Fractal

Ποίηση fractal – Τέσσερα ποιήματα

Του Βάιου Παπαδόπουλου //

 

 

 

 

Αυλαία

 

Περαστικοί όλοι

σε τούτοι την ζωή.

Οι στόχοι μας,

Οι κόποι μας,

Τα όνειρά μας.

 

Κάποτε έρχεται εκείνη η στιγμή,

που πέφτει η αυλαία

και πρέπει να κάνεις τον απολογισμό.

Τι ήθελες;

Τι πόθησες;

Ξέρω.

Προσπάθησες πολύ.

 

Ξέρω.

Πάντα ήθελες αυτό που δεν μπορούσες ποτέ να ‘χεις.

 

Πριν τα μάτια σου κλείσεις τώρα,

και κοιμηθείς,

ή πεθάνεις,

είναι η σωστή στιγμή.

Η κάλυτερη στιγμή να κάνεις τον απολογισμό.

 

Ακριβώς εκείνη την στιγμή

που καταλαβαίνεις ότι, τίποτα δεν είχε σημασία,

ότι, τίποτα δεν μπορεί τώρα να σημαίνει

που κλείνεις τα μάτια σου

και κοιμάσαι.

Ή παιθαίνεις.

 

Σκέψου λοιπόν,

Γιατί κόπιασες τόσο;

Σ’ όνειρα ήθελες να ζήσεις,

και σ’ όνειρα πηγαίνεις.

Μονο που, το όνειρο αυτό,

δεν έχει επιστροφή.

 

Μάλωσες,

Έκλαψες,

Πλήγωσες και πληγώθηκες.

Ξέσπασες.

Έβρισες και χτύπησες.

Χώρισες και έσμιξες.

Αγκάλιασες την καταστροφή σου.

Αυτοκαταστράφηκες.

Και όλα αυτά, γιατί;

Για λίγο αγάπη.

 

Για λίγο αγάπη σε λάθος μέρος.

 

Έδω μόνο παίρνουν!

Δεν σου το ‘μαθαν;

 

Αλλά εσύ ζήτησες.

 

Λάθος.

 

Ήταν λάθος μέρος να ζητήσεις λίγη αγάπη.

 

 

 

 

Κοκτέιλ

 

Όλα θα μπορούσαν να είναι ομορφότερα, μαζί σου.

Κάπως καλύτερα.

Τουλάχιστον διαφορετικά.

Με περισσότερο ουσία κι ενδιαφέρον,

για οτιδήποτε σε τούτη τη ζωή.

 

Ο πόνος απόψε, αφόρρητος.

Και κάθε απόψε.

Κοιμάμαι με δάκρυα.

Ξυπνώ και τα συναντώ εκεί,

στο ίδιο μέρος.

Κάτω από τα βλέφαρα.

Λες και ο χρόνος τα καταδίκασε

να κύλούν σ’ ένα αιώνιο ταξίδι.

 

Το μπουκάλι με το αλκοόλ, μισοάδειο.

Το ποτήρι δίπλα μου, άχρηστο.

Δεν το χρησιμοποιώ.

 

Οι σκέψεις μου για να ηρεμήσουν

πρέπει να σβήνονται.

Ή να ναρκώνονται.

Προσωρινά.

Με πολύ ποτό.

Και ακόμα περισσότερα τσιγάρα.

 

Μπλέκω πράγματα πολλά.

Κάνω κοκτέιλ.

Κοκτέιλ με φάρμακα.

Ψυχοφάρμακα.

Ίδια δουλειά όλα κανουν με το ποτό.

Κι έγω προσπαθώ άσκοπα να ξεχάσω.

 

Πίνω, πινώ, πίνω, φωνάζω.

Τίποτα.

Η αναμνήσεις κάνουν πως δεν ξέρουν

συνεχίζοντας να με λιθοβολούν με σένα.

 

Ή ψυχή μου είναι κομμάτια.

Και την διαλύω.

Προσπαθώ να την αποτελειώσω.

Κάθε νυχτά, από την στιγμή που χάθηκες,

υπό τον λήθαργο των αναθυμιάσεων,

καλώ σε χορό, καυλωμένες επιθυμίες,

που βρωμούν αλκοόλ και έρωτα

πριν ακόμα πάρουν την υλική υγρή υπόσταση.

Πριν ακόμα γίνουν δάκρυα.

 

Η μοναξιά γιγάντωσε.

Λείπεις.

