Fractal

Άνω θρώσκω (τι να απέγινε, άραγε το μωβ κασκόλ;)

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στο βιβλίο της Νίνας Αλέξη, “Άνω θρώσκω”, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2019

 

Τι σχέση έχουν η αδικία, η αναισθησία, ο ατομικισμός, η δουλεία, ο κλονισμός της πίστης, τα ευτελή αισθήματα, με τις τρεις αδερφές Σειρήνες, κόρες του Αχελώου, την Πεισινόη, την πείθουσα τον νου (πειθώ & νοέω-νους), την Αγλαόπη, τη λαμπερή, τη φωτεινή στην όψη (αγλαός & η ώψ-όψη) ή κατ’ άλλους τη με περίφημη φωνή (αγλαός & όψ-οπός-φωνή) και τη Θελξιέπεια, τη γοητευτική στα λόγια (θέλγω-θέλξις & λέγω-έπος);

Μα ότι σχέση έχουν όλα με τον Όμηρο και τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό: Στενή και άρρηκτη.

Με την ποίηση της Νίνας Αλέξη, όπως αυτή πρωτοεμφανίζεται συγκεντρωμένη στο βιβλίο της «Άνω θρώσκω», των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, 2019; Ιδού:

 

[Ξεριζώνω όσα πριμοδοτούν ρηχά

κι ευτελή αισθήματα

ό,τι σκοτώνει το έσω μου

Αδικία, αναισθησία,

Ατομικισμό, Δουλεία

ό,τι την Πίστη μου κλονίζει.

Την ψυχή μου φρουρώ

από εξωτερικές Σειρήνες

Πεισινόη, Αγλαόπη,

Θελξιέπεια.

Το σώμα στηλώνω

Άνω θρώσκω].

 

Ποιήματα, γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, από το 1982 ως το 2019, σε περίοδο δηλαδή τριάντα επτά ετών, σε πολλά μέρη της υφηλίου, ίσως κατά τη διάρκεια μιας εν μέρει ομολογημένης Οδύσσειας, στεγάζονται σε ένα καλαίσθητο βιβλίο, όχι από ματαιοδοξία, όχι από μαζοχισμό,

 

[Αυτομαστιγώνεσαι.

Γιατί;]

 

όχι από απαισιοδοξία

 

[τρύπιο καράβι η ζωή

φθαρμένοι μαστοί],

 

αλλά από ανάγκη να απλωθεί της Ποίησης το χέρι στον συνάνθρωπο, από ανάγκη εσωτερική να μοιραστούν τη γη, την ελπίδα και το νερό, οι κάθε είδους πεινώντες και διψώντες:

 

[Δεν έχεις πού να πιείς νερό;

Ξεδίψασε στο δάκρυ μου.

Δεν έχεις πού να ονειρευτείς;

Δανείσου τα όνειρά μου].

 

Ίσως τελικά να είναι μακάριοι οι ποιητές, αφού «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται»1. Το πότε (θα) «χορτασθήσονται», άλλο μέγα ζήτημα.

 

Σε μία γη, στην οποία βασιλεύει η ανομία κάτω από την ομπρέλα των νόμων, τα ανελέητα συμφέροντα των ελαχίστων εξακολουθούν να κάνουν δύσκολο τον αγώνα της επιβίωσης των πολλών,

 

[εδώ πεθαίνω, εδώ πτερυγίζω

σ’ αφώτιστα σκοτάδια

σ’ ανισότιμες δοκιμασίες

που επίμονα μ’ αναζητούν

για το ζην]

 

και να στέφουν βασίλισσα τη Θλίψη και βασιλιά τον Πόνο:

 

[όχι, δεν θα κλάψω

μόνο στους ζωντανούς

τα δάκρυά μου σπαταλώ].

