Fractal

Το πρόσωπο του θεριστή

Γράφει η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου // *

 

Για την ποιητική συλλογή «Ακούω ήχους να θερίζουν», Γεωργίου Γάββαρη, ΑΩ εκδόσεις, 2022

 

Ακούω ήχους να θερίζουν, ο τίτλος της πέμπτης ποιητικής συλλογής του Γεωργίου Γάββαρη φέρνει στο μυαλό συνειρμικά τους θεριζοαλωνιστές γεωργούς με τα δρεπάνια. Ή ακόμα περισσότερο, την φιγούρα του Μεγάλου Θεριστή, με τον μανδύα του που θυμίζει τα άμφια που φορούν οι ιερείς στις ταφικές ακολουθίες. Κοινώς, τον θάνατο.  Ωστόσο, η ποιητική αυτή συλλογή δεν έχει μακάβριο ή επιθανάτιο χαρακτήρα. Βασικός άξονας της συλλογής αυτής είναι ο θάνατος περισσότερο μέσα από μια μεταφυσική σκοπιά. Ο θάνατος εδώ αφορά στην πνευματική ζωή του ανθρώπου. Η ποιητική φωνή του Γάββαρη είναι χαμηλότονη, στιβαρή, λιτή. Ποίηση συμπαγής με ποιήματα κομψοτεχνήματα σαν τα χαρακτικά του ζωγράφου Γιάννη Στεφανάκι που κοσμούν την έκδοση. Με βάρος και βάθος, χωρίς λυρικές κορώνες, ισορροπημένη αν και αυτό που θέλει να πει είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει το κέντρο του.

Το Χαμένο Κέντρο απηχεί την άποψη του Ζήσιμου Λορεντζάτου πως ο νεότερος πολιτισμός μας είναι μια κατασκευή δίχως άξονα στήριξης που καταρρέει. Και εκείνο το αόρατο κέντρο ήταν ένας θεοκεντρικός/ μεταφυσικός άξονας του παρελθόντος από όπου πήγαζαν όλες οι πτυχές της αληθινής ζωής. Ή το χαμένο κέντρο του Έζρα Πάουντ που αγωνιζόμενος να πλάσει έναν paradiso  terrestre, μονολογεί «πως έχασα το κέντρο μου/πολεμώντας τον κόσμο» (Έζρα Πάουντ, Σχεδιάσματα και αποσπάσματα των Κάντος CX-CXX, μτφρ. Χ. Βλαβιανός, Νεφέλη 1991). Και στην ποίηση του Γάββαρη το χαμένο κέντρο αναδεικνύεται από τον αποπροσανατολισμό που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Από την αίσθηση ότι κάτι λείπει. Στο ποίημα ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ; (σ. 30-31) διερωτάται πού είναι όλα εκείνα τα πρόσωπα και πράγματα που αποτελούσαν αξίες και ιδανικά του παρελθόντος. «Πού είναι ο ταξιδευτής, ο μάγος, ο παραμυθάς;», οι ασκητές, «Πού είναι τα όνειρα; Γίνεται επανάσταση χωρίς αυτά;». Πού είναι όλα τα πρόσωπα ορόσημα στο χρόνο που διέπλασαν την ιστορία μας, εκείνα που μας βεβαιώνουν πως υπάρχουμε, όπως το χαμόγελο του Τάσου Λειβαδίτη. Τελικά, πού είναι οι πυξίδες μας που θα μας επαναφέρουν προς το χαμένο κέντρο μας. Μυθικές μορφές λειτουργούν ως σύμβολα, όπως η Ιφιγένεια που ζει και τώρα σε μια χώρα «φρυγμένη» με «καράβια ξέπνοα/ στους κάβους άπραγα δεμένα.»  (ΝΗΝΕΜΙΑ, σ. 12). Ο Οδυσσέας είναι πλέον αυτό που οι άνθρωποι θα ήθελαν να είναι, φτιάχνοντας ιστορίες, ταξίδια που δήθεν θα είχαν ζήσει «ξένες ζωές φαντάζονται πως είναι δικές τους». Το μόνο τους ταξίδι είναι σε παγωμένη έκταση «Το τρένο διασχίζει την έρημο/ μια σιβηριανή κόλαση που δεν τελειώνει».  Όλο και όλο αυτό που έχουν καταφέρει είναι «μονάχα ένα πέρασμα/ κι αυτό, από μια δίοδο στενή» (ΨΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, σ. 13).

