Fractal

Τρία διηγήματα

Της Αλεξάνδρας Ντούμα // *

 

 

 

 

ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ

 

Υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν κι άλλα που αλλάζονται, θα σας πούνε. Πράγματα, που ούτε αλλάζουν, ούτε αλλάζονται, δε θα σας πούνε. Εγώ λέω: υπάρχουν κάποια μικρά που αλλάζεις για να ικανοποιήσεις την ανάγκη τους να σε κατατάξουν στην επιτυχή λίστα των κινούμενων υποκειμένων, να κάνεις ότι υποκύπτεις στον προγραμματισμό τους και να κερδίσεις λίγο χρόνο, κι αυτά που δεν θα αλλάξεις, όσα κουδούνια κι αν σου χτυπήσουν, όσα γραμματόσημα και αν χαλάσουν, όσους διοικητικούς απεσταλμένους κι αν σου χρεώσουν.

Ο πρώτος μου απεσταλμένος ή καλύτερα ο πρώτος που αναγνώρισα την ταυτότητά του, ήταν μια παχουλή, κοντή κυρία, με κοκκινωπά μαλλιά και κάτι σανδάλια ασημί από όπου περίσσευε μπόλικο κρέας. Τη συνάντησα στο κομμωτήριο της γειτονιάς μου, όπου πήγα, όπως κάθε πρώτο Σάββατο του μήνα, να βάψω τα μαλλιά μου. Καθόταν αμέριμνη με κάτι αλουμινόχαρτα στα κεφάλι και έκανε πως διάβαζε ένα περιοδικό, ενώ τις περισσότερες φορές το κουνούσε πέρα δώθε σα βεντάλια και προσπαθούσε να ανοίξει ‘την’ κουβέντα. Με την πρώτη ματιά δε σου γέμιζε το μάτι και σου άφηνε την εντύπωση ότι δεν τους απασχολείς ιδιαίτερα, ότι δεν είσαι στην κόκκινη λίστα τους. Τώρα όμως ξέρω: όσο μεγαλύτερες οι ανοχές του υποκειμένου στην αλλαγή, τόσο μεγαλύτερο το καμουφλάζ του απεσταλμένου.

Το ‘αλλάζω’ δεν είναι μια τυχαία λέξη στο καταστατικό τους. Θα μπορούσανε για παράδειγμα να χρησιμοποιούν το ανανεώνω, το επαναπροσδιορίζω, το αναδημιουργώ ή ακόμη και το φρεσκάρω που εδώ που τα λέμε, ηχεί κάπως πιο αναζωογονητικό από το αλλάζω. Το αλλάζω όμως: ξεκινάει από άλφα – επιφώνημα ανακούφισης, έχει δύο λάμδα για να μπορείς να δώσεις το ένα και να ζήσεις με το ένα, όπως ακριβώς τα δύο σίγμα του αλλά-σσω έγιναν αλλά-ζω, πήραν ζω-ή, αυτά θα σας πούνε. Όμως αυτά που λένε δεν είναι όπως λένε ότι είναι και πιστέψτε με όταν έχεις μεγαλώσει με πατέρα φιλόλογο, ξέρεις: το άλφα όσο και αν το καμουφλάρεις μένει επιφώνημα φόβου – πόνου και ασφαλώς, ενώ ζεις με ένα λάμδα, πως ζεις θα σου πουν; Εμ δε θα σου πουν, αλλά θα σου πω εγώ: έχεις δει κάποιον να τρέχει τα ίδια χιλιόμετρα με ένα πνευμόνι, να σκαρφαλώνει το ίδιο ψηλά με ένα πόδι, να κολυμπά το ίδιο γρήγορα με ένα χέρι; Αν είναι προτιμότερο το ένα χέρι, πόδι, νεφρό, αρχίδι, βυζί, μάτι, αυτί από το κανένα, θα ρωτήσουνε σίγουρα. Αλλά δε θα πέσω στην παγίδα τους. Τους ξέρω καλά πια και ξέρω καλύτερα το κανένα, ναι σίγουρα το ξέρω καλύτερα.

