Fractal

Διήγημα: “Ανάσταση στο Νικηφόρο”

Της Μαρίας Δ. Κύρου // *

 

 

 

 

 

“Ανάσταση στο Νικηφόρο”

 

στον Γιώργο μου

 

«΄Ως αύριο, κυρ-Ανέστη», είπε ο επιστάτης. «Αύριο είναι η τελευταία μέρα».

Όλοι το συζητούσαν πως το εργοστάσιο δεν πήγαινε καλά και πως οι διευθυντάδες του θα το ’κλειναν και θ’ άνοιγαν άλλο σε γειτονική χώρα για πιο κουτσουρεμένα μεροκάματα.

«Άσε τους άλλους και κοίτα εσύ πώς θα με πληρώσεις τώρα Ανέστη. Ο μήνας βγαίνει. Άκου να σου πω εγώ ξέρεις, το ενοίκιο το θέλω στην ώρα του. Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά το ενοίκιο θα μου το δώσεις. Το χρήμα δεν το ’χω σαν το φαΐ. Άμα πεινάσω περιμένω. Το χρήμα όμως το παίρνω στην ώρα του. Τα ’παμε. Ξηγηθήκαμε;»

Ταράχθηκαν τα μέσα του κυρ-Ανέστη, μαύρισαν. Θηρίο άνθρωπος ήτανε, μα έτρεμε τώρα το φυλλοκάρδι του απ’ την απελπισία. Όλοι περίμεναν απ’ αυτόν. Να φάν’, να ντυθούν, να ζεσταθούν, να μάθουν…

Πήρε το δρόμο για το σπίτι. Τα πόδια του βυθίζονταν στη γη σαν πάσσαλοι που μπήγονται με κρότο ξερό. Τα τρία παιδιά του στοιβαγμένα σιγόπαιζαν πλάι στην σόμπα. Πώς θα το ’λεγε στην γυναίκα του; Δεν ήθελε να την λυπήσει την κυρά Φρόσω, που ήταν τόσο καλή και άξια μάνα για τα παιδιά της. Αγκάλιασε τα αγγελούδια του, ύστερα έσυρε μια καρέκλα και ζήτησε της γυναίκας του να τον ακούσει. Εκείνη κατάλαβε κι έγειρε λίγο την πόρτα.

«Σχόλασα γυναίκα», της είπε. «Μείναμε χωρίς δουλειά. Στο γυρισμό με βρήκε ο Γούβακας. Του πρόλαβαν τα νέα νωρίς-νωρίς. Πρέπει να δω τι θα κάνω».

Η κυρά Φρόσω ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά της κι έσκυψε το κεφάλι. «Φάγαμε και το τελευταίο κουμάντο που έκανα κι άδειασε η αποθήκη κι απ’ τα ξύλα κι από φαΐ. Αχ, Ανέστη μου, τι θ’ απογίνουμε τώρα;»

«Άκουσε, Φρόσω μου», συνέχισε εκείνος με το στομάχι σφιγμένο. «Τ’ αφεντικά θ’ ανοίξουν αλλού καινούργιο εργοστάσιο. Ώς τότε θα πάω στα χωράφια. Όλοι τώρα δουλεύουν στα χωράφια. Θα τους παρακαλέσω να με πάρουν εκεί».

Κουτσόφαγαν αμίλητοι κάτι οι δυο τους, ύστερα τη φίλησε στο μέτωπο κι έτσι βαρύς που ήταν πήγε να πέσει. Μακρύ σκοτάδι απλώνονταν εμπρός του κι η μέρα θ’ αργούσε να φέξει. Κούρνιαξε κι η κυρά Φρόσω δίπλα του ταραγμένη.

«Και πού θα τ’ ανοίξουν, Ανέστη μου, το καινούργιο εργοστάσιο;»

Σε λίγο την έπαιρνε ο ύπνος μέσα στα δάκρυα.

Αύριο, σκεφτόταν ο κυρ-Ανέστης, θα μιλούσε του φίλου του του Κουβερτά, που τον είχε καλύτερα κι από αδελφό του. Αδελφό δεν είχε από καιρό.

Το ξημέρωμα τον βρήκε να κάθεται στην πίσω αυλή. Συλλογισμένος ατένιζε τον σκοτεινό ακόμα κάμπο. Τίποτα δεν θα ’παιρνε και φέτος στα παιδιά του ούτε και στην γυναίκα του κάτι. Κι έφτανε πάλι το Πάσχα.

