Fractal

Εν περιλήψει…

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Νίκος Δαββέτας «Άντρες χωρίς άντρες», εκδ. Πατάκη

 

Ο Νίκος Δαββέτας έγραψε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου. Πρώτον, γιατί με πολύ γλαφυρό τρόπο μας αναφέρει τις ιστορικές περιόδους, που υπέφερε και υπέμεινε η Ελλάδα και ποιοι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν τις καταστάσεις αυτές και όχι μόνο επέπλευσαν, αλλά όντας αγράμματοι και ακροδεξιοί διορίστηκαν στις καλύτερες θέσεις του Δημοσίου κι έφτασαν να γίνουν και υφυπουργοί. Και δεύτερον μας διηγείται τη ζωή και τη δράση ενός ομοφυλόφιλου, που όσο είχε συνταχτεί με το καθεστώς και έκανε τη δουλειά τους ήταν καλός και τον ήθελαν, όταν όμως τους «ξίνισε» γιατί κάποιος τον κατέδωσε, οπότε ακούστηκε δημόσια, πως αυτός ήταν διαφορετικός, αμέσως θέλησαν να τον εξαφανίσουν από τις υπηρεσίες τους, αλλά μας αφήνει να καταλάβουμε, πως η κοινωνία δεν μπορούσε, όπως δεν μπορεί ακόμα να δεχτεί, πως ο ήρωας αυτός, που έχει αντρική εξωτερική εμφάνιση, αλλά δεν νιώθει άντρας και δεν φταίει καθόλου, γιατί  έτσι έχει γεννηθεί, είναι μεν διαφορετικός, αλλά δεν παύει να είναι άνθρωπος και να έχει δικαίωμα στη ζωή, που να τη ρυθμίζει, όπως θέλει αυτός, αλλά και σε εργασία, για να ζει με αξιοπρέπεια. Έτσι στην τότε κοινωνία, για να μην δίνει αφορμές, για διάφορα σχόλια, έπρεπε ο ήρωας του μυθιστορήματος, να παντρευτεί πράγμα, που δημιούργησε δυστυχισμένους ανθρώπους, όπως βλέπουμε στην εξέλιξη της ιστορίας. Η γυναίκα του ουσιαστικά δεν είχε άντρα, αλλά ήταν πάντα κλεισμένη στον εαυτό της, ώσπου αυτοκτόνησε, το παιδί του δεν είχε πατέρα και ο ίδιος δεν είχε ουσιαστικά εστία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Χρήστος ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην επαρχία. Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος κι αυτό το είχε καταφέρει, γιατί είχε μπλεχτεί στη μαύρη αγορά της σταφίδας, αλλά και στη νοθεία του ψωμιού στην εποχή του πολέμου και της κατοχής. Είχε φούρνο προπολεμικά ιδιόκτητο και αλευρόμυλο και στην Κατοχή δεν έβαζε μόνο χαρουπόμαζα στο ψωμί, που ήταν νόμιμη προσθήκη, αλλά δοκίμαζε κι άλλα μείγματα, παραβιάζοντας ακόμα και τις οδηγίες των Γερμανικών αρχών. ΄Ετσι ο πατέρας του, λίγες εβδομάδες πριν την απελευθέρωση βρέθηκε κρεμασμένος μέσα στην αποθήκη με τα άλευρα. Αν είχε αλλάξει στρατόπεδο πριν την απελευθέρωση ίσως να είχε σωθεί, όπως σώθηκαν τόσοι άλλοι και ίσως να είχε σωθεί και η αποθήκη από τη λεηλασία κι αν είχε συμφιλιωθεί και με τους γιους των οφειλετών, που τριγύριζαν  αρματωμένοι στη γειτονιά, δεν θα ήταν κρεμασμένος στο κεντρικό δοκάρι και ούτε οι γιοι του θα έτρεχαν στην Αθήνα να σωθούν, όπως έκανε ο Χρήστος και ο Μιχάλης. Ο Χρήστος μάλιστα, που ήταν και πιο αδύναμος, για να μην τον δολοφονήσουν κατέφυγε στην πλατεία Βάθης σ’ ένα τυφλό ημιυπόγειο, όπου κοιμόταν καθιστός μέσα σε μια κούνια παιδική. Τρόφιμα δεν υπήρχαν εκεί, μόνο κάτι γαλέτες βρήκε και μία κούτα τσιγάρα, όπου άρχισε να καπνίζει για να ξεχνά την πείνα του. Τον Δεκέμβριο άρχισαν και οι βομβαρδισμοί και τα σπίτια έπεφταν σαν τραπουλόχαρτα. Τα Χριστούγεννα φιλοξένησε κι έναν συγχωριανό του, που κι αυτόν τον κυνηγούσαν. Γρήγορα κατάλαβε, ότι κι εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί είδε την επομένη με τα μάτια του τον συγχωριανό του μαχαιρωμένο, οπότε κατέφυγε στο Θησείο σ’ ένα οίκημα επιταγμένο από την οργάνωση «Χ», που ανήκε ο Μιχάλης, ο αδελφός του. Στο δίπατο της Αποστόλου Παύλου ο Χρήστος έμεινε με τον Μιχάλη έως το δημοψήφισμα και την επιστροφή του Βασιλιά. Ο Μιχάλης τα βράδια φύλαγε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και περιστασιακά έκανε τον τσιλιαδόρο σε διάφορες μεταμεσονύκτιες μεταφορές προς και από την Βαρβάκειο Αγορά. Τρεις χειμώνες πέρασαν στο Θησείο, όμως ο Χρήστος, ούτε εκεί ένιωθε ασφάλεια και είχε πάντα το φως αναμμένο για να μπορέσει ν’ αποκοιμηθεί. Ο Χρήστος δεν έμοιαζε του Μιχάλη, ήταν αδύναμος με φιλάσθενη όψη, ανασφαλής, τρομαγμένος  και ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει τους άλλους να τον φοβούνται, όπως είχε κάνει ο αδελφός του, αλλά έκανε τους άλλους να τον λυπούνται και να αισθάνονται διαρκώς υπόλογοι, για κάτι, που είχαν διαπράξει εις  βάρος του. Καθόλου αντρίκεια συμπεριφορά, το παραδέχεται και ο ίδιος, αφού έτσι ήταν πλασμένος αυτός. Αντίθετα ο Μιχάλης ήταν πεισματάρης, αδίστακτος, υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του και ικανός να βλέπει μακριά όλα τα γεγονότα, που θα μπορούσαν να συμβούν.