Σήμερα ξύπνησα με αυτό το βάρος, με αυτό το προαίσθημα ότι παρότι έχουν μέρες να φανούν, δε φύγανε, δε με αφήσανε ήσυχη. Δεν έπεσα έξω, ήταν πάλι εκεί. Δύο αυτή τη φορά. Στο γραφείο αυτή τη φορά. Ξέρανε ότι μπροστά στο αφεντικό μου δεν θα είχα πολλές εναλλακτικές, θέλανε να με στριμώξουν. Αμ δε, τους αναγνώρισα από την πρώτη στιγμή, δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχαν έρθει για εμένα, παρότι ρίξανε στον Γ. ένα -μάλλον μη ανησυχητικό- σκανάρισμα. Ο Γ., ο νέος του τμήματος είναι ένα από τα υποκείμενά τους, το κατάλαβα από τον τρόπο που με κοίταξε όταν στο προηγούμενο meeting του ζητήσανε να αλλάξει τη μάρκα του στυλό που χρησιμοποιεί, γιατί είχε ένα μπλε κάπως πιο ανοιχτό από το ζητούμενο. Αυτοί όμως είχαν έρθει για εμένα, ο Γ. έχει πολύ δρόμο μετά το στυλό, ίσως το τζελ για τα μαλλιά του, ίσως το μαλακτικό για τα ρούχα του, κάτι τέτοιο πάντως. Έβγαλαν ένα κάρο χαρτιά και άφηναν συχνά πυκνά υπονοούμενα για το τι πρέπει να έχει ένας συνεργάτης τους, με το αφεντικό μου να κουνάει το κεφάλι του γεμάτος κατανόηση ή μήπως γεμάτος συνεννόηση για αλλαγή; Όλο αυτό μου φάνηκε κάπως. Κάπως μου φάνηκε όλο αυτό: έβλεπα για πρώτη φορά ανώτατα στελέχη τους, μέσα σε αυτά και το αφεντικό μου; Δεν άφησα το ερωτηματικό να μου θολώσει την κρίση, είμαι σίγουρη πως αυτό είχαν κατά νου, αυτό ήταν το σχέδιό τους, ένα καλά οργανωμένο σχέδιο για τα μη συμμορφωμένα υποκείμενα. Ένα ήταν σίγουρο από αυτή την επίσκεψη: βρισκόμουν στη μεγάλη κλίμακα.

Τις επόμενες ημέρες δεν πήγα στη δουλειά, είπα ότι είμαι άρρωστη, πήρα και χαρτί γιατρού. Έπρεπε να κερδίσω λίγο χρόνο, να κάνω τα ερωτηματικά τελείες. Πρόσθεσα στο σημειωματάριο των επισκέψεων τη συνάντηση στο γραφείο και έμεινα εκεί να κοιτώ τα ζητούμενα, τις συνδέσεις όλων των επισκέψεων. Έσκισα τις προτάσεις και τις έβαλα στον τοίχο ενώνοντας τα στοιχεία με μία κόκκινη χοντρή κλωστή πλεξίματος, όπως ακριβώς είχα δει σε μια ταινία. Πολύ καλύτερα έτσι, σκέφτηκα. Την κατασκευή μου σταμάτησε ο ήχος του τηλεφώνου.