Δεν είσαι εδώ όπως κάποτε.

Δεν είσαι εδώ να μου πεις Σ’ αγαπώ.

Κι εγώ να το πιστεψώ.

 

Ο ψυχαναγκασμός μου να σε ψηλαφίζω συνεχώς με το νου,

έχει γίνει επικίνδυνος.

Έτσι όλοι γύρω μου λένε.

Δίχως να τους ακούω,

λιώνω χάπια στο νερό.

Και το βράδυ,

τα πίνω μαζεμένα με ποτό.

 

Απόλυτα σχιζοφρενικά,

η απουσία σου μου ξεσκίζει το μυαλό.

Χωρίζει την ζωή μου σε δυο κομμάτια.

Που πλέον δεν έχω,

Σου τα ‘χα δώσει.

Θυμάσαι;

Όλα.

Αδικαιολόγητα.

Απο την μέρα που τα καστανοκόκκινα μαλλιά σου

σκέπασαν την παρουσία της λογικής μέσα μου.

 

Όλα θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο ενδιαφέρον.

Απο τα πιο μικρά κι ασήμαντα

έως

τα πιο μεγάλα και σημαντικά.

 

Μα δυστυχώς, τίποτα.

 

Θα μπορούσε να είναι ομορφότερα,

μα λείπεις.

Και δεν μπορώ να συνεχίσω.

Δεν θέλω.

 

Τρελαίνομαι.

 

Τίποτα.

Δεν θέλω τίποτα χωρίς εσένα.

 

Σηκώνω το μπουκάλι, και πάλι λήθη.

Βλέπω χάπια να κολυμπόυν

στο κεχριμπαρένιο χρώμα του ποτού.

Κι έγω κολυμπω στις παραισθήσεις.

Σε βλέπω.

Σχιζοφρενικά σε καλώ.

Αισθάνομαι αυτες τις στιγμές λίγο πιο ευτυχισμένος.

Μέχρι αύριο που θα ξυπνήσω

και θα ανταμωθώ με τα δάκρυά μου,

σε εκείνο, το ίδιο, το σημείο.

 

 

 

 

Παλμογράφος

 

Δεν είμαι τίποτα, παρά ένας άθλιος.

Τιποτένιος.

Αδύναμος.

Μια ύπαρξη ακόμα, που για έρωτες μιλώ.

Ισως να τους προσβάλω,

Στο στόμα μου και μόνο που τους βάζω.

Πώς, την παραμικρή ιδέα, μπορεί να έχει

ένας θλιβερός σαν εμένα,

για το Θεόπνευστό αυτό πράγμα;

 

Δεν γεννήθηκα για να είμαι τέλειος.

Ούτε εντυπωσιακός.

Ούτε καν να ξεχωρίσω.

Γεννήθηκα για να ‘μαι άνθρωπος.

Να μπορώ να αγαπήσω.

 

Είμαι ευάλωτος.

Ανασφαλής, γεμάτο πάθη.

Μελαγχολικός.

Πληγωμένος.

 

Τόσο ερωτευμένος…

 

Τούτο είναι που αποτελεί την ύπαρξή μου.

Τουτό που ύπαρξή μου αποτελεί.

 

Συνήθιζα, πάντα,

με τα μάτια του έρωτα να κοιτάζω.

Μόνο μ’ αυτά τα μάτια μπορούσα να διακρίνω

την μικρότητα.

Την μικρότητα της ύπαρξης μου.

Με τα μάτια του έρωτα καταλάβαινα

πόσο μικρός ήμουν,

όταν δεν την είχα.

Πόσο μεγάλος,

Όταν βρισκόταν δίπλα μου.

Πόσο άνθρωπος υπήρξα,

πριν και μέτα από αυτήν,

με ή χωρίς, αυτήν.

 

Τελικά, κατάλαβα.

Πρέπει να φτάσεις στον πυθμενά

για να μπορέσεις να ερωτευτείς.

Μόνο εκεί μηδενίζεις την ειδυλλιακή μεγαλότητα σου.

Γιατί ο έρωτας, εκεί ζει.

Μέτρα πολλά κάτω από την επιφάνεια που μοχθούμε

για να ζήσουμε.

Και αν δεν πεθαίνεις για τον έρωτά σου,

τότε άστο.

Μην τον ακουμπάς.

 

Δεν είμαι τίποτα.

Απλά ένας ανθρωπάκος που γελάστηκε.