Ο Μιχάλης επειδή ήταν οργανωμένος στην ομάδα «Χ» το σαράντα επτά πήρε προαγωγή και βρέθηκε να υπηρετεί στην Ασφάλεια Πειραιώς. Ήταν κανονικός διορισμός με σφραγίδες και υπογραφές, αφού υπήρξε ανάγκη να προσληφθεί έκτακτο προσωπικό εξ εμπίστων προς παρακολούθηση συνδικαλιστικών οργανώσεων, σωματείων και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Την ίδια δεκαετία έγινε υπεύθυνος στο Τμήμα Ηθών, που ήταν αρμόδιο για τα νυχτερινά κέντρα και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες.

Αργότερα ο Χρήστος μετακόμισε στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν μια μονόχωρη σοφίτα χωρίς τουαλέτα. Η τουαλέτα ήταν κοινόχρηστη και βρισκόταν  στον τρίτο όροφο, ανάμεσα στη σκάλα και στο ασανσέρ. Μάλιστα δίπλα του έμενε ο ζωγράφος Τσαρούχης σε μια σοφίτα, που ήταν το ατελιέ και το υπνοδωμάτιό του. Δεν ήταν γνωστές οι σχέσεις τους αν ήταν απλοί φίλοι ή εραστές, αλλά στην κατοχή του Χρήστου υπήρχαν προσχέδια γυμνών αγοριών, αλλά υπήρχε και μία εκδοχή ότι του προμήθευε και τα μοντέλα. Η σοφίτα ήταν κέντρο διερχομένων και ο μόνος σταθερός εκεί ήταν ο Πιερρό ο μόδιστρος, γιατί ό,τι ρούχο κι αν έπιανε στο χέρι του  το μεταποιούσε σε χρόνο ρεκόρ. Σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ΄50 την πέρασε στη σοφίτα της Πλατείας Συντάγματος, όπου τα ενοίκια τα πλήρωνε ο Μιχάλης, γιατί ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει κάποια μόνιμη δουλειά. Ο Μιχάλης τον Μάρτη του ΄55 μετατέθηκε στην αστυνομική φρουρά της Βουλής. Ήταν το δεξί χέρι ενός συμπατριώτη του υπουργού, που εκείνο τον καιρό κατηγορήθηκε από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο, για κατάχρηση εξουσίας, παράνομη οπλοκατοχή και σωματεμπορία. Μάλιστα είπαν πως προπολεμικά ήταν συνιδιοκτήτης του πολυτελούς οίκου ανοχής ¨Βανκούβερ απαρτμάν» στη Μαυρομματαίων και Δεριγνί γωνία. Ο ίδιος υποστήριξε πως είχε μόνο την ψιλή κυριότητα του ακινήτου.

Ο Χρήστος ήταν εργένης δεν ήθελε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, άλλωστε ποτέ κανείς στη γειτονιά δεν τον είχε δει να κυκλοφορεί με γυναίκα. Τα πρωινά απασχολείται σ’ έναν οικοδομικό συνεταιρισμό, που θα αξιοποιήσει τα λεγόμενα «βουλευτικά» οικόπεδα στο Διόνυσο. Ο Μιχάλης πληροφορεί τον αδελφό του ότι πλησιάζουν οι εκλογές και