Fractal

Το βάρος του Μολυβιού ή Δεν γερνούν τα παραμύθια Πουπερμίνα

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος //

 

να μου απευθύνεσαι

 -να μην υπάρχω-

 

 

 

Το παρακάτω σημείωμα συνάντησε τυχαία κάποια ποιήματα. Ήταν κρυμμένα πίσω από βράχους, σε τοπία ηλεκτρονικά και σε ιστούς μπλεγμένα. Ducati Monster Dark, BiSides και άλλα που επίτηδες τα ονόματά τους δεν συγκρατώ, για να μπορώ κάποτε να μην εξηγήσω ποια αιτία προξένησε την παρακάτω αυθαιρεσία, ήρθαν και μου μίλησαν. Δεν είχαν την έκδηλη ακαμψία, μήτε τις άτονες που συνηθίζεται, εκφράσεις. Υπήρξαν ζωντανά, επάνω τους έφεραν άλατα από το μπλε του κοβαλτίου και ίσως από των σωμάτων τους ιδρώτες. Κάτι σαν περίφημα mobiles που με τον άνεμο γεννούν την μουσική.

 

Wonjun-Jeong Conversation series featured by uncoated photography .

 

Πλάνο πρώτο, Ducati Monster Dark και ένα ωραίο αγόρι. Η μοτοσικλέτα φέρει χαρακτηριστικά αρπακτικού, πάει να πει φυγαδεύει τον αναβάτη της, ολοζώντανη, σε λαμπερό, κίτρινο χρώμα. Ένα κορίτσι με όνομα θαυμάσιο και γράμματα πλεγμένα σε ουράνιο τόξο μιλά. Στον ρόλο του αφηγητή. Φορά κράνος χαρτονένιο, ανήκει καλύτερα σε μια ιδιοφυή εποχή. Τίποτε σαν τον δικό μας, νικελωμένο αιώνα.

Τα κορίτσια στο βεστιάριο ζουν τα μικρά μυστικά τους. Σπασμένα τακούνια, παθητικοί αριθμοί και κάτι από χρόνο. Πάνω στον ψηλό πύργο Remedio Varo. Το όνομα αποπνέει λατινικά καινούριου κόσμου.  Και άλλοτε μαχαιρωμένη κοπέλα, πισώπλατη προδοσία. Όλα είναι χρόνος, άγριοι βρυχηθμοί, κραυγές στα φανάρια, αλιείς εραστές, cowboys, ψεύτικες γιρλάντες, κινέζικες αγορές. Το μοντάζ της πόλης και της ζωής σου έχει από όλα. Και κάτι από χρόνο. Αυτός ο τελευταίος θυμίζει μηχανικό μολύβι, σπάει, διακόπτεται, επανάληψη ασκήσεων τροφοδοσίας, να παίζεις με τα χιλιοστά και τις δεκαετίες. Εκείνος που υπογράφει το ποίημα διαθέτει μια σπάνια ευαισθησία με το χρώμα. Είναι ο μόνος του τρόπος καθώς μέσα από τα αραβικά παράθυρα χύνεται μια κόκκινη, φολιδωτή υφάντρα με όλα σου τα χαρακτηριστικά και τις υπομνήσεις. Σε κοιτά ίσια στα μάτια, με απρέπεια και τρυφερότητα, κάπως διστάζοντας μα με το πεπρωμένο της γραμμένο. Όμως, κοίταξέ την, πάντα ο χρόνος και πάντα εκείνη. Νεανική, με αφοπλιστικά βλέφαρα, πιο μέσα από τα μάτια, στους μεσημβρινούς της Έμιλυ. Με χείλη και στίχους που κάτι απόψε είπαν.

Ξανά, πλάνο πρώτο. Γραμμένοι στίχοι στον άνεμο, με την ανάμνηση θαμπών χρωμάτων και εκφράσεων. Το κορίτσι με το θαυμάσιο όνομα, -ας πούμε το θερμό ανάλογο μιας Αλίκης-, κάνει ένα βήμα και προτάσσει μια ιδέα από στίχους ατλαζένιους, με αιχμηρές άκρες. Κορίτσι δηλητήριο, φόρεμα από λαμπιόνια. Κανείς δεν ξέρει τι πρόσωπο φορούν οι ποιητές.

