μια τσιμπιά από την Ηρώ, που φοβήθηκε πως θα μετάνιωναν οι άλλοι, οι μεγάλοι, που τους πήρανε μαζί.

«Όταν τα κλαδιά της μοιάζουνε χρυσά, όποιος καταφέρει να τα ανέβει θα αποκτήσει δύναμη και μαγικές ιδιότητες». 

«Δηλαδή;» Ήταν τώρα η Λήδα που διέκοψε.

«Θα γίνει παντοδύναμος. Θα έχει το ελιξίριο της ζωής».

 

Κι έχει ακόμα τούτο το βιβλίο πολλά από εκείνα τα μαγικά που ξέρει να κάνει η αγάπη. Τα δυο κορίτσια θα γίνουν αφορμή να αλλάξουν πολλά στην ψυχή του παππού. Θα ζήσουν έντονα το καλοκαίρι τους, η Λήδα με το πρωτόγνωρο συναίσθημα του έρωτα για τον Τόμας και η μικρή Ηρώ που θα βρει στο πρόσωπο του Βαγγέλη έναν κολλητό φίλο. Μα πιο πολύ σπουδαίο και σημαντικό είναι πως κατάφερε να κάνει τον παππού της… άνθρωπο ξανά με αισθήματα, με θύμησες, με ζωή.

Κι η βελανιδιά με τα  χρυσά κουπιά θα γίνει φως, θα γίνει σύμβολο τόλμης και ελπίδας. Θα γίνει η αιτία να δεθεί ακόμα πιο πολύ η παρέα και η οικογένεια στο χωριό και θα ανοίξει τις ερμητικά κρυμμένες ψυχές…

Τέλος θα αφήσει στον αναγνώστη την επιλογή να δώσει την δική του ερμηνεία σε καταστάσεις που δημιουργούν τόσα συναισθήματα και … «θαύματα» και θα υμνήσει για μια ακόμα φορά την αξία της φιλίας.

Κι όπως λέει και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «… γιατί καταλαβαίνουν πως, αν είναι μαζί, θα το καταφέρουν, γιατί, καμιά φορά, το «μαζί» είναι όλες οι γλώσσες κι οι καιροί».

Η Μαρία Παπαγιάννη και πάλι δημιουργεί ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που ξυπνά και δικές μας μνήμες και ταξίδια της φαντασίας γραμμένα αριστοτεχνικά. Γνωρίζουμε όλοι πως η γραφή της εγγυημένα θα μας χαρίσει την πιο μεγάλη απόλαυση στην ανάγνωση και θα μας ταξιδέψει σε αλλοτινούς και αγαπησιάρικους καιρούς.

Για τα δέντρα της ζωής μας που γίναν παραμύθια…

Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι της Φωτεινής Τίκκου, παραμυθένιο και ταξιδιάρικο…

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top