Και αυτοεξαπατήθηκε.

 

Τώρα, που η καρδιά μου με προδίδει,

και προσπαθούν να με κρατήσουν μαζί τους,

δυο σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου.

Δυο έρωτες.

Η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη.

Όπως εγώ,

χωρίς εσένα.

 

Η πρώτη σκέψη είναι

Ένα ταπεινό μολύβι.

Και ένα κομμάτι χαρτί.

Για να γράψω, ένα στερνό ποιήμα,

ή μια νουβέλα.

Ξέρω, δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου.

Μα είναι κάτι που θα ‘θελα να κάνω.

Την τελευταία μου στιγμή.

Τώρα.

 

Η δεύτερη σκέψη,

αφορά εσένα.

Όποιος γιατρός ή συγγενής,

στέκεται όταν τα μάτια μου βαρύνουν,

και κλείσουν για πάντα,

θα του πιάσω το χέρι να του ψυθιρίσω:

 

«Σε παρακαλώ, να της πεις ότι την αγαπώ.

Να της πεις πως την λατρεύω».

 

Χάθηκε το φως, μάτια μου.

Δεν πρόλαβα να γράψω εκείνο το ποιήμα…

Εκείνη την νουβέλα…

 

Δεν πρόλαβα τελικά

να τους πω ότι δεν γίνοταν να υπάρξω χωρίς εσένα.

 

Το μόνο που ακούω, είναι ο παλμογράφος.

Άτομα που κλαίνε.

Έγω μέσα μου γελάω.

Γελάω ναι,

με όποια δύναμη απέμεινε στην ψυχή μου.

 

Οδεύω προς τον πυθμένα.

Συγγνώμη.

Πεθαίνω για εσένα…

 

Δεν είμαι τίποτα, τώρα.

Ποτέ δεν ήμουν…

 

 

 

Μπουρδέλο

 

Στο ραδιόφωνο παίζει ένα τραγούδι, μελαγχολικό.

Το ολόγιομο φεγγάρι κρέμεται, ψηλά στον ουρανό.

Είμαι στον δρόμο.

Οδηγώ.

 

Ανεβάζω την ένταση της μουσικής, στο τέρμα.

Ουρλιάζω.

Με πιάνουν κλάματα.

Αλλάζω ταχύτητα, πατάω γκάζι τέρμα.

 

Βρίσκομαι μακρυά απ’ τα φώτα της πόλης πια.

Δεν έχω ιδέα πού πηγαίνω.

 

Το ξεχασμένο στα χείλη μου τσιγάρο,

σιγοκαίει.

Ο καπνός τα πνευμόνια μου βιάζει.

Σηκώνω το μπουκάλι και κατεβάζω μια γουλιά.

Δεν θα έπρεπε να οδηγώ.

Όχι, απόψε.

Παρόλα αυτά, το κάνω.

 

Δίπλα, σ’ ένα παράδρομο βλέπω φώτα.

Παρδαλά.

Αναβοσβήνουν.

Ένα καμπαρέ.

Μπορεί μπουρδέλο.

Βάζω φλας και στρίβω.

 

Ο ενοχλητικός τρέμαμενος τίτλος στην ταμπέλα,

ξυπνάει το νου μου απ’ το νάρκωμα.

Χαλαρώνω τον κόμπο της γραβάτας,

Νιώθω να πνίγομαι.

Εκτοξεύω την γόπα μακρυά από το στόμα μου.

Περιθωριακό φαίνεται τούτο το μέρος.

Κι εγώ απόψε δεν είμαι καλύτερος.

Άφησα την γυναίκα μου να με περιμένει.

Και τα παιδιά, που αυτή την ώρα κοιμούνται.

Μ’ αγαπάνε αλλά λίγο με απασχολεί απόψε.

Ελάχιστα.

 

Απόψε ο νους ξύπνησε γι’ ακόμα μια φορά τα τέρατα.

Τέρατα που με χαρακτηρίζουν και αποτελούν σκιά.

Σκιά ενός διαφορετικού εγώ.

Αναμνήσεις,

Αποθυμένα.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν η φυγή.

Να τρέξω παλί, σαν καλός δειλός που είμαι.

 

Ένιωθα το χώρο που ανήκω να με πνίγει.

Απέχθεια για την γυναίκα μου.

Βάρος τα παιδιά μου.

Το παρελθόν μου ούρλιαζε.

