Fractal

Πεζογραφικές αναπαραστάσεις και βιωμένος λόγος στις «Τρεις γυναίκες» του Ρόμπερτ Μούζιλ

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

Ρόμπερτ Μούζιλ «Τρεις γυναίκες», Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Εκδόσεις Μεταίχμιο. 2017, Αθήνα)

 

Ο Ρόμπερτ Μούζιλ (Robert Musil, 1880-1942) είναι συγγραφέας και στοχαστής με μεγάλη σημασία τόσο στον κορμό της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, όσο και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Τι χρειάζονται άραγε οι ποιητές σε τόσο δύσμοιρους καιρούς, αναρωτιόταν κάποτε ο Χαίντερλιν, για να πάρει φυσικά την απάντηση από πολλούς, ότι τότε χρειάζονται περισσότερο. Επομένως δεν μπορούμε παρά να χαιρετήσουμε την επανέκδοση του βιβλίου των τριών ιστοριών ‘Τρεις γυναίκες’ από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.   Άφοβα, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, μπορεί και σήμερα να τοποθετηθεί στο πλευρό του Τόμας Μαν και του Φραντς Κάφκα ως ένας από τους τρεις μεγαλύτερους δασκάλους και αυθεντίες της γερμανικής πεζογραφίας κατά το πρώτο μισό του εικοστού  αιώνα. Μαζί με τον ‘Οδυσσέα’ του Τζέιμς Τζόυς, και το ‘Αναζητώντας το χαμένο χρόνο’ του Μαρσέλ Προυστ, ‘Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες’ αυτό το μισοτελειωμένο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μούζιλ, χαρακτηρίζεται ως ένα από τα τρία πιο σημαντικά επιτεύγματα του λογοτεχνικού μοντερνισμού στην Ευρώπη. Όπως και ο Τόμας Μαν στο ‘Μαγικό βουνό’ (1924), έτσι και ο Μούζιλ  είδε γρήγορα μια περίεργη  κρίση στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που ολοένα και εντεινόταν και η οποία τελικά οδήγησε στο ξέσπασμα του πρώτου μεγάλου πολέμου το 1914 και, σαν να μην έφτανε αυτό μόνο, στη συνέχεια, μετά το 1918 εντάθηκε έτι περαιτέρω, όπως τόσο καλά γνωρίζουμε.

Ήταν ο μόνος γιος του Alfred von Musil, ενός διακεκριμένου Καθηγητή Μηχανολόγων Μηχανικών ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Brünn, το σημερινό Μπρνο της Τσεχίας, όπου  εκείνη την εποχή μιλιούνταν δύο γλώσσες, η γερμανική και η τσεχική. Όταν ήταν μόνο έντεκα ετών, είχε σταλεί σε ένα στρατιωτικό οικοτροφείο στο οποίο εκπαιδεύονταν τα αγόρια για να γίνουν αξιωματικοί και να κάνουν επαγγελματική καριέρα στο αυστριακό στρατό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα για έναν τόσο εσωστρεφή νεαρό όπως ήταν εκείνος. Στα δεκαεφτά του χρόνια, ο Ρόμπερτ Μούζιλ εγκατέλειψε το στρατό και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του πατέρα του για να εκπαιδευτεί ως μηχανικός. Γρήγορα φάνηκαν οι ικανότητές του σε αυτόν τον τομέα, καθώς πέρασε τις εξετάσεις του με ικανοποιητική βαθμολογία και ακολούθως βρήκε θέση ως βοηθός στο Ινστιτούτο Δοκιμών Υλικών του Πολυτεχνείου της Στουτγάρδης. Αυτή ήταν η δεύτερη προσπάθεια του πατέρα του για να δρομολογήσει το γιο του σε μια συμβατική για την εποχή του  καριέρα, αυτή τη φορά τεχνική και μοντέρνα, και όχι στρατιωτική, όπως πρωτύτερα.  Το πρόβλημα για τον νεαρό Μούζιλ, ήταν ότι είχε ήδη αισθανθεί την κενότητα της αυτάρεσκης κοινωνίας γύρω του, η οποία ήταν προσανατολισμένη περισσότερο προς τα υλικά αγαθά και παραμελούσε  την πνευματική ζωή. Οι επιστήμονες και οι μηχανικοί που συνάντησε στην καριέρα του, έως τότε, βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της τεχνολογίας, αλλά ενδόμυχα και από πολιτιστικής σκοπιάς, έμοιαζαν  με προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Για τον Μούζιλ, μεγαλύτερη σημασία είχαν τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, η φιλοσοφία του Νίτσε,  και τα δοκίμια του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον, τα οποία είχαν δεσπόζουσα επιρροή στα κείμενά  του για το υπόλοιπο της ζωής του. Παράλληλα άρχισε να μαθαίνει λατινικά και ελληνικά.

