Fractal

Ο Αισχύλος στις Συρακούσες του 2015

της Ίνγκριντ Ντ. Ρόουλαντ  // *
μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου

 

 

Πηγή: enthemata.wordpress.com

 

Ο χορός στην παράσταση των «Ικέτιδων». Φωτoγραφία: Maria Pia Ballarino

Το πιο αρχαϊκό από τα έργα του Αισχύλου, τουλάχιστον μορφολογικά, είναι η τραγωδία Ικέτιδες, που γράφτηκε λίγο μετά το 470 π.Χ. στην Αθήνα. Το έργο θεωρείται αρχαϊκό γιατί μεγάλο μέρος της δράσης του επιφυλάσσεται για έναν χορό είκοσι τεσσάρων ατόμων που τραγουδούν, ερμηνεύουν και χορεύουν ως ένα πρόσωπο. Και όμως, αυτή η αρχαία μορφή λειτουργεί θαυμάσια προκειμένου να μας αφηγηθεί τον μύθο των Δαναΐδων, των πενήντα κοριτσιών του Αιγύπτιου βασιλιά Δαναού, που δραπέτευσαν από την Αφρική στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα τους, γιατί ήταν υποχρεωμένες να παντρευτούν τους πενήντα εξαδέλφους τους. Θεωρητικά, οι αρχαίοι Έλληνες παραχωρούσαν δικαιώματα ασύλου σε οποιονδήποτε ζητούσε καταφύγιο σε έναν ναό ή ιερό χώρο και επικαλούνταν τους θεούς για προστασία. Στην πράξη, οι αιτούντες άσυλο, ικέτες ή ικέτιδες έπρεπε να γίνουν επισήμως αποδεκτοί ως τέτοιοι ώστε να λειτουργήσει αυτό το θεϊκό προστατευτικό δίχτυ. Αυτή λοιπόν η στιγμή της αμφιβολίας ως προς τις κόρες του Δαναού, που μόλις έφτασαν στην ακτή κοντά στην πόλη του Άργους, δίνει στον Αισχύλο το αρχικό έναυσμα για το έργο του.

Μια αντίστοιχη δοκιμασία συμβαίνει και σήμερα, καθημερινά, στα κέντρα υποδοχής προσφύγων στις ακτές της Ιταλίας, της μικροσκοπικής Μάλτας και της Ελλάδας. Οι Έλληνες, μολονότι αντιμετωπίζουν ένα συντριπτικό φορτίο χρέους προς την ΕΚΤ,  υποδέχονται σήμερα  έναν τεράστιο ποσοστό των προσφύγων που δραπετεύουν από τα λουτρά αίματος της Μέσης Ανατολής, των προσφύγων που το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης διστάζει να αποδεχθεί. Η γεωγραφική θέση της ελληνικής χερσονήσου έχει αναμφίβολα συμβάλει σ’ αυτή την κατάσταση, όπως και η διαχρονική παράδοση της φιλοξενίας, που παίζει κεντρικό ρόλο στις Ικέτιδες. Οι Έλληνες οφείλουν να μην απαρνούνται τον ξένο. Κι έτσι, αυτό το καλοκαίρι, στο αρχαίο ελληνικό θέατρο των Συρακουσών στη Σικελία, ένα από τα αρχαιότερα έργα του κόσμου μετατράπηκε σε ένα από τα πιο επίκαιρα έργα του κόσμου στα χέρια του Μόνι Οβάντια, ενός ιταλού ηθοποιού-σκηνοθέτη που υπήρξε κάποτε ο ίδιος μετανάστης (η οικογένειά του ήρθε από τη Βουλγαρία στο Μιλάνο λίγο μετά τη γέννηση του Μόνι, το 1946).

Ανεβάζοντας τις Ικέτιδες στη σημερινή Σικελία, ο πραγματικός στόχος του σκηνοθέτη ήταν να μιλήσει άμεσα για κάποια από τα πιο επείγοντα και εναγώνια ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Στις σημερινές Συρακούσες, όπου Αφρικανοί πρόσφυγες ζητιανεύουν στα φανάρια, ο δημιουργός της παράστασης κράτησε ένα ολόκληρο διάζωμα καθισμάτων στο θέατρο ώστε να παρακολουθήσουν την παράσταση ομάδες προσφύγων· όσο δυσπρόσιτος κι αν είναι γλωσσικά ο λόγος του έργου, η μουσική, ο χορός και οι κινήσεις ενισχύουν συνεχώς την αφήγηση. Με την βοήθεια του μεταφραστή Γκίντο Παντουάνο (που απέδωσε το αρχαίο ελληνικό πρωτότυπο σε κρυστάλλινα ιταλικά) και του σικελού τροβαδούρου Μάριο Ινκούντινε, ο Οβάντια απέδωσε το κείμενο του Αισχύλου με έναν ποιητικό συνδυασμό σικελικής διαλέκτου και νέων ελληνικών, εικάζοντας –και σωστά– πως οι περισσότεροι Ιταλοί είναι τόσο εξοικειωμένοι με τα έργα του Σικελού συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι, που έχουν ήδη απορροφήσει μεγάλο μέρος των σικελιάνικων στο καθημερινό τους λεξιλόγιο.