 

Νίνα Αλέξη

 

Πέρα από τις μέριμνες για την κάλυψη των βιοποριστικών αγαθών, πέρα από το σκληρό περιβάλλον (χώρος), που εκτείνεται από την κάμαρη ως το μνήμα, πέρα από τον χαμένο χρόνο,

 

[αβροί μαστοί

σ’ ανοξείδωτες, μαρμάρινες κάμαρες

πάνω από σκάφες

σταυρώνονται σε ασίγητες κραυγές

ομφαλοσκοπούν, ενυπνιάζονται

τη ζωή που δεν πρόλαβαν],

 

πέρα από τις απρόσκλητες καταιγίδες δυστυχίας, αδικίας, απελπισίας:

 

[καταπονημένες βάρκες

ακρωτηριασμένες ψυχές

κουβαλούν],

 

πέρα από την έπαρση, την αλαζονεία, τη βία:

 

[κι εσύ, δυνάστης τιμωρός

θα νιώθεις τρανός και περήφανος

για την ολοσχερή καταστροφή

την ξυπόλητη μοναξιά

ποιον όμως τιμωρείς στ’ αλήθεια;],

 

ίσως μόνη απομένουσα (ή κάποτε, ζητούμενη;) χαρά, η πλημμυρίδα του έρωτα, η λάβα του φιλιού, η οργασμική συνεύρεση των κυττάρων, αυτή που χαράσσεται για πάντα στη μνήμη, η μόνη ανυπάκουη σε κάθε πρόσταγμα λογικής:

 

[Τα χνάρια που άφησες τότες

με γλυκασμό

καθώς ξεπρόβαλες

άρχοντας σ’ αντάρτικη στολή

γονατιστός

το νέκταρ των χειλιών μου να ζητάς

το κάθε κύτταρό μου να ρουφάς].

 

Όταν συναντήσεις Τον Έρωτα, τότε η απάντηση στο “ερώτημα της Νίνας”, που βρίσκεται γραμμένο στη “Θήβα του βιβλίου” και λέει,

 

[Άραγε

άξιζε τόσες θυσίες;

Ήταν βιωτή;]

 

είναι ένα τεράστιο: ΝΑΙ (βιωτή, με ωμέγα, ως επίθετο, ενν. ήταν βιωτή η ζωή αυτή;). Αν όμως σου απευθυνθεί σε χρονική στιγμή κατά την οποία είσαι μόνος(-η), δεν είμαι σίγουρος για την απάντηση που θα δοθεί, γιατί πολλές φορές ο άνθρωπος, ξεχνά ή προσπερνά την ευγνωμοσύνη για το μέγα δώρο της ζωής, και εστιάζει στα θέλω του, σαν να ήταν δεδομένα όλα αυτά με τα οποία ευλογήθηκε, σαν να του τα χρωστούσαν οι άλλοι, ή η ίδια η ζωή. Παραβλέπει, υποτιμά, πράττει αυτοκαταστροφικά, στρέφεται ξανά στο γνωστό, προβλέψιμο περιβάλλον της μοναξιάς, φοβούμενος την απρόβλεπτη κατάσταση του «μαζί»:

 

[Αν δεν αντέχεις την Αλήθεια

τράβα στην ψεύτικη

άχρωμη και άτολμη

με ημερομηνία λήξης, Ζωή σου].

 

Έχει όμως την επιλογή να προσπεράσει το χθες:

 

[Χθες σκεπτόμουν

πως ένα ψέμα είσαι

για ν’ αντέξω]

 

και να έρθει στο σήμερα:

 

[Χθες, προχθές τα ίδια και τα ίδια.

Σήμερα όμως, είναι το σήμερα

και αύριο, ποιος ξέρει;].

 

Παρόλο που

 

[ο χρόνος ο μουντός, ο ασάλευτος,…

ο χρόνος ο ανοίκειος, ο τραχύς

ο άσπλαχνος, …

ο χρόνος ο δυσήκοος…

ο απηνής

που δε συγχωρά τις αμαρτίες μου]

 

ας μην ξεχνάμε πως ήταν ο δικός μας  χρόνος, τον ζήσαμε, μας έκανε τη χάρη να τον βιώσουμε, να κάνουμε λάθη ή να πετύχουμε κάποιους στόχους. Μας έδωσε τη δυνατότητα να χαράξουμε πορεία. Να δούμε όνειρα το βράδυ. Ακόμα και εφιάλτες. Γιατί ξυπνώντας, είδαμε προς στιγμήν τι σημαίνει να ζεις.