 

Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942)

 

Στον ερωτικό τομέα, είχε μια σύντομη αλλά έντονη ερωτική σχέση με μια όμορφη πιανίστα, την Valerie Hilpert και στη συνέχεια μια άλλη σχέση έξι ετών με την Herma Dietz, μια γυναίκα της εργατικής τάξης από το Μπρνο,  η οποία και τον   ακολούθησε στο Βερολίνο.  Ο θάνατός της εκεί, το 1907, ως συνέπεια μιας   αποβολής, δημιούργησε αξεπέραστα τραύματα στον Μούζιλ, τα οποία και  περιγράφτηκαν αναλυτικά στη νουβέλα του ‘Τόνκα’, το 1924. Άλλωστε σχεδόν  όλα τα γραπτά του, υπήρξαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτοβιογραφικά. Η  μετακίνησή του στο Βερολίνο, το 1903, τον οδήγησε να σπουδάσει φιλοσοφία και ψυχολογία και να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα, ‘Οι αναστατώσεις του μαθητή Ταίρλες’ (Die verwirrungen des zöglings Törless), στα 1906. Το βιβλίο ετούτο βρίθει από τα έντονα συναισθήματα και τις σκέψεις ενός δοκίμου αξιωματικού σε μια στρατιωτική σχολή παρόμοια με εκείνη  που είχε παρακολουθήσει ο ίδιος στη Μοραβία από το 1894 έως 1897, και στο οποίο εκθέτει με ανοιχτό και απροκάλυπτο τρόπο τα διπλά μέτρα και σταθμά της αυστριακής κοινωνίας, τουτέστιν μια σχολή η οποία ενώ έχει ως στόχο της να εκπαιδεύσει την αυτοκρατορική ελίτ, ήταν στην πραγματικότητα γεμάτη με ομοφυλόφιλες  επιθυμίες,  πορνεία και  σαδιστική σκληρότητα. Μαθαίνουμε ελάχιστα για την καθημερινή ρουτίνα του σχολείου εκτός από το ότι το πρόγραμμα σπουδών είναι χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ανιαρό γι’ αυτόν και ταυτόχρονα κουραστικό. Αντ’ αυτού, ο αφηγητής εξερευνά τον εσωτερικό κόσμο του Ταίρλες και ιδιαίτερα την αδυναμία του να βρει οποιαδήποτε γλώσσα για τις συγκεχυμένες  αντιλήψεις και  επιθυμίες του. Αυτή η απαιτητική εργασία, γραμμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου από την προοπτική του Ταίρλες, εξερευνά με πρωτότυπο τρόπο τους μηχανισμούς της κυριαρχίας, την ταυτότητα φύλου και τα όρια του ορθολογισμού.

 

Με την Μάρθα Μαρκοβάλντι, στη Ζυρίχη.