Διόλου τυχαία, η σικελική διάλεκτος και τα νέα ελληνικά είναι δύο γλώσσες που οι πρόσφυγες είναι πιθανόν να ακούσουν φτάνοντας στην Ευρώπη. Και είναι θαυμάσιο να ακούς τα ελληνικά ως ζωντανή και ομιλούμενη γλώσσα σε ένα θέατρο χτισμένο από Έλληνες πριν τόσους αιώνες (στη σημερινή του μορφή, το θέατρο των Συρακουσών χρονολογείται από τον τρίτο αιώνα π.Χ., αλλά ο ίδιος ο Αισχύλος ανέβασε έργα στην προηγούμενη μορφή του θεάτρου που χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ.).

Ο Ινκούντινε, ντυμένος σαν παραδοσιακός Σικελός cantastorie, σαν τροβαδούρος, έθεσε την ιστορία σε ένα ευρύτερο μυθολογικό πλαίσιο στην αρχή και στο τέλος της παράστασης, κλείνοντας με τη φράση: «Αλλά δεν είμαι παρά ένας ποιητής, με το όνομα Αισχύλος, ο λεγόμενος και “Σικελός”». Πανδαιμόνιο.

Χρειάζεται ένας ειδικός τύπος σκηνοθέτη, για να αποκαλυφθεί το τιτάνιο μέγεθος του Αισχύλου, του πιο έντονα, ενθουσιωδώς πολιτικού από όλους τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς, του σταρ των δραματουργών που είχε το τέλειο αυτί ώστε να αρθρώσει μουσικά εκείνη την φράση που θα κάνει το κοινό του να υποκλιθεί («Εμπρός παιδιά της Ελλάδας, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών, τους τάφους των προγόνων — νυν υπέρ πάντων ο αγών!», λέει ο αγγελιοφόρος στους Πέρσες [μετ. Παν. Μουλλάς]). Παρ’ όλες όμως τις δημεγερτικές του ικανότητες, ο Αισχύλος δεν είναι πολεμοχαρής. Είχε πολεμήσει ενάντια στους Πέρσες ως οπλίτης στην πεδιάδα του Μαραθώνα το 490 π.Χ., αλλά παρουσιάζει τους παλιούς αντιπάλους του, στους Πέρσες, ως συνανθρώπους, όχι σαν βάρβαρους από έναν άλλο κόσμο. Τα πιο ανατριχιαστικά του λόγια για τον πόλεμο τα βρίσκουμε στον Αγαμέμνονα, όταν ο χορός αποκαλεί τον Άρη, τον θεό του πολέμου, «αργυραμοιβό των κορμιών» («παλλάζει τα κορμιά με μάλαμα» [μετ. Ι.Ν. Γρυπάρης]). Ο Αισχύλος ήταν ένας άνθρωπος με υψηλά ιδανικά, που διέθετε, ωστόσο, πολύ οξύ βλέμμα.

Όσον αφορά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ο κριτικός Τζιάννι Μπονίνα έγραψε ότι «εντάσσεται στο μεγάλο ρεπερτόριο του ευρωπαϊκού θεάτρου». Το αρχαιοελληνικό δράμα, με το υπαίθριο σκηνικό του, απαιτεί δυνατές φωνές και μεγάλες χειρονομίες. Η ποίηση μετατρέπει τις κραυγές σε τραγούδι και ο χορός δανείζει μια στυλιζαρισμένη χάρη στις χειρονομίες. Οι Συρακούσες είναι ένας μαγικός τόπος για όλα αυτά. Το θέατρο υψώνεται δίπλα σε ένα λατομείο με ένα έγκοιλο, το οποίο ο Καραβάτζιο, που επισκέφθηκε το μέρος το 1608, το παρομοίασε με αυτί εξαιτίας της άψογης αντήχησής του. Στην παραγωγή του Οβάντια, μια ορχήστρα των τεσσάρων με μπουζούκι συνόδευε αδιάκοπα μουσικά αυτό το δράμα των εβδομήντα λεπτών, ενώ κάποιες στιγμές υποστηριζόταν δραματικά κι από ένα γιγάντιο ταμπούρλο.

