Fractal

Μνήμες σαν το αλάτι μιας ζωής

Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης // *

 

«Αλισάχνη», Ποιήματα του Γιώργου Πολυκράτη, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος

 

Καιρό τώρα ήθελα να γράψω για τον …παράξενο έρωτα του γιατρού Γιώργου Πολυκράτη με την ποίηση. Εξέδωσε το 1950 δυο συλλογές και μια τραγωδία∙ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιατρική∙ αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην επιστήμη του και ξαναβρήκε την ποίηση με τη συνταξιο­δότησή του. Η συναναστροφή του μαζί της είναι πλέον η αποκλειστική του ενασχόληση. Καθημε­ρινά, ταπεινά, σε μια ασυνήθιστη για την εποχή μας συνήθεια. Άλλοι απασχολούνται τακτικά με το καφενείο.

Πρόκειται για γνωστό γιατρό, γεννημένο το 1930 στην Αθήνα, γιο του πρόσφυγα Βενιζελικού βουλευτή Δημή­τρη Πολυκράτη. Ήταν μέλος μιας σημαντικής φοιτητικής συντροφιάς την περίοδο 1950- 1955, την Κασταλία, με προοδευτική κατεύθυνση σε ιδιαίτερα σκληρές εποχές, όπου μεταξύ άλλων συμμετείχαν: Κική Δημουλά, Φρέντυ Γερ­μανός, Χρήστος Καρράς, Ηλίας Θεοφιλάκος, Γιώργος Βανταλής κ.ά.

Την ωραιότητα της σχέσης νομίζω πως την αποκαλύπτει η αφορμή της. Ο κ. Γ. Πολυκράτης επιστρέφει στη λογοτεχνία όχι τόσο για να παρουσιάσει έργα που δεν γνωρίστη­καν, όσο για να ακου­μπήσει στην Τέχνη μια ζωή και με την ποί­ηση να την ξεκουράσει. Ο δεσμός τους εντάσσεται στις αισιόδο­ξες α­ποδείξεις ότι πάντα μια ευαίσθητη ψυχή πηγαίνει κόντρα στον στραγγαλισμό της κα­θημερινότητας και αργά ή γρήγορα θα βρει τον τρόπο να ξεφύγει για να μας μιλήσει. Έ­ντιμη προ­σπάθεια. Ο­λοκάθαρη και ιδιαίτερα χρήσιμη. Επειδή παρό­μοιος τρόπος γρα­φής είναι απαλλαγμένος από «σκοπούς», «αποστο­λές», «μηνύ­ματα». Ο δημιουργός παραδίνεται στη δημιουργία για να ξεκουρα­στεί με το δημιούργημα. Την ψυχή του ξεδιπλώ­νει. Ανάλογα με την ποιότητα της ψυχής του θα κατορθώσει να ξεκουράσει κι εμάς ή όχι.

«Όταν έχω εγκαταλείψει το σύνηθες και το καθημερινό προς χάριν της αβύσσου (…) τότε μου τί­θεται με ενάργεια και επιτακτικά η ανάγκη του έργου» επιβεβαιώνει στο αριστουργηματικό του κεί­μενο «ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου» ο Γιώργος Μανιάτης. Για να μεταστοι­χειωθεί όμως η ανάγκη σε ποίηση,  θεωρώ ότι, πριν από τις λέξεις, απαιτείται ειλι­κρίνεια. Τότε μόνο προκαλούν οι λέξεις αισθήματα και η συγκίνηση της ποίησης γίνεται συγκίνησή μας. Χαίρομαι ιδιαίτερα που αυτό το συναντώ κι εδώ, σε μια καλαίσθητη συλλογή, την Αλισάχνη (= αλάτι, από το ομηρικό αλς-θά­λασσα + άχνη), με εξώφυλλο ξυλογραφία του χαράκτη Σπύρου Βασιλείου, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρό­πουλος), έργο με πολλές εκπλήξεις για τις προθέσεις, για τη θεματική, για τον δημιουργό της -ενενήντα χρονών σήμερα, γραμμένη πρόσφατα κι εκδομένη φέτος, συλλογή ποιημάτων που κυ­κλοφορεί για να μας πει και όχι για να μας πείσει.

«Κάνε αυτό που η καρδιά σου λαχταρά/ κάνε το μοναχά για τον εαυτό σου» παροτρύνει ένας ναυτικός τον Γ. Πολυκράτη, την ώρα που ρίχνουν οι δυο τους παραγάδι «Ανοιχτά της Γαύδου». Και ο γιατρός μας το κάνει μέσω της ποίησης, όμοια με τα απομνημονεύματα ενός ταξιδευτή που δια­σχίζει τις μνήμες του, βρίσκοντας και λέγοντάς μας για την ουσία της ζωής και τον τρόπο θεώρησης του κόσμου.

ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Πώς να σε λησμονήσω;

Κάποιο βαθύ ξημέρωμα

κάποιο δροσάτο πρωινό

θα κλέψω από τον ουρανό

τον λαμπερό Αυγερινό

να στον χαρίσω.