Στο καφενείο, αργότερα, οι συντοπίτες μιλούσαν ζωηρά για το εργοστάσιο. Για τους Δοβλεταίους που το ’κλεισαν δίχως δεύτερη σκέψη. Δεν τους συνέφερε πια. Και για τον Γούβακα, που θα ’παιρνε τώρα σβάρνα ένα-ένα τα φτωχόσπιτα που του χρώσταγαν, για να πουλήσει ζοριλίκια κι εκβιασμό. Σε λίγο μπήκε κι ο κυρ- Ανέστης και τον χαιρέτησαν όλοι. Σ’ ένα τραπέζι στην άκρη τον περίμενε ο φίλος του ο Κουβερτάς.

«Τελείωσε, Αντώνη, σήμερα», του είπε και χτύπησε ένα άφιλτρο τσιγάρο στο πακέτο. «Οι Δοβλεταίοι, φίλε μου, δεν έκλεισαν το εργοστάσιο επειδή δεν πήγαινε καλά, αλλά επειδή αλλού θα πήγαινε καλύτερα. Κι αυτοί θα βγάλουν περισσότερα. Τι τους είμαστε σάμπως εμείς;»

«Και ο Γούβακας τι πάρε-δώσε έχει μαζί τους Ανέστη; Τον είδαν τελευταία σε κουβέντες μαζί τους».

«Έχει, γιατί ο Γούβακας ξέρει πως χωρίς μεροκάματο, με κλειστό το εργοστάσιο, δεν θα μπορούμε να ζήσουμε ούτε να φάμε καλά-καλά και θα δεχόμασταν να ξενιτευτούμε και να αφήσουμε πίσω γυναίκες και παιδιά για πολύ λιγότερα. Θέλει τα νοίκια του βλέπεις. Κάλλιο λιγότερα παρά καθόλου…»

«Έχει κι αυτό, Αντώνη», συνέχισε. «Τις γυναίκες μας όσο εμείς θα λείπαμε θα τις πείθανε να τις πάρουν για τη λάτρα στα σπίτια τους, για πλύστρες τις έχουν. Κι αυτές, σαν μάνες που είναι, ούτε που θα το σκέφτονταν, για να ταΐσουν καλύτερα τα παιδιά τους. Και θ’ άφηναν σε δεύτερη μοίρα τι θα γινότανε άμα το μαθαίναμε εμείς. Μάνες είναι πρώτα, Αντώνη μου, κι ύστερα γυναίκες μας».

«Έτσι είναι, Ανέστη. Μα αυτό το κάθαρμα, ο Γούβακας, δεν φαίνεται πολύ-πολύ τελευταία. Ο Γιαννιός μόνο λέει ότι είδε το αυτοκίνητό του κάπου κοντά στον λόφο. Μα ο ίδιος άφαντος». Έσκυψε λίγο προς το μέρος του και χαμήλωσε τη φωνή του. «Άρχισε να ακούγεται πως καλά-καλά ούτε η γυναίκα του η κυρά Ζωή δεν τον βλέπει, ούτε για βράδυ».

«Όλο και θα φανεί. Έχει να μαζέψει δέκα νοίκια. Σ’ εμένα τα είπε. Έννοια σου και θα περάσει απ’ όλους μας. Βγαίνει ο μήνας…»

Σαν να χάθηκε για λίγο το μυαλό του, έστρεψε τη ματιά του προς το παράθυρο…

«Λες να το πάει για χιόνι, Αντώνη, τι λες;»

«Κερασμένο, παιδιά», φώναξε κάποιος.

Και τσούγκρισαν μαζί του ένα κρασί. Σκέτο.

«Θα πω του Πετρίτση να πάω για εφτά μεροκάματα στο χωράφι του, ώσπου να δω τι θα κάνω, Αντώνη».

Ύστερα χώρισαν.

 

Την άλλη μέρα τα σχολιαρόπαιδα κρεμούσαν τις τσάντες τους για τις μέρες του Πάσχα. Μεγάλη Δευτέρα ήταν και ο κυρ-Ανέστης δούλευε στο χωράφι του Πετρίτση κάτω απ’ τον λόφο με την σπηλιά ώς το σούρουπο. Ίδια και τις επόμενες μέρες, για να μαζέψει το νοίκι του Γούβακα. Ένα βράδυ ξεφόρτωσε και κάτι ξύλα στο σπίτι του αφεντικού. Ο Πετρίτσης τον πλήρωσε καλά για τον κόπο του. Ήταν εντάξει άνθρωπος. Λίγα κατοστάρικα λείπαν ακόμα για το νοίκι του Γούβακα και του τα ’χε έτοιμα ο φίλος του ο Κουβερτάς, μα ο κυρ-Ανέστης που ήξερε ότι ήταν απ’ το υστέρημά του, δεν τα δέχθηκε. Έλειψε και δυο μέρες στο διπλανό χωριό κι έστρωσε πέτρες στην αυλή ενός φίλου. Ώσπου να μαζέψει και την τελευταία δεκάρα. Δεν ήταν μόνο το νοίκι… Μέχρι να ’βλεπε και τους Δοβλεταίους να τους μιλήσει.