 

Η τρίτη περίοδος της σταδιοδρομίας του Μούζιλ, ξεκίνησε στο Βερολίνο, αλλά και πάλι δεν συνεχίστηκε, αφού ήταν αυστηρώς   ακαδημαϊκής φύσεως. Εκεί έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από τον  φυσικό και φιλόσοφο Ernst Mach, ενώ εποπτευόταν από τον κορυφαίο πειραματικό ψυχολόγο της εποχής του, τον καθηγητή Carl Stumpf. Του πρόσφεραν μια ακαδημαϊκή θέση στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, αλλά την αρνήθηκε γιατί σίγουρα αισθάνθηκε ότι η ευφάνταστη λογοτεχνία που πρόσφερε περισσότερες δυνατότητες για τα ενδιαφέροντά του από την ακαδημαϊκή εξειδίκευση και καριέρα. Τον Απρίλιο του 1911, παντρεύεται την εβραϊκής καταγωγής  Μάρθα Μαρκοβάλντι, η οποία θα παραμείνει δίπλα του για το υπόλοιπο της ζωής του. Με τη βοήθεια του πατέρα του, βρίσκει μια θέση ως βιβλιοθηκάριος στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, αλλά έφυγε από εκεί το 1913 και μετακινήθηκε πάλι στο Βερολίνο, για να  γίνει εκδότης και αρχισυντάκτης του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Επιθεώρηση (Die Neue Rundschau), η οποία του πρόσφερε ζωτικής σημασίας εμπειρίες στα γραπτά δοκίμια. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του μεγάλου πολέμου, το 1911, εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο με  δύο νουβέλες του, με το γενικό τίτλο ‘Οι δεσμοί’ (Die Vereinigungen). Ήταν ‘Η τελείωση του έρωτα’ και ‘Ο πειρασμός της σιωπηλής Βερόνικας’, όπου εξερευνούσε τον εσωτερικό  και απόκρυφο κόσμο των γυναικείων πρωταγωνιστών του. Μέχρι και το ξέσπασμα του πολέμου, τα κείμενα του Μούζιλ παρέμειναν έτσι, σε μεγάλο βαθμό εσωστρεφή, και δεν προχωρούσαν να  εξερευνήσουν ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.

Υπηρέτησε τη θητεία ως έφεδρος αξιωματικός στο ιταλικό μέτωπο με γενναιότητα και παραλίγο να σκοτωθεί από μια οβίδα, με αποτέλεσμα να τον παρασημοφορήσουν.  Ενδιάμεσα, εκδίδει και την ‘Εφημερίδα του Στρατιώτη’ κάτι που του κόστισε βέβαια κάποια διαστήματα αποχής από τη συγγραφική του ιδιότητα. Αργότερα, έγραψε στο ημερολόγιό του, πως τα πέντε χρόνια της σκλαβιάς του πολέμου του άρπαξαν το καλύτερο μέρος από τη ζωή του. Ωστόσο, ο πόλεμος ήταν, εκείνος που δημιούργησε και έκανε τον Μούζιλ μεγάλο συγγραφέα. Κανένας από τους άλλους μεγάλους συγγραφείς του μοντερνισμού που αναφέρθηκαν στην αρχή ετούτου του κειμένου δεν τον βίωσε όπως αυτός και φυσικά εκατομμύρια άλλοι Ευρωπαίοι. Ο πόλεμος ήταν αυτός που του επέτρεψε να δει από  πρώτο χέρι  όχι μόνο τη διαφθορά και την ανικανότητα της  ελίτ τάξης, αλλά και τις ζωές των κοινών ανθρώπων που είχαν επηρεαστεί τόσο βάναυσα από αυτόν. Πάνω απ’  όλα, όμως, του επέτρεψε να αρχίσει να γράφει, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, τη μνημειώδη σάτιρα, το εμβληματικό δηλαδή βιβλίο του, ‘Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες’  (‘Der Mann ohne Eigenschaften’, 1943). Η διεύρυνση των οριζόντων του Μούζιλ ήταν εμφανής στα δοκίμια που έγραψε μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας το 1918, όταν η Αυστρία μετατράπηκε πλέον σε μια μικρή και συνάμα  φτωχή Δημοκρατία. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του Αυστριακό συγγραφέα, αλλά ένοιωθε πως εκπροσωπούσε ολόκληρο το γερμανικό και φυσικά και τον αυστριακό πολιτισμό. Πολλά από τα ημιτελή δοκίμιά του, στη δεκαετία του 1920, προσφέρουν μια βαθιά ανάλυση των αιτιών του πολέμου, και είναι μερικά από τις βαθύτερα και πιο διεισδυτικά δοκίμια που γράφτηκαν ποτέ στη γερμανική γλώσσα.