 

Και ίσως τότε

με σπλαχνιστεί η Παναγιά

και σε γυρίσει πίσω.

Η εντύπωση που παίρνουμε από το παραπάνω ποίημα επικεντρώνεται σε μια σχέση αγάπης – έρωτα που διατηρείται πέρα από τον αμετάκλητο λόγω θανάτου χωρισμό. Το επέλεξα θεωρώντας ότι το περιε­χόμενο και η τεχνική του αποτελούν βασικό χαρακτηρι­στικό γνώρισμα όλης της συλ­λογής, που θα την χαρακτήριζα τρυ­φερή κατάθεση αναμνήσεων με τον χυμό τους, εξηγώντας μας γιατί οι αναμνήσεις μένουν ζωντα­νές στον Χρόνο και γιατί μάχονται σαν σανί­δες σωτηρίας απέναντι στην πολύμορφη α­πόγνωση που μας πε­ριβάλλει. Βέβαια στον πρόλογο του βιβλίου ο δημιουρ­γός μάς δίνει τον χάρτη της διαδρομής του. Διευκρινίζει ότι καταθέτει με λυρικούς στίχους τις μνήμες του, ότι «…στο πέρασμα του χρόνου διαγράφη­καν οι δυσάρεστες και μένουν οι ευχάριστες…», ότι η μνήμη είναι Χρόνος, ότι και να εξασθενεί η σωματική δράση υπάρχει η πνευματική δράση για να παραμείνει κά­ποιος ενεργός – χρήσιμος και ότι η μνήμη είναι πολύτιμο υ­λικό για να αναλογιστεί, να φτάσει, να περάσει κάποιος ή­ρεμα τη γραμμή του Αναπόφευκτου. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι οι πρόλογοι βοηθούν την ανάγνωση ειδικά της ποίησης που η φύση της είναι να προκαλεί έκρηξη στην ψυχή. Περιορίζουν την έκταση της περιπέτειας μαζί της. Αυτό πά­ντως δεν σημαίνει τίποτα απολύτως για το έργο. Αντίθετα στην Αλισάχνη συναντάμε ένα, για πολ­λούς λό­γους, ενδιαφέρον γεγονός.

Περιπτώσεις, όπως η συγκεκριμένη, προκαλούν γόνιμο προβληματισμό, γιατί δίνουν μια άλλη διά­σταση στην ποίηση. Είναι μια αυθόρμητη σχέση. Το αυθόρμητο φανερώνει το αληθινό. Υπεν­θυμίζουν ότι η τέχνη είναι καταφύγιο, επομένως αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα καθενός. Επίσης ανατρέπουν στην πράξη κηρύγματα για «άδυτα», «άβατα» και προνομιούχους ιερουργούς με κάρτα εισόδου από club. Μακάρι όλοι οι πολίτες μιας χώρας να έχουν ταυτόχρονα με τους όποιους δεσμούς τους (κοινωνικούς, επαγγελματικούς, οικονομικούς κ.τ.ό.) παράλληλο δεσμό με την Τέ­χνη. Για το όφελος της Γλώσσας, της Πολιτείας, του Αναγνώστη. Επειδή: Η γλώσσα (μήγαρις έχω τίποτα άλλο στο νου μου … – Δ. Σολωμός) για να παραμείνει ζωντανή χρειάζεται λίγους που θα την ανυψώσουν και πολλούς να την τραγουδάνε. Η Πολιτεία που χάνει την Τέχνη της οδηγείται σε παρακμή κι εξαφάνιση. Ο αναγνώστης που προσπαθεί ή ξέρει να δημιουργεί αναγνωρίζει και με­ταπλάθει σε ομορφιά την ασχήμια του.

 

Γιώργος Πολυκράτης

 

Εύκολα μέσα από εικόνες, σκέψεις αισθήματα ανοίγεις τον δρόμο για τη συγκίνηση και το ίδιο εύκολα μπορείς να την εκφράσεις. Το ζήτημα είναι να βρεις το κλειδί. Εδώ έχουμε μια εσωτερική επιθυμία που εξωτερικεύεται μέσω της μνήμης. Οι μνήμες φαίνεται να δημιουργούνται από δεκά­δες γεωγραφικά σημεία. (Αίγινα, Μεσολόγγι, Γραμ­βούσα, Φούρνοι, Κέα, Γιούρα, Πόρτο Κάγιο, Άνδρος κλπ). Είναι βιωματικές εμπειρίες που προκα­λούνται στον επισκέπτη του κάθε τόπου. Πι­θανότατα με μια αλληγορική διάθεση να σημαίνουν το ταξίδι της ζωής, αφού όλες οι πόλεις, τα χωριά, οι οικισμοί που αναφέρονται βρίσκονται σε νησιά ή σε ακτές. Για να τις επισκεφθείς και για να τις γνωρίσεις χρειάζεται να καταλαβαίνεις ή και να μάθεις τη γλώσσα της Θάλασσας. «…καθάρια θάλασσα λαμπίζει/ στ’ αυτί μου μελωδίες ψιθυρίζει./ Οσμή από λιαστό χταπόδι/ και τσίπουρο που βράζει/ και μια γλάστρα με σγουρό βασιλικό/ που θάλλει σε νησιώτικο πρεβάζι…».