θα πρέπει να ψηφίσουν και τα δέντρα, γι’ αυτό του παρέδωσε τρία ολοκαίνουρια εκλογικά βιβλιάρια με παρεμφερή ονόματα και του είπε να πάει σε τρία διαφορετικά εκλογικά τμήματα, έτσι ώστε να ψηφίσει τρεις φορές. Εντωμεταξύ τον Μάρτη του ’60 μετακόμισε ο Χρήστος σ’ ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη. Αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί, γιατί έκανε παρέα με αγόρια, όμως ο αδελφός του τον προϊδοποίησε, πως δεν έπρεπε να ξεσπάσει ένα τέτοιο σκάνδαλο και για να καλυφθεί έπρεπε να παντρευτεί, του είπε μάλιστα, ότι γυναίκα είχε βρει γι’ αυτόν, την κόρη αυτών, που έχουν στην Ασφάλεια έναν από τους πιο χοντρούς φακέλους. Μάλιστα εκτός των άλλων ο μεγαλύτερος γιος τους εξέτιε ποινή ισοβίου καθείρξεως στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Η κοπέλα είχε τελειώσει μία σχολή δακτυλογράφων, στενογράφων και δούλευε σ’ ένα δικηγορικό γραφείο στην πλατεία Κάνιγγος. Ως μέσον πίεσης στους γονείς, για να γίνει ο γάμος ήταν η εμφάνιση των ατομικών τους φακέλων. Έτσι ο αρραβώνας κλείστηκε στο άψε σβήσε. Μετά από δύο εβδομάδες έγινε ο γάμος στην Αγία Ζώνη. Μετά από επτά μήνες γεννήθηκε ο γιος, τον Δεκέμβριο του 1962. Από τότε άρχισαν ν’ αλλάζουν τα σπίτια σαν τα πουκάμισα, γιατί εμφανίζονταν διάφορα προβλήματα. Το πρώτο σοβαρό γεγονός ήταν η δίωξη για κατάχρηση δημοσίου χρήματος στους υπαλλήλους του οικοδομικού συνεταιρισμού, γιατί κάποιος κάρφωσε, πως κρατούσαν διπλά βιβλία. Από την ασφάλεια ο αδελφός του, τους ειδοποίησε να φύγουν για να αποφύγουν το αυτόφωρο. Φιλοξενήθηκαν προσωρινά σ’ ένα ρημαγμένο νεοκλασικό στην Τρούμπα. Αργότερα ο Χρήστος χρησιμοποιώντας το επίθετο και την ταυτότητα της γυναίκας του, νοίκιασε ένα δυάρι στον Κολωνό με αυλή. Η γυναίκα του δεν εργαζόταν, αλλά απουσίαζε συνεχώς. Ο ίδιος ουσιαστικά δεν κατοικούσε στο σπίτι, διανυκτέρευε αλλού και γύριζε στο σπίτι λίγο πριν χαράξει. Μετά την αμνηστία, που έδωσε η κυβέρνηση στους πολιτικούς κρατούμενους, ίσως αυτός να ήταν ο μοναδικός παράνομος στη χώρα. Ο γιος που εντωμεταξύ είχε μεγαλώσει θυμάται πολύ καλά την ημέρα, που τους έκαναν έξωση, όπως θυμάται και τον  αστυφύλακα, που καθόταν στην πόρτα και τους απαγόρευε  την είσοδο. Αυτή η εικόνα δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.