Ήταν ο Γ. – Τι σου ζητήσαν να αλλάξεις αυτή τη φορά; – Τίποτα καινούριο, είπα. – Εμένα μου είπανε πως το αριστερό μου μάτι είχε περισσότερο κίτρινο γύρω από την κόρη, από ότι το δεξί και μου προτείνανε, για να έχω καλύτερο αποτέλεσμα όταν κοιτώ τους ανθρώπους στα μάτια και περισσότερα like στις shelfies μου, να βάλλω σε ένα από τα δύο φακούς. Έτσι θα μπω στον κόσμο τους, είπε τραβώντας κάπως ειρωνικά το πρώτο ‘ο’ της λέξης ‘κόσμος’. – Σε έναν κόσμο που θέλει να αλλάξεις για να του μοιάσεις και να κοιμάται ήσυχος το βράδια; Χα!, του είπα. – Μου δώσανε μάλιστα την ελευθερία να βάλω τον φακό σε όποιο μάτι θέλω και αυτό είναι κάτι που εκτιμώ, συνέχισε σα να μην άκουσε το σχόλιό μου, προτείνοντας μου απλά, χωρίς να είναι απαραίτητο, το τονίζω αυτό, είπε με χαμόγελο, να το βάλω στο δεξί που έχει ελάχιστη μυωπία, ώστε να φτιάξει και αυτό. Είχα πέσει έξω, του είχαν ζητήσει κάτι πιο ισχυρό ή μήπως όχι; Τότε είδα καθαρά: δεν ήταν το αριστερό του μάτι πιο κίτρινο, αλλά το δεξί, νόμισε ότι δεν το είχα προσέξει το φίδι το κολοβό. Άρχισα να βήχω και ανάμεσα σε κάποια γκούχου γκούχου του ζήτησα συγνώμη, ότι δε νιώθω καλά και ότι πρέπει να κλείσω.

Έβαλα στην κατασκευή με τις επισκέψεις τους, το τηλεφώνημα του Γ. Δε με ξέρουν καλά, τους έχω καταλάβει. Θα σας πούνε να αλλάξετε γραβάτα, ίσως, να αλλάξετε καρέκλα, ίσως, να αλλάξετε φωτιστικό, ίσως, να αλλάξετε δουλειά, γκόμενα, φύλο, φίλους, μάνα, πατέρα, παιδιά, δέρμα, θάνατο. Ίσως; Και κάτι τελευταίο: δεν θα σας πουν ποτέ ότι το ΄αλλάζω΄ είναι στη γλώσσα τους συνώνυμο του αλαλάζω, ή αλλιώς συγκάλυψη του αλαλιάζω.

 

 

 

bubbleologist

 