Θυμίζω πως η επίσκεψη έχει πάντα την έννοια του προσωρινού∙ ο επισκέπτης θα δώσει τη θέση του σε κάποιον άλλον επισκέπτη, καθένας φεύγοντας θα πάρει δώρο κάτι διαφορετικό. Οι αναφορές του δεν αφο­ρούν τόσο την εξωτερική -την οπτική- ομορφιά των σημείων που επισκέφθηκε, ούτε μόνο τη χαρά ή τη γλυκιά θλίψη που προκάλεσαν, αλλά υπογραμμίζουν τη βαθύτερη, την εσωτερική, την ανυπέρβλητη δύ­ναμή τους που μεταστοιχειώνει το παροδικό σε αιώνιο και γεμίζει μια σχέση με τρυφεράδα, γαλήνη, γνώση. Είναι η «αλισάχνη», κάθε φορά διαφορετική από τόπο σε τόπο, φω­λιασμένη στις γούβες του ευρύπνοου νου.

Γι’ αυτό η ακριτική Μυτιλήνη επιτρέπει στην πέτρα να εξομολογηθεί ότι θέλει να γίνει μετερίζι. Στο ερημονήσι Σάρια ένα ξωκλήσι προσφέρει το καταφύγιο κι ένα αναμμένο καντήλι τη συντροφιά μέχρι να περάσει η καταιγίδα. Η παραλία του Άη Στράτη μεθά ελπίδες αντίστασης με κέρδος το μέλλον του ανθρώπου και προτρέπει την ψυχή του επισκέπτη να συνδεθεί ακούοντας «… ακόρεστη/ το θρόισμα των φύλλων/ κλείσε τα βλέφαρα απαλά/ ρούφηξε τη νυχτιά/ και πιες από το τάσι της/ τη μουσική των γρύλλων.». Στην Αλιμιά ελλείψει ιερέα οι προσκυνητές παρακαλούν έναν «αγράμματο» γερό ψαρά να πει το κήρυγμα και στο τέλος από σεβασμό οι παριστάμενοι του φιλάνε το χέρι. Στο καρνάγιο των Σπετσών ο γέρο-ναυπηγός φιλοσοφεί για το «μπάρκο που δεν έχει γυρισμό» και το κάνει γνήσια ελληνικά χύνοντας: «…δυο γουλιές κρασί/ απ’ το ποτήρι που ήτανε σιμά του/ κι αργοψιθύρισε: «σπονδή/ στην αναπόφευκτη ανάγκη του θανάτου»…».

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ. Η πλώρη μου/ τη θάλασσα χαράκωσε με θάρρος/ κάθε αστέρι κι ένας φάρος/ όσο να φτάσω στο νησί./ Μνήμες Καβείρων ορίζουν τις πηγές/ που στο νησί ολούθε αναβλύζουν./ Τα κρυσταλλένια της νερά/ σαν τα κατσίκια ροβολούν την κατηφόρα/ κι εγώ προσμένω ώρα την ώρα/ σαν σε προσκύνημα στην φύση ιερό/ στα τέσσερα κατάχαμα πεσμένος/ αγρίμι ολόδιψο να γλύψω απ’ την πέτρα/ το πεντακάθαρο νερό.//

 

 

Είναι μια ποίηση αποδεκτή, λυρική, απαλή, εκφρασμένη με παραδοσιακό μέτρο. Τα θέματα έχουν ποικιλία, δομή, μύθο. Χρησιμοποιείται η ομοιοκαταληξία, όμως η μουσικότητα ενισχύεται με παρηχή­σεις (πχ στην «υδρία, ιδρώνει ολόδροσο νερό») και με τον προσεκτικό τονισμό στους στίχους. Την αί­σθηση επιτείνουν ευπρόσδεκτες μεταφορές και παρομοιώσεις. Ταυτόχρονα υπάρχει ένα πλήθος ασυνή­θιστων λέξεων (ενδεικτικά παραθέτω επιζεφύριος, άελλα, λαμπίζω, μούρμουρα, οργοτομώ, δυσβάδι­στος, χωμάτου, κ.ά πολλές) που κοντά σε άλλες λέξεις της καθημερινής ομιλίας μάς παραδίνουν εύκολα και απλά το νόημά τους ζωντανεύοντας το ποίημα. Έντονα εικονοπλα­στική έκφραση (… κύμα μικρό, αφράτο σαν ψωμί/ γλυκό μουρμούρισμα αφήνει/ καθώς κυλιέται στην ακτή/ φιλιά να πάρει και φιλιά να δίνει…) μας παραδίνεται ως στοχασμός ενός ανθρώπου για να αντιληφθούμε τη διαρκή ευκαιρία και δυνατότητα, που έχει καθένας μας, με την όποια τέχνη να γνωρίσει τι μένει αμετάβλητο στη ζωή και ποια είναι τελικά η ουσία της.

 

 

* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος. Αρθρογραφεί, γράφει ποίηση, παραμύθια και προ­σεγγί­σεις βιβλίων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top