Η δεκαετία του  1920 ήταν η πιο επιτυχημένη του Μούζιλ. Η δουλειά του ως κριτικός θεάτρου και ως συνεργάτης σε διάφορες εφημερίδες, παρείχε σ’ αυτόν και τη σύζυγό του Μάρθα, μια θαυμάσια και σχετικά άνετη διαμονή στο λιτό διαμέρισμά τους στη Βιέννη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δημοσίευσε δύο θεατρικά έργα, τα οποία είχαν μικρή επιτυχία, και τα τρία διηγήματα, με τίτλους ‘Γκρίτζα’, ‘Η Πορτογαλίδα’ και η ‘Τόνκα’, όλα μαζί μέσα σε μια συλλογή με τίτλο ‘Τρεις γυναίκες’ (Drei Frauen), ίσως το πιο ελκυστικό, και ίσως  τυπικό του έργο. Από περίπου το 1919, είχε αρχίσει να εργάζεται πάνω σε ένα μυθιστόρημα που πέρασε από αναρίθμητα σχέδια και μορφές, μερικά από τα οποία πήγαιναν πολύ πίσω και  πριν ακόμα από το 1914, ένα έργο το οποίο απέκτησε τον τίτλο ‘Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες’  (Der Mann ohne Eigenschaften) μόλις  στις αρχές του 1927, και το οποίο φυσικά σταμάτησε μαζί με την ζωή του συγγραφέα, στις 15 Απριλίου του 1942.

Η δεκαετία του 1930 ήταν πολύ προβληματική για τον Ρόμπερτ Μούζιλ, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης πολιτικής κρίσης, της συνεχιζόμενης δυσκολίας για χρηματοδότηση ενός λογοτεχνικού έργου αυτού του μεγάλου μεγέθους, τη δική του φθίνουσα ψυχολογική υγεία και ίσως πάνω απ’ όλα, την εγγενή φιλοσοφική πρόκληση για την ολοκλήρωση του βιβλίου του. Μετακινείται  προς το Βερολίνο το 1932 να είναι πιο κοντά με τον εκδότη του, αλλά και με τα ρεύματα της εποχής του, γιατί  ένιωθε ότι η πόλη της Βιέννης είχε μετατραπεί  πλέον σε τέλμα, ενώ συνεχίζει την γραφή  της συνέχειας του μυθιστορήματος. Τον Μάιο του 1933 αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Βιέννη, μετά τη ναζιστική κατάληψη της εξουσίας.  Η συνέχιση του έργου αυτού φαινόταν ακατόρθωτη αφού μεταξύ των άλλων η κατάθλιψή του ήταν έντονη. Τον Σεπτέμβριο του 1938, λαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των χειρογράφων μαζί του, αποφάσισε να μετακομίσει προσωρινά στην Ελβετία αφού η σύζυγός του, Μάρθα, ήταν Εβραία. Ζώντας πρώτα στη Ζυρίχη και στη συνέχεια, από τον Ιούλιο του 1939, στην Γενεύη, σε συνθήκες μεγάλης απομόνωσης και φτώχειας, ο Μούζιλ  ήταν ωστόσο σε θέση να ξεπεράσει σε ένα βαθμό αυτήν την κρίση και να ξαναγράψει έξι ή περισσότερα από τα κεφάλαια αυτά με ένα νέο και απλούστερο τρόπο, έτσι ώστε να κάνουν στη μορφή, ένα όμορφο και στοχαστικό βιβλίο.  Η γλώσσα στην τελευταία γραφή, πριν από το θάνατό του, έχει εξαιρετική δύναμη και συνδυάζει τη σαφήνεια και την ακρίβεια με τη λυρική και αισθησιακή ένταση, χρησιμοποιώντας συχνά εκπληκτικές μεταφορές. Όπως γράφτηκε, το βιβλίο αυτό δημιουργήθηκε για να είναι ελλιπές, γιατί αν υπήρχε ένα τέλος, δεν θα ήταν τελειωμένο!