Τον Σεπτέμβρη του εξήντα επτά ξαναγύρισαν στην Κυψέλη. Τώρα σ’ αυτό το διαμέρισμα έχουν μπάνιο με όλα τα είδη λευκά, που είναι ιταλικές πορσελάνες, που αστράφτουν. Επίσης υπάρχει και κεντρική θέρμανση. Η πολυκατοικία τους έχει διαχειριστή, αλλά και θυρωρό, που όχι μόνο ζητά φιλοδωρήματα από τους ενοίκους, αλλά αφαιρεί τα γραμματόσημα από τα γράμματα των ενοίκων και τα γράμματα είναι ανοιγμένα, που όμως δεν τολμούν να διαμαρτυρηθούν, γιατί ξέρουν.

Ο Χρήστος επιτέλους διορίζεται στο δημόσιο. Υπουργείο Δημόσιας Τάξης τμήμα ταυτοτήτων και διαβατηρίων. Ο γιος θυμάται πως τα παιχνίδια του στις γιορτές ων Χριστουγέννων, τα αγόραζαν από το Μινιόν και το Λαμπρόπουλο και θυμάται, πως φωτογραφιζόταν με τον  Αϊ- Βασίλη. Θυμόταν ακόμα και τον νεαρό υπάλληλο, που τους εξυπηρετούσε και όταν την επόμενη χρονιά δεν τον είδε, του είπε ο πατέρας του, ότι αυτοί τον είχαν διορίσει και αυτοί τον απέλυσαν, γιατί ήταν ένας ανάγωγος νεαρός, που του πουλούσε έρωτα και του ζητούσε χρήματα. Δυο χρόνια αργότερα ο Χρήστος μετατάχτηκε στο Υπουργείο Γεωργίας διεύθυνση εγγειοβελτιωτικών και αποστραγγιστικών έργων και ο αδελφός του ο Μιχάλης  ορκίζεται Νομάρχης κι εγκαθίσταται στην Κηφισιά. Μάλιστα στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη ορκίζεται υφυπουργός Εμπορίου. Ήρθε και η σειρά να αγοράσουν τηλεόραση. Ο γιος μετά το σχολείο στήνεται μπροστά στην τηλεόραση και τα Σάββατα έρχεται και η κόρη του θυρωρού. Μόνο η γυναίκα του δεν βλέπει τηλεόραση, γιατί προτιμά να ακούει τις εκπομπές του  ραδιοφώνου, όπως «το σπίτι των ανέμων» Εκτός από το ραδιόφωνο, διαβάζει και πολλά βιβλία στα ελληνικά και κάποια κλασικά γαλλικά στο πρωτότυπο.