Πάντα μπουρδούκλωνες τα φαινόμενα, όπως από μικρή όλα σου τα πράγματα. Η μάνα σου δε σου έβαζε χέρι, έτσι ήταν κι αυτή. Έβαζε στο μίξερ ότι είχε στο ψυγείο και κάτι νόστιμο έβγαινε. Μπήκαν στο μίξερ σου τα δεδομένα και γύρνα γύρνα, αλλάξανε τα πλην σε συν, επί, δια και τούμπα. Δε θέλει και πολύ, φτάνει να ανακατεύσεις τις γραμμούλες, φτάνει να ξέρεις που είναι το κουμπί του στροβιλισμού, φτάνει να θες να αλλάξεις. Έχεις ζήσει ξανά αυτή τη στιγμή του στροβιλισμού. Τώρα φαίνεσαι έτοιμη, ίδια εσύ, σε θέση ίδια, με πρόσωπο κάποιου, αυτός. Φαίνεται να ελπίζεις ότι, αυτή τη φορά, αυτός, θα καταλάβει. Θα σε ρωτήσει κάτι κλισέ τύπου, γιατί διάλεξες αυτό το επάγγελμα ή ποια τα χαρακτηριστικά ενός καλού του είδους, και εσύ θα χαμογελάσεις δυνατά. Θα πάρεις χρόνο να σκεφτείς, όσο εκείνος κοιτά, δήθεν αδιάφορα, κάτι πάνω σου. Τη φούστα, τα χείλη, τα παπούτσια, τον κώλο σου αν είσαι όρθια, δεν έχει σημασία τι, θα το κάνεις προϊοντικό σου πλάνο και αυτόν πλάνο απόλαυσης. Ο χρόνος που κέρδισες σύντομα θα σκάσει, έχεις συνηθίσει άλλωστε αυτές τις ταχύτητες, λειτουργείς καλύτερα στην ελεγχόμενη επιτάχυνση, αρκεί να κάνεις εσύ τις φούσκες. Θα αρχίσεις να μιλάς, δειλά στην αρχή, όχι γιατί αμφιβάλεις, αλλά γιατί είσαι σε θέση να καταλάβεις την άμυνα ως παρτίδα επιβίωσης, της αλλαγής κυρίως. Έχεις περάσει από αυτό, κατανοείς τους κανόνες. Θα το πάρεις από την αρχή, από τα παιδικά χρόνια, από τον μη διωκόμενο χρόνο πειραματισμού, από τη χωρίς φόβους εποχή της φούσκας. Όταν το σκάσιμο δεν τρόμαζε, όταν μπορεί απλά να το προκαλούσες, έτσι για παιχνίδι. Τότε που δημιουργούσες με προσμονή μια συνεχώς μεγαλύτερη, πιο λαμπερή και ιριδίζουσα φούσκα. Θα του δώσεις παραδείγματα, είσαι άλλωστε επαγγελματίας. Το κυνηγητικό, που έσπασε και έγινε κρυφτό. Το κρυφτό που έγινε μήλα, τα μήλα που έγιναν βόλεϊ, το βόλεϊ – Nintendo, το Nintendo – φιδάκι στο κινητό. Όσο τα παραδείγματα αυξάνονται, τόσο θα μειώνεις τις λέξεις και την ταχύτητα εκφοράς τους. Θα σταματήσεις απότομα δίνοντας χρόνο στην παύση, τόσο όσο να νιώθει ότι έχει προλάβει να κατανοήσει, τόσο όσο δε θα του αφήσεις περιθώρια να διαφωνήσει. Τότε θα συνεχίσεις με τον έρωτα στον χρόνο του τότε, που νομίζει πως ελέγχει. Θα φυσήσεις