 

Το διήγημα ‘Γκρίτζα’, τώρα, από την παρούσα συλλογή ‘Τρεις γυναίκες’, κινείται γύρω από έναν προβληματισμό σχετικά με την έννοια και το ρόλο των πολύ μικρών ιστοριών και θέτει μια ερώτηση σχετικά με τη σημασία των ιστοριών των  περιθωριακών ομάδων και των ανθρώπων και τη σχέση τους με την έννοια της αντιπροσωπευτικότητας στο ιστορικό πλαίσιο. Εδώ τον πρώτο λόγο έχει μια εθνοτική μειονότητα στο Τρεντίνο, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το 1921, ο διάσημος ετούτος Αυστριακός συγγραφέας (1880-1942) αναθεωρεί τις παρατηρήσεις που είχε κάνει στην κοιλάδα Φερσίνα, η οποία αποκαλείται και  ‘Valle del Mòcheni’ λόγω των κατοίκων της και της γλώσσας τους, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και δημοσιεύει το διήγημα ‘Γκρίτζα’, ένα διήγημα που τοποθετείται σε αυτή την άγνωστη κοιλάδα του Τρεντίνο, στην αλπική περιοχή της Βόρειας Ιταλίας, ένα μέρος το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε μέρος της Μοναρχίας των Αψβούργων, και όπου ζούσε ένας αρχαίος Γερμανικός πληθυσμός από τον Μεσαίωνα.  Με τη βοήθεια του έργου αυτού, αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποια σπάνια πολιτιστικά και κοινωνικά θέματα και γεγονότα μπορούν να αποκτήσουν  μια ιστορική αξιοπρέπεια πολύτιμη από μόνη της.

Η ‘Γκρίτζα’, λοιπόν, είναι ένα διήγημα, εν μέρει αυτοβιογραφικό, που γράφτηκε από τον Ρόμπερτ Μούζιλ με βάση τις σημειώσεις που συγκεντρώθηκαν στα ‘Ημερολόγια’ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Τρεντίνο το 1915 και με αφορμή τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφηγείται την ιστορία του Χόμο, ενός  γεωλόγου, ο οποίος καλείται από τον επιχειρηματία Μότσαρτ Αμαντέους Χόφινγκοτ, να αναλάβει μια αποστολή για να ψάξει συγκεκριμένα για χρυσό στα αρχαία μεταλλεία που βρίσκονται κοντά στην προαναφερόμενη περιοχή. Αυτό το ταξίδι, στην πραγματικότητα,  δεν συμβαίνει μόνο στον γεωγραφικό χώρο, αλλά και στην ψυχή. Είναι δηλαδή κυρίως και περισσότερο μια  προσωπική συναισθηματική διαδρομή. Συναντάται εκεί με την Γκρίτζα, μια τοπική και τυπική αγρότισσα  και γίνονται εραστές. Μεσολαβούν διάφορες συναντήσεις μεταξύ τους, και  ο Χόμο βιώνει μια εκστατική εμπειρία στην οποία φαίνεται να βρίσκει τον εαυτό του, μέσα στη μοναξιά και τη μονοτονία της καθημερινής ζωής του. Ο πόλεμος σε αυτή την ιστορία είναι απλώς ένα υποσημαινόμενο υπόβαθρο του διηγήματος.  Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας μάς μιλάει για τις εμπειρίες του όταν  δραστηριοποιείται σε έναν τομέα του μετώπου όπου δεν υπάρχουν μεγάλες μάχες, αλλά μόνο συγκρούσεις άλλου τύπου, και η αποστολή εξόρυξης του Χόμο, του  πρωταγωνιστή του διηγήματος, παρουσιάζεται τελικά  ως διαδρομή διαφυγής και απελευθέρωσης από την μονότονη αστική ζωή. Η αγάπη και οι σχέσεις με τις γυναίκες, είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται σε όλο το έργο του Μούζιλ. Ο πρωταγωνιστής  αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί από αυτό το συναίσθημα με το να το ζει με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από τη μία πλευρά υπάρχει η Γκρίτζα, με την οποία βιώνει εμπειρίες που αλλάζουν βαθιά τον τρόπο ζωής και σκέψης του, κι από την άλλη μεριά υπάρχει, μακρυά από εδώ, κάποια άλλη γυναίκα που υπομονετικά τον περιμένει να γυρίσει πίσω. Το αίσθημα της αγάπης γι’ αυτήν   τη  μακρυνή  γυναίκα, παραδόξως ενισχύεται χάριν της ερωτικής του σχέσης με την άλλη, εδώ,  την Γκρίτζα. Αρκετές περιγραφές δέντρων, ξύλου, βουνών, τοπίων και λουλουδιών, συνθέτουν το μαγεμένο σενάριο της ιστορίας.

