Fractal

Διήγημα: «Aπό τις μουριές στη στοά»

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

 

Τα πρωινά κατά τις δέκα, μετά τον παιδικό σταθμό που αφήνω τον εγγονό μου, παίρνω το δρόμο για το καφενείο. Είναι κανα χιλιόμετρο από κει που μένω, ευθεία όλη την Πλάτωνος και μετά το σταυροδρόμι της Παλαμηδίου, άλλα διακόσια μέτρα μέχρι τις μουριές. Έτσι το έβγαλα σαν όνομα και δεν έπεσα έξω γιατί έτσι το λέγαν και οι πελάτες, άσχετα με το τί έγραφε η ταμπέλα στη φάτσα του μαγαζιού που σκεπαζότανε από τις δυό μουριές, ειλικρινά τόσες φορές την είδα και δεν συγκράτησα το όνομα. Μεγάλος ο χώρος μέσα με τις ανάλογες μυρουδιές από την ετοιμασία για τα μεσημεριανά πιόματα, αλλά τώρα που είναι καλοκαίρι τα καλά τα μέρη με την παχιά σκιά μοιράζονται στις δυό πλευρές του γιατί είναι γωνία με προβολή, κάτι σαν υπερωκεάνιο με την πολυκατοικία πάνω του. Έπιανα τη μεριά που δεν είχε φθάσει ο ήλιος και μετά τις δυό πρώτες φορές, είχανε μάθει την παραγγελία μου και μου την φέρνανε χωρίς να με ρωτήσουν. Το εκτιμούσα ιδιαίτερα, με έκανε να αισθάνομαι ότι είμαι παλιός στο χώρο ότι με ξέρουν από τη γειτονιά ας πούμε. Με το που καθόμουνα έβγαζα από τις τσέπες μου κινητό, κλειδιά, χαρτί, μολύβια δυό, να μη σπάσει η μύτη και ψάχνω για ξύστρα και ένα ευρώ, το αντίτιμο του ελληνικού μέτριου που παρήγγειλα.

Η σερβιτόρα, μια πενηντάρα νεανίζουσα, μάλλον η γυναίκα του καφετζή, πάντα με ένα υποχρεωτικό και ημιεπαγγελματικό χαμόγελο, έφερνε τον καφέ με το νερό, έπαιρνε το ευρώ που είχα αφήσει στο τραπέζι και χαμογελώντας έφευγε για την κουζίνα της. Μας χώριζε η μεγάλη τζαμαρία του μαγαζιού, τους μέσα από τους απ’ έξω και μόλις με βλέπανε να πιάνω την καρέκλα, βάζανε το μπρίκι στη φωτιά. Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του πάνω στη σερβιτόρα, αλλά την έσωζε το σπαθάτο κορμί της και η απουσία από βουναλάκια λίπους που καταλαμβάνουν τους γοφούς και ό,τι άλλο, φορτώνοντας διαχωριστικά σύνορα από τις νεότερες, αλλά και μια πρεμούρα να υπερασπιστούν τη στάση τους όλα αυτά τα χρόνια με τον ακατάσχετο καταναλωτισμό και να φορτώσουν ευθύνες σε όποιον άλλο εκτός από τον εαυτό τους που δεν ευθύνεται εξ ολοκλήρου, είναι και το νταμάρι βλέπετε. Είναι ξανθιά φυσική, στην αρχή την πέρασα για Σκοπιανή ή Βουλγάρα, δεν το ξεκαθάρισα. Μια μέρα που είχε ένα καλούτσικο αεράκι, η πάντα περιποιημένη γκαρσόνα ήρθε με τον δίσκο στο ένα χέρι και ένα πανάκι στο άλλο χέρι για να καθαρίσει το τραπέζι από τις σκόνες. Τύχη αγαθή για τους θαμώνες που τη λιγουρευότανε, όλοι γύρω στα ογδόντα, φύσηξε ένα αεράκι κάπως πιο δυνατά και σήκωσε το φουστανάκι της που έκρυβε τα μισά της μπούτια τα καλοξυρισμένα και ολόλευκα , γαλακτερή λιχουδιά, το φουστανάκι της από ύφασμα ψιλό σαν χαρτοπετσέτα. Η φουκαριάρα δεν ήξερε τί να πρωτοπρολάβει, το φουστάνι της να χουφτώσει να μη της φύγει και φανεί ο κάτασπρος και σφριγηλός της κώλος ή τον δίσκο με τον καφέ και το νερό να μην της πέσει. Εγώ σαδιστικά απολάμβανα την απόγνωσή της, την μέχρις ενός σημείου γνήσια. Αυτόματες κινήσεις γίνονται σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, καταγεγραμμένες από πριν στο μνημονικό. Με ένα χαμόγελο και κρατώντας το φουστάνι της, αυτό το πανάκι, αφού άφησε σβέλτα το πετσετάκι στο τραπέζι, μου είπε ‘το φουστανάκι μου, θα μου το πάρει ο αέρας» με ένα συνωμοτικό χαμόγελο εχεμύθειας από μέρους και των δυό μας σαν να ήτανε στραβοί όλοι οι άλλοι γέροντες που είχανε γουρλώσει τα μάτια. Το αεράκι κόπασε, οι ταχυκαρδίες των θαμώνων κόψανε και η γυναίκα μπήκε μέσα στο μαγαζί από μια πλαϊνή πόρτα με ένα σκέρτσο που θα το ζήλευε μια κατά πολύ νεότερή της. Ο καφές πάντα καλοψημένος και με τη σωστή ζάχαρη, αλλά οι καρέκλες του καφενείου παλιές, με τα ξύλα από τα ποδάρια της κάθε καρέκλας να προεξέχουν από το ψάθινο κάθισμα αναγκάζοντας και όχι μόνο εμένα να αλλάζουμε κωλομέρι κάθε τέταρτο περίπου της ώρας γιατί η πίεση στα πόδια ήταν επώδυνη. Τώρα, όλοι οι καφενόβιοι ξέρουν ότι οι κουβέντες περιστρέφονται είτε στις αρρώστιες, είτε στη μπάλα είτε σε προσωπικά προβλήματα, πολύ λιγότερο αυτά. Κανείς δεν παραπονιέται κι εγώ που έπιανα πάντα ακρινό τραπέζι δεν ενοχλούμουν ιδιαίτερα, μάλιστα μάθαινα και από πρώτο χέρι τα χάλια της περίθαλψης στην πρωτοβάθμια υγεία.