 

Τι κι αν κάποτε ένα κασκόλ τυλίγει το λαιμό του Τέλους (του Έρωτα, της Σχέσης, της Ευτυχίας):

 

[Τόσο απλά τελειώσαν όλα…

πίσω δεν κοιτάξαμε

τι να απέγινε, άραγε το μωβ κασκόλ]

 

(με την ευκαιρία, πριν και εγώ «τελειώσω» τούτη την προσέγγιση, σημειώνω το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας, με τη χρήση της ίδιας λέξης «τέλος» και για την έννοια «δασμός, φόρος», σαν το τέλος της ευτυχίας, να είναι το αναγκαίο τέλος, ο αναγκαίος δασμός για τη ζωή, σαν το τέλος μιας κατάστασης, να είναι ο αναγκαίος φόρος για την αρχή της επόμενης, ή, σαν το τέλος μιας πορείας, να είναι το αναγκαίο τέλος (διόδιο) για τη διέλευση από την οδό της τελείωσης…)

 

τι κι αν, όπως λέει ο Γιώργος Δουατζής, αυτό έχει το χρώμα του αίματος2:

«πώς να τους πείσω ότι το κόκκινο που έβλεπαν δεν ήταν του κασκόλ»;

 

Ζεις; Είσαι πάνω από το χώμα; Είσαι εδώ; Τώρα;

Έχεις επιλογές.

Ιδού μία, “ανωθρωσκική”:

 

[προχωρώ με το κεφάλι ψηλά

βιώ κι αγαπώ μ’ ανοιχτή καρδιά…

αφουγκράζομαι την ύψιστη αλήθεια μου

πιστεύω εις εαυτόν] .

 

Συνδυάζοντας ταξίδια και λιμάνια, αφού

(α) πολυταξιδεμένη η ποιήτρια, καθώς φαίνεται από τους μνημονευόμενους τόπους, στων οποίων την αγκαλιά γράφτηκαν τα ποιήματα,

(β) με πολλές και δυνατές εμπειρίες, καθώς φαίνεται από τις περιγραφές και τις αφηγήσεις στο βιβλίο,

(γ) μορφωμένη, όπως ομολογείται στα αυτιά του βιβλίου,

(δ) καλλιεργημένη, όπως συνάγεται από τη στάση της απέναντι στα πράγματα,

 

νιώθει ότι ήγγικεν η ώρα να εκφραστεί δημόσια, μέσα από χάρτινες σελίδες και το πράττει, ποιητικά.

Πώς;

  • Χωρίς διάθεση αυτοπροβολής, χωρίς μάσκες, χωρίς δήθεν.
  • Με εντιμότητα, σαφήνεια, σταθερότητα.
  • Με προσεκτική χρήση της γλώσσας. Με ροή τόσο φυσική, που σε παρασύρει και δεν κοντοστέκεσαι σε κάποιες (ολίγες– ίσως και μη τυχαίες) ελλείψεις μουσικότητας ή ρυθμού.
  • Με αρετές φιλολογικές (σχήματα λόγου, σύνταξη, χρήση λέξεων, ψήγματα λυρισμού, τολμηρή χρήση α’ ενικού προσώπου, κλπ).
  • Με τη βιωμένη εμπειρία, που μετουσιώνεται αβίαστα σε ποίηση.
  • Με πηγαίο ανθρωπισμό, με τον οποίο είναι ποτισμένες οι σελίδες και διαχέεται ρεαλιστικά προς κάθε κατεύθυνση.
  • Με επιγραμματικές δηλώσεις, οι οποίες καταφέρνουν να σπάνε το φράγμα του προσωπικού-ατομικού και να περνάνε στο σύνολο.
  • Με εξίσου επιγραμματικά φιλοσοφικά κατασταλάγματα, μαζί με αποστάγματα εμπειριών της ως τώρα ζωής της.
  • Με ολοζώντανες περιγραφές και με απροκάλυπτες διαπιστώσεις.
  • Με τη μη προσκόλληση στο κλάμα, στη δυστυχία, στον οίκτο.
  • Με τη θαρραλέα διατύπωση προτάσεων και την άρθρωση τρόπων διαχείρισης. Με τη διακήρυξη στάσης ζωής.