Τα κορίτσια στο βεστιάριο ζουν τα μικρά μυστικά τους. Η τελετή της ετοιμασίας απαιτεί όλα τα σύνεργα. Πάει να πει, κόκκινες μπαλαρίνες, τσάρλεστον, μακρόταλο, γκοφρέ, το άλλο φουστάνι έχει τις πεταλούδες που μαλακώνουν γρήγορα την καρδιά. Και τις αντιστάσεις των αγοριών που δεν ξέρουν πως κάτω από αυτές τις μοντέρνες κούκλες κρύβονται ποιήματα και αδίστακτοι στίχοι. Όλα εκείνα τα λόγια, φίλε, τα κορίτσια του βεστιαρίου τα γράφουν στους καθρέφτες. Φαντάζεσαι, με κραγιόν σιένα και φθινοπωρινό καιρό. Όμως είναι πάντα ο χρόνος, άγριος πολύποδας, μεταξένιες ωοθήκες, μάτια κάρβουνο και ο φόβος για τα αποσυρμένα πράγματα. Δεν βρίσκουν καιρό, τα πρόσωπα αυτών των κοριτσιών είναι από καιρό σπαραγμένα μυθιστορήματα. Τα σπασμένα υαλικά, μες σε κάθε κορίτσι του βεστιαρίου περιμένουν να πεθάνουν τα σπασμένα υαλικά της θαμπής Μολφέση, ζωγραφισμένα με τα άλλα υλικά και έναν σπάνιο αυθορμητισμό.  Παλιά Παρθένος με κατάμαυρο, τσαρουχικό πρόσωπο και φάρσες αντιγραφής. Το λιωμένο τους φουστάνι, συνιστά για τα κορίτσια του βεστιαρίου μια ανάμνηση κυκλώνα. Επάνω του ακούμπησαν βραδινές ιστορίες, τότε που έμοιαζαν με τα φεγγάρια του Λεοπάρντι και όλα ήταν πιθανά. Είναι όμορφο το τραγούδι των κοριτσιών και οι στίχοι του τα άυλα πέδιλα κάτι από έκπτωτους, νεαρούς θεούς. Τίποτε περισσότερο δεν αποκαλύπτουν και πρέπει να επιστρατεύσει κανείς όλη την ζωγραφική και μια ανοιχτή καρδιά, αν επιθυμεί να αντικρίσει δυο κοριτσίστικες μεγαλειότητες που συγκρούονται.

Ξανά, πλάνο πρώτο, πρέπει οι εκφορές να μεταχειρίζονται λεπτουργημένα σύρματα. Οι στίχοι διαθέτουν βαρύτητα, πάει να πει, κάθονται σαν βροχές, διαθέτουν φρεσκάδα, κάνουν, πάει να πει ζωντανή αυτήν την νύχτα. Το κορίτσι θα το λένε Πουπερμίνα. Το δράμα της δεν θα είναι γραμμένο στο πρόσωπο Λίζα μα στα ποιήματα, τα ποιήματα.

Τα κορίτσια του βεστιαρίου, όταν τελειώνουν την σπουδή τους, τρέχουν στην έξοδο του ποιήματος. Πρέπει να είναι εκείνη του κινδύνου, γιατί τα κορίτσια τρέχουν ως εκεί με διαλυμένη μέση, σωρούς υποσχέσεις στον κόρφο τους και ίσως το χαλασμένο μακιγιάζ του χρόνου. Γυρεύουν τα αγόρια τους, εκείνα ανάβουν τα μπροστινά φανάρια, ξαφνικές στριγκλιές μες στην νύχτα, ωραία που είναι να παίζει κανείς ετούτο το παιχνίδι. Και ύστερα, λίγο πριν φανούν τα δάκρυά τους, τα κορίτσια σκοτώνουν με χρωματιστές καρδιές και τα τακούνια τους το φίδι του κάδρου και σκαρφαλώνουν σε μια τερατώδη, ιταλική μοτοσικλέτα, κρατώντας από τα λαγόνια την ζωή, ξυπνώντας τα χιλιάδες, κοιμισμένα περιστέρια, αφήνοντας κατά μέρος τα πώς και τα γιατί. Τα κορίτσια στο βεστιάριο σιγοτραγουδούν σε πρώτο πρόσωπο, ενικό και ας μοιάζουν όλα τα πράγματα να έχουν την ίδια απόσταση. Είναι πνεύματα θεατρικά, χρειάζονται μια εικόνα και θα υπάρξουν, όπως τα σχέδια των κοχυλιών που αναδεικνύονται στο φως. Αυτά είναι τα κορίτσια του βεστιαρίου που απόψε, σαββατόβραδο, φορούν στρας και λυπούνται. Επειδή θα ήθελαν έναν Καίσαρ χρόνο, έναν τρελό που ξεσηκώνει φύλλα να έρθει κάτω από το παράθυρό τους. Και ακόμη, ένα κουδούνισμα κάπου στα μεσοδυτικά, για μια Ρόμπι που προσμένει κάποιον Μπεν. Τα κορίτσια του βεστιαρίου ανάβουν όλα τα φώτα και το μεγάλο πάλκο του χρόνου λάμπει. Εκείνες στο διάφραγμα ενός χρονικού, ίσια περνούν στους μεγάλους έρωτες και τους λαμπρούς κινδύνους. Με θάρρος πολεμούν τον καιρό,  μυρίζουν το κυκλάμινο και δεν γερνούν ποτέ.