Ο χορός εισήλθε ντυμένος με μπούρκες, ενώ στη συνέχεια εμφανίστηκε με πολύχρωμα αφρικανικά κουστούμια με μοτίβα από τη ζούγκλα, χρωματισμένα κορμιά, μακριές πλεξούδες και πλαστικά στήθη. Η επικεφαλής του χορού, η Σικελή ηθοποιός Ντονατέλα Φινοκιάρο, ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και στον ρόλο της ως Άτοσσα στους Πέρσες (ο Αισχύλος, αντίθετα από πολλούς συμπολίτες του Αθηναίους, έβλεπε και τις γυναίκες ως ανθρώπινα όντα). Όταν οι Έλληνες πρωτοαντικρίζουν τις Ικέτιδες είναι ντυμένοι με προστατευτικές στολές για τον ιό Έμπολα, σαν κι αυτές που φορούσαν συχνά οι διασώστες που δουλεύουν με ανθρώπους που διασχίζουν με βάρκες τη Μεσόγειο, ενώ ο βασιλιάς τους, ο Πελασγός, τον οποίο ερμηνεύει ο Οβάντια, με βραχνή φωνή και επιβλητική παρουσία, είναι ντυμένος με έναν εκπληκτικό χιτώνα στο χρώμα της θάλασσας του Αιγαίου, διακοσμημένο με έναν δωρικό κίονα μπροστά και έναν ιωνικό ναό στην πλάτη. Σε έναν τραγουδιστό διάλογο που κλιμακώνεται συνεχώς, οι Ικέτιδες και ο πατέρας τους εκθέτουν το αίτημά τους για άσυλο [έχουν φύγει από τον Αίγυπτο, γιατί εκεί θα ήταν αναγκασμένες να παντρευτούν τους εξαδέλφους τους], πείθοντας σταδιακά τον αυστηρό Πελασγό και τους υπηκόους του, οι οποίοι, όπως επιμένει να τονίζει ο τελευταίος, είναι οι πραγματικοί ηγεμόνες του κράτους· αυτή η δήλωση πρέπει να προκαλούσε εκστατικά χειροκροτήματα το 460 π.Χ. Και εξακολουθεί να προκαλεί.

Κι όλα μοιάζουν να βαίνουν καλά, όταν ξάφνου οι εξάδελφοι των Αιγύπτιων Ικέτιδων εμφανίζονται στη σκηνή, ντυμένοι με λινές κοντές φούστες αντάξιες του Τουταγχαμών, αλλά προχωρώντας με βήμα χήνας, με στρατιωτικές μπότες και γερμανικά κράνη στολισμένα στην κορφή με αιγυπτιακές βεντάλιες. Έχουν επικεφαλής έναν στρατηγό με λοξό βλέμμα, που είναι άγαρμπα σκαρφαλωμένος σε κάτι που μοιάζει με γιγάντιο Δούρειο Ίππο, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια πανύψηλη άμαξα για τέσσερα άλογα. Η σκηνή είναι σκέτο μελόδραμα, αλλά λειτουργεί θεατρικά πολύ επιτυχημένα και σήμερα, ακριβώς όπως και πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Κι ενώ οι «κακοί» επιχειρούν ν’ απομακρύνουν με τη βία τις γυναίκες–θηράματά τους με ένα γιγάντιο δίχτυ, εμφανίζονται αποφασισμένοι οι Έλληνες, κι ο Πελασγός εκφωνεί έναν ηχηρό λόγο στα νέα ελληνικά, επαναλαμβάνοντας την τελευταία του εντολή σε χαριτωμένα σικελικά: Vattini! (Ξεκουμπιστείτε από δω!).

Εκείνοι υποχωρούν, και το κοινό πανηγυρίζει. Μετά, ο Πελασγός στρέφεται στις Δαναΐδες και στον Δαναό: «Είστε ελεύθερες! Είστε ελεύθερες σ’ αυτή την πόλη κι εγώ, μαζί με τον κυρίαρχο λαό μου, είμαστε οι εγγυητές της ελευθερίας σας». Περισσότερες επευφημίες. «Είμαστε φιλόξενος λαός». Κι άλλες επευφημίες. «Ελάτε στην πόλη. Τα σπίτια μας είναι δικά σας, κι όχι μόνο τα μικρότερα απ’ αυτά. Είστε ελεύθερες να διαλέξετε». Πρόκειται για ένα τυπικό αισχύλειο τέλος, μια εκστατική γιορτή που πανηγυρίζει τη δημιουργία της κοινωνίας των πολιτών μέσα από τον κίνδυνο και την καταστροφή. Αλλά, αμέσως μετά, ο νεαρός τροβαδούρος Μάριο Ινκούντινε μπαίνει για να μας πει τι ακολούθησε: Οι Αιγύπτιοι εξάδελφοι επέστρεψαν αναγκάζοντας τα κορίτσια να τους παντρευτούν· σαρανταεννιά απ’ αυτές δολοφόνησαν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου· η μόνη που ερωτεύτηκε τον σύζυγό της και τον γλίτωσε, η Υπερμνήστρα, ίδρυσε αργότερα μια δυναστεία, ενώ οι αδελφές της παρέμειναν καταδικασμένες στον Άδη να μεταφέρουν μάταια νερό με κόσκινα («εν κοσκίνω ύδωρ»). «Αλλά τόσα ξέρω, τόσα λέω. Κι εγώ δεν είμαι παρά ένας ποιητής, με το όνομα Αισχύλος, ο λεγόμενος και “Σικελός”».

 

 

* H  Ίνγκριντ Ντ. Ρόουλαντ (Ingrid Rowland) διδάσκει στην Αρχιτεκτονική του Univerisity of Notre Dame, στην Ιντιάνα των ΗΠΑ. Ασχολείται με την κλασική αρχαιότητα, την Αναγέννηση και το μπαρόκ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο μπλογκ του «New York Review of Books», με τίτλο «From Aeschylus to the EU», 7.7.2015.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top