 

Η ποίηση της Νίνας Αλέξη τολμά, προτείνει, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της. Με πρώτη αρετή από όλες, την ορθή χρήση της γλώσσας, το βιβλίο όντως είναι ποιητικό.

 

Με ένα απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο «Ζεις» (λέξη που θα ταίριαζε κατά τη γνώμη μου ως υπότιτλος στο βιβλίο), γραμμένο στο Τόκιο, το 2016, δίδω το αντιπροσωπευτικότερο για μένα δείγμα της φιλοσοφίας και του τρόπου γραφής της, ώστε αφήνοντας στην άκρη τις δικές μου απόψεις, να μπορεί να διαμορφωθεί από τον αναγνώστη του παρόντος, μία πρώτη αλλά σαφής εντύπωση:

 

[Σκουριασμένε άνθρωπε,

βουτηγμένος σε ρυπαρές συνειδήσεις

τα δάχτυλα αίμα στάζουν

σε συρματοπλέγματα σ’ έχουν τυλίξει

κι εσύ ακόμη χαμόγελο φοράς

με δωρεάν instagram, twiter

messenger και fb

ανεβάζεις την εικονική σου ζωή

και με το πάτημα ενός κουμπιού

δείχνεις φιλόζωος, φιλάνθρωπος

υπέρ των κακοποιημένων γυναικών

των γκέι, ΜΚΟ

κι άλλων ακατανόητων βραχυγραφιών.

Φιλεύσπλαχνος για τα παιδιά

της Συρίας, τους αμάχους, κ.λ.π.

τα σκελετωμένα άρρωστα κορμιά

πονάς

τους άστεγους λυπάσαι

και φωτογραφίες τους

απ’ το κινητό τραβάς…

Πιστεύεις πως ένα παιχνίδι όλα

γιατί, ακόμη, ζεις

αφού τα όνειρα

δε σου ’χουν κλέψει ακόμη

ανόητε, έτσι θαρρείς].

 

Κλείνοντας το βιβλίο, μονολογούσα: δες αν «έτσι θαρρείς». Αναρωτιόμουν «τι να απέγινε, άραγε το μωβ κασκόλ» (κι ας ήταν χρώματος γκρι-μπλε-ραφ). Σκεφτόμουν πώς ανταποκρίθηκα στα θέλγητρα που έφεραν εμπρός μου η  «Πεισινόη», η «Αγλαόπη», η «Θελξιέπεια». Αναλογιζόμουν τι έγινε, πώς έγινε, γιατί. Πώς μπορώ να αγκαλιάσω το παρελθόν. Πώς μπορώ να το αξιοποιήσω. Τι μπορώ να κάνω στο μέλλον.

 

Ίσως κάποτε να έρθει η ώρα για ανα-θεώρηση. Για ανα-τροπή. Για ανά-σταση. Η ώρα για έναν ελεύθερο, ανυπόταχτο, διαφορετικό υπερ-τροτσκισμό: η ώρα για έναν άνευ συνόρων “ανα-θρωσκισμό”, για έναν υπαρκτό “Ανω-θρωσκισμό”.

 

 

Σημείωση: οι εντός “ ” λέξεις ή φράσεις, είναι δικής μου επινόησης αλληγορικοί  χαρακτηρισμοί ή νεολογισμοί.

 

 

Αναφορές

  1. κατά Ματθαίον, Οι Μακαρισμοί, Η επί του Όρους Ομιλία, Λκ 6,20-23
  2. Γιώργος Δουατζής, Κόκκινο κασκόλ, Το κόκκινο κασκόλ, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top