Το 1924, ο Ρόμπερτ Μούζιλ δημοσίευσε τη συλλογή από ιστορίες με τίτλο ΄Τρεις γυναίκες’, ένα μικρό ίσως τμήμα του έργου του πάνω σε ένα μυθιστόρημα που αναφερόταν στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, που άρχισε να εμφανίζεται, σε δόσεις, το 1930. Το γνωστό ‘Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες’. Επομένως, οι ‘Τρεις γυναίκες’ μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρουν  μια πιο βολική εισαγωγή στο ώριμο έργο του Μούζιλ. Στην ‘Πορτογαλίδα’, ο Μούζιλ μας γράφει ένα καλά επεξεργασμένο κείμενο και εξιστορεί  ένα πρόβλημα με μυστήριο, το διφορούμενο και το παράλογο, που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Η αγάπη μεταξύ ενός ζηλιάρη ηλικιωμένου ανθρώπου και της νεαρής του γυναίκας αποκαθίσταται εν τέλει από τον υποδειγματικό θάνατο ενός βρώμικου γάτου. Όπως μας πληροφορεί και ο μεταφραστής του βιβλίου, Γιώργος Κεντρωτής, ολόκληρο το έργο του Μούζιλ βρίθει βιογραφικών αναφορών. Εάν ακόμα δούμε προσεκτικά τα ‘Ημερολόγιά’ του, τότε θα διαπιστώσουμε για ακόμα μια φορά, ότι πολυάριθμοι στοχασμοί, σχέδια και διαφορετικές εκδοχές των έργων του όλα βρίσκονται εκεί. Κι’ ακόμα, αυτά ‘μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε σε ποιο βαθμό καταπιάστηκε με ζητήματα ψυχολογίας και ψυχανάλυσης’.