Η σημερινή εποχή είναι μια έρημη χώρα – απηχήσεις του ΤΣ Έλιοτ και της δικής του Έρημης Χώρας.  Οι «νεκροί τους πεθαμένοι οριστικά» υπογραμμίζει ο Γάββαρης, αφού η παράδοση έχει νεκρώσει. Όλοι είναι ξένοι μεταξύ τους, «Σπαραχτική η αποξένωση».  Οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν πρόσωπα. Έχουν χάσει την ταυτότητά τους.  Κοιτάζονται στον καθρέφτη και αυτός τους γυρίζει πίσω «τα είδωλά μας// κάλπικες μαρμαρυγές» (ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΜΟΝΤΩΝ, σ. 25). Ακόμα και ο θεός έχει οριστικά εγκαταλειφθεί.  Ο σημερινός άνθρωπος έχει χάσει την πίστη του. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Ο τωρινός κόσμος είναι μια «Βυθισμένη πολιτεία/ οι τρούλοι μόνο/ έχουν σωθεί στον ουρανό». Γιατί «η απώλεια της ψυχικής ύπαρξης/ δεν είναι άλλο από τον θάνατο του Θεού/ στο ανθρώπινο σώμα» (Ο ΞΕΝΙΣΤΗΣ ΘΕΟΣ, σ. 16-17). Το ποιητικό υποκείμενο μιλάει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, στο εμείς, ενσωματώνοντας στη φωνή του τη σύγχρονη εποχή. Κάποτε απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον «Κύριο», τον Δημιουργό. Νιώθει ότι ως ποιητής  «στην έρημο των στίχων/ ασκητεύω» κατά τον στίχο του Ορέστη Αλεξάκη που έχει ως μόττο η ποιητική συλλογή. Και είναι τόσο δυνατή αυτή η έρημος, τόσο σκληρή, που νιώθει την «ισοπεδωτική συντριβή της μετάνοιας». Τόσο φωτεινή που κάνει τον ποιητή να γίνει «ένας κόκκος άμμου» (ΕΝΑΣ ΚΌΚΚΟΣ ΕΡΗΜΟΣ, σ. 18). Ο άνθρωπος αγωνιά μπροστά στο κενό της σύγχρονης κοινωνίας. Η οπτική του είναι θολωμένη «πίσω απ’ το παραμορφωτικό πρίσμα».  Τον αφήνει μετέωρο να αγωνιά, δίχως να ξέρει γιατί, πάνω από έναν αδειανό χωρόχρονο. «Αγωνίζομαι προτού με καταπιεί το χάσμα/ που ανοίγεται αργά/ σαν στόμα νυσταγμένου κροκόδειλου» (ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ, σ. 24). Δεν έχει πού να πιαστεί. Πού να κρατηθεί. Ζει σε μια διαρκή μοναξιά. Καμιά φορά η μνήμη μπορεί να γεμίσει το κενό για λίγο. Να προσφέρει μια μελαγχολική ηρεμία. Για λίγο. Η ποίηση φαίνεται να είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί να  φέρει ξανά το ποιητικό υποκείμενο πίσω στο κέντρο του. Η ποίηση προσφέρει την χαμένη αθωότητα: «Οι ποιητές δε μεγαλώνουν, παραμένουν παιδιά» (ΠΟΙΗΤΕΣ, σ. 32). Ο ποιητής για τον Γάββαρη, είναι ο παραμυθάς που θα πει το αληθινό παραμύθι, που θα φέρει κοντά μας το χαμένο κέντρο μας. Μπορεί να προσφέρει μια μικρή λύτρωση από τις τρικυμίες του κόσμου. Μπορεί να γεννήσει ταξίδια μαγικά σαν «χάρτινη βαρκούλα» για να συναντήσει τους «ανθούς της πορτοκαλιάς» που είχε στα παιδικά του χρόνια και «να μοσχομυρίσει το ταξίδι του» (ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΣΠΑΡΤΗ, σ. 11). Η παιδική ηλικία παραμένει για το ποιητικό υποκείμενο το χαμένο αλλά καλά φυλαγμένο, ιερό νησί της αγάπης. Αυτό που προσφέρει καταφύγιο στο μπερδεμένο, άνυδρο παρόν. Μόνο τα μάτια των παιδιών πλέον, μπορούν να σε στηρίξουν. Να σε κάνουν να δεις βαθιά μέσα σου. Μόνο εκεί ακόμα ζει η αγνότητα και η αξία της ζωής: «Ο ακροβάτης του τσίρκου/ ισορροπεί/ τη συνείδησή του/ στα βλέμματα των παιδιών» (σ. 28). Το παρόν γεννά ενοχές για τη χαμένη αθωότητα, για την απραξία, για την εκποίηση των αγαθών, αξιών, ονείρων. Για την έλλειψη φτερουγίσματος. Για το γεγονός ότι «τις ώρες της καμπάνας, τα μισάωρα/ βουβοί και άπραγοι ακούγαμε μονάχα» (ΘΟΡΥΒΟΙ, σ. 15). Τώρα όλα ακινητούν. Ακόμα και ο ίδιος ο χρόνος «Και το ρολόι σταματημένο» (ΚΑΡΕ ΦΙΞ, σ. 21). Και «Η ψυχή από χρόνια έχει σαλπάρει» (ΑΠΑΡΣΗ, σ. 47).

 

Γιώργος Γάββαρης

 

Τώρα «πίνουμε χάρτινα ταξίδια/αταξίδευτα» (ΑΤΑΞΙΔΕΥΤΑ  σ. 46). Τώρα, καθώς το ποιητικό υποκείμενο ακούει ήχους να θερίζουν, καθώς ο θεριστής πλησιάζει κοντά, «θυμάμαι και φοβάμαι/ καθώς όλα τα σκεπάζει η μπλε ώρα» (ΜΠΛΕ ΩΡΑ  σ. 43). Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε, έγραφε ο Ελύτης στη Μαρία Νεφέλη του, ενώ ο ΤΣ Έλιοτ, στην Έρημη Χώρα του,  έβλεπε την violet hour, την ώρα του δειλινού, της δύσης της ζωής, την ώρα του θανάτου να πλησιάζει. Είναι καιρός πια, σημειώνει ο Γάββαρης, το χάρτινο καραβάκι της ύπαρξής μας να βρει το Χαμένο Κέντρο του, πριν ο ήλιος δύσει οριστικά.

 

 

* Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εργάζεται ως φιλόλογος. Εργογραφία: Ποιητικές συλλογές:  Εξωτικά είδη, Σαιξπηρικόν 2022, Φιλιά στο κενό, Μελάνι 2020, Μεταπλάσματα, Σαιξπηρικόν 2017, Αλίπλοος Ουρανός, Γαβριηλίδης 2015.  Μεταφράζει αγγλόφωνη και ισπανόφωνη ποίηση και διαχειρίζεται τον ιστότοπο στροφές/strophess

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top