Στο μεταξύ, ο φίλος τους ο Γιαννιός με κάτι άλλους συντοπίτες μίλαγαν σιγανά έξω απ’ το καφενείο μ’ έναν πραγματευτή που πέρναγε ταχτικά από το Νικηφόρο, το χωριό τους, κι έφερνε στα νοικοκυριά στρωσίδια και σεντόνια στις νιόπαντρες.

Πως είδε –τους έλεγε τώρα ο πραματευτής– το αυτοκίνητο του Γούβακα –με τ’ όνομά του δεν τον έλεγε κανείς– κάμποσες φορές τελευταία κάτω απ’ τον λόφο έξω απ’ το χωράφι του Πετρίτση. Πως είδε και τον ίδιο, δυο μέρες πριν, που έβαζε βιαστικά κάτι εργαλεία κι ένα σπασμένο φανάρι κι ένα κουβά στο αυτοκίνητό του και κράταγε με το στόμα του κάτι που δεν είδε καλά, ντυμένο με κάτι παλιόρουχα κι ένα καπέλο κατεβαστό ώς τα μάτια. Κι εκείνος μόλις τον είδε τον γνώρισε, χώθηκε άρον-άρον στο αυτοκίνητό του και μες στη σκόνη όπως ήταν, έβαλε μπρος κι έφυγε σαν να τον κυνηγούσαν δαιμόνια.

Όλοι γνώριζαν την σπηλιά κάτω απ’ τον λόφο. Έξω απ’ τον επαρχιακό δρόμο, λίγο πιο μακριά από ’κεί, ένας παράδρομος έφερνε στο Νικηφόρο. Δεν διάλεγαν πολλοί αυτόν τον δρόμο, γιατί ήταν στενός και κακοτράχαλος. Όλοι απ’ τα γύρω χωριά τον ήξεραν, μα κανείς δεν τον προτιμούσε. Ο Πετρίτσης βέβαια δεν τον απέφευγε, ήταν το χωράφι του δίπλα. Για την σπηλιά αυτή λοιπόν, λέγανε οι πατεράδες κι οι παππούδες τους, πως ήταν βαθιά και σκοτεινή, και πως κάποτε –αυτό το ’λεγαν σαν θρύλο– ένας πλούσιος περαστικός ξελόγιασε εκεί μια φτωχή κοπέλα, τάζοντάς της πλούτη και χούφτες τις λίρες. Μα ύστερα δεν την πήρε, την κορόιδεψε, κι εκείνη τον απείλησε πως η φωνή απ’ το «Κρίμα!» της θ’ ακούγονταν σ’ όλο τον κάμπο και τότε εκείνος τρόμαξε, την έπνιξε κι έκρυψε το κουφάρι της μες στη σπηλιά. Κι από τότε όποιος πέρναγε απ’ έξω άκουγε ως και το κλάμα της μάνας της το φοβερό! Και πως ένας που έκανε τον παλικαρά και δεν τα πίστευε κάτι τέτοια πήγε εκεί μόνος του κι όπως έσκυψε να μπει στη σπηλιά, ένας βράχος ξεκόλλησε απ’ τον λόφο και τον πλάκωσε!

Η ιστορία αυτή στοίχειωνε τους χωρικούς κι όσοι περνούσαν από ’κεί κοίταζαν τη σκοτεινή σπηλιά μόνο από μακριά. Κάπου εκεί λοιπόν –τους είπε ο πραματευτής– πως είδε τον Γούβακα μέσα στην βρώμα και μες στα χώματα. Απορημένοι τον άκουγαν οι χωριανοί και μπήκαν όλοι σε σκέψεις βαθιές. Ύστερα απ’ αυτά, ο πραματευτής έφυγε.

Το ίδιο πρωί η κυρά Φρόσω άφησε τα παιδιά της στη γειτόνισσα και τράβηξε για την εκκλησία. Ζήτησε του παππά κι έλαμψε τα καντήλια για την Ανάσταση. Έκρυψε μετά δυο κατοστάρικα κάτω απ’ το στρώμα και τα ’χε κι αυτά για το νοίκι του Γούβακα, μήπως δεν φτάνανε του Ανέστη της αυτά που θα ’βγαζε με τη δουλειά. Μάζεψε τα παιδιά της κι ετοίμαζε το φαΐ.

Ήταν βραδάκι κι έφτανε τώρα ο κυρ-Ανέστης έξω απ’ το καφενείο. Βρέθηκε μπροστά του ο Γούβακας.

«Τι γίνεται με το νοίκι μου, ρε Ανέστη; Ακόμα; Μου ’παν πως δουλεύεις».

«Λίγα μου λείπουν ακόμα και θα στα φέρω σε δυο μέρες», ψέλλισε αποκαμωμένος ο κυρ-Ανέστης. «Δεν σου ’δωσε ο Θεός παιδιά, Γούβακα, και δεν ξέρεις».

