Fractal

Διήγημα: “Δεκέμβρης 1974”

Της Μαρίας Χατζηχριστοδούλου //

 

 

 

 

Δεκέμβρης 1974

 

Η γυναίκα έριξε μια βιαστική ματιά στο μεγάλο μοντέρνο καθρέφτη που σκέπαζε τον τοίχο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Για την ακρίβεια, δεν κοιτάχτηκε, απέφυγε να δει τον εαυτό της εκεί μέσα, το είδωλό της την απωθούσε, την τρόμαζε. Αν κοιταζόταν βέβαια, θα αντίκριζε μια όμορφη ακόμη γυναίκα με μαύρα μαλλιά πιασμένα χαμηλό κότσο, ίσως σκόρπιες ασημένιες τρίχες εδώ και κει και λιγνό νεανικό κορμί. Δεν έδειχνε την ηλικία της -πατημένα τα πενήντα. Μα την τρόμαζαν κυρίως τα χέρια της, αυτά ήταν ταλαιπωρημένα, σκασμένα, κι ας φορούσε γάντια στη δουλειά, τα χέρια της ήταν απεριποίητα, ναι αυτό ήταν, απεριποίητα, αφημένα, κρέμονταν σαν ανήμπορες φτερούγες.

Αυτή την ανημπόρια δεν ήθελε ν’ αντικρίζει. Έσφιξε τα χείλη, πέρασε βιαστικά με το πανί τον καθρέφτη, πάντα χωρίς να κοιτάζει, τον ξαναπέρασε μέχρι να γίνει πεντακάθαρος και γύρισε να μαζέψει τον κουβά με τη σφουγγαρίστρα, να ξεπλύνει το ξεσκονόπανο, να βάλει όλα τα σύνεργα της δουλειάς στη μικρή αποθήκη και να λύσει την ποδιά. Ο καθρέφτης στην είσοδο ήταν το τελευταίο σημείο της πολυκατοικίας που καθάριζε. Τα τακτοποίησε όλα, φόρεσε τη ζακέτα και τα παπούτσια της -στη δουλειά τα άλλαζε με χοντρόσολες παντόφλες- και βγήκε κλείνοντας πίσω της την πόρτα, χωρίς να στρέψει το κεφάλι. Σήμερα βιαζόταν.

Είχε ήδη σκοτεινιάσει, αλλά ο δρόμος είχε φώτα αναμμένα, κάποια μπαλκόνια στολισμένα και αρκετούς περαστικούς. Ακόμη και στις εισόδους των πολυκατοικιών που περνούσε, υπήρχαν άνθρωποι που συζητούσαν, στα πεζοδρόμια έπαιζαν πιτσιρίκια.

Της φάνηκε ασυνήθιστη η κίνηση για καθημερινή, δεν είναι κι εύκολο να το συνηθίσεις αυτό, το ότι είσαι ελεύθερος δηλαδή, μετά από τόσες Δευτέρες που πέρασαν μέσα σε εφτά χρόνια χούντας.

Αυτή, βέβαια, είναι μια ξεχωριστή Δευτέρα, γιατί το ημερολόγιο γράφει 4 του Δεκέμβρη. Βάρυνε λίγο το σώμα της, τα χέρια της εκεί πεσμένες φτερούγες, έσφιξε την τσάντα της και κοίταξε να ταχύνει το βήμα. Είναι ο πρώτος ελεύθερος Δεκέμβρης μετά από τόσα χρόνια.

Ίσως ο πρώτος ελεύθερος Δεκέμβρης της ζωής της τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Κατηφορίζει τη Βασιλίσσης Σοφίας, θα σταματήσει λίγο στο Σύνταγμα να χαζέψει τον κόσμο και τα φώτα. Σταματά διστακτικά στη γωνία της Βουλής με τα λουλουδάδικα. Είναι φορτωμένα λουλούδια, βάζα τιγκαρισμένα με κλαδιά από έλατα, γκι και ρόδια. Κυρίες διαλέγουν, πωλητές τις εξυπηρετούν, κάποιος έρχεται προς το μέρος της.

Παρακαλώ, διαλέξτε, έχουμε τα πάντα, διαλέξτε, φέτος γιορτάζουμε! Την κοίταξε με νόημα, τόνισε το φέτος.

Έσφιξε την τσάντα της, τα δάχτυλά της, δεν ήθελε να δει ο πωλητής τα ταλαιπωρημένα από τα σφουγγαρίσματα και νερά δάχτυλα. Εκείνος επέμενε, παρακαλώ διαλέξτε, της έδειχνε τα μεγάλα γεμάτα βάζα. Το βλέμμα της έπεσε σ’ ένα μικρότερο με γαρύφαλλα. Ο πωλητής το πρόσεξε.

Έχουμε τα ωραιότερα γαρύφαλλα. Και τα δίνουμε σε φθηνότερη τιμή, τώρα όλοι προτιμούν κάτι γιορτινό, καταλαβαίνετε.

Διάλεξε ένα μπουκετάκι γαρύφαλλα, κόκκινα και άσπρα, μοσχοβολούσανε. Τα πλήρωσε και απομακρύνθηκε βιαστικά. Λες και φοβόταν μην τη ρωτούσε τι θα τα κάνει.

Τράβηξε προς το Ζάππειο, κατηφόρισε κι άλλο. Στάθηκε εκεί στη γωνία. Η καρδιά της σφιγμένη, πάλευε, τα χέρια της γαντζώθηκαν στην τσάντα και στο μπουκέτο τα γαρύφαλλα. Δεν κοίταξε γύρω της. Μόνο τον τοίχο της κιτρινισμένης πολυκατοικίας με τις λακκούβες από τις σφαίρες.

Έπειτα έσκυψε και απόθεσε τα γαρύφαλλα εκεί μπροστά. Μέσα στο σκοτάδι της φάνηκε πως τον ένιωσε δίπλα της. Δε σήκωσε τα μάτια.

Ήθελε να τον θυμάται είκοσι χρόνων ζωσμένο στ’ άρματα, με το όπλο του αγώνα στα χέρια. Όπως και τα δικά της χέρια, δίπλα του, προτού εκείνος σωριαστεί πάνω τους. Τότε που τα χέρια της δεν ήταν ανήμπορες φτερούγες. Τότε, στις 4 Δεκέμβρη του 1944

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top