Μια μέρα που ο ήλιος τα έδινε όλα και τα τραπέζια στη σκιά ήταν πιασμένα από την τρίτη ηλικία αναγκάσθηκα να φύγω, να γυρίσω πίσω καμιά εκατοστή μέτρα στην ίδια πάντα οδό, την Κίμωνος, όπου από παλιά είχα δει ένα καφενείο που τότε δεν μου γέμιζε το μάτι. Ήταν στεγασμένο στο ισόγειο οικοδομής που διέθετε και στοά που περιέβαλλε και με γωνία μάλιστα το μαγαζί που ήτανόλο περίκλειστο από τέντα και πυκνό πλέγμα κισσού σε όλο το μήκος της στοάς, παχιά σκιά που λέμε. Πήγα στο μικρότερο σκέλος της γωνίας και έπιασα ένα τραπέζι μοναχικό με πλατειά καλής ποιότητας πλαστική καρέκλα με πλάτη βιεννέζικου στυλ και τραπέζι χωρίς κοφτερή γωνία για τους αγκώνες, αυτό που λένε οι τζαμιτζήδες μπιζουτέ. Έβγαλα τα συμπράγκαλά μου και σε δευτερόλεπτα εμφανίσθηκε μια κοπέλα στα τριάντα, μετρίου αναστήματος με τα σγουρά μαλλιά της μαζεμένα πίσω, σβέλτη, ευκίνητη, με παντελόνι κολάν και εφαρμοστή μπλούζα που αναδείκνυαν ίσως και την καταγωγή της την οποία είχα εκτιμήσει ως γύφτικο νταμάρι με βλάχικη επιμειξία. Γύφτικο κορμί με βλάχικο βυζί που λέει ο λόγος. Εγώ την είχα κόψει για Αλβανίδα, από την προφορά της που αναδείκνυε την έλλειψη ντροπής για την καταγωγή της και από την πρεμούρα της να με εξυπηρετήσει μόλις της έδωσα την παραγγελία. Οι Αλβανοί ήταν από πάντα τους εργατικοί υπέρ το δέον, ιδίως όταν μετά το ‘89 ανακάλυψαν ότι οι Έλληνες πίσω από τα βουνά δεν καραδοκούσαν να τους κλέψουν το καλαμπόκι τους το μοναδικό τους περιουσιακό προϊόν που για τον λόγο αυτό είχανε χτίσει σαν καθεστώς Εμβέρ Χότζα, τετρακόσια τσιμεντένια πολυβολεία για την άμυνα προς τους επιβουλευόμενους το είναι τους. Ήταν ένα κορμί ευλύγιστο, με σωστά κατανεμημένη τη σάρκα ώστε να προτείνεται στα μάτια των θαμώνων ένα σύνολο που είχε σαν προβολείς δυο μάτια γκριζογάλανα σε ένα ωοειδές πρόσωπο με δύο μαγουλάκια που ήταν για τσίμπημα, μόνο που δεν ενθαρρυνότανε κανείς από την συμπεριφορά της. Με κέρδισε με την απουσία του περίσσιου στα λόγια της και με τον καλό καφέ της, εφάμιλλο της μουριάς. Αυτό όμως που βάρυνε στη απόφασή μου ήταν η στοά με το ευεργετικό της σκίαστρο, το χρώμα και το φύλλωμα του κισσού και η αδιόρατη παρουσία της κοπέλας μαζί με την αναπαυτική πλαστική καρέκλα που με κρατούσε στην ίδια θέση ανενόχλητο επί μιάμιση ώρα, όση κάθε μέρα χρειαζόμουν για να γράφω τις σημειώσεις μου για ό,τι έμελλε ίσως να αποτελέσει ένα μυθιστόρημα.

 

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top