 

Νίκος Δαββέτας

 

Αργότερα, μετακόμισαν στην πλατεία Αμερικής σ’ ένα διαμέρισμα, που το αγόρασαν κι επειδή η γυναίκα του παραπονιόταν πως έχει ιλίγγους πήραν υπηρέτρια, την Σεβαστή, που ήταν από τη Λήμνο. Υπήρχε ένα καμαράκι δίπλα στην κουζίνα, το οποίο έγινε το δωμάτιο της Σεβαστής, η οποία μπορεί να μη μαγείρευε καλά, όμως σιδέρωνε τέλεια και ο Χρήστος ήταν πολύ ευχαριστημένος από τους κολλαριστούς γιακάδες στα πουκάμισά του και από την άψογη τσάκιση στα παντελόνια του. Το ’87 πέθανε η γυναίκα του, όμως λίγο πριν φύγει ο γιος τους για τη Γαλλία έμαθε πως η μητέρα  του αυτοκτόνησε, γιατί ήταν δυστυχισμένη, αφού ζούσε σ’ έναν παρατεταμένο νεκρό χρόνο.

Ο γιος  όταν μεγάλωσε και πήγε στο γυμνάσιο στο Πέμπτο Αρρένων, γνώρισε έναν συμμαθητή του, που έγιναν γρήγορα καλοί φίλοι και για χρόνια μοιράζονταν το ίδιο θρανίο και αργότερα το ίδιο έδρανο στην ίδια πανεπιστημιακή σχολή. Εντάχθηκαν και οι δυο στον Δημοκρατικό Αγώνα. Στην αρχή διάβαζαν και την ίδια λογοτεχνία όπως Καζαντζάκη, Καβάφη και άλλους, αλλά αργότερα αυτός ξέφυγε από αυτά και διάβαζε κλασικά πολιτικά. Είχε μάθει και γαλλικά κατ’ απαίτηση της μητέρας του και διάβαζε Αλτουσέρ, Σαρτρ κι ένα σωρό άλλους. Έγραφε ημερολόγια, ποιήματα, τραγούδια και διηγήματα. Όμως όταν πέθανε η μητέρα του έφυγε για το Παρίσι για τέσσερα χρόνια κι αυτά έγιναν είκοσι τέσσερα κι αν δεν είχε μεσολαβήσει η ασθένεια του πατέρα του και μετά ο θάνατός του, ίσως να μην γύριζε ποτέ. Είχε κόψει από νωρίς τους δεσμούς με το στενό οικογενειακό κύκλο. Ο μόνος με τον οποίο επικοινωνούσε ήταν αυτός ο μοναδικός φίλος του. Είχε δηλώσει ότι θα έμενε εργένης εκ πεποιθήσεως. Στην πραγματικότητα στο Παρίσι δεν σπούδασε, το μεταπτυχιακό του το παράτησε στη μέση, δούλεψε κάποια χρόνια ως ρεσεψιονίστ, αλλά έγραψε κάποια αξιόλογα διηγήματα και δύο ευπώληπτα αστυνομικά με κοινωνικές προεκτάσεις, που οι Γάλλοι κριτικοί τα κατέταξαν αυτομάτως στη «μεσογειακή σχολή νουάρ». Παράλληλα δημοσίευε κείμενά του στον εγχώριο τύπο, που αυτά του εξασφάλιζαν ένα σταθερό εισόδημα. Υπέγραφε με το επώνυμο της μητέρας του, γιατί του φαινόταν πιο εύηχο. Με τις γυναίκες δεν τα κατάφερνε καλά, ώσπου συνάντησε την Ινγκρές, που ήταν χωρισμένη μ’ ένα γιο και ήταν μισή Ισπανίδα και μισή Γαλλίδα. Αυτή του άλλαξε την καθημερινότητά του, του έδωσε αυτοπεποίθηση και έδαφος να πατήσει. Τον πατέρα του δεν τον θυμάται να εμφανίζεται σε κάποια οικογενειακή γιορτή, γιατί οι σχέσεις με το σόι της γυναίκας του ήταν δύσκολες έως ανύπαρκτες. Αποθάρρυνε και το γιο να συναναστρέφεται αυτόν τον κύκλο, που πάντα έβρισκε τρόπο να επιβιώνει εις βάρος του Κράτους.