Βγήκε τούτη την βραδιά να πάρει εκδίκηση.

Το περίμενα ότι θα συμβεί.

Απο καιρό…

Από στιγμή σε στιγμή…

 

Ανοίγω την μισογκρεμισμένη πόρτα.

Έτριξε ό,τι μπορούσε να τρίξει.

Ακόμα και τα ίδια μου τα κόκαλα.

 

Μυρίζει η ατμόσφαιρα γαμήσι.

Απαθές,

γρήγορο,

αδιάφορο,

κακό

γαμήσι.

Δίχως στάλα έρωτα να κυλά στα δυο σώματα.

 

Παραπατώντας κατάφερα να φτάσω σε μια καρέκλα.

Όχι καλύτερη κι αυτή.

Μουχλιασμένη.

 

Εντόπισα ακόμη μια οσμή.

Κάτουρο και σκατό ημερών.

Κάθως συνήθιζα την κακοσμία,

εξόντωνα όποιο μπουκάλι έβρισκα μπροστά μου.

 

Όταν η επήρεια άρχισε να κάνει τη δουλειά της,

μουδιάζοντας τις αισθήσεις μου,

ξεχύθηκαν οι σκέψεις.

 

Ο έρωτάς μας χάθηκε…

 

Χάθηκε πριν προλάβει ν ‘αρχίσει.

Φερθήκαμε λάθος στις μοίρες.

κάποτε θα έβγαιναν κι αυτές,

όπως απόψε,

θα έπαιρναν το αίμα τους πίσω.

Όπως απόψε.

 

Πίνω.

Κοπανάω τα ποτήρια.

Ρίμάζω το μπαρ που στέκεται μπροστά μου.

Με κοιτούν περίεργα.

Λίγο με ενιαφέρει απόψε.

Έλαχιστα.

 

Όσα είχα θάψει μέσα μου, βγήκαν.

Να με καταστρέψουν.

Λέξεις.

Λόγια δικά σου.

Διάφορα σ’αγαπώ”,

αρκετά μη μ’ “αφήσεις”.

Χορεύουν εκστασιασμένα μέσα στο κεφάλι μου,

κάτω απο την υπάρχουσα μπόχα.

 

Πέρασαν τόσα χρόνια…

Τόσα πολλά χρόνια…

 

Η ευτυχία δεν ήταν τελικά το φάρμακο.

Ο χρόνος δεν στάθηκε αξιόπιστος γιατρός.

Μέσα μου, σαν σπάνιο φυλακτό, σε κρατούσα.

Φοβισμένος μη σε χάσω.

Κι έτσι ο έρωτας, δεν στέρεψε ποτέ.

Μου ‘φταναν αυτές οι απειροελάχιστες στιγμές που ζήσαμε

ώστε να καταφέρω να σε κρατήσω μέσα μου, για πάντα.

 

Μια όμορφή νεαρή με πλησιάζει.

Παίρνει τα χέρια μου και τ’ ακουμπάει πάνω της.

Στα στήθη της.

Με οδηγεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στα παρασκήνια.

Μα το κορμί σου, είναι ήδη πάνω μου.

Η ανάσα σου έφερε ξανά το καλοκαίρι,

σε αυτό το κωλομάγαζο.

Αποτελείς δυστυχώς, μονάχα μια παραίσθηση.

 

Χωρίς να το καταλάβω,

βρίσκω τον εαυτο μου ξαπλωμένο.

Βλέπω την πουτάνα να ξεντύνεται.

Πριν προφτάσει να αποκαλύψει το κορμί της,

πιάνω το πορτοφόλι μου και της προσφέρω λεφτά.

Πολλά.

Τόσα που την κάνουν να γέλα.

«Θέλω απόψε αγκαλιές», της λέω.

«Ντύσου και πες πως μ’αγαπάς».

Το έκανε.

«Τώρα κάθισε στο κρεβάτι», πρότεινα.

Υπάκουσε.

Η μορφή σου, απροειδοποιητά, τρύπωσε στο μυαλό μου.

Δεν μιλούσες.

Τίποτα δεν έλεγες.

Παραμέρισες τα μαλλιά σου και μου χαμογέλασες ντροπαλά.

Μ’ αυτην την κίνηση

με αποτέλειωσες…

Με σκότωσες.

Ξέρασα κι έβαλα τα κλάματα, σαν παιδί μικρό.

Η κόπέλα αμέσως έσπευσε να μου συμπαρασταθεί.