«Τι είπες, ρε τιποτένιε; Κράτα τα λόγια σου και στέλνω σήμερα κιόλας τους χωροφυλάκους και σας πετάνε έξω απ’ το σπίτι μου με τις κλωτσιές, που μένετε τζάμπα κι εσύ κι η παστρικιά σου που τα ’λεγε σήμερα κρυφά με τον παππά –τα ’μαθα εγώ– κι αν δεν ήταν η κυρά Ζωή να με κρατάει, νερό θα τρώγανε τα μούλικά σου… Χαραμοφάηδες όλοι σας !»

Φωτιά και φαρμάκι έπεσαν στον κυρ-Ανέστη. Κόντεψε δυο βήματα προς το μέρος του, μα του ’ρθε ταμπλάς απ’ την ζάλη και σωριάστηκε στις πλάκες μεμιάς. Πετάχτηκαν όλοι έξω κι ο Κουβερτάς έσκυψε πάνω στον φίλο του, που μες στον ιδρώτα άφηνε την τελευταία ανάσα. Σκούπισε το υγρό μέτωπό του και σφάλισε τα μάτια του. Σαν γύρισε προς τον Γούβακα, άστραψαν στα μάτια του κεραυνοί. Μα εκείνος είχε εξαφανιστεί σαν ν’ άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Μαύρισαν όλα.

Δυο εκκλησιές με τους παππάδες τους δεν έφτασαν να χωρέσουν δυο χωριά που μάζεψε ο κυρ-Ανέστης να τον χαιρετίσουν! Με μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες τους από την συμφορά, μόλις που στεκόταν η κυρά Φρόσω πλάι στον νεκρό, μια σκιά. Βουβά δίπλα της τα παιδιά. Θρήνος βαρύς.

Στην ταφή ένας φώναξε:

«Ο Γούβακας φταίει, αυτός τον έφαγε !»

Σώπασαν όλοι. Οι άνδρες έβγαλαν τα καπέλα τους. Σαν να ’λιωσαν τα δάκρυα της κυρά Φρόσως την παγωνιά, άνοιξε ο ουρανός κι έβγαλε μια ξαφνική ζέστη.

Ώρες μετά κλείστηκαν όλοι στα σπίτια τους. Το χωριό βουβό. Ο ήλιος έλουζε τώρα όλο τον κάμπο. Ένα φορτηγό που ερχόταν από μακριά σταμάτησε στην άδεια πλατεία. Ήταν ο πραματευτής.

«Χωριανοί, τα μάθατε;» φώναξε. «Τον Γούβακα τον δάγκωσε φίδι! Τον βρήκε ο Πετρίτσης πεσμένο στη γούβα που έσκαβε μ’ ένα κουβά λίρες στο χέρι»…

 

Δυο φτυαριές του ’ριξαν, κι αυτές βαριές, και σαν το δειλό σκουλήκι χάθηκε στο υγρό σκοτάδι μεμιάς. Ούτε ψυχή ζώσα από δίπλα. Ως κι η γυναίκα του η κυρά Ζωή έμεινε μέσα αντί για την κηδεία του άνδρα της, με τα παράθυρα σφαλιστά.

Η καμπάνα χτυπούσε την πρώτη Ανάσταση όταν κάποιος άφησε ένα δεμάτι τυλιγμένο με σπάγκο στο σχήμα του σταυρού έξω απ’ το σπίτι του κυρ-Ανέστη. Το άνοιξαν τα παιδιά…

«Συχώρεσέ μας, κυρά Φρόσω, ζωή σε λόγου σου και στων παιδιών σου. Συχώρεσέ μας. Ζωή Γούβακα».

«Χριστός Ανέστη, Ανέστη φίλε μου», ακούστηκε μια φωνή. Ήταν του φίλου του του Κουβερτά.

 

 

* Η Μαρία Δ. Κύρου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε ως αισθητικός. Σπούδασε κλασικό μπαλέτο στην Σχολή της Ραλλούς Μάνου. Είναι αυτοδίδακτη ζωγράφος με δύο ατομικές εκθέσεις και συμμετοχή σε ομαδικές. Από το 2018 συγγράφει διηγήματα και ποιήματα. Παρακολούθησε δύο σεμινάρια δημιουργικής γραφής του ΙΑΝΟΥ με τον συγγραφέα-σεναριογράφο Γιάννη Σκαραγκά.

«Όποια κι αν είναι τα σχέδια της ζωής, ένα ξέρω. Δεν φαντάζομαι ιδανικότερο τρόπο να συνδεθεί κάποιος με το ανώτερο πνεύμα από το συναίσθημα της Αγάπης. Το σκοτάδι ανίσχυρο. Όλα είναι Φως».

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top