Όταν αρρώστησε ο πατέρας του αναγκάστηκε να φύγει από τη Γαλλία και να έρθει στην Ελλάδα, για να πάει στο νοσοκομείο να τον δει. Ο πατέρας του κατέρρευσε εν ώρα υπηρεσίας και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε, πως πέρασε ένα ελαφρύ ισχαιμικό επεισόδιο, αλλά ανακαλύφθηκε, πως υπήρχε κι ένα πρόβλημα στους πνεύμονες. Εκείνος όσο νοσηλευόταν χαιρόταν να μιλά με το γιο του κι αποφάσισε να του εκμυστηρευτεί τα πάντα για τη ζωή του, που εκείνος δεν ήξερε. Παρ’ όλο που μετά έπαθε και δύο εγκεφαλικά, οι αναμνήσεις του έρχονταν ορμητικές και ήθελε να βγάλει από μέσα του όλα αυτά, που τα έκρυβε καλά κι όφειλε να τα ξέρει ο γιος του. Αφού του μίλησε για όλη του τη ζωή, από πού ξεκίνησε, ποιος ήταν ο πατέρας του, τι έκανε στην πορεία, που ήρθε στην Αθήνα, πώς επέζησε, το λόγο που συνεχώς άλλαζε σπίτια, έφτασε και στο σημείο να του εξηγήσει, τι ήταν αυτό, που τον έκανε να παντρευτεί τη γυναίκα αυτή, που τον γέννησε και γιατί δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα του σαν αληθινός πατέρας. Του εξήγησε πως ο γάμος ήταν συμβατικός, διότι εκείνος δεν προτιμούσε τις γυναίκες, αλλά προτιμούσε τα αγοράκια κι επειδή δεν ήθελε να φανερωθεί σ’ αυτήν την κοινωνία, που καταδίκαζε το κάτι διαφορετικό, αναγκαζόταν να κρύβεται και να ξενυχτά σε φτηνά ξενοδοχεία, αντί να κοιμάται στο σπίτι του. Προσπάθησε να του εξηγήσει, ότι ουσιαστικά δεν έφταιγε αυτός για τις προτιμήσεις του, αλλά από μικρός ένιωθε, πως ζει μέσα σ΄ ένα ξένο σώμα, που ο ίδιος δεν ανεχόταν, ενώ η ψυχή του, το μυαλό του και το σώμα του, παιδεύονταν από επιθυμίες, που δεν ήλεγχε, γι’ αυτό και του ήταν απαραίτητο ένα προσωπείο, μια πανοπλία, για καθημερινή χρήση. Ο γιος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Του ανακοίνωσε επίσης ότι δυστυχώς κάποιος τον κάρφωσε, αλλά δεν ήξερε ποιος, διότι κάποια στιγμή τον κάλεσε ο ίδιος ο διοικητής της Ασφάλειας στο γραφείο του και του είπε ότι «Λούγκρες», δεν θέλουν στα πόδια τους και ότι αρκετά τον ανέχθηκαν.