«Σε λάθος μέρος είσαι, αγάπη μου», μου είπε.

Κι ύστρεα μ’ αγκάλιασε σφιχτά.

Παραμέρισες τα μαλλιά σου και μου χαμογέλασες ντροπαλά.

Στ’ ορκίζομαι. Το έκανες.

Μέσα στις παραισθήσεις αλλά, το έκανες.

«Γιατί κάθεσαι;» ρώτησε μια φωνή.

«Σήκω! Πήγαινε αμέσως να την βρεις».

Όσο και να λαχταρούσα,

δεν είναι εφικτό.

Ίσως έχεις άντρα.

Και παιδιά.

Έχω κι εγώ.

Θα έδινα τα πάντα βέβαια, να ήσουν στην θέση της.

Κι έγω στην θέση του.

Είναι άδικο, το γνωρίζω.

Μα το χρωστάμε.

Στ’ ορκίζομαι ότι το χρωστάμε.

Στον έρωτα.

Πριν φυγουμέ από την ζωή.

Πριν αφήσουμε τις ψεύτικες ευτυχίες

να εξοντώσουν τον έρωτά μας.

Είναι δικός μας.

Και του χρωστάμε.

 

Πέρασαν χρόνια και χρόνια.

Μα ποτέ δεν ήρθε η στιγμή να πάψω να σε σκέφτομαι.

Στη δουλειά,

Στο δρόμο,

Στο σπίτι,

Στις επαιτείους,

Στον γάμο,

Στα βαφτίσια των παιδιών,

Στο κρεβάτι,

Στην καθημερινότητά μου.

Στ’ ορκίζομαι, δεν πέρασε στιγμή που έλειπες.

Απ΄ όλα όσα με χαρακτηρίζουν.

Ήσουν εκεί.

 

Μπορεί κι εγώ να ήμουν στην ζωή σου, ποιός ξέρει;

Χωρίς να ξέρουμε, ίσως ζούμε ακόμα,

αδιάκοπα στις ψυχές μας, μαζί.

Κενή,

αμοιβαία άγνοια.

 

Τραβάω τώρα τον δρόμο της επιστροφής.

Πλήρωσα αγκαλιές που δεν μου ‘δωσες.

Πλήρωσα και τις πήρα.

Πλήρωσα για τα φιλιά σου.

Πλήρωσα να σ’ έχω.

Τουλάχιστον σαν παραίσθηση.

 

Μοιάζει πολύ η ζωή, με το μπουρδέλο.

Τίποτα δεν αγόρασα.

Νοίκιασα.

Τίποτα στο τέλος, από την πόρνη, δεν σου ανήκει.

Τίποτα απ’ την ζωή δεν σου ανήκει.

 

Όλα περαστικά,

περιστασιακά τα απολαμβάνεις.

Όπως μια επίσκεψη

σε μπουρδέλο.

 

Επιστρέφω σπίτι.

Στην γυναίκα που με περιμένει και με αγαπά.

Σίγουρα κλαεί και ανησυχεί.

Και δεν το αξίζει.

Την αγαπώ.

Αλλα δεν της αξίζω.

 

Είναι άλλο να αγαπάς

Και αλλό να ερωτεύεσαι.

 

 

Η αγάπη είναι κάτι το παντοτινό.

Ο έρωτας μπουρδέλο.

 

Προσωρινό.

Απίστευτα γλυκό.

 

Έχω περάσει το κατώφλι.

Φιλάω στο μάγουλο τα παιδιά.

Τα δίνω από μια κρυφή αγκαλιά.

 

Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα.

Η γυναίκα μου τρέχει επάνω μου και με φιλά.

Είναι όμορφα και ασφαλές εδώ.

Είναι ωραία.

 

Το μουντό φως του πολυέλαιου,

χάνεται.

Κλείνω τα μάτια,

Κουρνιάζω μέσα στην αγκαλιά της γυναίκας που με αγαπά.

Παραμέρισες τα μαλλιά σου και μου χαμογελάς ντροπαλά.

Δέκα χρόνια μετά.

Ολά είναι ίδια, όπως παλιά.

 

Κλείνω τα μάτια.

Κουρνιάζω μέσα στην αγκαλιά της γυναίκας που με αγαπά.

Κι εγώ,

ψάχνω δικαιολογία.

 

Πάλι βρίσκω σκέψεις ν’ αρνηθώ την ευτυχία…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top