μπροστά του τον μικρό Γιάννη, τον Πέτρο, τον Μιχάλη, τον Κώστα και θα τους σπάσεις παίρνοντας τους αγκαλιά. Θα τον ρωτήσεις αν είναι έτοιμος να συνεχίσεις, θα σου γνέψει θετικά μη θέλοντας να δείξει αδυναμία, αλλά κερδίζοντας λίγο από τον χώρο που του έκλεψες θα σου πει, δεν είμαστε όμως πια παιδιά. Τον ρωτάς με απόλυτη ηρεμία, θες το λίγο αργότερα από το τότε, το πιο πρόσφατο από το τότε ή το τώρα; Δε θα χρησιμοποιήσεις τις λέξεις εφηβεία, πρώτη νεότητα ή μέση ηλικία, δε θες να γίνεις τόσο συγκεκριμένη, γενικά δε σου αρέσει καμία ταμπέλα, πόσο μάλιστα του χρόνου. Θα σου πει, κοιτάζοντας αμήχανα το ρολόι του για να κρύψει την άγνοια του χρόνου, το τώρα. Θα δώσεις πάλι χώρο σε κάποιο προϊοντικό σου πλάνο. Η απόλαυση χαλαρώνει τους μυς της λογικής. Όταν έχεις το συναίσθημα, την παρόρμηση, προχωράς, σταθερά και διεισδυτικά. Θα μετρήσεις τα επαγγέλματα που άλλαξες – με αυτό το ένα πτυχίο, τους άνδρες που άλλαξες – με αυτή τη μία καρδιά, τα διαφορετικά κόμματα που κυβερνήσανε – με αυτή την ίδια πολιτική, τις μόδες που άλλαξαν – με αυτό το ίδιο σώμα, τους νόμους που άλλαξαν – με αυτό το ίδιο αποτέλεσμα, τις εποχές που αλλάξανε – με αυτές τις ίδιες μνήμες. Του λες ότι μπορείς να συνεχίσεις όλη μέρα με παραδείγματα. Εκεί θα παίξεις το τελευταίο σου χαρτί. Θα ανοίξεις το στόμα σου και θα γεμίσεις το γραφείο φούσκες. Θα κάνεις μία μεγαλύτερη για εκείνον. Θα τον τυλίξει σα νεογέννητο κουτάβι σε εμβρυακή μεμβράνη. Λίγο πριν την ασφυξία, θα γλύψεις τη μεμβράνη. Ο λιγοστός χρόνος εκεί μέσα θα τον πνίξει, το σκάσιμο της φούσκας θα τον γεννήσει. Θα τον κοιτάξεις με σιγουριά και θα του πεις: Βλέπετε; Όλα είναι φούσκα, όλα γεννιούνται και αλλάζουν και ξαναγεννιούνται, σε ρυθμούς φούσκας. Είμαι το κατάλληλο στέλεχος για το τώρα, την εποχή της φούσκας. Όταν νιώσεις ότι πείθεται, θα εκφράσει αμφιβολίες. Θα σου πει, ότι δεν υπάρχει τέτοια θέση στην αγορά εργασίας, ότι φοβάται μην γλιστρήσουν οι υπάλληλοι από τη σαπουνάδα, ότι είναι μεγάλο ρίσκο για την ασφαλιστική τους, ότι δεν ξέρει πώς να δικαιολογήσει έναν τέτοιο τίτλο, ότι ακόμη και αν τα καταφέρει τον προβληματίζει το job description της επαγγελματικής σου κάρτας. Και εσύ απλά του λες: bubbleologist, ωραίο δεν ακούγεται;