Του ανέφερε επίσης ότι παρ’ όλο, που αυτός ανήκε σε άλλη παράταξη πολιτικά εντούτοις βοήθησε πολλούς αριστερούς στην επταετία και επειδή τάισε πολύ κόσμο, γι’ αυτό δεν τους ενόχλησε κανείς μετά. Όμως ο γιος λύγισε όταν πήγε να πάρει τις εξετάσεις αίματος του πατέρα του και η νοσοκόμα του είχε πάρει αίμα κι αυτού, για να δει μήπως είχε κληρονομήσει κάποια ασθένεια του πατέρα του. Εκεί διαπιστώθηκε, πως δεν ήταν πατέρας του, γιατί πατέρας και γιος είχαν διαφορετική ομάδα αίματος. Αυτός έχει ομάδα αίματος ΑΒ θετικό, ενώ ο πατέρας του 0 αρνητικό. Του είπαν να κάνει τεστ DNA, αλλά ποτέ δεν το αποφάσισε. Βέβαια εκείνο, που τον σταματά να μην κάνει DNA, δεν είναι η γυμνή αλήθεια, αλλά εκείνη η διεύθυνση, που δεν ειπώθηκε, ή που ο μελλοθάνατος πατέρας του δεν την θυμήθηκε, ή παρέλειψε να την αναφέρει. Απ’ ότι θυμάται τον πίεσε και ο ίδιος να θυμηθεί το δίπατο, πάνω από την πυροσβεστική, με τα κόκκινα παράθυρα, ένα σπίτι , που δεν έζησαν με την μητέρα του, ούτε πέντε εβδομάδες μετά την έξωση. Τον πίεσε τόσο πολύ για να μάθει, που η νοσοκόμα του είπε, πως αν είχε δικαιοδοσία θα τον είχε καταγγείλει. Εκείνος συνέχιζε, γιατί ήθελε να παίρνει απαντήσεις, χωρίς να υπάρχουν κενά. Λίγο πριν το πραξικόπημα του εξήντα επτά, είχαν κάνει κατάληψη στο ισόγειο διαμέρισμα ενός εγκαταλειμμένου διώροφου. Τη δεύτερη μέρα πέρασε να τους επισκεφτεί ο θείος του ο Μιχάλης, ο οποίος τους είπε να μην απομακρυνθούν από την Αθήνα, γιατί θα γίνει κάτι μεγάλο. Η μάνα του είχε καταφύγει στο πατρικό της. Η αλήθεια ήταν ότι τους είχε εγκαταλείψει, ευτυχώς για λίγο. Όμως φαινόταν πως δεν άντεχε άλλο να υποφέρει, να στέκεται άπραγη, άβουλη, βουβή στην κουζίνα, να υπομένει την τρέλα του άντρα της, τις ιδιοτροπίες του, που εξαιτίας αυτών ήθελε να κρύβεται. Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε μέσα στη νύχτα. Τελικά δεν πήγε στους γονείς της, ένας φοιτητής την σπίτωσε. Ήταν της νεολαίας Λαμπράκη. Τη σπίτωσε στο Κουκάκι. Ο πατέρας του τους παρακολουθούσε στα κρυφά. Την επομένη του κινήματος η μάνα του γύρισε στο σπίτι με μια μελανιά στο μάτι και σκισμένο φρύδι, ενώ τον νεαρό τον πήγαν στον ιππόδρομο, όπου κρατούσαν εκεί όλους τους συνδικαλιστές.

Όταν πέθανε ο πατέρας του πούλησε το πατρικό διαμέρισμα, αφού χάρισε όλα τα υπάρχοντα της οικογένειας στις μοναχές της μητέρας Τερέζας. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα έγγραφα και το φωτογραφικό άλμπουμ. Μέχρι το μνημόσυνο των σαράντα έμεινε ο γιος στην Αθήνα.