Η πιο σημαντική από αυτές τις τρεις ιστορίες, η ‘Τόνκα’,  βασίζεται σε μια δυστυχισμένη εμπλοκή από τη νιότη του συγγραφέα, κι’ είναι πραγματικά αξιοσημείωτο πόσο άμεσα αυτός ο ειρωνικός μοντερνιστής μεταφέρει τα γεγονότα της ζωής του στις φαντασιώσεις και στα κείμενά  του. Ένας νεαρός άνδρας από μια καλή οικογένεια αυστριακής οικογένειας συνδέεται ερωτικά με μια απλή Τσέχα κοπέλα, την Τόνκα, την οποία παίρνει μαζί του στο Βερολίνο, όπου κατοικούν μαζί. Τότε η Τόνκα έμεινε έγκυος. Το χειρότερο σενάριο όμως δεν είναι αυτό, αλλά το ότι εκείνη έχει σύφιλη, μια μεταδιδόμενη σεξουαλικά μάστιγα της εποχής.  Η μελέτη του  ημερολογίου  αποδεικνύει ότι ο εραστής της δεν μπορεί να είναι ο πατέρας του παιδιού που θα έρθει στον κόσμο και οι γιατροί επιμένουν ότι είναι αδύνατο να την έχει μολύνει εκείνος. Ωστόσο, η κοπέλα εμμένει στην ιστορία της, ότι δεν έχει γνωρίσει, ούτε ήρθε σε επαφή με κανένα άλλο άτομο εκτός από αυτόν! Είναι μάλιστα τέτοια η ειλικρίνειά της, που ο εραστής της στο τέλος αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρχει ή όχι  κάτι τέτοιο, όπως η άμωμη και  άσπιλη σύλληψη και φυσικά η ‘αγνή’ αφροδίσια λοίμωξη. Αλλά τελικά και μετά από πολλές σκέψεις, στερείται της θέλησης και της ικανότητας να την πιστέψει. ‘…Καταγωγή και αιτία των συναισθημάτων, που ένοιωθε, δεν ήταν η αγαπημένη που του τα προκαλούσε, η αγαπημένη είχε φύγει μπροστά, τα συναισθήματα πίσω της, σαν ένα φως, αλλά ενώ και στο όνειρο ακόμα υπάρχει μια τέλεια σχισμή, για να διακρίνεται η αγάπη απ’ την αγαπημένη, όταν ξυπνάς αυτή η σχισμή δεν υπάρχει ή δεν την διακρίνεις πια, λες και σ’ έσπρωξε κάποιος να είσαι εσύ το θύμα σε μια διελκυστίνδα και να νομίζεις εξαίρετο άνθρωπο και θαυμάσιο κάποιον που ποτέ του δεν ήταν. Δεν μπορούσε να βάλει τον εαυτό του  να δει το φως πίσω από την Τόνκα…’.

Περιποιείται, όμως, με τον τρόπο του και φροντίζει  το κορίτσι καθώς γίνεται όλο και πιο άρρωστο και εξασθενημένο, κάνει ότι του ζητάει, κατά κάποιον τρόπο την αγαπάει, έτσι ώστε, μετά το θάνατό της, αισθάνεται τη συνείδησή του να είναι ξεκάθαρη και ήσυχη και να μπορεί να πει στον εαυτό του ότι έγινε  καλύτερος άνθρωπος για την εμπειρία που βίωσε μαζί της. Σ’ αυτό το μύθο, του οποίου το απροσδόκητο, περιστασιακό άνοιγμα φαίνεται να χαρακτηρίζει τον γνήσιο γερμανικό ρεαλισμό, ο Μούζιλ  βρήκε ένα τέλειο όχημα για να μας μεταφέρει μπροστά στις σελίδες του ένα σταθερό και αγαπημένο του θέμα, τουτέστιν την μη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ του ορθολογικού και του παράλογου, μεταξύ του ηθικού και της  ηθικής που ασχολείται με τις αρχές της ορθής και λανθασμένης συμπεριφοράς και την καλωσύνη ή την κακία του ανθρώπινου χαρακτήρα, βασισμένου πάντοτε στα όσα γνωστά παραδείγματα του παρελθόντος και επομένως στον ψυχρό υπολογισμό, και από την άλλη μεριά την ηθική δεοντολογία, η οποία απαιτεί εμφανώς ένα αχαρτογράφητο και αβέβαιο εν πολλοίς άλμα στο μέλλον.

Τώρα βέβαια σε ποιο βαθμό είναι βιογραφικά τα έργα του Μούζιλ, γενικότερα, είναι άγνωστο. Κάποτε σε μια συζήτηση που είχε για ένα άλλο  βιβλίο του, είπε πως ‘όλα έγιναν όπως τα γράφω’. Όμως κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν αυτή ολόκληρη η αλήθεια, όχι μόνο για εκείνο το βιβλίο (‘Οι αναστατώσεις του μαθητή Ταίρλες’), αλλά και για ετούτο, τουτέστιν τις ‘Τρεις γυναίκες’!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top