Τελευταίο πλάνο. Η Πουπερμίνα, μισή παραμυθένια, μισή χοϊκή διατρέχει σαν φλέβα τον καιρό. Επειδή δεν φοβάται, γράφει ποιήματα.  Ίσως όταν κλαίει το μαγικό της πανέρι να γεμίζει με τα καλύτερα τραγούδια. Ίσως όταν είναι λυπημένη περισσότερο από το κανονικό να βρίσκει τον εαυτό της μες στο γύρισμα των έξαλλων στροφάλων. Μες στην καρδιά της κρύβει τον ίλιγγο του καιρού. Παντού και πουθενά οι στίχοι της Πουπερμίνα κυκλοφορούν πάνω από οδοφράγματα, κονβόι, σκηνές εγκληματικές. Σαν άλλη mrs milligram κερνά εκείνα τα ολόλευκα κεφάλια που κοιμούνται στο βάθος των αγωγών του Γιάννη Βαρβέρη. Εκείνοι και τα ποιήματα ξυπνούν. Δείχνουν έναν ορίζοντα, χέρσα χωράφια με παγωμένα σώματα, πολαρόιντ που δεν σώζονται με τίποτε. Πήραν φως και καίγονται. Ετούτη η επίγνωση ίσως πληγώνει την Πουπερμίνα, μα συνιστά μια ένδειξη επίγνωσης, μια εκστατική παραδοχή που μόνον οι ζωγραφιές και τα ποιήματα ομολογούν. Η φωνή της βγαίνει μέσα από τα ολόσωμα γλυπτά της Γουατεμάλας και τις αχνές, συριστικές μορφές της  Remedia Varo που ντύνει με ένα δεύτερο δέρμα αυτές τις απότομα ποιήματα ψαλιδιές μες στον βόμβο του χρονικού. Δεν παίρνει πόζες συμβατικές η Πουπερμίνα, κρατά από τα χέρια τις πρόζες της που κάνουν όλη την βρώμικη δουλειά, βαδίζοντας σαν ψυχές κολασμένες πάνω στους τύμβους των ποιητών. Αφού ο αιώνας μας τίποτε δεν θυμάται, η Πουπερμίνα βρίσκει μια άκρη, μια Αριάδνη με γερασμένα μαλλιά και μέλη και ένα ρετάλι ουρανό. Λέξεις στακάτες, ρυθμός που βρίσκει την απάντησή του μες στην ανάγνωση, μυρωδιές των δρόμων, του φιλιού το στέγνωμα, στίχοι ιδιοφυείς, μια φίνα εσπεράντο που κάνει την εμφάνισή της μες στους στίχους, αρθρώνοντας ελεγείες την πιο αναπάντεχη στιγμή. Τα ποιήματα της Πουπερμίνα είναι τυφλά και για αυτό δίκαια, με μια αίσθηση τιμιότητας, μικροί, σαν να λέμε επιτάφιοι. Κάποτε φέγγουν μες στους ατσαλένιους δρόμους, κάποτε η παλιά μυθολογία και η δύναμη να βιογραφούν τα άφωνα. Όλα αυτά είναι η Πουπερμίνα. Ένας μικρός δρόμος που οδηγεί στα ποιήματα. Κάτι σαν το θαυμάσιο αδιέξοδο Ροσέν, κοντά στο Βοζιράρ που στέγασε κάποτε τον γλύπτη Μπρανκούζι. Η Πουπερμίνα ξέρει για τι πράγμα μιλώ, για τις λεπτές γραμμές  και κυρίως, για τις λέξεις που ελπίζουν, ζουν, βάφονται, γερνούν. Μα με έναν μοιραίο και ειρωνικό τρόπο και με τον πάταγο της αλληγορίας τους πάντα εφικτό . Έναν τρόπο που καθιστά το στυλ της σύγχρονο, ενώ την ίδια στιγμή την φαντάζομαι με βαμμένα από πέταλα γερανιού χείλη και σπίρτο στα φρύδια. Να κοιτάζει με μάτι ελεφάντινο ζωγράφου τα βαθιά στρώματα, ενώ τα ποιήματά της περνούν, αναμμένα βαγονέτα με κολλαρισμένα μανεκέν. Το εξ αντικειμένου κάλλος  καίγεται και η ίδια  συνθηματολογεί κόντρα στην άβυσσο του δρόμου.

Η Πουπερμίνα δεν μεγαλώνει και το συγκολλητικό υλικό της δικής της συνείδησης είναι ο κύκλος της ζωής και το βάρος του μολυβιού που κρατά στο έδαφος τις πρόζες της. Κάνει πράξη την επωδό του γέρο Ουώλτ και  πάντα κάπου στέκει και μας προσμένει. Σε ένα γλυπτό, σε μια ζωγραφιά, σε ολόσωμες φιγούρες και προτομές ενός νεαρού Τηλέμαχου. Τα καλοκαίρια, λένε κοιμούνται μες στα αγάλματα. Και στα ποιήματα, ψιθυρίζει η Πουπερμίνα και όσοι πιστοί ακούσουν. Ανάμεσα στα πένθη του Χ. Λιοντάκη και την λαμπρή προοπτική των κατά Στέλιο Λύτρα, αναβάσεων. Μες στην λαμπρή πεποίθηση πως ολάκερο το σύμπαν φτιάχτηκε για τους μικρούς θανάτους μας.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top