Fractal

Οι μεγάλοι, επαναληπτικοί κύκλοι της Ιστορίας

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Μαρία Κωνσταντούρου «Παλίρροια», εκδ. Λιβάνη

 

            «Άνοιξα τα χείλη αλλά δεν κατάφερα να πω τίποτα. Η αγάπη, η συμπόνια, η ανθρωπιά, όλα είχαν χαθεί. Τα είχε σκοτώσει κι αυτά η αρρώστια. Ένοιωσα σαν να πέθανα μέσα σε μια στιγμή και να ξαναγεννήθηκα σε άλλο κόσμο, τόσο διαφορετικό απ’ αυτόν που είχα γνωρίσει και αγαπήσει. Έναν κόσμο όπου η ψυχή δεν υπήρχε, δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Μόνο το κορμί, η ύλη».

 

Η Μαρία Κωνσταντούρου μέσα από το εκτενές μυθιστόρημά της

«Παλίρροια» μεταφέρει τον αναγνώστη σε δύο χρόνους, αφηγούμενη παράλληλα δύο ανθρωποκεντρικές ιστορίες που διαδραματίζονται αντίστοιχα στη Βενετία του 20ου και 14ου αιώνα. Μέσα από αυτές αναδεικνύονται όλα τα ποταπά ανθρώπινα συναισθήματα της κακίας, της εκδικητικότητας, της καταπάτησης της ζωής  του άλλου με κάθε ανήθικο μέσο για προσπορισμό προσωπικού οφέλους, της έλλειψης αγάπης, συμπόνιας, αλλά και ο αντίποδας τους: η αγάπη, ο έρωτας, η καλοσύνη, η συγχώρεση, η ενσυναίσθηση, η ηθική εκτέλεση του καθήκοντος, η αυτοθυσία.

Στη σύγχρονη ιστορία, όπου η ζωή διυλίζεται στον μεγεθυντικό φακό της γραφής της, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, χωρίς να είναι αποστασιοποιημένη από τον πόνο και τα πάθη των ηρώων της. Η Κωνσταντούρου αφηγείται, με τρόπο που συγκινεί, τη μεταφορά της Λουτσία, του Βιττόριο και της Ρεμίνα στο νησί Ποβέλια – κολαστήριο ψυχών στη διάρκεια του Μεσαίωνα – όπου στεγάζεται στο αφηγηματικό της παρόν ένα άσυλο για ψυχικά πάσχοντες ή απόβλητους της κοινωνίας.

Η Λουτσία, είναι θύμα του διεφθαρμένου συζύγου της Σεμπαστιάνο, που μετά τον θάνατο της μικρής τους κόρης,  βαφτίζει τη θλίψη της ”ανίατη και επικίνδυνη ψυχική νόσο”, και την εξαναγκάζει σε εγκλεισμό στο άσυλο.

Ο Βιττόριο, μόλις δεκαεννέα ετών, θυματοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο, από τους αδιάφορους γονείς του εξαιτίας κάποιων προβλημάτων υγείας που παρουσιάζει.

Η Ρεμίνα, θύμα της κτηνωδίας του πατριού και της ίδιας της μητέρας της, που ήθελε να κρύψει κάτω από το χαλί την οικογενειακή τραγωδία, οδηγείται εκεί για πλήρη εξόντωση.

Τρεις ψυχές μαζί με άλλες, κάτω από την επίβλεψη αδιάφορων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, νοσηλευτών, και για κάποιο χρονικό διάστημα δύο γιατρών που εντίμως ασκούσαν το λειτούργημά τους.  Ο Διευθυντής Κονταρίνι και ο ελληνικής καταγωγής νεαρός γιατρός Αντρέα Καλασούντα συμπονούν και νοιάζονται για τις τύχες των τροφίμων, προσπαθούν να αποκτήσουν μια ειλικρινή επικοινωνία με τους ασθενείς και τους συγγενείς τους. Και ενώ, κάτω από τις ζοφερές συνθήκες του ασύλου αναπτύσσονται ακόμη και έρωτες ως ανάγκη να γραπωθούν από τη ζωή οι δυστυχείς έγκλειστοι, ένας νέος  κίνδυνος παγώνει το αίμα των αθώων θυμάτων. Ο Πάολο Πινιόλο, νέος διευθυντής του ασύλου, άνθρωπος δαιμονικός, προσπαθεί να διακριθεί επαγγελματικά χρησιμοποιώντας εξοντωτικές μεθόδους με αλλεπάλληλα θύματα.