Το μοναδικό βιβλίο που υπήρχε στο σπίτι τους ήταν το βιβλιάριο ενσήμων του πατέρα του, γι’ αυτό νιώθει αλληλέγγυος με τον Κάφκα, που κι αυτός κατηγορούσε τον πατέρα του, ότι ήταν αγροίκος και ακαλλιέργητος, όλα αυτά τα είπε σε μια συνέντευξή του. Αυτή τη συνέντευξη τη διάβασε και ο φίλος του, ο οποίος δεν συμφώνησε μαζί του, γιατί αυτό το βιβλιάριο ενσήμων και ασφάλισης ήταν αυτό, που τον βοήθησε να μεγαλώσει, να σπουδάσει και να αποκτήσει ένα μέλλον διαφορετικό, από αυτό του πατέρα του και όσο για τον Κάφκα ο ίδιος στην τρίτη σελίδα της επιστολής γράφει τα εξής λόγια του πατέρα του: «Πάντοτε σε αγαπούσα γιε μου. Δεν εκδηλώνομαι όμως με τον τρόπο των άλλων πατεράδων, διότι απλούστατα δεν μπορώ να υποκριθώ.» Δεν γνωρίζει κανείς την αιτία που ο Κάφκα γράφει εναντίον του πατέρα του, ίσως να ντρεπόταν για την ταπεινή του καταγωγή και ότι τον σπούδαζε ένας μπακάλης. Επίσης ο φίλος του διάβασε κι ένα αφήγημα, που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Η λέξη» και με έκπληξη διαπίστωσε πως επρόκειτο ένα αφήγημα, για τον δικό του πατέρα, που είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Όταν ο φίλος του, του ζήτησε το λόγο, αυτός του απάντησε, πως την ιστορία του φίλου του, την εύρισκε πιο ενδιαφέρουσα σε αντίθεση με τη δική του, που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη, να διαβάζει μια νέα σκατολογία, σαν αυτές που παραθέτει ο Φίλιπ Ροθ, γιατί ο πατέρας του δεν υπέφερε από δυσκοιλιότητα, αλλά από ανεξήγητες διάρροιες και κάθε τρεις και λίγο έτρεχε στην τουαλέτα. Επίσης όσα έζησε ο πατέρας του έχουν ήδη διαβαστεί και ξαναδιαβαστεί σε μυθιστορήματα, που τα έγραψαν αυτοί που τα έζησαν. Ο πατέρας του ο Χρήστος ήταν ακροδεξιός και το ήξερε καλά ο γιος, όμως δεν τον πείραζε τόσο αυτό, όσο τον ενοχλούσε, που σαν πατέρας ήταν αόρατος, αλλά και ο ίδιος τον έβλεπε σαν αόρατο άνθρωπο, χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον. Του είπε μάλιστα ότι ντρεπόταν γι’ αυτόν, που δεν είχε σπουδές, τίτλους, πτυχία κι όμως είχε διοριστεί σε Δημόσιες Θέσεις.

Ο γιος τελικά ήθελε να μάθει, που ήταν το παλιό κτίριο της Πυροσβεστικής με τα κόκκινα παράθυρα. Πήγε στον Πειραιά και του έδειξαν ένα εγκαταλειμμένο διώροφο, πίσω από τα αρχαία τείχη του Πειραιά, στρυμωγμένο ανάμεσα σε δυο νεόδμητες οικοδομές. Στην αρχή η περιοχή δεν του θύμιζε τίποτα. Όμως ο ήχος της σειρήνας επανερχόταν κάθε τόσο στο μυαλό του και ο ήχος έφερε την εικόνα. Μέσα στο μυαλό του φέρνει την εικόνα, που αυτός μικρός βρίσκεται στο κρεβάτι του ιδρωμένος και κάποιος του αλλάζει φανελάκι, βρακάκι και του σκουπίζει όλο το σώμα μ’ ένα σφουγγάρι και απλώνει μπλε οινόπνευμα γύρω από το λαιμό του. Διαλύει μισή ασπιρίνη σ’ ένα κουταλάκι χαμομήλι και του το δίνει να το πιει. Ύστερα τον βαστά όρθιο και του βάζει μπαμπάκι στ’ αυτιά. Μπαμπά πρόλαβε να πει κι έπεσε σε λήθαργο. Φαίνεται πως φιλούσε μέσα του καταχωνιασμένη αυτή τη λαμπερή εικόνα, σαν να ήταν η μόνη πραγματικά πλήρη ευτυχία της ζωής του. ΄Ετσι άρχισε να συχνάζει σ’ αυτή τη γειτονιά. Κάτι τον τραβούσε σαν μαγνήτης, κάτι τον έδενε με τον χώρο. Μπορεί το αίμα. Καθόταν στο μοναδικό καφενείο και προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με τους θαμώνες. Τους ρωτούσε διάφορα για την περιοχή, για τους ανθρώπους, που έμεναν εκεί, αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα, γιατί οι περισσότεροι ήταν εσωτερικοί μετανάστες. Όσο έμεινε στην Αθήνα πήγαινε συχνά εκεί. Ένα απόγευμα βλέποντας φως στα παράθυρα του πρώτου ορόφου πήρε το θάρρος να χτυπήσει το κουδούνι, όμως κανένας δεν του άνοιξε. Μετά τα σαράντα του πατέρα του έφυγε πάλι για τη Γαλλία.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top