 

 

 

 

ΑΔΕΙΕΣ ΜΠΥΡΕΣ

 

Ο χειμώνας, όπως καμία άλλη εποχή, του θύμιζε τα χρόνια τα μετά, εκείνα που έρχονται για να θυμίσουν τα πρώτα, γιατί τι άλλο είναι το αύριο, αν δεν είναι το χθες πασαλειμμένο με ξινισμένο βούτυρο, σε φρυγανιά ολικής ή και χωρίς γλουτένη; Καθόταν σε μια κιτρινοκόκκινη καρέκλα, που έκανε αντίθεση με το πράσινο των πουρναριών πίσω του. Τα ρούχα του ήταν δικά του αλλά ξένα, πέφταν πάνω το σα με το ζόρι, κουστούμι σε αρχαίο άγαλμα, που δεν κατάφερε να κρύψει ρωγμές μαρμάρου. Κρατούσε όπως πάντα, ένα τσιγάρο στο δεξί και το αριστερό του ακουμπούσε σα να μην ακουμπά στο μπράτσο της καρέκλας. Σαν να μην ήταν δικό του αυτό το χέρι ή σα να ήθελε να κρύψει όσα κάποτε κράτησε και όσα κάποτε άφησε. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, καρφώνοντας τα αδιαφανή του μάτια σε μια πάντα αόρατη κάμερα, η ύπαρξη της οποίας έκανε τον Ντόνμι να στέκεται ευθυτενής και αποπνέοντας τη σιγουριά του παρατηρούμενου. Ήταν ο Joseph Brummer του Ρουσώ, μόνο σε πλαστική γυαλιστερή καρέκλα, μόνο με αναμμένο τσιγάρο Marlboro και με κεφάλι, μαλλιά και μούσια αγιογραφίας του Άγιου Μάξιμου του Ομολογητού. Όσο το κλείστο τον σημάδευε, τόσο έφτανε να σωπάσει, τόσο να πάρει φόρα, μισή ανάσα από το μπρος κι άλλη μισή από το πίσω. «Τι με κοιτάς μου λες; Πάψε. Πάψε να βλέπεις για να πεις τι είδες και δες για δεις τι δεν είδες. Πάψε να με κοιτάς γκαβούλιακα σα σπάνιο κουφάρι, κουφάρι από σκουλήκια είμαι κι εγώ κι εσύ, ναι και συ, τι νόμιζες; Κι εσύ, κι εγώ, κι όλοι όσοι δε γέννησαν ή δε γεννήθηκαν, όσοι περπατούν, πετούν, καλπάζουν ή έρπονται. Όσοι αγάπησαν και δεν αγαπήθηκαν και όσοι αγαπήθηκαν και δεν αγάπησαν. Όλοι οι και καλά χρήσιμοι και άλλο τόσο οι έλα μωρέ άχρηστοι. Γιατί δεν απαντάς, θαρρείς αυτό που κάνεις τώρα δεν είναι κι αυτό απάντηση; Καημένε μου.» Ο Ντονμι κράτησε ψηλά την άδεια μπύρα του στην υγειά όσων πάντοτε κοιμούνται και όσων όρθια ξαγρυπνούν. Έπειτα την πέταξε στο βαρέλι που στέκονταν σκουριασμένα περήφανο απέναντί του. Ο ήχος σπασίματος του προκαλούσε μια αδιευκρίνιστη ηρεμία, ένωνε τον πυρήνα του με ένα τέλος ολόκληρο που αξίζει σε ότι παύεται, σε όλους τους μιας χρήσης επί της γης. «Πώς να κρατήσεις ένα σώμα χωρίς κεφάλι και ψυχή, μου λες; Ναι το ξέρω καλά, όλα έχουν ένα αντίτιμο, και αυτές εδώ οι μπύρες αντίτιμο τριάντα αργύρια στα χέρια του μπακάλη, αυτό θες; Αυτό; Αυτό θα έκανες εσύ αν ήσουν άνθρωπος, αυτό είναι για σένα ζωή; Νομίζεις ότι η επιλογή της μη επιλογής δεν είναι επιλογή; Να ανακυκλώνεσαι, αυτό θες; Να αδειάζεις και να γεμίζεις αλλάζοντας πώμα και ζουμί, σε μύρια χείλη άγνωστα να ακουμπάς και αέναα να περιμένεις αυτό το ένα λάθος που θα σε κάνεις κομμάτια χίλια; Όχι, μ’ ακούς; Όχι, ζωή σε χείλη ξένα να μη δει. Μια μπύρα είναι, ναι. Χίλιες φορές όμως κομμάτια σε αυτόν τον τενεκέ, ακούς; Χίλιες φορές σπασμένος, παρά προς το παρόν τελειωμένος, μ’ ακούς;». Το άλογο συνέχιζε να τον κοιτάει. Τα μάτια του είχαν μια ακτινοβολία παιδικού φωτιστικού πάνω από άδεια κούνια, σα χαρωπές φωσφορίζουσες πυγολαμπίδες που προσελκύουν την άμορφη λεία τους. «Σειρήνες το φως σας δε φοβάμαι. Τι θέαμα θα ήταν άλλωστε ένας άνδρας που φοβάται το φως; Μισό συκώτι έχω, έλα, τραγούδα το, χωρίς σκοινιά σε τούτη εδώ την πλάση». Το άλογο συνέχισε να κοιτά τον Ντονμι, καθώς έπεφτε στο χώμα να αδειάσει τη φουσκωμένη κοιλιά του. Ο υμένας έχυσε ένα κουφάρι τυλιγμένο με σκουλήκια χρωματιστά. Ο Ντονμι σηκώθηκε από την καρέκλα, έσβησε το τσιγάρο του στη μπότα του, πέταξε την τελευταία μπύρα στο βαρέλι, αγκάλιασε σφιχτά το κουφάρι και αναφώνησε: Εκείνος πραγματικά θέλει να σωθεί, ο οποίος δεν αντιστέκεται στα θεραπευτικά φάρμακα. Και αυτά είναι οι οδύνες και οι λύπες που έρχονται με τους ποικίλους πειρασμούς. Όποιος όμως αντιστέκεται, δεν γνωρίζει ούτε τι εμπορεύεται στον εδώ κόσμο, ούτε τι πρέπει να αγοράσει με αυτές προτού φύγει από τον κόσμο.1

 

 

1 Οι πειρασμοί (Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού), ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ

 

 

* Η Αλεξάνδρα Ντούμα, γεννήθηκε το 1983 στη Λάρισα και ζει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως παραγωγός διαφημιστικών ταινιών. Επίσης, έχει ασχοληθεί, με την παραγωγή ντοκιμαντέρ και την ποιοτική έρευνα. Σπούδασε Πολιτισμική Τεχνολογία και Επικοινωνία, συμμετέχει στο μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ και παράλληλα παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top