   

«Μέσα στους θαλάμους η ζωή έδειχνε να συνεχίζει στο ίδιο καθημερινό μοτίβο, ακολουθώντας τους χτύπους κάποιου αόρατου ρολογιού που μετρούσε αντίστροφα. Άνθρωποι παραδομένοι σε ύπνο δίχως γαλήνη, όνειρα δεμένα με λουριά στα σιδερένια κάγκελα των κρεβατιών, αισθήματα και αισθήσεις μεθυσμένα από κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων, ελπίδες που ξεψυχούσαν στα τσαλακωμένα χαρτιά των καθημερινών αναφορών. Ανάγκες χυμένες σε βρόμικα στρώματα ανακατεμένες με απαξίωση και απελπισία».

 

Στη δεύτερη ιστορία αφηγητής είναι ο Αλεσάντρο το φάντασμα ή η παραίσθηση ορισμένων ασθενών, μία “οντότητα” που επί αιώνες κατοικεί στην Ποβέλια. Η Κωνστατούρου χρησιμοποιεί συχνά στα έργα της μεταφυσικά στοιχεία. Επαναφέρει στο μυαλό ασθενών ή στο αφηγηματικό της παρόν τον ήρωά της- έναν ευγενή των αρχών του 14ου αιώνα που έζησε όλο το δράμα της πανδημίας του μαύρου θανάτου. Αναβιώνει, μετά από προφανή ενδελεχή έρευνα, τον τρόπο ζωής ευγενών και πληβείων της τότε Γαληνοτάτης, μέσα από διαλόγους, λεπτομερειακές περιγραφές τόπων, συνθηκών, συναισθημάτων, δολοπλοκιών με κυρίαρχο το οικονομικό συμφέρον. Η Κωνσταντούρου με εξαιρετική γλωσσική αγωγή, δημιουργεί ζοφερές εικόνες του δυστοπικού σύμπαντος τής τότε Βενετίας με την πανώλη να θερίζει ανθρώπινες ζωές, τη μυρωδιά της καμένης σάρκας να αναδύεται μέσα από τις λέξεις της, τον φόβο και την απονιά να αλλάζει συνειδήσεις, αλλά και τη συμπόνια και την αυτοθυσία ενίοτε να θριαμβεύουν. Ο Αλεσάντρο λαλίστατος, αφηγείται την οικογενειακή του ιστορία παράλληλα με τους έρωτες του, την έπαρση και τον εγωισμό που τον διακατείχε μέχρι να τον προλάβει ο φόβος του θανάτου και να τον μεταλλάξει σε ένα άλλο άτομο.

 

«Συνέχισα να περπατώ ανάμεσα σε θρήνους και ανυπόφορη δυσωδία, ανάμεσα σε μουλάρια και κάρα φορτωμένα με πτώματα. Δεν τράβηξα το βλέμμα. Μου έδειχναν ποιο ήταν το μέλλον μου κι εγώ ανάγκασα τον εαυτό μου να το κοιτάξει κατάματα.»

 

Μαρία Κωνσταντούρου

 

Ο αναγνώστης μοιραία θα κάνει κάποιες αναγωγές στην παρούσα πανδημία και στις ζοφερές εικόνες των χιλιάδων φερέτρων του πρώτου κύματος, δοξάζοντας την ιατρική επιστήμη και αυτούς που την υπηρετούν, που κατάφεραν να αναχαιτίσουν κάπως τη θανατηφόρα επέλαση του ιού. Η ανθρωπότητα που επέζησε του μαύρου θανάτου κάτω από πολύ πιο δυσοίωνες συνθήκες, είναι βέβαιο ότι θα βγει νικήτρια και από αυτή τη συμφορά. Το μυθιστόρημα της Κωνσταντούρου ήρθε με το “προφητικό” του θέμα ως μια παρηγοριά και χάρισμα ελπίδας για το μέλλον.

       

Ποβέλια. Το στοιχειωμένο νησί κοντά στη Βενετία, όπου κατά τον Μεσαίωνα δέχτηκε χιλιάδες ανθρώπους χτυπημένους από τον μαύρο θάνατο, ενώ στις αρχές του εικοστού αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως ψυχιατρικό άσυλο.

Μέχρι και σήμερα ακούγονται πολλοί θρύλοι σχετικά με τους αρρώστους Βενετούς που περίμεναν να πεθάνουν, καθώς και τα φαντάσματά τους που στοίχειωσαν το νησί.

 

     «Ο άντρας κάθισε δίπλα της, κάνοντας το λεπτό στρώμα του κρεβατιού της να βουλιάξει. Μαζί του βούλιαξε κι η καρδιά της. “Μη φοβάσαι”, ακούστηκε υπόκωφη η φωνή του. “Βαρέθηκα να περιφέρομαι τόσους αιώνες μόνος πάνω στις στάχτες. Θέλω έναν άνθρωπο να μιλήσω. Να νιώσω ζωντανός ξανά …”»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top